ΓΙΑΝΝΕΝΑ  ΠΟΛΗ  ΤΩΝ  ΕΥΕΡΓΕΤΩΝ

Ευεργέτες

 

 

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΉ

  Κ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ

 

ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ «ΕΥΕΡΓΕΣΙΑΣ» ΤΩΝ    

ΗΠΕΙΡΩΤΩΝ

 

ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ Αθήνα 8-11-08

 

Κυρίες και κύριοι

·    Ευχαριστώ το Δ.Σ. της “Πανηπειρωτικής” και ιδιαίτερα τον πρόεδρό της για την τιμητική αυτή πρόσκληση.

·    Επίσης ευχαριστώ όλους εσάς για την αθρόα συμμετοχή σας σ’ αυτήν την εκδήλωση.

 

     Β). Εισαγωγή – Η θέση του προβλήματος

·    Σπεύδω να διευκρινίσω ότι θα αντιμετωπίσω το φαινόμενο της «ευεργεσίας» των Ηπειρωτών ως ιστορικό ζήτημα.

·    Για τούτο δεν πρόκειται να συμβάλω στον οποιοδήποτε εξωραισμό που θα προέκυπτε εκ του ασφαλούς, και εκ μεθέξεως μια και είμαστε Ηπειρώτες.

·    Επομένως: ποια είναι η θέση του προβλήματος, δηλαδή ποιοι ιστορικά λόγοι, κοινωνικοί και υποκειμενικά,  μπορούν να εξηγήσουν την ευποιία σειράς Ηπειρωτών κατά τους τελευταίους αιώνες;

·    Επιπλέον: σε τι συνίσταται μια «ευεργεσία» ή μια «αγαθοεργία» και ειδικότερα τι είδους «νόστος» συνέχει τους «ευεργέτες»;

·    Ως προς τη διάρθρωση της ομιλίας θα περιορισθώ στον «ευεργετισμό» των Ηπειρωτών κατά την τελευταία φάση της Τουρκοκρατίας, ενώ στο τέλος θα προβώ σε κάποιες επισημάνσεις που αφορούν σημερινές πτυχές του φαινομένου.

·    Ως προς τη μέθοδο και αυτή τη φορά η παρουσίαση είναι ιστορικο – κριτική και η δομή της θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή more geometrico.

·    Πριν προχωρήσω στο κυρίως θέμα θα ήθελα να υπενθυμίσω, για τις ανάγκες της εννοιολογικής αποσαφήνισης, ότι ο «ευεργέτης» αποτελεί τιμητική επωνυμία απονεμόμενη σε πολίτες που ευεργέτησαν την πόλη «ευεργεσία της πόλεως», κατά τους Νόμους (850Β) του Πλάτωνα ή «ψηφιζεσθαί τινι ευεργεσίαν», δηλαδή αποφασίζεται να απονεμηθεί σε κάποιον πολίτη με ψήφισμα το τιμητικό προσωνύμιο «ευεργέτης».

 

    Γ). Πώς συγκροτείται το «έχειν»

·    Για να δωρίσεις πρέπει να έχεις και να κατάχεις. Επομένως η αρχική τοποθέτηση του ζητήματος της «ευεργεσίας» ξεκινάει από τους τρόπους συγκρότησης του «έχειν» σε σειρά ταξιδεμένους ελληνικής καταγωγής.

·    Προηγείται η συσσώρευση εμπορικού κεφαλαίου για να ακολουθήσει η βιοτεχνία και, αργότερα, το βιομηχανικό κεφάλαιο.

·    Συναφώς, λειτουργεί η τραπεζική πίστη και οι όροι της αποταμίευσης ως προς το κινητό κεφάλαιο.

·    Ηδη από τον Κοραή (1821) οροθετείται κοινωνικά η «τάξις των πλουσίων»

·    Ερμής ο λόγιος (1819): στις εμπορικές παροικίες αντιλαμβάνονται τους όρους ανάπτυξη του εμπορίου ως «επιστήμης» με «νόμους δυναμένους να διδαχθώσι».

·    Η «Οικονομική» αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας (Κοραής 1803): «Τύχης έργον γίνεται πολλάκις η απόκτησις του πλούτου, αλλ’ η φύλαξις αυτού χρειάζεται νούν φωτισμένον».

