Γεωργία
Λαδογιάννη ομιλία για τον Νίκο Χουλιαρά
(Παρουσίαση του Λογοτεχνικού
έργου)
ΗΠΕΙΡΩΤΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ, Α' ΚΥΚΛΟΣ
Παρασκευή, 20 Νοεμβρίου 2009, Αίθ, Παλαιάς Βουλής
Ο λογοτέχνης
Νίκος Χουλιαράς
"Ρυθμοί στο χάος"
Γεωργία Λαδογιάννη
Κυρίες και κύριοι,
στη λογοτεχνία, θα μπορούσαμε να
πούμε ότι δύο βασικά είναι οι τρόποι που οι καλλιτέχνες βλέπουν τον
κόσμο: ο ένας τρόπος εκφράζει την συγκίνηση του καλλιτέχνη που έχει
πηγή της τη ζωή, ενώ ο άλλος εκφράζει την αγωνία αναζητώντας τη ζωή.
Εδώ, η ζωή δεν είναι δεδομένη αλλά οφειλόμενη απάντηση, όπως και
προσδοκία να βρεθεί απάντηση. Κυρίως αυτό το τελευταίο: να αξιωθεί
απάντησης το ερώτημα τι είναι ζωή.
Ο Ν.
Χουλιαράς ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Όλο του το έργο είναι η
‘δοκιμασία’ αυτού που δίδεται ως ζωή· δοκιμάζεται αν όντως είναι
ζωή, τσεκάρεται η ‘καθαρότητά’ της (= εκείνη που δεν μας θυμίζει
–κάθε στιγμή- το αντίθετό της, τον θάνατο).
Στο έργο,
τελικώς, του Χ., και θα έλεγα και στο λογοτεχνικό και στο εικαστικό
–αφού το ένα συμπληρώνει, επεξηγεί και αναπαριστά το άλλο- ρωτιέται
διαρκώς αυτό που φέρεται ως ζωή. Από τον Λούσια
(1979) μέχρι το Νερό στο πρόσωπο (2005), ξετυλίγεται
ένα ‘χρονικό’ που καταγράφει τα στάδια (είναι 14 τα στάδια/βιβλία)
της ζωής, από την αρχή της, τότε που καταλαμβάνει όλο τον χώρο και
τον ανακαλύπτει. Ο Λούσιας -το πρώτο μέρος του ‘χρονικού’-
ένα παιδί που μεγαλώνει μέχρι την ηλικία του άντρα μέσα στο αφήγημα,
ορφανό με νοητική στέρηση για τα μέτρα της κοινωνικής μας
αξιολόγησης, όμως ο καθαρός καθρέφτης, σύμφωνα με την αφηγηματική
λογική, που μέσα του καταγράφεται με κάθε λεπτομέρεια η ερήμωση,
μέσα στην ‘πρόοδο’ της ‘ανάπτυξης’, είναι ο μόνος που μπορεί να μας
δείξει αυτό που ενώ είναι μπροστά στα μάτια μας, το έχουμε χάσει:
την ζωή σαν ‘θαύμα’, σαν αποκάλυψη.
