«Κάποιοι δεν ξεχνούν ποτέ»

συλλογή διηγημάτων του

Γιάννη Καλπούζου

Στις 27 Απρίλη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός η συλλογή διηγημάτων του Γιάννη Καλπούζου με τίτλο: «Κάποιοι δεν ξεχνούν ποτέ», η οποία θα παρουσιαστεί στον Ιανό (Σταδίου 24, Αθήνα), Τρίτη, 2 Μάη, 8:30 μ.μ.

με τη συμμετοχή  

  • της Θεοδώρας Σιάρκου

  • της Έφης Καραγιάννη και

  • του Ηπειρώτικου μουσικού σχήματος «Λαλητάδες»

Πρόκειται για δεκαεννιά διηγήματα και μία σύγχρονη παραλογή, για τον έρωτα, τον γενέθλιο τόπο ως παντοτινή πατρίδα, τις αποχρώσεις των ονείρων, την εξουσία της φήμης, την τραγικότητα της μοναξιάς, την κοινωνική μειονεξία, τους «επικίνδυνους» ποιητές, το βάπτισμα στο αίμα της τέχνης, τα θηρία που μας τρώνε ψυχή, νου και κορμί, τη θεά φύση και τη γυναίκα-ζωή.

Τα 18 από τα παραπάνω διηγήματα είχαν κυκλοφορήσει το 2002 από τις εκδόσεις Κέδρος με τίτλο: «Μόνο να τους άγγιζα». Ωστόσο έχουν ξαναδουλευτεί στο σύνολό τους, τόσο ως προς τη γλώσσα, όσο και ως προς αρκετά σημεία της πλοκής τους.

    

"Κάποιοι δεν ξεχνούν ποτέ"

Διηγήματα και μια παραλογή

1. «Κάποιοι δεν ξεχνούν ποτέ».  Στα μάτια μιας καλογριάς τα εικονίσματα παίρνουν τη μορφή του πρώην αγαπημένου της και παλεύει με τη λησμοσύνη, τον έρωτα, την αμαρτία και τη συνείδησή της, μέχρι που επεμβαίνει η ηγουμένη.

2. «Λουνέμα». Το τυχαίο συμβάν φέρνει στον δρόμο του ήρωα την ιδανική γυναίκα στο πρόσωπο μιας τσιγγάνας, η οποία έχει την ικανότητα να ανιχνεύει τον εσωτερικό του κόσμο. Ψέμα ή αλήθεια; Ονειρικός πόθος ή απολογισμός πεπραγμένων; Όπως και να ‘χει, τα θέλω και τα πρέπει, οι συμβάσεις μιας διαμορφωμένης ζωής και οι αποφάσεις που πάρθηκαν ή όχι μεταβολίζονται σε ποιητικό και αφηγηματικό δρώμενο.

3. «Ο Κάδος». Κάποιος άγνωστος κλείνεται σ’ ένα κάδο σκουπιδιών, ενώ ο ήρωας τον παρακολουθεί χωρίς να παρεμβαίνει. Η απόσταση απ’ τους άλλους, η άνοδος και η πτώση, η επιτυχία και η αποτυχία, το θήραμα και ο κυνηγός, η δημόσια εικόνα και η ιδιωτική, η απομόνωση και ο ατομικισμός, η ματαιότητα της ύπαρξης και το παμφάγο του ανθρώπου, η υποκρισία και η τρομολαγνεία, η τόσο διαφορετική πρόσληψη των γεγονότων και κατ’ επέκταση του κόσμου από τον καθένα κι εν τέλει ο ρόλος που, είτε το θέλουμε είτε όχι, μοιράζει για όλους ο σκηνοθέτης της ζωής.

4. «Μόνο να τους άγγιζα».  Στο εγκαταλειμμένο χωριό του επιστρέφει και περιφέρεται ολόγυμνος ο ήρωας. Μόνη υπαρκτή παρουσία μια γριά που συνομιλεί με όσους τα όνειρα τούς φέρνουν εκεί όπου τα πρωτοτάϊσαν. Η νοσταλγία, η ερήμωση των ορεινών χωριών, το παρελθόν μέσα από το νέο βλέμμα, η παντοτινή πατρίδα του ομφάλιου γενέθλιου τόπου.

5. «Χάντρα χάντρα». Η διπλή ζωή ενός ναυτικού, ο οποίος καθώς πέφτουν μία μία οι χάντρες του κομπολογιού του αναθυμάται κι ένα συνταρακτικό γεγονός από τα περασμένα. Οι γλυκασμοί, το αγρίμι του πόθου,  οι ενοχές. «Τι τα θες, άμα μπλέξει ο άντρας με δυο ψυχές, με δυο κορμιά, με δυο ονείρατα, εύκολα δεν ξεμπλέκει. Ό,τι κι αν κάμει κάποια θ’ αδικήσει. Το πιθανότερο και τις δυο».