·    Η όλη προβληματική τίθεται με τους όρους της σκέψης του Διαφωτισμού. Πρόκειται δηλαδή για μια δυναμική της διακινδύνευσης, εφόσον συγκροτούνται οι φορείς ενός διαρκούς ρίσκου, με όλα τα απρόοπτα του οικονομικού πεδίου, με τις διακυμάνσεις των τιμών και τον κίνδυνο πτώχευσης. Ήταν ένα διαρκές στοίχημα ανάμεσα στον επιθυμητό στόχο και την αβεβαιότητα ως προς την επίτευξή του.

 

 Δ) Οι θεσμοί ανάπτυξης της «φιλο-γένειας» στους χώρους της Διασποράς

·    Πού μπορούσε να ευδοκιμήσει μια τέτοια οικονομική δραστηριότητα;

·    Ηδη το 1761 ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ σημείωνε: «όταν λέγω Ελλάδα εννοώ όλας τας διασποράς των Ελλήνων».

·    Ειδικότερα μια ευκρινής, ως προς τους προς τους ποσοτικούς και τους ποιοτικούς δείκτες, διασπορά αφορά τις ιταλικές πόλεις – κράτη, με προεξάρχουσα τη Βενετία που αντιμετωπίζεται ως “alterum Byzantium”, τη Γαλλία  και τις κάτω χώρες, τα γερμανικά κράτη, την Αυστρία και την «ομόδοξη» Ρωσία, για να προστεθεί στη συνέχεια η Αγγλία και οι αποικίες της.

·    Προφανώς η παρουσία  μιας ανθηρής οικονομικής δραστηριότητας  των Ελλήνων σ’ αυτούς τους τόπους της Διασποράς κυμάνθηκε ανάμεσα στην «ενσωμάτωση» και την «αφομοίωση».

·    Οι συντελεστές που απέτρεψαν ή έστω που επιβράδυναν την πλήρη αφομοίωση ήταν:                                     

α) η Ορθόδοξη Εκκλησία

β) οι Κοινότητες που μπόρεσαν να συντηρήσουν την ύπαρξη ενός «δημόσιου χώρου δίχως κρατική εξουσία» που θα εγγυάται την ιδεολογική αναπαραγωγή του εθνικού συνόλου όταν «ξένο» τόπο &

γ) η κοινοτική και η εκκλησιαστική εκπαίδευση που εξασφάλιζε την αναπαραγωγή της βεβαιότητας των μετόχων της ότι ανήκουν στην ίδια εθνοτική ομάδα και

δ) ο νόστος ως ιδιαίτερος τρόπος επανασύνθεσης γενέθλιου τόπου και χώρων Διασποράς.

 

Ε) ερεθίσματα και δομές του νόστου

·    Αν λοιπόν προϋπάρχει ανθηρή οικονομική δραστηριότητα και λειτουργούν οι θεσμοί που αποτρέπουν ή επιβραδύνουν την πλήρη αφομοίωση, τι δίδει την τελική ώθηση στην ‘ευεργεσία’;

·    Σε κάθε παροικιακό φαινόμενο προτάσσεται η μελέτη της «τοπικότητας» που μεταφέρεται στον «άλλο» τόπο και επομένως πώς λειτουργεί το δίπολο: γενέθλιος τόπος – “ξενιτιά’’.

·    Τούτο σημαίνει πως εκτυλίσσεται η διαρκής σύγκριση ανάμεσα στο «εκεί» και το «εδώ», το «χτες» και το «σήμερα», με βαθμιαία αντιμεταχώρηση, ώστε η «ξενιτιά» να αποτελεί πια το ανέκκλητο «ενταύθα».

·    Σε ένα τέτοια σχίσμα των «ταυτοτήτων» λειτουργούσε ως «έτερος» τόπος η δυτική, κεντρική και ανατολική Ευρώπη, με την αυτονόητη διακύμανση ως προς το χρόνο, την ανάπτυξη, τις διαφορές μεταξύ τους κλπ.

·    Ποιοι επιμέρους δείκτες,  μεμονωμένα και στη συνεπαφή τους, θα μπορούσαν να προσμετρηθούν; Μνημονεύω τους κυριότερους:

α) έλλειψη εφοδίων στο ξεκίνημα

β) οι δυσκολίες της κοινωνικής ενσωμάτωσης στον τόπο σταδιοδρομίας,

γ) ο μακρύς χρόνος σχηματισμού περιουσίας,

δ) η απουσία γάμου ή παιδιών

ε) η μνήμη της απουσίας των γονιών που έχασαν νωρίς,

στ) το πνεύμα της οικονομίας

ζ) η εντατική εργασία

η) η κοινωνική αναγνώριση.

