Τι είναι οι Αποκριές και
πώς γιορτάζονταν στα Γιάννινα.
Γράφει ο Γιάννης Κ.
Παπαϊωάννου, Πολιτικός Μηχανικός
Η περίοδος της Αποκριάς στη συνείδηση του λαού είναι συνδεδεμένη με τα γλέντια, με τις φωτιές στις γειτονιές, με τα περιπαικτικά τραγούδια και τους μασκαρεμένους. Γενικά ένα φορτισμένο κλίμα χαράς, κεφιού και χαλάρωσης του καθωσπρεπισμού επικρατεί στις σχέσεις των ανθρώπων στις γειτονιές, στους δρόμους, στις πλατείες.
Οι συνήθειες αυτές είναι κατάλοιπα της διονυσιακής λατρείας, από τις γιορτές που γινόταν κάθε χρόνο-στην αρχαιότητα-με τον ερχομό της ανοίξεως. Η άνοιξη είναι η εποχή, που φέρνει την αναζωογόνηση και τοζωντάνεμα στη φύση∙ είναι η εποχή που σκορπάει στο διάβα της την ελπίδα της ζωής στα ναρκωμένα ζώα, στα φοβισμένα πουλιά, στα τυραννισμένα από το κρύο δέντρα, στη χέρσα γη, στον ταλαιπωρημένο και κουρασμένο άνθρωπο. Και ο Διόνυσος, ο θεός της Αμπέλου, προσκαλεί στο γλέντι και με το άφθονο κρασί του παρεκτρέπει από τα καθιερωμένα τους μέχρι χθες τρομαγμένους-από την περίοδο του χειμώνα-ανθρώπους και γίνεται θεός της ευθυμίας και της χαράς.
τζαμάλα στις γειτονιές στα Γιάννενα
Ο χριστιανισμός που επικράτησε αργότερα, δεν μπόρεσε να καταργήσει ολοκληρωτικά τις γιορτές αυτές του ξεφαντώματος, που γίνονταν και εξακολουθούν να γίνονται σε μια μεταβατική περίοδο εξόδου από τη χειμέρια νάρκη και εισόδου στην αναζωογόνηση της φύσης (κατά τη χαρακτηριστική έκφραση των παλαιοτέρων «την περίοδο Φεβρουαρίου-Μαρτίου αλλάζουν τα αίματα»). Σε αντιστάθμισμα των εθίμων αυτών, οι Πατέρες της εκκλησίας έχουν θεσπίσει την προπαρασκευαστική περίοδο της αποκριάς και αμέσως μετά την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής σαν περιόδους προετοιμασίας, κατανοήσεως και συμμετοχής στη γιορτή της ανάστασης του Χριστού, με την οποία συντελείται η νέκρωση του θανάτου και η πραγματική αναγέννηση της ζωής.
Ας παρακολουθήσουμε την αντιπαράθεση των στοιχείων των δύο παραδόσεων, αρχαίας και χριστιανικής, που αφορούν την περίοδο της αποκριάς.
Η
χρονική περίοδος που ξεκινάει από την Κυριακή του Τελώνου και
Φαρισαίου και κλείνει με τον εσπερινό του Μεγάλου Σαββάτου λέγεται
Τριώδιο, από το ομώνυμο εκκλησιαστικό βιβλίο με τα βιβλικά
αναγνώσματα και τους ύμνους της εν λόγω περιόδου, οι οποίοι
αποτελούνται από τρεις μόνο ωδές και όχι εννιά, όπως συνηθίζεται στη
βυζαντινή υμνογραφία. Η εκκλησία καλεί τους χριστιανούς σε ταπείνωση
μπροστά στο θεό (δηλαδή έλεγχο των πράξεών τους και μετάνοια) με το
ευαγγελικό ανάγνωσμα της παραβολής του Τελώνου και Φαρισαίου, που
διαβάζεται την ομώνυμη Κυριακή. Από την Κυριακή-όπως έλεγαν και οι
παλιοί-«ανοίγει το Τριώδι». Δειλά-δειλά κάνουν την εμφάνισή τους οι
πρώτοι μασκαρεμένοι στους δρόμους τρομάζοντας και πειράζοντας, άλλοι
καλόγουστα κι άλλοι με χοντρό τρόπο κοπέλες και μικρά παιδιά.
