Γυμνασιακές αναμνήσεις του Νίκου Τσουλφανίδη
τάξη αποφοίτησης 1955

       Άρχισα τις γυμνασιακές μου σπουδές στη Ζωσιμαία Σχολή το Σεπτέμβρη του 1949 και τελείωσα το 1955. Το σχολείο μας είχε τις τάξεις στο παλιό Ρουμανικό Γυμνάσιο (που ακόμη υπάρχει) και το παράρτημά του (που γκρεμίστηκε κι έχει ξανακτιστεί). Όταν αρχίσαμε το Σεπτέμβρη του 1949, μόλις ένα μήνα πριν είχαν πέσει Γράμμος-Βίτσι κι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις ακόμη λάβαιναν χώρα στη Βόρειο Ελλάδα. Στο γυμνάσιό μας, το κτίριο του Ρουμανικού (που σώζεται και σήμερα) το κατείχε η ΕΣΑ καθώς και το υπόγειο το κτιρίου όπου είχαμε τις τάξεις εμείς. Ένα απλό συρματόπλεγμα χώριζε την αυλή όπου βγαίναμε για διάλειμμα από το υπόλοιπο μέρος όπου οι Εσατζήδες παρκάρανε τις μοτοσικλέτες τους. Αρκετές φορές μαρσάρανε τις μηχανές την ώρα που κάναμε μάθημα δημιουργώντας έτσι μεγάλο θόρυβο. Μεταξύ μας λέγαμε  πως το κάνανε αυτό για να μην ακούμε τις φωνές των ανθρώπων που βασανίζανε στο υπόγειο. Ήταν αλήθεια αυτό; Δεν ξέρω. Δεν είναι εξακριβωμένο 100%. Αν θυμάμαι καλά, τον επόμενο χρόνο (1950), η ΕΣΑ έφυγε αφήνοντας τα δυο κτίρια και όλη την αυλή για τη Ζωσιμαία.

 


Ο Νίκος Τσουλφανίδης

       Είναι πολλές οι αναμνήσεις μου από τα χρόνια της Ζωσιμαίας κατά μεγάλο ποσοστό ευχάριστες. Ίσως ένας λόγος για την «καλοπέρασή» μου ήταν το γεγονός πως ήμουνα ο πρώτος μαθητής στην τάξη. Εγώ κι ο Τάσος Βιλαέτης είμαστε οι πρώτοι. Εγώ στο Β' τμήμα κι ο μακαρίτης ο Τάσος Βιλαέτης στο Α' (πηγαίνοντας αλφαβητικά, ο Βιλαέτης ανήκε στο Α' τμήμα, ο Τσουλφανίδης στο Β'). Όταν φθάσαμε στη Ζ' Πρακτικού, είμαστε κι οι δυο στη ίδια τάξη κι ο Τάσος είχε λίγο καλλίτερο βαθμό από μένα λόγω....Γυμναστικής. Ο κ. Χατζηγιάννης έδινε σε μένα 16 και στον Τάσο 18 και πάρα πάνω. Δεν έχω κανένα παράπονο για το 16. Δεν ήμουνα καθόλου αθλητικός εκείνα τα χρόνια. Με τον Τάσο είχαμε ένα φιλικό συναγωνισμό για τον καλλίτερο βαθμό στην τάξη από το Δημοτικό. Ήμαστε μαζί στο Δημοτικό της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό είναι το ότι εμείς οι δύο αρχίσαμε το Γυμνάσιο 11 χρονών, ένα χρόνο νωρίτερα από το κανονικό κι απ’ όλους τους άλλους συμμαθητές μας. Η μητέρα του Τάσου τον είχε γράψει στην Α τάξη ένα χρόνο νωρίτερα γιατί ήταν πολύ έξυπνος. Όσο για μένα, ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος στο Ροδοτόπι κι εγώ περνούσα την ημέρα μου μέσα στην τάξη από τότε που άρχισα να περπατάω (safe babysitting!!). Όταν ήλθε η ώρα να πάω στην Α', ο πατέρας μου διαπίστωσε πως ήξερα την ύλη της Β' Δημοτικού και μ’ έγραψε στη Β'. Όταν ο Τάσος κι εγώ γραφτήκαμε στη Ζωσιμαία κάποιος γραφειοκράτης ανακάλυψε την παρανομία και παρά λίγο να μείνουμε απ’ έξω (Φυσικά είχαμε περάσει κι οι δυο τις εισαγωγικές γυμνασιακές εξετάσεις). Το ότι μας δεχθήκανε τελικά το χρωστάω στη μητέρα του Τάσου που βρήκε μια διάταξη του Μεταξά που επέτρεπε την εγγραφή ένα χρόνο νωρίτερα. (Τι κρίμα που ο Τάσος χάθηκε τόσο νωρίς).

