Στ’ Απόσκια της Ιστορίας

της Γεωργίας Σ. Σκοπούλη

Οι εκδόσεις Το Ροδακιό

παρουσίασαν το βιβλίο

στο βιβλιοπωλείο  ΦΩΤΑΓΩΓΟΣ

(Κολοκοτρώνη 59Β & Λιμπονά – Στοά Κουρτάκη, τηλ. 210 3839355)

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

 

Το βιβλίο παρουσίασε ο

Ομότιμος Καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου

ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΠΑΚΟΣ

   

ΕΝΑ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΜΙΑ ΚΙΒΩΤΟΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

 


  Θεοφάνης Πάκος

  

 

Θεοφάνης Πάκος, ομότιμος καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου

Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου της Γεωργίας Σ. Σκοπούλη Στ’ Απόσκια της Ιστορίας (εκδόσεις Το Ροδακιό, Αθήνα 2013: σελίδες 365), που έγινε στην Αθήνα, στο βιβλιοπωλείο Φωταγωγός, Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013 7μμ.

  

  

 

Το βιβλίο με τίτλο Στ’ απόσκια της ιστορίας είναι ένα βιβλίο αναμνήσεων. Εξήντα τρεις Ηπειρώτες, άνδρες, γεννημένοι ανάμεσα στο 1905 και το 1942, 103 ετών οι δυο μεγαλύτεροι 68 οι δυο μικρότεροι τη χρονιά της καταγραφής, αναθυμούνται, με την διακριτική βοήθεια της κ. Γεωργίας Σκοπούλη, τα περασμένα. Μολογάν τα βάσανα, τις περιπέτειες και τις χαρές της ζωής τους. Λένε όσα θυμούνται και όπως τα θυμούνται.

 

1. ΑΝΑΓΚΑΙΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ

Επιτρέψτε μου, πριν περάσω στις αφηγήσεις, να διευκρινίσω παρενθετικά ότι οι μνήμες που περιλαμβάνονται σε τούτο το βιβλίο της Γεωργίας Σκοπούλη είναι και δικές μου μνήμες. Είμαι κι εγώ ηπειρώτης. Με πολλά χρόνια στην πλάτη. Γεννήθηκα το 1942.

Η σκληρή δουλειά από την τρυφερή παιδική ηλικία των πέντε και έξι χρονών, η ζωή στο κατώτερο όριο των υλικών αναγκών, ο αδιάκοπος αγώνας για την καλυτέρευσή της, το προξενιό, ο γάμος, το στρατιωτικό, το πανηγύρι, το γλέντι με βιολιά ή με το στόμα, η εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση κτλ, που αποτελούν τα κεντρικά σημεία των αυτοβιογραφικών αφηγήσεων, τα γνώρισα κι εγώ. Δεν θυμάμαι τον μεγάλο πόλεμο. Έζησα όμως τη φρίκη του εμφύλιου, τις μετεμφυλιακές πολιτικές διώξεις και γνωρίζω καλά –επειδή και τις βίωσα και τις μελέτησα διεξοδικά– τις μεγάλες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές αλλαγές που άρχισαν μετά τον εμφύλιο και κορυφώθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Πρέπει επίσης να πω ότι με τούτο το βιβλίο της κ. Σκοπούλη με συνδέει και ένα άλλο στοιχείο. Κάποιοι από τους αφηγητές είναι γνωστοί: είναι χωριανοί, κοντοχωριανοί, γονείς φίλων.

Έκανα τις προηγούμενες διευκρινήσεις για να σημειώσω ότι όχι μόνο κατανοώ απόλυτα όσα λέγονται, και μαντεύω όσα ηθελημένα ή άθελα παρασιωπούνται, αλλά κυρίως για να τονίσω ότι νιώθω το παράπονο-προειδοποίηση που αρθρώνεται από πολλούς αφηγητές και αναφέρεται στο σήμερα και στο αύριο. Παραθέτω εντελώς ενδεικτικά:

  • «τώρα τα νέα παιδιά δεν κάθονται να ακούσουν ιστορίες, πως ζήσαμε εμείς οι παλιοί»
  • «οι νέοι δεν ξέρουν πως αλέθαμε το στάρι, μύλο ακούνε, μύλο λένε και μύλο δεν ξέρουν»
  • «όσο ο άνθρωπος δεν έχει μνήμη δεν μπορεί να καταλάβει το σήμερα».