Την εβδομάδα που μεσολαβεί από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου μέχρι την Κυριακή του Ασώτου έχει καταργηθεί η περιορισμένη νηστεία της Τετάρτης και της Παρασκευής. Ο κόσμος δεν νηστεύει τις μέρες αυτές με λάδι και τρώει ό,τι νάναι (ψάρια-κρέατα-τυριά κλπ) όλη την εβδομάδα. Παλιότερα έλεγαν για την εβδομάδα αυτή «είναι αρτς βουρτς».
Η Κυριακή του Ασώτου, που ακολουθεί την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, είναι για τους χριστιανούς μια πρόσκληση για επιστροφή στις πατρικές αγκάλες του θεού, του αμαρτωλού που έρχεται σε επίγνωση και μετανοεί ( δηλαδή αλλάζει τρόπο ζωής και επανέρχεται ολοκληρωτικά στον θεό). Μετά την Κυριακή του Ασώτου ακολουθεί η Τσικνοπέμπτη. Οι νοικοκυρές είχαν πολλή δουλειά στην κουζίνα την ημέρα αυτή. Ετοίμαζαν ντολμάδες, κεφτέδες, πίτες λογιών-λογιών. Φτιάχναν γλυκά (καταΐφι, μπακλαβάδες, κλωστά). Από νωρίς το απόγευμα παρέες μασκαρεμένων επισκέπτονταν σπίτια γνωστών και συγγενών, χόρευαν και τραγουδούσαν και δεν φανέρωναν τα πρόσωπά τους, αν δεν τους αναγνώριζε κάποιος από τους νοικοκυραίους. Οι μασκαρεμένοι δεν έφευγαν, αν δεν δοκίμαζαν τους μεζέδες και τα γλυκά που είχε ετοιμάσει η νοικοκυρά του σπιτιού ειδικά για την Τσικνοπέμπτη.
Πότε για να αναγνωρίσουν κάποιον μασκαρεμένο, πότε για να σύρουν έναν γύρο στο χορό μέσα στο σπίτι τους, πότε για ν’ ακούσουν κάποιο στιχοπλάκι από μερακλωμένο περαστικό της γειτονιάς, πότε για να βρουν ρούχα από το σεντούκι για να ντύσουν τα παιδιά τους αποκριάτικα, οι νοικοκυρές μπαινόβγαιναν στην κουζίνα, αφαιρούνταν και τσικνώναν τα φαγητά. Έτσι από τα τσικνωμένα φαγητά πήρε και το όνομά της η Τσικνοπέμπτη. Στα παλιότερα χρόνια ήταν καθιερωμένη συνήθεια των μαστόρων να κουβαλάνε το βράδυ της Τσικνοπέμπτης «τα βιολιά» στα σπίτια τους, να καλούνε τους υπαλλήλους τους (καλφάδες) μαζί με τις οικογένειές τους και να γλεντάνε όλοι μαζί. Τα τραγούδια, τα αστεία, τα φαγητά και το κρασί έδιναν κι έπαιρναν στις βεγγέρες αυτές της Τσικνοπέμπτης. Όλοι έπρεπε να γλεντήσουν το βράδυ της Τσικνοπέμπτης.
Εκτός από τους μαστόρους και τους υπαλλήλους τους, γλέντι οικογενειακό έκανε και κάθε νοικοκύρης συγκεντρώνοντας συγγενείς και φίλους με τα παιδιά τους. Οι καλεσμένοι έρχονταν με διάφορα πράγματα (πίτες, γλυκά, δώρα), για να ενισχύσουν το γιορταστικό τραπέζι και να ζεστάνουν την ατμόσφαιρα, μέχρι ν’ αρχίσει το κέφι με τραγούδια του τραπεζιού στην αρχή και να ακολουθήσει στη συνέχεια ο χορός και τα αποκριάτικα στιχοπλάκια. «Με την Τσικνοπέμπτη πιάνεται σαρακοστή» έλεγαν οι παλιοί.