                         

                           Στ) Η ανατίμηση της «λογιοσύνης»

·    Δεν αρκούν οι δείκτες αυτοί για την κατανόηση της «ευεργεσίας» κατά την περίοδο που εξετάζουμε εδώ.

·    Έτσι,  αρχικά, θα προστρέξουμε στην ανατίμηση της «λογιοσύνης» ή στους τρόπους με τους οποίους μετατρέπεται το οικονομικό κεφάλαιο σε μορφωτικό κεφάλαιο που με τη σειρά του θα επιστρέψει ως επιταχυντής της οικονομικής και ευρύτερα κοινωνικής διαδικασίας.

·    Ειδικότερα, τόσο στους χώρους υποδοχής και βαθμιαία και στους χώρους προέλευσης, ανατιμώντα οι σπουδές και το πτυχίο καταλαμβάνει τη θέση επένδυσης.

·    Αν στην πρώιμη Τουρκοκρατία είχαν ήδη θεσμοθετηθεί υποτροφίες  για τα γιαννιωτόπουλα να σπουδάσουν στην Ιταλία, τώρα – με  την προώθηση των ιδεών του Διαφωτισμού,  κατά το δεύτερο μισό του  18ου αιώνα – συντίθεται μια αξιολογική κλίμακα που αρχίζει από την απλή «εγγραμματοσύνη» και καταλήγει στη λογιοσύνη. Η, από τον παπά και το δάσκαλο ώς τα σχολεία υψηλότερης στάθμης.

·    Γι’ αυτό και η σύγκριση είναι αναπόφευκτη: το 1761 ο Μοισιόδαξ σημειώνει ότι η Ευρώπη «πλημμυρεί από αξιολογωτάτας Ακαδημίας» - ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης – και το 1819 ο Βενιαμίν Λέσβιος συμπληρώνει: η Ευρώπη «είναι πλήρης ακαδημιών και η Ελλάς έχει ουδεμίαν».

·    Ως προς τη δημιουργία των όρων ευδοκίμησης του μορφωτικού κεφάλαιο σημαντικό ρόλο έπαιξε η τυπογραφία ως θεσμός δημοσιότητας. Ειδικότερα, ο έντυπος λόγος υπήρξε ο κύριος ιδεολογικός μηχανισμός για τη δραστηριοποίηση των διαφωτιστών ως διανοουμένων.

·    Τα συνεπακόλουθα αυτής της ανατίμησης του μορφωτικού κεφαλαίου ήταν ήδη αντιληπτά, τουλάχιστον στα εξής σημεία:

α) η μέσω των γραμμάτων σπουδών διαρκής σύγκριση: ποιο είναι το «ταυτόν» ή η «ταυτότητά» μας από τον γενέθλιο τόπο και ποιο είναι το «έτερον» στους χώρους σταδιοδρόμησης

β) ποιες είναι οι χώρες των «φώτων» και πού βασιλεύει η «βαρβαρότητα». Από τον Ανώνυμο του 1789 ώς τους όψιμους εκπροσώπους του νεοελληνικού Διαφωτισμού η οθωμανική αυτοκρατορία δακτυλοδεικτείται  ως  «τυραννική»  η  «δεσποτική διοίκησις».

γ) η γλώσσα δεν αποτελεί μόνο τη διαρκή οικείωση του παρόντος, αλλά και το μέσο επανοικείωσης του παρελθόντος

δ) η αρχαιότητα δεν ήταν απλώς να καμαρώνεις για παρελθόν σου, αλλά συνέλκεται με την ευρύτερη – ανά την Ευρώπη – ‘’ανακάλυψη’’ της που σήμαινε καταξίωση των «νεωτέρων» που προκόβουν.

ε) η «παλαιά Ελλάς» είχε αναγνωρίσιμη ζήτηση στη διαμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών πολλών ευρωπαϊκών  χωρών, έτσι που  να λέγεται από τον Huame  το 1740 ότι η Ευρώπη αποτελεί απλώς ένα «μεγενθυμένο  αντίγραφο» της ελληνικής αρχαιότητας.