Όμως σιγά σιγά, από βιβλίο σε
βιβλίο και από ιστορία σε ιστορία, ο αφηγητής, που φαίνεται να είναι
πάντα ο ίδιος και ποτέ να μην χάνει τις αρετές του Λούσια: την
φρεσκάδα της ματιάς του, που θα τον κάνει να βλέπει πιο πολλά και
πιο καθαρά από εμάς, και την αθωότητα του μυαλού του, που θα τον
κάνει να βρίσκει το σωστό γυρίζοντας ανάποδα τον κόσμο (είτε το πάνω
κάτω είτε το μέσα έξω), θα κοιτάει πιο βαθιά, από την πίσω μεριά
αυτό το ‘θαύμα’. Η ζωή ως θαύμα αρχίζει να ξεθωριάζει, η δύναμή της
εξασθενεί και πλέον δεν μπορεί ολοένα να κρύβει εκείνο που όσο πάει
και το πλησιάζει. Κι έτσι όλο και της βγαίνει μπροστά ο θάνατος. Και
τότε αυτός κυριαρχεί παντού και απόλυτα. Ξεπηδάει ακόμη και μέσα από
το λευκό άγραφο χαρτί είτε αυτό που έχει μπροστά του ο ζωγράφος -και
τότε μας τον δείχνει σε κομμένες μαύρες γραμμές πανω στο άσπρο
χαρτί, ή άλλοτε σαν τελίτσες κι άλλοτε σαν μικρές μαχαιριές και
πάντα πάνω στο άσπρο χαρτί το μαύρο σώμα να ακολουθείται από τη
μαύρη σκιά του-, είτε
αυτό που έχει μπροστά του ο λογοτέχνης -και τότε μας αφηγείται τη
ζωή του Παύλου Κοντοσάκου (Το άλλο μισό) με το σώμα χωρισμένο
σε δυο κομμάτια: ο μισός φρεσκοπλυμένος, καθαρός και ντυμένος και ο
άλλος μισός σφαγμένος. Μας μιλάει για τη ζωή της Αντιγόνης του
Γκουγιάνου που είναι «κίνηση, χωρίς πισωγυρίσματα, μόνο μία
κατεύθυνση έχουν τα πράγματα στη ζωή» (Νερό στο πρόσωπο, σ.
16-17). Και την περιγράφει την ζωή σαν ένα στενό σωλήνα που μέσα
φυσάει αέρας που μπαίνει από τις δυο άκρες του: την μια, την αρχική,
που είναι το πριν
και την άλλη, που είναι το μετά της ύπαρξης. Ανάμεσα σε ένα
πριν και ένα μετά χάος είναι η ζωή. Είναι το
ενδιάμεσο. Ένα εκκρεμές, που πάει από την μνήμη (που κατευθύνεται
προς τη μεριά του πριν) προς τον φόβο (του επερχόμενου, του
μετά χάους).
Οδοιπορικό
αναζήτησης, λοιπόν, το κείμενο του Ν. Χουλιαρά. Την ζωτική απάντηση
την ψάχνει κυρίως σε τρεις περιοχές: στους τόπους, στα πρόσωπα και
στα πράγματα/ καταστάσεις. Στους τόπους δεσπόζουν με τρόπο εμφατικό
τα Γιάννενα –συγκριτικά είναι ελάχιστοι οι άλλοι τόποι- με
αφηγηματικά χαρακτηριστικά υψηλής πιστότητας με την πραγματική πόλη
των Ιωαννίνων. Οι ίδιες ταυτίσεις ανάμεσα στο αφηγηματικό και το
πραγματικό υπάρχουν και στην περίπτωση των προσώπων [και τα δυο
είναι στοιχεία που μας φέρνουν πιο κοντά στο χαρακτήρα του
‘χρονικού’ που αποδώσαμε στα κείμενα του Ν.Χ.]. Ωστόσο, ο ρεαλισμός
αυτός είναι μέρος του ‘παιχνιδιού’ και όχι κάποιας πρόθεσης να
πετύχει μια αντιστοίχηση με τα πράγματα. Και εννοώ του επώδυνου
παιχνιδιού, που παίζεται μόνο με αληθινούς και όχι κάλπικους όρους
(με τα υπαρκτά: Γιάννενα και πρόσωπα), του ‘παιχνιδιού’ που ο
‘παίκτης’ του πληρώνει με αληθινή δηλαδή ριψοκίνδυνη ζωή, αφού
βιώνεται ως αναμονή του θανάτου.