Πώς
όμως, αφού τρώμε κανονικά, πλούσια κι απ’ όλα τη μέρα αυτή;
Πράγματι∙ δυο μέρες, η Τετάρτη και η Παρασκευή που περικλείουν την
Τσικνοπέμπτη, έχουν ξεχωριστεί και ανήκουν στη Μεγάλη Σαρακοστή. Τις
δυο αυτές μέρες επανερχόμαστε στη νηστεία με αποχή του κρέατος. Στην
εκκλησία δεν τελείται η θεία Λειτουργία. Στον εσπερινό της Τετάρτης
χαιρετίζουμε τη Μ. Σαρακοστή με τον παρακάτω ύμνο:
«Ανέτειλε το έαρ της νηστείας και το άνθος της μετανοίας∙
αγνίσωμεν ουν εαυτούς αδελφοί, από παντός μολυσμού,
τω φωτοδότη ψάλλοντες, είπωμεν∙ δόξα σοι, μόνε Φιλάνθρωπε».
Στον εσπερινό του Σαββάτου του πρώτου ψυχοσάββατου, του λεγόμενου και κρεατινού, οι γυναίκες φροντίζουν και πηγαίνουν στην εκκλησία με λάδι, ανάμμα, πρόσφορο και βρασμένο σιτάρι τοποθετημένο σ’ ένα πιάτο και κεντημένο με ζάχαρη και κανέλλα. Αφού δώσουν το μπουκάλι με το λάδι στον καντηλανάφτη για το άναμμα των καντηλιών και αφού αφήσουν το ανάμμα και το πρόσφορο μέσα στο ιερό, περιμένουν υπομονετικά τον παπά να τους διαβάσει τα ονόματα των κεκοιμημένων συγγενών τους. Η ανάμνηση και η αναφορά των ψυχών των κεκοιμημένων είναι εκδήλωση αγάπης και θλίψης γι’ αυτούς∙ είναι ακόμα εκδήλωση της συνέχειας της ζωής πέρα από τη φθαρτότητα και από τον θάνατο. Την έννοια της ανάμνησης των κεκοιμημένων και της συγχώρεσης των αμαρτιών τους έχει, στο τέλος του εσπερινού, το μοίρασμα του σταριού από τις γυναίκες στους παρευρισκόμενους στο προαύλιο της εκκλησίας και η αυθόρμητη ευχή απ’ αυτούς που το παίρνουν «θεός σχωρέσ’ τους» ή «θεός σχωρέσ’ τ’ αποθαμένα σας».
Η Κυριακή της Απόκρεω ή της Αποκριάς, αμέσως μετά το πρώτο ψυχοσάββατο, έχει σκοπό να προετοιμάσει τον χριστιανό την εβδομάδα που ακολουθεί σε μια περιορισμένη νηστεία (αποχή από κρέας, εξ ου και αποκριά). Στην εκκλησία διαβάζετα το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κρίσεως, το δε νόημα των ύμνων που αναφέρονται στην ημέρα της κρίσεως είναι συγκλονιστικό. Όμως η πρώτη Κυριακή της αποκριάς είναι Κυριακή Κρεατινή ή της Κρεοφάγου. Και οι νοικοκυρές φροντίζουν να φτιάξουν πίτες (κρεατόπιτες, κοτόπιτες), κεφτέδες, ντολμάδες, για να φάνε οι οικογένειές τους και να έχουν να προσφέρουν στους μασκαρεμένους, που θ’ αρχίσουν να τους επισκέπτονται από νωρίς το απόγευμα μέχρι αργά το βράδυ της Κυριακής. Οι μασκαρεμένοι μπορεί να είναι φίλοι, συγγενείς ή γείτονες της οικογένειας κι είναι όλοι τους το ίδιο καλοδεχούμενοι για το σπίτι, γιατί με τα αστεία και τα τραγούδια τους προσφέρουν μιαν αλλαγή στον καθημερινό ρυθμό της ζωής, σκορπούν μια νότα χαράς και ευθυμίας στις Κυριακές της χρονιάς.