στ) κατά την ηγεμονική οριοθέτηση της αρχαιογνωσίας στη Δύση ουδέποτε οι Ελληνες αντιμετωπίστηκαν ως «λαός χωρίς ιστορία» και επομένως, όπως σημείωνε ο Locke το 1690, διατηρούσαν το δικαίωμα να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό «οποτεδήποτε έχουν τη δύναμη να το κάνουν».

ζ) κι αν όλος αυτό ο πλούτος των προβληματισμών  περνούσε κυρίως από τη «μητρόπολη, πάσης μαθήσεως», τα Ιωάννινα, γιατί σήμερα να μην ενισχυθεί εκεί – σύμφωνα με την πρόταση του κ. Λ. Βάσση – ένα Κέντρο Νεοελληνικών  Σπουδών;

 

Ζ) Η απουσία εθνικού κράτους και μετά το 1830, η ύπαρξη «αλυτρώτων» περιοχών του Ελληνισμού.

·    Έτσι ερχόμαστε στο κύριο πλαίσιο αναφοράς της «ευεργεσίας» που είναι η ώθηση της εθνικής «αναγέννησης» και η δημιουργία ελληνικού εθνικού κράτους.

·    Από την εποχή του Ρήγα ώς τους Φιλικούς και την επανάσταση το μορφωτικό κεφάλαιο και ο χρηματοδότης του, το οικονομικό κεφάλαιο, στρέφεται καθοριστικά προς την «αναγέννησιν των φώτων» και του «Γένους την ανόρθωσιν». Ή , όπως σημείωνε ο Κοραής το 1825, «υπέρ αποκτήσεως ή ανακτήσεως πατρίδος».

 

 Η) Η πράξη της «ευεργεσίας» ως ειδικός τρόπος επανασύνδεσης γενέθλιου τόπου και Διασποράς

·     Η «ευεργεσία» λοιπόν αποτελεί έναν ιδιαίτερο τρόπο επανασύνδεσης γενέθλιου τόπου και Διασποράς, προϋποθέτει την ύπαρξη συγκριτικού πεδίου του ενός με τον άλλο και ωθεί στην επιτάχυνση για την άρση της διαφοράς τους.

·    Παραλήπτης της «ευργεσίας» είναι μια «τοπικότητα» που αρχίζει να κινείται, να έχει νέους που πρέπει να πάνε στο σχολείο, να διδαχθούν από δασκάλους και να τους διαδεχθούν, όταν μάλιστα στους χώρους σταδιοδρόμησης ανατιμάται  η παιδική ηλικία.

·    Ένας κύκλος με διέξοδο: ανέχεια και τυραννία στα χρόνια της γέννησης – έχειν και οικονομική συσσώρευση στους χώρους σταδιοδρόμησης – επάνοδος στα προβλήματα του καθεστώτος της ανέχειας.

·    Πρόκειται  για τρίπτυχο που βαθμιαία γίνεται ενιαίο:

α) Ο μικρόκοσμος της γενέτειρας:

     Βρύσες – γεφύρια

     Εκκλησίες: ενοριακοί ναοί, παρεκκλήσια, μοναστήρια σχολεία: δάσκαλοι, κτήρια, υποτροφίες, βιβλιοθήκες, συντήρηση, οικοτροφεία

Φτωχά στρώματα, προικοδότηση απόρων κορασίδων, μέριμνα για τους συγγενείς – γηροκομεία

Ιατρική περίθαλψη, νοσοκομεία, να σπουδάσουν γιατροί

βιβλία: αρχαίοι συγγραφείς – ιστορία – γεωγραφία – μεταφράσεις – νεότεροι συγγραφείς

με γενική κατεύθυνση: απελευθερώνει η παιδεία  τους μετόχους της «από την πτωχείαν και της πτωχείας την εντροπήν» (Κοραής 1825).

β) ο μακρόκοσμος της εθνότητας: το «ημέτερον γένος» να «ανακαινισθεί και να  αναπτερυγιάση  από την τόσην απαιδευσίαν» (Σοφιανός 1544) και

γ) από τη γενίκευση της εκπαίδευσης στην εθνική απελευθέρωση

 

Θ) Από τη σκοπιά του «ευεργέτη»

Δύο λόγια για το συγκεκριμένο υποκείμενο που «ευεργετεί» στις γενικότερες συνθήκες που μόλις προσδιόρισα:

α) κάποιοι άλλοι μπορεί να προηγήθηκαν και επομένως να αποτέλεσαν παράδειγμα προς μίμηση.