Τα Γιάννενα (και το
παραδοσιακό τους κέντρο: οι παλιές γειτονιές του Γηροκομείου, της
Καραβατιάς, του Άλσους και των παραλίμνιων κήπων/τα μποστάνια, οι
μικροί τους δρόμοι όπως το στενό του Αλημπάμπα, Κιάφας και Χειμάρας
(Το μπακακόκ, 1988) ή η οδός Αγγέλων Αυτοκρατόρων (Η μέσα
βροχή, 1991)) και η δεκαετία του 1950 –που θα ανοίξει και προς
τις παλαιότερες εποχές, προς τις προεπαναστατικές δεκαετίες του Αλή
Πασά στο Ζωή, την άλλη φορά (1985)- είναι το κέντρο του
αφηγηματικού κόσμου του Ν.Χ. Γύρω τους θα ανοίγονται ομόκεντροι
κύκλοι με τις πιο μακρινές, που είναι οι νέες γειτονιές, το ίδιο και
οι χρόνοι οι μεταγενέστεροι, θα πλαισιώνουν τον αρχικό, που δείχνει
τα παιδικά και εφηβικά χρόνια του αφηγητή. Χρόνος και χώρος θα
ανοίγουν μαζί, όμως η αφήγηση δεν θα απλώνεται, αντίθετα, από βιβλίο
σε βιβλίο θα ‘μαζεύεται’, θα συστρέφεται στη μνήμη κι όλο και πιο
διατρητικά θα διασχίζει τους σκοτεινούς θαλάμους της. Από ‘κει θα
βγαίνουν στο φως επεισόδια/διηγήματα σαν μικρά παραδείγματα ζωής ή
σαν απαντήσεις στην μετέωρη ερώτηση ‘τι ειναι ζωή’.
Νίκος Χουλιαράς
Όπως ο τόπος
(τα Γιάννενα) έτσι και τα πρόσωπα αποτελούν τη σύσταση του κόσμου
του Ν.Χ. Από τα πρόσωπα, επιμένει, κυρίως, στο παιδί, τους γονείς,
την οικογένεια, τους γείτονες και τους τύπους των Ιωαννίνων: πρόσωπα
αναφοράς της γιαννιώτικης κοινωνίας, με τις ζωές τους διάφανες, στην
αντίληψη και τη χρήση του καθενός· στον Χ. βγαίνει για πρώτη φορά ο
προσωπικός τους μονόλογος ή η δράση που ερμηνεύει την ψυχή τους,
θρυματίζοντας την αλλοτριωμένη μάσκα που τους φόραγε η ματιά των
τρίτων. Άπειρα τα
πρόσωπα των περιθωριακών που γίνονται ήρωες, δηλαδή μάρτυρες της
αληθινής ζωής, που την μαθαίνουν και σε μας: ο Λούσιας και οι φίλοι
του (ο Κωστάκης ο Δαραμπασίνας και ο Απόστολος Βούρμπιανης), ο
Δημητράκης ο Μαντζαρόπουλος, ο «ελληνοράπτης» Κωνσταντίνος Βαζάκας,
«το παιδί Κιορ-Σαμουήλ», «ο Νικολάκης της Τσεβούλας», ο Παύλος
Κοντοσάκος.
Μια ποιοτική
αλλαγή στον κόσμο του Ν.Χ. αρχίζει να εμφανίζεται όταν διαταράσσεται
η σχέση αναλογίας ανάμεσα στα συστατικά του στοιχεία (τους τόπους,
τα πρόσωπα και τα πράγματα/καταστάσεις). Αυτό συμβαίνει με την
βιολογική απομάκρυνση του αφηγητή από τον χωρό-χρονο της παιδικής
και εφηβικής ηλικίας και, τότε, στην αφήγηση, τον πρώτο ρόλο τον
έχουν τα πράγματα/καταστάσεις. Τότε, σε πρώτο πλάνο δεν είναι π.χ. ο
τόπος, αλλά η χαίνουσα πληγή που ανοίγει, κατά
τις επισκέψεις του αφηγητή, ο τόπος. Οι επισκέψεις είναι σαν
νυστέρι: την ξύνουν και την κρατούν ανοιχτή: στο Εργαστήριο του
ύπνου (2000) η επίσκεψη στην πόλη θέτει τον αφηγητή εκτός
ζωτικού κόσμου: στους κύκλους μιας δίνης. Κύκλοι που όλο και
στενεύουν καθώς κατεβαίνουν, αναδεύοντας τα στρώματα της μνήμης για
να ηρεμήσουν, τελικά, στην ‘Κολχίδα’ των πεθαμένων γονιών.