Και ερχόμαστε στο δεύτερο ψυχοσάββατο και τη δεύτερη αποκριά, την Κυριακή της Τυροφάγου ή την Τυρινή. Οι χωριάτες δεν έδιναν το γάλα στον τυροκόμο το Σάββατο και την Κυριακή της Τυρινής. Το κρατούσαν για τις δικές τους ανάγκες. Σ’ όλα τα σπίτια έπηζαν γιαούρτι της σακούλας, έφτιαχναν πίτες (γαλατόπιτες και τυρόπιτες) και περίμεναν με αγωνία το βράδυ της Κυριακής είτε για το οικογενειακό σπιτικό γλέντι είτε, κυρίως, για να διασκεδάσουν στις φωτιές (τζαμάλες), που γίνονται στις γειτονιές.
Στον εσπερινό του δεύτερου ψυχοσάββατου η Εκκλησία ποιεί μνήμην πάντων των εν ασκήσει λαμψάντων οσίων και θεοφόρων Πατέρων. Οι Πατέρες της Εκκλησίας έμπρακτα και χειροπιαστά έφεραν σε πέρας τον δύσκολο αγώνα της ανθρώπινης σωτηρίας και της ελπίδας της μέλλουσας ζωής. Έτσι το δεύτερο ψυχοσάββατο συνήθιζαν να μην πηγαίνουν οι γυναίκες σ’τάρι στην Εκκλησία, γιατί δεν το έχουν ανάγκη οι θριαμβευτές αγωνιστές της∙ αντίθετα, όπως έλεγαν οι γιαννιώτισσες «οι άγιοι Πατέρες πρέπει να παρακαλέσουν για τη σωτηρία των ζωντανών».
Η Κυριακή της Τυροφάγου λέγεται και της Συγνώμης, καθώς και «της από του Παραδείσου της τρυφής εξορίας του Πρωτόπλαστου Αδάμ». Το ευαγγελικό ανάγνωσμα που διαβάζεται την εν λόγω Κυριακή αναφέρεται ξεκάθαρα στη νηστεία και τη συγχώρεση.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας ο δάσκαλος δεν ήταν δημόσιος υπάλληλος, αλλά συντηρούνταν από τις συνδρομές της κοινότητας, όπου δίδασκε. Τότε τα κύρια και αποκλειστικά αναγνώσματα των μαθητών ήταν από τα εκκλησιαστικά βιβλία. Έτσι όταν τα παιδιά έφταναν στο κείμενο που έλεγε «…επ’ αυτά τα πετεινά» έπρεπε κάθε σπίτι να στείλει στον δάσκαλο χάρισμα έναν πετεινό. Κι όταν τις παραμονές της Κυριακής της Τυροφάγου διάβαζαν για τον πεπτωκότα Αδάμ, κάθε μαθητής προμήθευε τον δάσκαλο με πίτα και κότα.
Η νηστεία θα είναι το κύριο χαρακτηριστικό της Μεγάλης Σαρακοστής, της περιόδου που ξεκινάει την επομένη της Κυριακής της συγνώμης. Με φόντο τη νηστεία που έρχεται, δικαιολογείται κατά κάποιο τρόπο το γλέντι και το ξεφάντωμα που κυριαρχεί το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής μέχρι τα ξημερώματα της Καθαρής Δευτέρας.
Ένα παλιό, πασίγνωστο λαϊκό αποκριάτικο τραγούδι λέει:
1.
Ξύλα για τ’ς αποκριές
2.
Πάει η βάβω για νερό
να χορεύουν οι
γριές
για να
λούσει το γαμπρό
με τις κόκκινες
ποδιές
τον γαμπρό το Νικολή
κόκκινες και
παρδαλές.