β) υπάρχει η υπαρξιακή συνιστώσα, όσο ψηλά κι αν βρίσκεται κανείς στην οικονομική και κοινωνική ιεραρχία, με το ερώτημα του ποιητή να απευθύνεται σε όλους: «άραγες να ‘ναι η μοναξιά σ’ όλους τους κόσμους η ίδια»;

γ) ζωηρή συχνά παραμένει η μνήμη του γενέθλιου τόπου μέσα από την απώλεια των γονιών, αδελφών ή ενός παιδιού που χάθηκε νωρίς.

δ) συχνά το αντιστάθμισμα ενός τέτοιου αισθήματος μελαγχολίας είναι, όπως έλεγε ο Kant, η ροπή προς το “υψηλό” ή προς ό,τι υπερβαίνει την καθημερινότητα.

ε) η υστεροφημία την οποία εξασφαλίζει μια φιλογενής γενναιοδωρία συναρτάται και με την ικανοποίηση του αισθήματος δικαίωση και

στ) η ευεργεσία σκηνοθετεί μια μορφή θεοδικίας με σημείο αιχμής το θάνατο ή το αντίδοτο στον “mors   immortalis” είναι κάτι που θα μείνει, ένα όνομα  και επομένως ένα μνημόσυνο. Το τελευταίο σημείο αναδεικνύει ο πλούτος των διαθηκών,  πέρα από το κοινό νομικό μέρος που αναπαράγεται.

 

Ι) Κάποιες νύξεις για τα σημερινά μας πράγματα

·    Μ’ αυτές τις σκέψεις έρχομαι στα σημερινά μας πράγματα, αρκούμενος σε κάποιες νύξεις των τωρινών εκδοχών της “ευργεσίας” .

·    Από όσο γνωρίζω οι κυριότερες μορφές της είναι:

α) οι δωρητές οργάνων του σώματος

β) οι διανοούμενοι που δωρίζουν τις βιβλιοθήκες τους και θεσμοθετούν υποτροφίες και

γ) οι συλλέκτες και ιδίως οι καλλιτέχνες που συγκροτούν μουσειακές συλλογές στον γενέθλιο τόπο τους, όπως είναι στο ελληνικό το Μουσείο Θόδωρου Παπαγιάννη.  

·    Θα προσέθετα και μια τέταρτη κατηγορία, δηλαδή τους εκφραστές των μορφών εθελοντικής εργασίας που ενσαρκώνουν τον μαχόμενο ανθρωπισμό, από τους συλλόγους της γειτονιάς ως τους “γιατρούς χωρίς σύνορα”, ως χορηγοί ακόμη και του ‘’ ελεύθερου χρόνου’’ τους.

·    Όλες αυτές οι εκδοχές του σημερινού ευεργετισμού  εκτυλίσσονται μέσα σε μια ολοένα πιο παθητική κοινωνία, με λιγότερες αντιστάσεις στον κοινωνικό πόνο. Αλλά και απέναντι σε μια κρατική εξουσία που ευνοεί τις “φιέστες φιλανθρωπίας”, την αγοροπωλησία των κοινών αγαθών και τις off shore ή υπεράκτιες εταιρείες, εντάσσοντας τα ακίνητα σε εταιρείες  tteal estate”. Κάποτε μάλιστα αναθέτοντας στα ΜΑΤ την ικανοποίηση της αρχής της «απορροφητικότητας» των ευρωπαϊκών κονδυλίων.΄

 

IA) Συμπεράσματα

Κυρίες και κύριοι, κλείνοντας θα ήθελα να υπομνήσω πόσο σύνθετο ερευνητικό αντικείμενο είναι η “ευεργεσία”, με τον συνυπολογισμό όλων των παραμέτρων του φαινομένου, από την οικονομία και την εθνική ολοκλήρωση ώς την υπαρξιακή ανάγκη αντιμετώπισης της φθοράς.

Συνάμα είναι ένα θέμα που μπορεί να χρησιμεύσει ως εφαλτήριο για την κατανόηση των κοινωνιών μας.

 

Σας ευχαριστώ 

 

 

 

 
  αριθμός επισκεπτών