 

       Στην Γ’ Γυμνάσιου ( τωρινή Α), είχαμε για Αρχαία και Νέα Ελληνικά το καθηγητή Ιωάννη Καμπαλώνη, ειδικότης Θεολόγος (Εκείνο το χρόνο για Θρησκευτικά είχαμε τον Οδυσσέα Φραγκούλη). Ο κ. Καμπαλώνης ήταν πολύ αυστηρός κι αλίμονο σ’ όποιον έπεφτε στη δυσμένειά του. Δεν θα περνούσε με τίποτε, όχι μόνο εκείνη τη χρόνια αλλά και όλες τις μελλοντικές. Στη μέση της χρονιάς ήλθε ένας καινούργιος μαθητής που ήταν καλόγερος (φορούσε ράσα στο σχολείο). Λεγότανε Νεόφυτος Παραμυθιώτης. Όλες οι θέσεις ήταν πιασμένες στην τάξη . Ο Καμπαλώνης δεν τον ήθελε στην τάξη, ο μόνος καθηγητής που του έφερνε δυσκολίες. Μας φαινόταν παράξενη αυτή η στάση του Θεολόγου να μη θέλει να βοηθήσει ένα άλλο ιερατικό. Ο φουκαράς ο Νεόφυτος έλυσε το πρόβλημα του καθίσματος φέρνοντας ένα σανίδι που το έβαλε ανάμεσα σε δυο θρανία. Το ένα ήταν το δικό μου, τον είχα λοιπόν δίπλα μου και γι’ αυτό ίσως θυμάμαι το περιστατικό. Μια μέρα, το σανίδι γλίστρησε κι ο Παραμυθιώτης βρέθηκε στο πάτωμα. Φυσικά εμείς το βρήκαμε αστείο και σκάσαμε στα γέλια αλλά ο Καμπαλώνης έγινε έξω φρενών.


Η παλιά Ζωσιμαία Σχολή

       Στις δυο πρώτες χρονιές, Καλλιτεχνικά μας δίδασκε ο κ. Αρώνης. Τον λέγαμε παπ’ Αρώνη γιατί ήταν και παπάς και φορούσε ράσα. Ήταν επίσης και κουφός. Φορούσε ακουστικό, όμως για να διαρκέσει η μπαταρία πιο πολύ, την κρατούσε την πιο πολλή ώρα κλειστή, όταν ήταν στην τάξη. Τελείως παράλογο, βέβαια, γιατί εκεί που χρειαζόταν το ακουστικό περισσότερο από κάθε άλλη φορά ήταν, προφανώς, την ώρα της διδασκαλίας. Περιττό να πω πως σαν αποτέλεσμα αυτής της συμπεριφοράς, ο θόρυβος που κάναμε όταν είχαμε τον παπ’ Αρώνη ήταν τρομερός. Μια μέρα, όταν ήμαστε στην Δ' τάξη, ο παπ’ Αρώνης αποφάσισε να βάλει ένα μαθητή να προσέχει εμάς όλους, κι αυτός με τη μπαταρία κλειστή να κάθεται στην έδρα .... αγρόν αγοράζοντας. Και ποιον διάλεξε γι’ αυτή τη δουλεία? Τον Δημήτρη Παναγιωτίδη που δεν ήταν κι ο πιο ήσυχος μαθητής! Με το Παναγιωτίδη επιμελητή, άρχισε να γίνεται της...κακομοίρας από πλευράς θορύβου μέσα στην τάξη μας. Και ποιος νομίζεις πως άκουσε το θόρυβο κι ήλθε να δει τι γίνεται? Ο κ. Μπέγκας! Μπαίνει λοιπόν ο Μπέγκας στην τάξη και βλέπει τον παπ’ Αρώνη να κάθεται στην έδρα ( ίσως διάβαζε κάτι, δεν θυμάμαι) και τον Παναγιωτίδη το μόνο όρθιο στην αίθουσα. ? «Τι κανείς εσύ?», τον ρωτάει. «Εμένα κ. Καθηγητά μ’ έβαλε ο κ. Αρώνης να επιβάλλω ησυχία στην τάξη». «Τι λες μωρέ? Αλήθεια είναι, ρωτάει ο Μπέγκας τον παπ’ Αρώνη, «Ναι έτσι είναι», λέει εκείνος, «Πολύ ωραία», λέει ο Μπέγκας, «έβαλες το λύκο να φυλάει τ’ αρνιά!»