πούναι
όμορφο παιδί.
Στα παλιότερα χρόνια, πολύ πριν αρχίσει το Τριώδι, τα παιδιά κάθε γειτονιάς προγραμμάτιζαν από πού θα αρπάξουν ή θα ζητήσουν ξύλα κι έβρισκαν κρυψώνες, όπου τα ασφάλιζαν, για να τα φανερώσουν τις παραμονές της Κυριακής της Τυροφάγου στην πλατεία, όπου θα στήνονταν η φωτιά της γειτονιάς. Νωρίς το απόγευμα της Κυριακής της Τυροφάγου άναβε η φωτιά και γύρω από αυτήν μαζεύονταν μεγάλοι και μικροί σέρνοντας τον χορό και τραγουδώντας δημοτικά ή περιπαικτικά αποκριάτικα τραγούδια. Συνήθως το προβάδισμα στον χορό το είχε κάποιος γεροντότερος γλεντζές μερακλής ή κάποια γνωστή μεσόκοπη της γειτονιάς με πειρακτικές διαθέσεις, που γνώριζαν αρκετά τραγούδια, τραγουδούσαν δε κάθε στίχο μόνοι τους και τον επαναλάμβαναν οι υπόλοιποι. Λειτουργούσε δηλαδή ο χορός σαν πολυφωνικό συγκρότημα και ταυτόχρονα χορευτικό.
Κάποτε, κάποιες αποκριές όχι και τόσο μακρινές-είχα την τύχη κι εγώ να τις προλάβω-όλα ήταν απλά, μα το κέφι και η ευθυμία που επικρατούσαν ήταν άφθονα. Μια κανάτα κρασί, στο πιάτο καθαρισμένα φρούτα ή αυγά βραστά κομμένα στα τέσσερα, σ’ άλλο πιάτο τυρί κι ακόμα σπασμένες καρύδες, λίγο μεζέ αναλάμβαναν κατά διαστήματα γυναίκες της γειτονιάς να προσφέρουν στον κόσμο και ιδιαίτερα σ’ αυτούς που χόρευαν, προκειμένου να κρατηθεί και ν’ ανάψει το γλέντι. Και τα τραγούδια που χορεύονταν και τραγουδιόνταν ήταν πολλά. Συρτά ή στα τρία. Δημοτικά, λαϊκά, πειρακτικά ειδικά για τη μέρα της αποκριάς.
Η Σαμιώτισσα, ο
σγουρός βασιλικός, ξεκινάει μια ψαροπούλα απ’ το γιαλό κλπ.
Μπορούσε να σκορπίσει το κέφι σ’ όλους τους
παριστάμενους το τραγούδι:
Λεμονάκι μυρωδάτο κι από περιβόλι
αφράτο
Μην παραμυρίζεις τόσο και με κάνεις και νυχτώσω…
Οι περαστικές παρέες των μασκαρεμένων ήταν πάντα καλοδεχούμενες και σεβαστές. Ήταν η αλλαγή και το διάλειμμα για ξεκούραση εκείνων, που πρωτοστατούσαν αυθόρμητα στην οργάνωση της φωτιάς. Ύστερα από κάποια πειράγματα, κάποιο τράβηγμα μάσκας για πιθανή αναγνώριση της παρέας και το απαραίτητο κέρασμα με κρασί, φρούτα ή αυγά, τους δίνονταν το προβάδισμα στον χορό, για να τραγουδήσουν κάποιο αποκριάτικο τραγούδι, για παράδειγμα την «Κουμπαρούλα».
Πίσω
απ’ την παλιά στρατώνα, τ’ ακούς κουμπάρα μ’ τ’ ακούς
Έχω μια ’γαπητικιά κουμπαρούλα μου
γλυκιά.
Όλοι μου λένε να την πάρω, τ’ ακούς κουμπάρα μου τ’ ακούς.
Μα τα έξοδα πολλά κουμπαρούλα μου γλυκιά.