 

2. ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ: Ο ΜΑΚΡΙΟΣ 20ός ΑΙΩΝΑΣ

Γυρίζω στο βιβλίο. Δύσκολο πολύ δύσκολο να παρουσιάσεις ένα βιβλίο σαν και τούτο της κ. Γεωργίας Σκοπούλη.

Δεν είναι μόνο ο μεγάλος αριθμός των αφηγήσεων-αναμνήσεων, 63 όπως είπα, που κάνει τη δυσκολία. Είναι κυρίως το γεγονός ότι οι αναμνήσεις δεν καλύπτουν μόνο τα προβλήματα της ατομικής και οικογενειακής ζωής, αλλά αγκαλιάζουν όλα τα μεγάλα γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της Ηπείρου στη διάρκεια του μακριού, για την Ήπειρο τουλάχιστον, εικοστού αιώνα: απελευθέρωση της Ηπείρου· μικρασιατική καταστροφή· προσφυγιά· οικονομική κρίση μεσοπολέμου· δικτατορία Μεταξά· πόλεμος, κατοχή, πείνα, εκτελέσεις· εθνική αντίσταση· εμφύλιος· αποψιλωτικό για την Ήπειρο και για όλη την επαρχία μοντέλο ανάπτυξης· μεταπολεμικός οικονομικός, τεχνολογικός και πολιτιστικός μετασχηματισμός· δικτατορία 1967· μεταπολίτευση· παρούσα οικονομική και εθνική τραγωδία.

Επιπλέον οι αφηγήσεις είναι τόσο μεστές, λιτές και αφαιρετικές, τόσο μοναδικές, που τίποτε δεν μπορεί να παραληφθεί χωρίς να χαθεί κάτι από την ουσία, το ύφος ή το ήθος της αφήγησης. Μια αντικειμενική και ισότιμη παρουσίαση θα απαιτούσε πολύ χρόνο και ξεχωριστή αναφορά σε κάθε μια από τις 63 αφηγήσεις.

Για αυτούς τους λόγους δεν θάπρεπε να κάνω επιλογές. Είμαι όμως υποχρεωμένος να κάνω. Τονίζω, ωστόσο, ότι οι αναφορές μου σε σημεία των αφηγήσεων, δεν υποδηλώνουν αξιολόγηση ή ιεράρχηση. Αν έχει εμφιλοχωρήσει κάποια μεροληψία, πράγμα καθόλου απίθανο, αυτή σίγουρα οφείλεται στη γοητεία που ασκούν σε μένα λιτές, ακριβόλογες και χωρίς στολίδια φράσεις, φράσεις που ηχούν σαν σφυριά. Και χαίρομαι που το βιβλίο είναι γεμάτο με τέτοιες φράσεις.

Θα δώσω πρώτα το λόγο στους αφηγητές, είναι άλλωστε οι ζωντανοί ήρωες του βιβλίου. Για τη συγγραφέα και τη συμβολή της θα μιλήσω μετά.

 

3. ΓΙΑ ΤΟ ΨΩΜΙ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΛΙΓΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Και αρχίζω όπως αρχίζουν οι ίδιοι: με τις αναμνήσεις από την παιδική ηλικία. Δυο ζητήματα κυριαρχούν εδώ. Τα βάζουν μαζί: Ο αγώνας για τον ψωμί και ο αγώνας για τα λίγα γράμματα. Μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1960, το ψωμί στην Ήπειρο ήταν λιγοστό ή δεν υπήρχε καθόλου. Για να εξασφαλιστεί έπρεπε όλοι να δουλεύουν ακόμα και τα παιδιά, και αυτό στις περισσότερες περιπτώσεις σήμαινε όχι σχολείο, όχι γράμματα.

Σταχυολογώ και παραθέτω εντελώς τυχαία κάποιες αναφορές που λένε περισσότερα από αυτά που αρθρώνονται με λέξεις.