 

       Μια φορά είχαμε Θρησκευτικά με τον Καμπαλώνη και το θέμα ήταν η αίρεση του Αρείου. Εκείνη την ημέρα σήκωσε για μάθημα το Μήτσο το Σκαμνέλο. Τον ρωτάει λοιπόν ο κ. Καμπαλώνης, «Για πες μου ποιοι ήταν οι εχθροί του Χριστιανισμού τον καιρό εκείνο?» , εννοώντας τον καιρό του Αρείου. «Οι κομμουνισταί κ. Καθηγητά» « Καλά κι αυτοί, αλλά κι ο Άρειος α!», απαντά ο κ. Καθηγητής!

 

       Ο Καμπαλώνης ήταν ο μόνος καθηγητής που σταματούσε το μάθημα ακριβώς στο τέλος της περιόδου. Κι αν καμιά  φορά ο κυρ Θανάσης, ο επιστάτης, αργούσε για δευτερόλεπτα να χτυπήσει το κουδούνι,  ο Καμπαλώνης σταματούσε το μάθημα κι έβγαινε στο διάδρομο να δει τι συμβαίνει. Ο Μπέγκας έλεγε πως αν ο Καμπαλώνης αρχίζει να λέει τη λέξη Μωυσής και τα 50 λεπτά τελειώσανε στη μέση, θα σταματήσει στο «Μω..» και θα τελειώσει την λέξη την επόμενη μέρα!

      

       Αντιθέτως με το Καμπαλώνη, ο γυμναστής ο Χατζηγιάννης πάντα μας «έτρωγε» ένα μέρος του διαλείμματος, μερικές φορές όλο το διάλειμμα. Θα μπορούσε κανείς να πει πως ο κ. Χατζηγιάννης ήταν πολύ συνειδητός στη δουλειά του. Τόσο συνειδητός που ακόμη κι όταν έβρεχε δεν έχανε την ευκαιρία να μας βάλει να κάνουμε γυμναστική. Μας έβαζε στο διάδρομο του κτιρίου, σχεδόν κολλητά ο ένας με τον άλλον, και κάναμε τις Σουηδικές ασκήσεις. Εκ των υστέρων παραδέχομαι πως μας έκανε καλό. Όμως δεν είμαι 100% τοις 100% σίγουρος για τις προθέσεις του. Υπάρχει η εκδοχή πως το έκανε για να μας τιμωρήσει αφαιρώντας μας τον ελεύθερο χρόνο που θα είχαμε. Ο Χατζηγιάννης υποστήριζε όλα τα σπορ εκτός από το ποδόσφαιρο. Το μισούσε θαρρώ, ή ήτανε εναντίον του γιατί οι περισσότεροι από μας είμαστε τρελοί και παλαβοί γι αυτό το άθλημα. Οι μαθητές που παίζανε στις τοπικές ομάδες (ο Πέτρος Τσακελίδης στον Ατρόμητο κι ο Μήτσος Σκαμνέλος στον Ολυμπιακό) δεν είχανε καμιά έχτρα αναγνώριση από το γυμναστή μας.