Δέκα λίρες ο αρραβώνας κι εκατό η παντριά κλπ.
Οι μασκαρεμένοι θα έφερναν βόλτα όλες τις φωτιές των Γιαννίνων, θα περνούσαν από τα γιαννιώτικα κέντρα που λειτουργούσαν τότε (στο Άλσος, στου Μαλάμου, στην ταβέρνα του Πάνου, στην «Κωνσταντινούπολη» του κατεδαφισθέντος ξενοδοχείου ΑΒΕΡΩΦ στη σημερινή κάτω πλατεία, στη «μάντρα του Αλέξη») καθώς και σε φιλικά σπίτια.
Πάντα υπήρχαν κάποια παιδιά της γειτονιάς, που φρόντιζαν να κρατάνε αναμμένη τη φωτιά. Έτσι από ώρα σε ώρα έβλεπες να πετάγονται στα ύψη οι φλόγες κάνοντας έναν παράξενο θόρυβο από τα ξύλα που προσθέτονταν και διέκρινες μερικές νοικοκυρές-που γειτόνευαν τα σπίτια τους με τη φωτιά-να σταματάνε το τραγούδι και να φωνάζουν μισοτρομαγμένες για την πιθανή μετάδοση της φωτιάς στην ξύλινη κουζίνα τους από κάποια αποκαΐδια που αιωρούνταν στον αέρα: «Μωρέ αναμοκαμμένο κι αναμοφλογισμένο πρόσεξε μην αρπάξει φωτιά το σπίτι μ’, έτσ’ όπως ανακατέβ’ς τα ξύλα στ’ φωτιά», για να συμπληρώσει κάποια άλλη «και μέρα πούναι σήμερα να μην έχουμε ντράβαλα». Όμως γρήγορα ξεχνούσαν, για να παρακολουθήσουν τις ιδιότροπες κινήσεις από το τραγούδι:
«Πώς στουπίζουν το πιπέρι, οι
διαβόλοι το καλοκαίρι.
Με το γόνα τους το τρίβουν και το ψιλοκοσκινίζουν κλπ».
Ή για να χαζέψουν με κάποιο γνωστό
αποκριάτικο τραγούδι σαν αυτό:
Στης ακρίβειας τον καιρό θέλησα να
παντρευτώ
Και μου δώσαν μια γυναίκα που ’τρωγε για πέντε δέκα.
Και την πρώτη τη βραδιά έφαγε πέντε έξι αυγά
Και τη δεύτερη βραδιά προβατίνα μ’ έξι αρνιά.
Και το τρίτο της το βράδυ έφαγε ένα γελάδι, κλπ.
Μέσα στο πήγαινε έλα των περίεργων και όταν άναβε για τα καλά το κέφι, γίνονταν και το παιχνίδι της χάψας. Ακόμα συνηθισμένα ήταν και τα γιαουρτώματα. Η χάψα ήταν αυγό, βρασμένο σφιχτό, δεμένο προσεκτικά και αιωρούμενο από κλωστή. Τη χάψα την αιωρούσε κάποιος επιδέξιος της γειτονιάς και από τους παριστάμενους τυχερός ήταν εκείνος, που θα έβαζε τη χάψα στο στόμα για να τη φάει.
Οι
παλιές φωτιές (τζαμάλες) που άναβαν στα Γιάννινα ήταν:
-
Στη «Μάντρα» της Καλούτσιανης, όπου πρωτοστατούσε η κυρά Φώνη Μαλάμου, το γένος Αγγελάκη αρχίζοντας τον χορό με το τραγούδι:
Ν’ έρχεται ο σιδηρόδρομος με όλα του τα
βαγόνια
Σέρνει βαγόνια δώδεκα με ρόδες ασημένιες.
Σέρνει και την αγάπη μου στο μεσιανό βαγόνι…
Από πίσω ακολουθούσαν άλλοι γείτονες
και γειτόνισσες, που εναλλάσσονταν κατά διαστήματα για να παίρνουν
δύναμη και να ξαναμπαίνουν με καινούργιο κέφι στον χορό.