 

Πρώτα για το ψωμί:

  • «Εγώ ήμουν ένα φτωχό παιδί … Ο πατέρας στη Ρουμανία … Η μάνα με μεγάλωσε … εργατίνα … [Για να φάω] έφυγα, πήγα τσομπάνος σε ένα μπάρμπα μου.» (σ. 17)
  • «Από μικρός πήγαινα στα πρόβατα, στα χωράφια, σκάλιζα, θέριζα. Ήταν γεωργοί οι γονείς. Μέτριοι, ούτε πλούσιοι ούτε φτωχοί.» (σ. 25)
  • «Φτώχεια μεγάλη. Τι να θυμάμαι! Όταν τέλειωσα [το σχολαρχείο] δούλευα στα χωράφια, λίγα πρόβατα και η μάνα πήγαινε και στα ξένα εργάτρια.» (σ. 33)
  • «Ήμουν δέκα χρόνια τότε. Ο πατέρας φύλαγε τα ζώα. Εγώ έμενα με τα κοριτσάκια που ήταν και αυτά ορφανά [από άλλη μάνα] … Μαγείρευα, έριχνα ψωμί, κουλούρα καλαμποκίσια, έπλενα, σκούπιζα. Ήξερα δεν ήξερα, τι νά ’κανα;» (σ. 35)
  • «Πήγαινα κι εγώ στα πρόβατα. Μια σταλιά παιδάκι!» (σ. 77)
  • «Από μικρός φύλαγα τα πρόβατα και τα γίδια και όσο μπορούσα πήγαινα και στα χωράφια… Το ’35 τελείωσα το Δημοτικό. Δεν είχαμε κότσια για παραπάνω. Το οικονομικό ήταν το πρόβλημα.» (σ. 82)
  • «Στο σχολείο πήγα μέχρι την τρίτη τάξη Δημοτικού. Κατόπι πήγα να βρω ψωμί να φάω… Έκατσα πέντε χρόνια στο ξένο ψωμί. Μόνο φαΐ μου δίναν. Δεν με πληρώναν.» (σ. 117)
  • «Όταν λέμε φτώχεια, Γεωργία μου, δεν γράφονται αυτά ούτε με μολύβι ούτε με τίποτε». (σ. 146)

Κάποιοι, οι λιγότεροι, πέρναγαν λίγο καλύτερα. Τα φέρναν βόλτα.

  • «Πρόβλημα φτώχειας δεν είχαμε. Όχι γιατί ήμασταν πλούσιοι αλλά τα απαραίτητα δεν μας έλειψαν. Αυτοί είχαν φτώχεια: Κράψη, Μιχαλίτσι, Προσήλιο, Χουλιαράδες, Παλιοχώρι Συράκου.» (σ. 265)
  • «Πήγα στο δημοτικό. Το τέλειωσα. Τον άλλο χρόνο ήρθε ο πατέρας. Με πήρε και μένα στη δουλειά. Ο πατέρας με είχε μοναχογιό και με φρόντιζε. Και ρούχα και παπούτσια, απ’ όλα είχαμε. Και το φαΐ δεν μας έλειψε.» (σ. 84)
  • «Καλά περνάγαμε, δεν μας έλειψε το γάλα, το τυρί, το ψωμί, Αλλά από δέκα χρονών βοήθαγα κι εγώ και όλα τα αδέρφια στα πρόβατα».
  • «Η μάνα είχε πολλή περιουσία, πενήντα στρέμματα και το σπίτι. Είχε και ο πατέρας περιουσία.» (σ. 39)

Μια διευκρίνηση για το πλούτο. Εκείνα τα χρόνια πλούσιος θεωρούνταν όποιος με τα μέσα παραγωγής που διέθετε, μπορούσε, δουλεύοντας, να καλύψει τις βασικές ανάγκες. Αλλά ας ακούσουμε έναν τέτοιο πλούσιο:[1]

  • «Λίγο αλεύρι, λίγο λάδι έφταναν. Αυτά ήταν τα βασικά για να ζήσει κανένας». (σ. 339)

Τα παραθέματα μιλάνε μόνα τους. Χωρίς αμφιβολία οι αφηγητές μας αντρώθηκαν σε μια κοινωνία ισότητας της φτώχειας, σε μια κοινωνία που γνώριζε ή διαισθανόταν ότι η ζωή απαιτούσε δουλειά και η βελτίωση της ζωής ακόμα περισσότερη δουλειά.