 

       Γυμνασιάρχη είχαμε το κ Γ. Παπανικολάου. Καλός άνθρωπος και πολύ καλός δάσκαλος αν και το τελευταίο το καταλάβαμε (εγώ τουλάχιστον) μετά από χρόνια. Ως μαθητές στη Ζωσιμαία, ντρέπομαι που το θυμάμαι τώρα, όμως πρέπει να το πω γιατί είναι η αλήθεια, τον κοροϊδεύαμε. Όταν μας δίδασκε αρχαία τραγωδία, την Αντιγόνη το Σοφοκλέους αν θυμάμαι καλά, προσπαθούσε να την παρουσιάσει σαν θέατρο. Πολύ φυσικό βέβαια γιατί είναι ένα θαυμάσιο, ανεπανάληπτο θεατρικό έργο. Όμως εμείς, όλοι ανεξαιρέτως, το θεωρούσαμε αστείο αυτό που έκανε. Τον θεωρούσαμε κλόουν. Πόσο ντρέπομαι για τη  συμπεριφορά μας εκείνη. Πόσο θαθελα να μπορούσα να του ζητήσω συγγνώμη! Ο κ. Παπανικολάου ήταν 'ευθύς' μέχρι που να λέει πράγματα που τον έκαναν αστείο η που πρόσβαλαν κάποιον.

 

       Όταν ήταν να πάμε ημερήσια εκδρομή ( πράγμα που συνήθως μας έκανε το χατίρι την πρώτη καλή ανοιξιάτικη μέρα), όλο το Γυμνάσιο μαζευόταν μπροστά για τις τελευταίες οδηγίες. Σε μια απ’ αυτές τις μέρες, θα ερχόταν μαζί μας και η σύζυγός του, η κυρία Αντιγόνη. Φανταστείτε λοιπόν τη σκηνή. Όλο το σχολείο μπροστά στο κτίριο, και βγαίνει ο Γυμνασιάρχης στο μπαλκόνι και φωνάζει «Κατούρσες Αντιγόν;» (Κατούρησες Αντιγόνη;). Το πως αισθάνθηκε η κ. Αντιγόνη είναι περιττό να το σχολιάσει κανείς.

 

       Σε μια άλλη σύναξη της Σχολής, ο κ. Παπανικολάου, πάλι από το μπαλκόνι, λέει στον κ. Μπάη το καθηγητή της Φυσικής. «Μεγάλ δλειά κ. Μπάη, ε!» ( Μεγάλη δουλεία κ. Μπάη). Τι είχε συμβεί? Μόλις είχε μάθει πως η κ. Μπάη ήταν έγκυος, ή μόλις είχε γεννήσει! Κι επειδή ο κ. Μπάης ήταν κάπως ηλικιωμένος, ο κ Παπανικολάου το θεώρησε «μεγάλη δουλειά!».

 

       Ο κ. Μπάης μας δίδασκε Φυσική. Καλός καθηγητής και πολύ καλός άνθρωπος. Το πιο σπουδαίο που θυμάμαι από τη διδασκαλία του δεν είχε να κάνει με Φυσική. Θυμάμαι μόνο το εξής που μας έλεγε. «Όταν θα πάτε στην Αθήνα στο πανεπιστήμιο, να προτιμήσετε να μη φάτε ένα γεύμα αλλά να πάτε στο θέατρο». Δεν ξέρω πόσοι απ’ τους συμμαθητές μου ακολούθησαν τη συμβουλή του, όμως εγώ κι οι φίλοι μου (Αντρέας Θωμάς [τάξη το '56], Κώστας Ζούνης [μακαρίτης, αυτοκτόνησε με πνιγμό στο Φάληρο μόλις πήρε το πτυχίο του Μαθηματικού], Ερρίκος Κολοβός [ο Ερρίκος είναι της τάξης του '54] και άλλοι) κάναμε αυτό που μας συνέστησε. Πράγματι, περνούσαμε μερικές φορές το βράδυ μ’ ένα γιαουρτάκι για να περισσέψουμε λεφτά να πάμε στο Θέατρο. Και πηγαίναμε 2-3 φορές τη βδομάδα! Η λέξη 'κουλτούρα' ακόμη δεν είχε βγει εκείνο τον καιρό. Όμως, τώρα μπορώ να πω με σιγουριά πως ως φοιτητές στο πανεπιστήμιο Αθηνών είχαμε φάει την κουλτούρα με το κουτάλι!