Εκεί θ’ άκουγες να χορεύουν το
αποκριάτικο τραγούδι:
Θαύμα που ’είδα ένα Σαββάτο
σ’ έναν πλάτανο από κάτω
επαντρέβαν έναν γέρο
εκατό χρονών τον ξέρω
και του δίναν κοριτσάκι
δεκαοχτώ χρονών τσουπράκι…
-
Στη συνοικία Σιαράβας, όπου πρωτοστατούσε στα τραγούδια, στο κέφι και στο παιχνίδι της χάψας ο παλιός γιαννιώτης Χαρίσης.
-
Στη Λούτσα, όπου η φωτιά άναβε έξω από το Παυλίδειο Δημοτικό Σχολείο (στη λεωφόρο Δωδώνης, στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται η κλινική Μπαλτογιάννη).
-
Στην πέρα Λούτσα (στους παλιούς «τούρκικους καφενέδες») κοντά στο καφενείο του Κοκώνη.
-
Στον Πλάτανο πίσω από το στάδιο της πόλης (στην παλιά συνοικία «Ντιντιρούτς») στη σημερινή συμβολή των οδών Σαμουήλ, Τεπελενίου, Δεσποτάτου Ηπείρου, Μελετίου Γεωγράφου και Δοσιθέου Φιλίτου. Εδώ πρωτοστατούσαν στο γλέντι ο Παπλιάκος, ο Χρόνης Δρούγιας, ο Παπαρδής, ο αυτοκινητιστής Λάζος, ο Κώστας Σιαπάτης, ο Φάνης με το ταβερνάκι και το φημισμένο πατσά του, ο Τάτσης ο φούρναρης και άλλοι. Το γλέντι εδώ θα σταματούσε χαράματα Καθαρής Δευτέρας.
-
Στην Καραβατιά.
-
Στην πλατειούλα του Πωλ, η οποία μετά καταργήθηκε, καθώς επικράτησαν οι φωτιές (τζαμάλες) στον Πλάτανο και στην Καραβατιά.
Καθοριστικός παράγων στην εξάλειψη του αυθόρμητου γλεντιού της αποκριάς γύρω από τη φωτιά (τζαμάλα) με τα αποκριάτικα τραγούδια στα Γιάννινα πρέπει να ήταν τα χρόνια της εφταετίας, τότε που απαγορεύονταν δημόσιες συγκεντρώσεις πάνω από πέντε άτομα. Αυτό είχε σαν συνέπεια από το ’68 μέχρι και το ’74 να μην γίνονται φωτιές (τζαμάλες) στα Γιάννινα, να χαθούν εν τω μεταξύ από τη ζωή οι στυλοβάτες του γλεντιού και να ατονήσει το έθιμο από τους νεότερους.
Νέος
φερτός κόσμος προστέθηκε στην πόλη από τα γύρω χωριά και άλλες
πόλεις, που αγνοούσε αυτόν τον ξεχωριστό τρόπο γλεντιού. Γειτονιές
καινούργιες δημιουργήθηκαν από το συνεχιζόμενο ρεύμα της αστυφιλίας
στα Γιάννενα και τη δεκαετία του ’80 έκαναν την εμφάνισή τους
διάφοροι πολιτιστικοί σύλλογοι συνοικιών για τη διατήρηση των
εθίμων. Έτσι σήμερα φωτιές (τζαμάλες) με τη φροντίδα των αντίστοιχων
συλλόγων γίνονται σις εξή περιοχές:
-
Στα Λακκώματα, στην πλατεία Ειρήνης.
-
Στη Λούτσα, στο πλάτωμα της οδού Καποδίστρια, στη συμβολή της με την οδό Πρεμετής.
-
Στην πλατεία Σαπουντζάκη, στην περιοχή Καλούτσιανης.
-
Στον Πλάτανο, πίσω από το στάδιο της πόλης.