Είναι ακριβώς αυτή η κοινωνία της ισότητας της φτώχειας και της επιθυμίας για καλύτερη ζωή που προίκισε τους αφηγητές μας με τις αρετές της εργατικότητας, της εγκαρτέρησης, της πειθαρχίας, της υπευθυνότητας, της λιτότητας, της έγνοιας για την οικογένεια και το μέλλον των παιδιών, που τους επέτρεψαν να σταθούν όρθιοι στους δύσκολους καιρούς και να δημιουργήσουν, όταν οι συνθήκες το επέτρεψαν, μια καλύτερη ζωή για τους ίδιους και τα παιδιά τους.

Και λίγα για τα γράμματα. Σχεδόν όλοι ήθελαν να μάθουν γράμματα, να τελειώσουν το δημοτικό και να πάνε παραπέρα. Και μόνο καλά λόγια έχουν για το δάσκαλο.

  • «Αν ήθελα, λέει, να πάω στο Γυμνάσιο! Ο πατέρας δεν με άφηνε να πηγαίνω κάθε μέρα στο Δημοτικό. Μ’ έστελνε σε δουλειές.» (σ. 147)
  • «Τι σχολειό να το στείλω; Θα το βάλω με τα γίδια.» (σ. 165)
  • «Την άνοιξη δεν μας έστελναν κάθε μέρα στο σχολείο.» (σ. 127)
  • «Δεν τα είχαν και σε τόσο υπόληψη τα γράμματα.» (σ. 196)
  • «Μας έμαθε γράμματα», λένε για το δάσκαλο
  • «Ήταν αυστηρός αλλά μας αγαπούσε.»

Βέβαια, σημειώνω, ότι ορισμένοι δεν είχαν μεράκι ή διάθεση για γράμματα.

  • «Όταν άρχισαν τα κλάσματα, τα παράτησα», λέει κάποιος με φανερή ανακούφιση που απαλλάχτηκε από τον μπελά του σχολείου.

Σίγουρα υπάρχουν και άλλοι δρόμοι προς τη γνώση.

 

4. ΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΚΙ Ο ΓΑΜΟΣ

Τα άλλα μεγάλα γεγονότα της νιότης των αφηγητών του βιβλίου της κ. Γεωργίας Σκοπούλη, το στρατιωτικό και ο γάμος. Θα παραλείψω το πρώτο, άλλωστε στις περισσότερες αφηγήσεις απλά μνημονεύεται: πήγα στρατιώτης τον τάδε χρόνο στο τάδε μέρος. Αντίθετα ο γάμος πιάνει μεγάλο μέρος της αφήγησης.

Από τις αναφορές που γίνονται μπορούν να αντληθούν πολύτιμες πληροφορίες για τον τοπικό πολιτισμό και ιδιαίτερα για τις κοινωνικές συμβάσεις και τις οικονομικές πτυχές που συνδέονται με το θέμα. Σημειώνω ότι μια κάποια αίσθηση καθωσπρεπισμού κάνει τους αφηγητές να πέφτουν σε αντιφάσεις ή να λένε μισές αλήθειες. Να δυο χαρακτηριστικές αναφορές:

  • «Πες χριστιανέ μου ότι μ’ έκλεψες, μη τρέπεσαι!», παρεμβαίνει η γυναίκα.
  • «Υπηρέτρια για το σπίτι, για τις δουλειές, ήθελε ο πατέρας. Και παντρεύτηκα μικρός, είκοσι χρονών. Μάλλον με προξενιό.» Αλλά λίγο παρακάτω: «Την ήξερα, την ήθελα»! (σ. 27).