 

       Ο καθηγητής που δίδασκε Αρχαία και Νέα Ελληνικά  εκείνα τα χρόνια  (δεν ξέρω τι γίνεται τώρα) ήταν ο υπεύθυνος για την τάξη. Στη δική μου τάξη, εκτός από την πρώτη χρονιά που είχαμε τον κ. Καμπαλώνη, ο καθηγητής μας ήταν ο Γρηγόρης Τζουμάκας. Από τα τρία αντικείμενα που δίδασκε (Αρχαία, Νέα, Ιστορία), το μόνο που θυμάμαι μ’ εκτίμηση ήταν τα Νέα Ελληνικά κι αυτό γιατί μας έβαζε να γράφουμε ένα σύντομο βιογραφικό για το συγγραφέα του κειμένου που διαβάζαμε. Δεν ξέρω πως το βλέπανε οι άλλοι συμμαθητές μου, όμως εγώ το απολάμβανα πάρα πολύ.

 

       Η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών εκείνη την εποχή ήτανε δυστυχώς τελεία σπατάλη χρόνου. Είχαμε Αρχαία, αν θυμάμαι καλά 4 ή 5 ώρες τη βδομάδα για 4 χρόνια και κάπως λιγότερες ώρες στα δύο τελευταία χρόνια γιατί ήμουνα στο Πρακτικό. Αντί να μας κάνει ο Καθηγητής ν’ αγαπήσουμε τη γλώσσα των προγόνων μας, μας έκανε να τη μισούμε. Ο κ. Τζουμάκας, τυπικός φιλόλογος της εποχής, ξόδευε την ώρα μας στη Γραμματική και το Συντακτικό, χωρίς καθόλου να προσπαθεί να μας πληροφορήσει για την ομορφιά και τη χρησιμότητα της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας. Τι κρίμα! Χάσαμε τόσες ώρες δίχως να μάθουμε πολλά πράγματα!

 

       Όταν ο κ. Τζουμάκας δίδασκε Ιστορία, δεν προετοιμαζόταν. Είχε το βιβλίο μπροστά του και διάβαζε το κείμενο. Για να βρίσκει μερικά δευτερόλεπτα να κοιτάζει τι λέει το κείμενο παρακάτω, έκανε το εξής. Έλεγε τη λέξη «ακριβώς». Μερικές φορές το τράβαγε κι όλας «Αααακριβώς». Κι εμείς μετρούσαμε τα πόσα «ακριβώς» έλεγε σε κάθε διάλεξη, αντί να προσέχουμε στο τι διάβαζε. Και να προσέχαμε πάλι δεν θα μαθαίναμε τίποτε. Την Ιστορία έπρεπε να την αποστηθίσουμε, λίγο πολύ, για να γράψουμε καλά στις εξετάσεις.

 

       Και μια που ανέφερα την Ιστορία πρέπει να εξομολογηθώ κάτι σ’ όλους τους συμμαθητές μου. Ως πρώτος μαθητής στην τάξη, κάθε τέλος χρονιάς ήμουνα υπεύθυνος για να βγάλω το πρόγραμμα των διαγωνισμών. Εγώ, δηλαδή, έκανα το πρόγραμμα για ποια μέρα θα γράψουμε Αρχαία, μαθηματικά, πότε θα ‘χουμε κενό κλπ. Λοιπόν, αν κανένας ελέγξει τα προγράμματα θα δει πως τα Γαλλικά ήταν πάντα πριν απ’ την Ιστορία. Γιατί; Εγώ είχα πάρει ιδιαίτερα μαθήματα Γαλλικών για 2 χρόνια κι είχα προχωρήσει τόσο πολύ που δεν χρειαζόταν να διαβάσω σχεδόν καθόλου για τις ερωτήσεις του κ. Γεροντικού. Βάζοντας τα Γαλλικά πριν από την Ιστορία, είχα 2 έχτρα μέρες να διαβάσω Ιστορία που έπρεπε να την αποστηθίσουμε. Οι συμμαθητές που θα διαβάσουν τούτο το κείμενο ελπίζω να με συγχωρήσουν γι αυτό το «προσωπικό» ευνοϊκό στοιχείο μια και το πρόγραμμα που έφκιαχνα ήταν το πιο βολικό για όλους, από πλευράς κενών κλπ. Και κανένας δεν παραπονέθηκε ποτέ.