-
Στην Καραβατιά, στη συμβολή των οδών Μελετίου Γεωγράφου, Γυναικών Πίνδου, Ευεργετών.
-
Στου Αλλάχ, στην πλατεία δίπλα από το εβραϊκό νεκροταφείο.
-
Στο Κάστρο.
Σήμερα και παρά την οικονομική ενίσχυση των συλλόγων από τον Δήμο σε μια φιλότιμη προσπάθεια διατήρησης και ξαναζωντανέματος του γραφικού εθίμου της φωτιάς (τζαμάλας) σκέπτεσαι μελαγχολικά τι είναι αυτό που λείπει, ώστε το διερχόμενο πλήθος να μπει στον χορό και να γλεντήσει ∙ να γίνει ενεργό μέλος των δρώμενων γύρω από τη φωτιά. Λείπει σίγουρα ο αυθορμητισμός. Και η όρεξη για διασκέδαση. Ακόμα λείπει η ανάγκη γι’ αυτού του είδους την εκτόνωση. Με το ιδιωτικό αυτοκίνητο γίνεται μια περιήγηση στις φωτιές της πόλης και αρκετοί είναι εκείνοι, που δεν συγκινούνται ούτε από το κρασί και τους μεζέδες που προσφέρονται δωρεάν ούτε θαμπώνονται από τον υπερβολικό θόρυβο των μεγαφωνικών εγκαταστάσεων για τα όργανα που παίζουν ∙ καλαματιανά και τσάμικα μόνον.
Από το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής οι φούρνοι δουλεύουν ασταμάτητα για να βγάλουν τις λαγάνες και να τις πουλάνε στο διερχόμενο πλήθος που τριγυρνάει από φωτιά σε φωτιά.
Βαθιά χαράματα της Καθαρής Δευτέρας και απ’ όλο το γλέντι στις φωτιές δεν απομένουν παρά κάποια αποκαΐδια σε σωρούς στάχτης. Η περίοδος της τρελής αποκριάς με τα καμώματά της έχει περάσει. Γι’ αυτό και οι γεροντότεροι σχολίαζαν παλιότερα «Πέθανε ο Κρέας πέθανε, ψυχομαχάει ο Τύρος», δηλαδή ότι πέρασαν η Κυριακή η κρεατινή και η Κυριακή η τυρινή. Από δω και μπρος καινούργια περίοδος αρχίζει. Είναι η Καθαρή Δευτέρα με τη Σαρακοστή και τη νηστεία της.
Την
Καθαρή Δευτέρα έχουμε σε αρκετά μέρη τα λαϊκά δρώμενα για καλή
γεωργική χρονιά με μιμητικό όργωμα και σπορά. Οι μεταμφιεσμένοι
φορούν μάσκες, προκειμένου να ενσαρκώσουν τα πνεύματα της βλάστησης
και της ανθοφορίας, που φέρνει η άνοιξη μετά την υποχρεωτική νάρκη
του χειμώνα.
Η εβδομάδα που ξεκινάει την Καθαρή Δευτέρα ονομαζόταν
κι εκείνη από τους παλιούς «Καθαροβδόμαδο». Και τούτο γιατί η
κάθαρση των ψυχών και η μετάνοια που πρέπει να γίνεται από τους
ανθρώπους την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής, έπρεπε να συνδυάζεται
και με τη γενική καθαριότητα του σπιτιού. Καθάρισμα λοιπόν στα
χαλκώματα με στάχτη και λεμόνι, στις σίτες, στις κανίστρες του
ψωμιού, στον πλάστη που έφτιαχναν τα φύλλα, στα πατώματα, στο
μαγειργιό και ευκαιρία για γενικό ασβέστωμα του σπιτιού και της
αυλής του.
Κουράγιο και δύναμη λοιπόν για την περίοδο της
προετοιμασίας που ξεκινάει.
*** Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΝΕΟΙ ΑΓΩΝΕΣ των
Ιωαννίνων στις 23 Φεβρουαρίου 2001.