Τώρα, τα πρόσωπα δεν βγαίνουν
μέσα από τα βιο-γραφικά τους πορτρέτα αλλά μέσα από αφηγηματικά
φαγιούμ. Δεν είναι όμως φιγούρες άψυχες αλλά με άρτιο τον
συναισθηματικό τους οργανισμό. Και μάλιστα θα λέγαμε ότι
μόνο σε αυτούς λειτουργεί:
έρχονται στην αφήγηση ως νεκροί που μας νιάζονται και μας
φροντίζουν. Είμαστε τα μικρά τους απροστάτευτα παιδιά, που αυτοί
πρέπει να μας παρηγορήσουν.
Η παραμυθία
είναι ό,τι απομένει, αφού το έργο του Νίκου Χουλιαρά περιέχει την
απάντηση πως η ζωή πιάνει τον χώρο ανάμεσα σε δύο πόλους «μηδέν».
Και παραμυθία είναι το ίδιο το έργο, ένα έργο απόλυτα προσηλωμένο
στην αισθητική μας χαρά, που την υπηρετεί διαρκώς και για την οποία
έχει επινοήσεις την πιο ρυθμική γλώσσα της λογοτεχνίας μας.
Θα μπορούσα
να χαρακτηρίσω το λογοτεχνικό του έργο σαν μια εγκυκλοπαίδεια
ρυθμών, στους οποίους θα μπορούσαμε να λογαριάσουμε: τις εναλλαγές
του λόγου μέσα στο εσωτερικό της δομής των κειμένων (διάλογοι,
μονόλογοι, φωνές, ήχοι, ταχύτητα και επιβράδυνση της αφήγησης), τις
ανταλλαγές τεχνικών από τις διάφορες τέχνες (από το θέατρο, τον
κινηματογράφο, τη ζωγραφική, τη μουσική), το άλλοτε ανεπαίσθητο κι
άλλοτε βίαιο άδειασμα του σώματος από τον ερωτικό του πόθο, τα
πολλαπλά ‘συναξάρια’ του έρωτα και την ατέλειωτη αλυσίδα από τις
κουβέντες που αντηχούν σ’ ολόκληρο το τοπίο, κάτω απ’ «το βουνό», το
Μιτσικέλι: απ’ το Διεθνές, το Γυαλί-καφενέ, τον παραλίμνιο Φλοίσβο,
τα ξενυχτάδικα στο Πέραμα, τα εργαστήρια και τα εμπορικά της
Ανεξαρτησίας, τα ξυλουργεία και τον προθάλαμο του Ίλιον και του
Ακροπόλ. Ο ρυθμός και μάλιστα ο ξέφρενος, μιας ανοικονόμητης χαράς,
όπως μας την περιγράφει σε ένα από τα πιο τραγικά του διηγήματα («Η
γάτα», Το άλλο μισό), είναι η απάντηση του Ν.Χ. Μας την δίνει
αλλοτε με το μισό του χαμόγελο και με την πικρή του ειρωνεία κι
άλλοτε πιο γενναιόδωρα: με πηγαίο γέλιο, με ευφρόσυνη απόλαυση,
είναι μια χαρά αλλιώτικη, όσο κι αν έρχεται σαν μια ριπή: είναι σαν
να ’μαστε σε «συννεφάκι ροζ» που γίνεται σωσίβιο
και μας ανεβάζει ψηλά (ό.π., σ. 104). Είναι η δική του
περιγραφή για το δικό του δώρα που μας στέλνει στις ποικίλες
καλλιτεχνικές του φόρμες.
◄πίσω
στην εκδήλωση