 

Το προξενιό, που μέχρι και τον πόλεμο φαίνεται να είναι ο κανόνας, σε πολλές περιπτώσεις απλά επισημοποιούσε κρυφούς έρωτες. Τα «ερωτεύματα» μπορεί να ήταν δύσκολα, όπως λέει κάποιος, δεν έλειπαν όμως.

  • «Και βέβαια ήμασταν ερωτευμένοι.»
  • «Ήταν καλή. Μ’ γυάλιζε το ματ’.»
  • «Εμ, τι! Γουρούνι στο σακί θα έπαιρνα;»
  • «Παντρεύτηκα με προξενιό. [αλλά] Την είχα δει και μου άρεσε. Με ήθελε κι αυτή. Ε Μαρία τι λες; Ε βέβαια τον ήθελα, ήταν ωραίο παλικάρι!» (σ. 177)

Μετά τον πόλεμο και ειδικότερα μετά τα μέσα του 1950 έχουμε και στο θέμα αυτό αλλαγές.

  • «Παντρεύτηκα στα είκοσι [το 1962]. Με την Ανθούλα τα είχαμε φτιάξει. Με πείραξε και μου έλεγε ότι είμαι όμορφος. Ήμουν κιόλας.[2]» (σ. 345)

 

Για την προίκα, την άλλη πλευρά του γάμου για τα πριν από τον πόλεμο χρόνια, γιατί μετά ατόνησε, λίγες αναφορές υπάρχουν. «Δεν ζήτησα.» «Δεν πήρα.» «Δεν είχε να δώσει.» «Ήταν φτωχιά.» «Μου έδωσαν 30 λίρες ο ένας, 80 ο άλλος, [αλλά με την υπόμνηση] είχαν, δεν τα ζήτησα.»

Στο βαθμό που οι παραπάνω απαντήσεις και όσες άλλες παρόμοιες υπάρχουν στο κείμενο είναι ακριβείς δεν είναι απόλυτα αντιπροσωπευτικές της πραγματικότητας. Ακόμα και στη δεκαετία του 1950, από προσωπικές εμπειρίες ξέρω ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ο γάμος δεν έγινε γιατί η νύφη δεν είχε να δώσει προίκα.

Η αποτίμηση του γάμου και της προσφοράς της γυναίκας, είναι γενικά θετική. Όλοι έχουν καλά λόγια να πουν για τις γυναίκες τους: εργατική, άξια, κράτησε το σπίτι, καλή σύζυγος, καλή μάνα, (255) το μεγάλο βάρος το σήκωσε η γυναίκα, και άλλες παρόμοιες διατυπώσεις. Γνωρίζω από εμπειρία –και η κ. Γεωργία Σκοπούλη το έχει αναδείξει με μοναδικό τρόπο σε ένα προηγούμενο βιβλίο της με τίτλο Αυτές που γίναν ένα με τη γη– ότι η ηπειρώτισσα κόρη, σύζυγος, και μάνα αξίζει κάθε έπαινο.

 

5. ΠΟΛΕΜΟΣ - ΚΑΤΟΧΗ - ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ - ΕΜΦΥΛΙΟΣ

Θα περάσω τώρα, ακολουθώντας τη σειρά που ακολουθούν και οι αφηγήσεις, στα μεγάλα ιστορικά γεγονότα: τον πόλεμο, την κατοχή, την εθνική αντίσταση, τον εμφύλιο.

Οι αναμνήσεις από αυτά τα θλιβερά συμβάντα πιάνουν το μεγαλύτερο κομμάτι των αφηγήσεων. Αναμενόμενο. Όλοι οι αφηγητές έχουν μνήμες από το μαύρη δεκαετία του 1940. Αυτοί δε που γεννήθηκαν πριν το 1930 έχουν ενεργή εμπλοκή στα συμβάντα. Πολέμησαν στην Αλβανία και στα οχυρά. Γνώρισαν την ήττα και τις θηριωδίες των κατακτητών. Πείνασαν. Ξεσηκώθηκαν με την εθνική αντίσταση. Ντουφέκισε ο ένας τον άλλο στον εμφύλιο.