6. «Βέβηλη επιλογή». Η Guernica της φουρτουνιασμένης ψυχής του ήρωα μέσα από στιγμές και πρόσωπα της Ιστορίας που μπλέκονται σ’ ένα κυκλώνα αισθήσεων και παραισθήσεων και ενός ακραίου ερωτικού συναπαντήματος, του οποίου η κατάληξη παραπέμπει στην απελευθέρωση από τα δεσμά της σεξουαλικής επιθυμίας.

7. «Ο Φιλ». O σερβιτόρος κι ένα ποτήρι ξεδιπλώνουν τις μεταξύ τους και όχι μόνο, σχέσεις εξουσίας, σατιρίζοντας ταυτόχρονα τις λογοτεχνικές φόρμες, αλλά και τις ανταγωνιστικές σχέσεις παλαιοτέρων και νεότερων ομότεχνων.

8. «Απόχρωση ονείρου». Τα μάτια του ναύτη αλλάζουν ξαφνικά χρώμα και γίνονται γαλάζια. Ένα ταξίδι στις αποχρώσεις του γαλάζιου και στους δρόμους της ψυχής του ήρωα που αποφασίζει ν’ ακολουθήσει την ενόρασή του ενώ διαπομπεύεται απ’ το περιβάλλον του.

9. «Αγίασμα». Μια γυναίκα, μισή πανέμορφη και μισή ανάπηρη που πλένει τα μαλλιά της μόνο με βροχόνερο, αντικρίζει τον περιφρουρημένο της κόσμο να γκρεμίζεται όταν υψώνουν πολυκατοικία στο διπλανό οικόπεδο. Οι φοβίες, η δύναμη της παραπλανητικής εικόνας, ο άγνωστος κόσμος όσων υπάρχουν δίπλα μας, η κοινωνική μειονεξία ως απότοκο των καθιερωμένων προτύπων περί του ωραίου.

10. «Ακινητισμός». Σαρκασμός των πάσης φύσεως «-ισμών» και δογμάτων, καθώς ο ήρωας στέκεται ακίνητος για πενήντα έξι ώρες σε μια πλατεία. Συγχρόνως, η εκμετάλλευση του ονόματος σπουδαίων δημιουργών από νεότερους ομότεχνους, η μίμηση, η ανάγκη να ανήκει κανείς κάπου, η εξουσία της φήμης και η έλξη που ασκεί με όσα υπόσχεται.

11. «Όχι άλλα λάθη». Με χιουμοριστική διάθεση παρουσιάζεται η μονότονη ζωή δύο πενηντάρηδων, οι οποίοι σπάνε τη μοναξιά τους με μια ιδιότυπη αλληλογραφία. Το παράπονο, η αντιζηλία και ο φθόνος που ενίοτε προκαλεί η απομόνωση και η μοναξιά, καθώς και η τραγικότητα που βιώνουν οι μοναχικοί άνθρωποι όταν δεν είναι επιλογή τους.

12. «Ο γκρεμός». Στιγμιότυπα του παρελθόντος και του παρόντος με κέντρο τον γκρεμό - τόπο μαρτυρίου κι οδυνηρής λύτρωσης, μα και σύμβολο του σκοταδισμού – σκιαγραφούν την τραγική πορεία αιώνων ενός χωριού ή της Ελλάδας ή και ολόκληρου του κόσμου. Το σύγχρονο κατεστημένο αφ’ ενός αποσιωπά όσα συνέβησαν στον γκρεμό και αφ’ ετέρου συνεχίζει την ίδια εγκληματική δράση με σύνθημα: «Κι οι ποιητές επικίνδυνοι είναι!» Το θέμα εξελίσσεται με τον κεντρικό ήρωα να ξενυχτά επί τρία βράδια στο χείλος του γκρεμού, ενώ πέντε οργανοπαίχτες παίζουν ηπειρώτικα τραγούδια.

13. «Βαβυλωνία εξουσιών». Ύστερα από ένα χωρισμό ο ήρωας περιφέρεται ως αλήτης στην επαρχία, όπου μέσα από διάφορα ευτράπελα περιστατικά αυτοσαρκάζεται και σαρκάζει τις ποικίλες μορφές εξουσίας και τους εξουσιαζόμενους, ενώ ο ίδιος σύρεται από τις επιλογές των άλλων άβουλος και αδιάφορος ν’ αντιδράσει.