 

       Τα πιο πολλά χρόνια καθηγητή Μαθηματικών είχαμε το κ. Μπέγκα. Ο Γεώργιος Μπέγκας ήταν πάρα πολύ καλός δάσκαλος. Μάθαινε κανείς πολλά από τις διαλέξεις του κι αυτό  γιατί νομίζω πως είχε το χάρισμα να εξηγεί ένα θεώρημα, μια μέθοδο, μια λύση ενός προβλήματος  χωρίς περιστροφές, με λίγες λέξεις, «στο ψαχνό» κατ’ ευθείαν θα ‘λεγε κανείς. (Εν αντιθέσει με τον κ. Δεβέκο που προσπαθούσε να εξηγήσει ένα θέμα από πολλές πλευρές, με πολλούς τρόπους και μας μπέρδευε στο τέλος). Αν ένας μαθητής έκανε ένα λάθος παιδαριώδες σ’ ερώτησή του, ο Μπέγκας έλεγε «Αχ μωρέ ....(όνομα) πήγες από χειράμαξα!». Στην αρχή του πολέμου του 40 μας έλεγε ο Μπέγκας πως μια χρονιά είχε ένα μόνο μαθητή στην τάξη. Θα θυμάστε ασφαλώς πως ο επιμελητής της τάξης ήταν ο μόνος όρθιος και περίμενε τον Καθηγητή να μπει μέσα για να κλείσει την πόρτα πίσω του. Έλεγε λοιπόν ο Μπέγκας «έμπαινα στην τάξη κι ήταν άδεια τελείως μια και ο μοναδικός μου μαθητής ήταν πίσω από την πόρτα. Όμως θα πρέπει να τον δίδαξα πολύ σωστά γιατί αργότερα βγήκε στο βουνό κι έγινε καπετάνιος στον ΕΛΑΣ!»

 

Εκτός σχολείου είχαμε πολλές απαγορευμένες δραστηριότητες. Θυμάμαι τα εξής «απαγορεύεται».

1. Κινηματογράφος. Στον κινηματογράφο θα πηγαίναμε όλο το σχολείο μαζί σε κατάλληλη ταινία.

2. Να παίζουμε μπιλιάρδο.

3. Μακρύ μαλλί, ...γιοκ!

4. Να κυκλοφορούμε στην πόλη χωρίς καπέλο.

5. Να νοικιάζουμε ποδήλατο.

6. Το κάπνισμα

 

       Η απαγόρευση του κινηματογράφου και του μπιλιάρδου είχε σκοπό να προστατέψει τα ήθη μας! Όμως, δεν υπήρχε καμιά απαγόρευση για να πίνουμε ούζο, τσίπουρο, ή κρασί. Πηγαίναμε στα ουζερί και πίναμε αρκετά. Εκείνη την εποχή η παραγγελία ήταν «Τρία πρώτα», που σημαίνει τρία ούζα, τα πρώτα. Για τα «πρώτα» ο μεζές ήταν ίσως 3 ελιές και τρεις μπουκιές ψωμί. Τα «τρία δεύτερα» είχαν ίσως και λίγο κασέρι. Τα «τρίτα» ίσως σαλάμι. Για να μη τα πολυλογώ, με 4-5 ούζα είχαμε χορτάσει κιόλας! Ερχόμαστε στο κέφι για καλά. Γυρίζαμε στο σπίτι τραγουδώντας. Ο λόγος που δεν θρηνήσαμε κανένα θύμα είναι το γεγονός πως κανένας μας δεν είχε αυτοκίνητο τότε και σ’ όλη την πόλη πολύ λίγα αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν.