Ειδικά οι μνήμες από τον εμφύλιο είναι συγκλονιστικές. Μάχες, σκοτωμοί, προδοσίες, δικαστήρια, εκτελέσεις, εξορίες, φυγή στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, επιστροφή. Πίσω από τις γραμμές των αφηγήσεων, τις μαλακωμένες από τα χρόνια και τη συνειδητή ή μη προσπάθεια αντικειμενικής εξιστόρησης, μπορεί εύκολα να διακρίνει ο αναγνώστης το φως και το σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχής. Ο ανθρώπινος παραλογισμός σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Θάρρος και φόβος, πίστη και προδοσία, αυτοθυσία και φιλοτομαρισμός, ευθύτητα και καιροσκοπισμός, αλήθεια και ψέματα, συμπόνια και απονιά, τάξη και αταξία, προσφορά και αρπαγή, αγάπη, μίσος, οίκτος, διακινδύνευση και άλλα παρόμοια γεμίζουν τις αναμνήσεις.

Είναι φυσικό οι σχετικές αναφορές να πάσχουν από υποκειμενισμούς. Αλλιώς τα βλέπει ο Ελασίτης, αλλιώς ο Εδεσίτης, αλλιώς ο αμέτοχος. Είναι όμως δυνατές.

  • «Πέρασα πολλούς πολέμους, τέσσερις επιστρατεύσεις, το 1940 τραυματίστηκα στην Αλβανία.» (σ. 34)
  • «Τι τράβηξα στον πόλεμο! Τι μάχες! Τι πείνα! Τι Ψείρα! Τι κακουχίες- κρύα, βροχές, χιόνια! Τι τρέξιμο! Τι νίλα! Πώς γλίτωσα;» (σ. 36)

Αλήθεια πόσους νεκρούς, πόσους τραυματίες και πόσους ακρωτηριασμένους κρύβει μέσα του αυτό το λιτό "Πώς γλίτωσα";