14. «Το στοίχημα». Δε θα μιλήσω για ένα μήνα, στοιχηματίζει ο ήρωας και στη συνέχεια αποπειράται να απεμπολήσει μία-μία και τις άλλες αισθήσεις του ως δοκιμασία εσωτερικής καταβύθισης και αυτογνωσίας. Το εγχείρημα προκαλεί ποικιλοτρόπως τους λοιπούς εργαζόμενους στο ίδιο γραφείο, καθώς αντιβαίνει στις δικές τους προτεραιότητες, και συνασπίζονται εναντίον του ανισόρροπου κατ’ αυτούς συναδέλφου. Ωστόσο η συνοχή τους διασπάται εμπρός στην επιμονή του, όπως θα μπορούσε να διαρραγεί το μέτωπο της καθεστηκυίας τάξης εάν δινόταν η μάχη της εσωτερικής καλλιέργειες με το ίδιο δημιουργικό πείσμα και την αφοσίωση του ήρωα.

15. «Στο τρίτο φλας». Ο φωτογράφος μένοντας ανικανοποίητος απ’ τις  καλλιτεχνικές του φωτογραφίες, αυτοπυροβολείται για να πετύχει το τέλειο εικαστικό αποτέλεσμα. Ο παροξυσμός της ταραγμένης ψυχής του δημιουργού, η αντίληψη των τρίτων, το βάπτισμα στο τρελό αίμα της τέχνης.

16. «Κακές συνήθειες». Η κακή συνήθεια του ήρωα να χτενίζει τα μαλλιά του με τα χέρια και ο τρόπος που καπνίζει και πίνει τον καφέ του, τον φέρνουν αντιμέτωπο με το παρελθόν του. Παράλληλα αναμετράται με την έννοια του εφήμερου χρόνου, την ταχύτητα των ημερών μας και την επανάληψη πανομοιότυπων σκηνών σε διαφορετικές εποχές, ενώ εισχωρεί ως μυθοπλάστης στην ιδιωτική ζωή περασμένων γενεών. Δικαιούται να το κάνει κι ως ποιο σημείο;

17. «Αυξομειώσεις». Μια ερωτική σχέση φθίνει, μια άλλη ανθίζει σιγά σιγά και μαζί ακολουθεί η φόρμα του διηγήματος με τις αναφορές στις δύο γυναίκες να αυξομειώνονται αντίστοιχα ως έκταση κειμένου.

18. «Το κάστρο του παραλόγου». Ο ήρωας, αποκλεισμένος στον χώρο του, φαντασιώνεται σε στιγμές έκστασης ότι βρίσκεται σε κάστρο όπου πολιορκείται από στρατούς, θρησκείες, ερωτικά πάθη και γλυκές μουσικές. Η σοφία της ζωής και του θανάτου∙ ο πόλεμος που εισέρχεται με κάθε μορφή ανταγωνιστικής διεκδίκησης στις ψυχές και στον λογισμό∙ το κληροδοτούμενο μίσος, η αγριότητα, τα Σόδομα και τα Γόμορρα της ανθρώπινης πορείας∙ η αίσθηση της αθανασίας και ο εξοστρακισμός του πεπερασμένου της ζωής∙ η θεά φύση που δεν κρίνει και δεν επεμβαίνει∙ η γυναίκα-ζωή.

 19. «Επίλογος». Το κλίμα του ψυχισμού του συγγραφέα μέσα στο οποίο γράφτηκαν τα διηγήματα, εν είδει ιστορίας. Η σύντροφός του εκλαμβάνει τη μέθη της έμπνευσης ως αρρώστια και καλεί ασθενοφόρο. Συνάμα αφήνεται αιχμή προς όλους εκείνους που πιστεύουν ότι τα γεννήματα μιας εμπνευσμένης ψυχής μπορούν να ερμηνευτούν με τυπικούς κανόνες. «Νόμιζες πως θα μ’ αναλύσουν τα μηχανήματα».

20. «Ο λύκος». Μια σύγχρονη παραλογή. Με αφηγηματικό ποιητικό λόγο ξεδιπλώνεται η ιστορία ενός έρωτα που δε βρίσκει ανταπόκριση. Ώσπου ο θανάσιμα γητεμένος, ξεστομίζει: «Αφού εγώ δε σ’ έχω, να μην είσαι κανενός!»

  


 

  

 

 

 
τον φάκελο «βιβλίο»
   τον διαβάσανε:
  

      αριθμός επισκεπτών