 

       Κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους, μακρύ μαλλί απαγορευόταν. Μόλις άρχιζε το σχολείο το Σεπτέμβρη, αμέσως έπρεπε να πάμε να κουρευτούμε με την «ψιλή» μηχανή. Δεν είμαι σίγουρος για την αιτία αυτού του κανονισμού. Να μας προστατέψει από ψείρες; Να μας εμποδίζει να γαμπρίζουμε; Στρατιωτική είδους πειθαρχία; Γεγονός είναι πως με το κεφάλι γουλί, το να φοράμε το καπέλο ήταν πιο ανεκτό.

 

       Νοίκιασμα ποδηλάτου. Ήταν της μόδας εκείνη την εποχή να νοικιάζει κανείς ποδήλατο με την ώρα για βόλτα. Πολύ λίγοι ήταν εκείνοι που είχαν λεφτά ν’ αγοράσουν ποδήλατο. Έτσι είχαν ξεπηδήσει πολλά ποδηλατάδικα που επισκεύαζαν ποδήλατα αλλά νοίκιαζαν κι όλας. Νομίζω πως η απαγόρευση του ποδηλάτου προήλθε από το γεγονός πως αρκετοί μαθητές από χωριά ξοδεύανε τα (μετρημένα) χρήματα με τα οποία έπρεπε να περάσουν το μήνα νοικιάζοντας ποδήλατο και μετά δεν είχανε να φάνε. Η απαγόρευση του νοικιάσματος ποδηλάτου λοιπόν είχε σκοπό να προστατέψει τα οικονομικά του μαθητή.

 

       Τις πιο πολλές Κυριακές ήμαστε υποχρεωμένοι να πάμε την Κυριακή το πρωί στο σχολείο, να παραταχθούμε στη γραμμή σαν στρατιώτες και να πάμε στην Εκκλησία. (Θυμάμαι πως ζηλεύαμε τους αδελφούς Μεσαρέ που απαλλάσσονταν απ’ αυτή την υποχρέωση καθώς επίσης, πολύ πιο σπουδαίο, από τα Θρησκευτικά!!). Κι αν υπήρχε κάποιο επίπεδο θρησκευτικής συνείδησης, αυτό το υποχρεωτικό  εκκλησίασμα το κύλησε στη άβυσσο. Η πρόθεση καλή! Η μέθοδος λανθασμένη! Πόσες και πόσες φορές οι δυνάμεις της κυριαρχούσας τάξης δεν κάνουνε τέτοια λάθη!

 

       Καθένας έχει τις δικές του αναμνήσεις από τα γυμνασιακά του χρόνια. Σας παρουσίασα εδώ μερικά στιγμιότυπα από κείνη την περίοδο της ζωής μας, αναγνωρίζοντας πως έχω «ξύσει» μόνο την «επιφάνεια» εκείνης της εποχής. Προσωπικά, θυμάμαι με νοσταλγία τα χρόνια της Ζωσιμαίας. Είχαμε γενικά καλούς δασκάλους και βγήκαμε καλά προετοιμασμένοι, οι περισσότεροι, για το επόμενο βήμα των σπουδών μας.

Σημείωμα σύνταξης
Λίγα βιογραφικά στοιχεία.:
Ο Νίκος Τσουλφανίδης τελείωσε το Φυσικό Αθηνών, είναι δρ. πυρηνικής τεχνολογίας, του πανεπιστήμιου του ILLINOIS στις ΗΠΑ. Διετέλεσε  καθηγητής πανεπιστήμιου πυρηνικής τεχνολογίας, στο πανεπιστήμιο-Μιζούρι.
Συνταξιούχος τώρα, είναι υπεύθυνος για την έκδοση του επιστημονικού περιοδικού Nuclear Technology που εκδίδεται από την American Nuclear Society

 

 
        αριθμός επισκεπτών