  • «Με τους Γερμανούς γινόταν χαμός. Κάηκε το χωριό.»
  • «Στις 3 Οκτωβρίου του 1943 ήρθαν εδώ στο χωριό οι Γερμανοί. Έμασαν τον κόσμο στην πλατεία και μετά τους διαμοίρασαν ανά δέκα-δώδεκα σε κάθε σπίτι. Αφού πρώτα έριχναν μια σκόνη για να πάρει εύκολα φωτιά το κτίριο, έριχναν με τ’ αυτόματα και τους σκότωσαν. 83 ήταν τα θύματα· όλων των ηλικιών.» (σ. 117)
  • «Βεβαίως όλοι ήμασταν στο ΕΑΜ. Δεν περιμέναμε να μας το πει κανείς. Μόνοι μας πήγαμε.»
  • «Τότε είχαμε γίνει αντάρτες οι πιο πολλοί για να πάρουμε τη μισή λίρα που μας έδινε ο Ζέρβας.»
  • «Το 41 πήγα στον ΕΔΕΣ. Άλλοι πήγαν στον ΕΛΑΣ. Μας έβαλε όμως η οργή και χτυπηθήκαμε μεταξύ μας.»
  • «Είχαμαν από το σόι εφτά στο Ζέρβα και έναν δυο στο ΕΑΜ.»
  • «Το 1948 πήγα φαντάρος. Όσον αφορά για το ΕΑΜ, στο οποίο ανήκα, ήταν της κατοχής. Δεν πιάνεται αυτό.» (σ. 183)
  • «Μέσα σε δυο μήνες μας έφτιαξαν ανθρώπους! [το ΕΑΜ] Ξέρεις τι είναι να είσαι μέσα στο αμπέλι, και να μην κόβεις μια ρόγα σταφύλι; Μας δίδασκαν ήθος.» (σ. 149)
  • «Στα λόγια ήταν άριστοι.»
  • «Υποφέραμε εκεί πάνω στο Σούλι από τους ζωοκλέφτες. Πότε ερχόταν και τα παίρναν φόρα και πότε κρυφά. Το κρυφά εντάξει, αλλά να έρθουν με το ντουφέκι μέσα στο σπίτι σου ήταν πολύ βαρύ. Χωριανοί ήταν. Κι ανάλογα αν ήσουν με τον ΕΛΑΣ ή με τον ΕΔΕΣ. Κι αν δεν ήσουν με κανέναν, σ’ έκλεβαν όλοι.» (σ. 254)
  • «Μας τα πήραν όλα. Οι Κολιοδημητραίοι.»
  • «Πλιάτσικο εγώ δεν έκανα. Δε μάλαξα τίποτε.»
  • «Αυτοί [οι Ελασίτες] εδώ στον Παρακάλαμο είχαν σκοτώσει δυο χωριανούς στην πλατεία και μετά ήρθαν σε μένα. Πού ήσουν; πού ήσουν; Ήμουν εκεί, ήμουν εκεί, τους λέω. Πετάγεται ένας, με τραβάει στη γωνία και πάει να με καθαρίσει με το μαχαίρι. Εκείνη τη στιγμή αντιτάχτηκε ο επικεφαλής και του λέει: Πήγαινε ρε χτήνος! Μη μου κάνεις κι άλλη ζημιά. Αυτός είχε σκοτώσει τους άλλους δυο. Και αν ζω, ζω απ’ αυτόν τον υπεύθυνο του ΕΑΜ στο χωριό μας.» (σ. 31)
  • «Τους σκότωσαν οι άνθρωποι του Ζέρβα.»
  • «Θυμάμαι τον εμφύλιο. Τον έχω ζήσει. Κάθε βράδυ ακούγαμε, απόψε σκότωσαν αυτόν ή τον άλλο. Και από τις δυο πλευρές
  • «Το 1948 ήμουν με τους αντάρτες και πολέμαγα το στρατό. Το 1949 ήμουν με το στρατό και πολέμαγα τους αντάρτες.» (σ. 286)
  • «Εκεί που ανεβαίναμε στο ύψωμα βλέπω δυο γυναίκες που σήκωσαν τα χέρια. Παραδίνομαι! Ήταν η γυναίκα μου! Λόγω τιμής δεν τη γνώρισα! Ορκίζομαι! Ήταν με μια από τον Τσαμαντά, κι ο άντρας της στρατιώτης. Βασίλη εμένα χτυπάς; Εκείνη την ώρα έχασα τα μυαλά μου, σου λέω. Λόγω τιμής. Αν ήταν είκοσι αιχμάλωτοι, θα τους σκότωνα όλους! Επειδή έβγαλαν τη γυναίκα μου στο βουνό.» (σ. 184)
  • «Ήμουν στο Γράμμο. Εκεί πολέμαγε ο πατέρας το παιδί και ο αδερφός τον αδερφό. Τι είδαν τα μάτια μου! Ο Γιαγκούλας, Μανιάτης λοχίας, τους θέρισε όλους με το οπλοπολυβόλο και μετά πέταε από ψηλά στον γκρεμό τα πτώματα των Εαμιτών.» (σ. 205)
  • «Τον Παλιούρα τον πρόδωσε ένας χωριανός του. Τον είχαν βάλει σκοπό και έφυγε, παραδόθηκε στο στρατό. Ήρθε ο στρατός και τους κύκλωσε. Αυτοκτόνησαν; Δεν ξέρω τι έκαναν. Τους έκοψαν τα κεφάλια, τά ’φεραν κάτω στην Καλεντίνη, κι έπαιζαν ποδόσφαιρο οι φαντάροι με τα κεφάλια των αγωνιστών.» (σ. 79)
  • «Το 1948 πήγαμε στο Γράμμο… Μείναμε στο Κάντσκο έξι μερόνυχτα. Μας διέλυσαν [οι αντάρτες]. Αποκλειστήκαμε εκεί και το σκάσαμε αφού σκοτώθηκαν μερικοί. Τους τραυματίες τους αφήκαμε εκεί…γλιτώσαμε 28». (σ. 104)
  • «Κάναμε επιχειρήσεις. Τη μια μέρα καταλάμβαναν οι αντάρτες το ύψωμα, την άλλη εμείς.» (σ. 104)
  • «Μια φορά στη Βοβούσα συνάντησα μέσα στο πεύκα έναν Ελασίτη. Εγώ φαντάρος με το υγειονομικό σακίδιο στην πλάτη και το όπλο, και αυτός με πολυβόλο. Εγώ, του λέω, δεν σου ρίχνω. Άμα θες μη ρίχνεις κι εσύ. Δεν έριξε». (σ. 131)
  • «Μουστάκια, θα σε σκοτώσω! μού ’πε ο στρατηγός. Δε βλέπεις πού να ρίξεις; Στα δέντρα ρίχνεις; Τι νά ’κανα; Νά ’ριχνα στους αντάρτες;» (σ. 149) Σίγουρα είχε κότσια ο Μουστάκιας!!!

Και το συμπέρασμα-διδαχή για τις νέες γενιές:

  • «Να μην ξανάρθει ο πόλεμος ποτέ! Και ο εμφύλιος ποτέ-ποτέ!!! Να φοβάσαι τον πατέρα και τον αδερφό.» (σ. 22)
  • «Αυτός ήταν ο εμφύλιος πόλεμος! Να μην ξανάρθει ποτέ-ποτέ!!!»

 

6. ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ

Και περνάω τώρα στην μετεμφυλιακή περίοδο. Την περίοδο της μετάβασης.

Ένας ιστορικός της οικονομίας, με μοναδική πηγή πληροφόρησης το βιβλίο της κ. Σκοπούλη, θα μπορούσε να γράψει μια πολυσέλιδη πραγματεία για το πώς συντελέστηκε και το πώς βιώθηκε η μετάβαση από μια οικονομία ιδιοκατανάλωσης με υποτυπώδη καταμερισμό, αγορά και τεχνολογία σε μια πλήρως αναπτυγμένη οικονομία καταμερισμού καπιταλιστικού τύπου και περίτεχνης τεχνολογίας. Άλλοι κοινωνικοί επιστήμονες θα μπορούσαν, στη βάση τούτου του βιβλίου, να γράψουν για άλλες πτυχές της μεταπολεμικής Ελλάδας.

  • «Είχαμαν διακόσια χρόνια εδώ στο Κανάλι, και ο παππούς και ο προπάππους. Το Καλοκαίρι πηγαίναμαν στο Βραδέτο Ζαγορίου. Όλα τα χρόνια πέρα δώθε. Κανάλι-Βραδέτο, Βραδέτο-Κανάλι. Φεύγαμαν το Μάη και γυρίζαμαν το Νοέμβρη. [Μετά] πουλήσαμαν τα πρόβατα και πήραμαν κτήματα στο Κανάλι· γίναμαν αγρότες.» (142)
  • «Το ρύζι το στουμπάγαμε με την τζιούμπα. Μετά βγήκαν οι μηχανές. Στο τέλος τις πετάξαμε κι αυτές και το παίρναμε έτοιμο.» (σ. 36)

Πόσοι αλήθεια έχουν το ταλέντο να δώσουν την ουσία της τεχνολογικής προόδου και απαξίωσης με μια τόσο σύντομη φράση όπως αυτή;

Από την προηγούμενη και από άλλες παρόμοιες περιγραφές, που ο χρόνος δεν μου επιτρέπει να παραθέσω, δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαστεί κανείς από την ικανότητα που επέδειξαν οι αφηγητές, αλλά και όλοι οι Ηπειρώτες μια και το δείγμα είναι σχεδόν τυχαίο και άρα αντιπροσωπευτικό, να προσαρμόζονται στα γυρίσματα των καιρών: Αγρότες και κτηνοτρόφοι το μεσοπόλεμο, στρατιώτες στο πόλεμο του 1940, αντάρτες στην κατοχή, αδελφοκτόνοι μαχητές στον εμφύλιο, λαντζέρηδες, οικοδόμοι και κάθε είδους δουλειά στην μετεμφυλιακή Αθήνα, ανθρακωρύχοι στο Βέλγιο, βιομηχανικοί εργάτες στη Γερμανία, μετανάστες στην Αυστραλία, έμποροι, επιχειρηματίες.

Εκπληκτική προσαρμοστικότητα. Δεν ήταν όμως καθόλου εύκολο. Χρειάστηκε προσπάθεια, υπομονή, σκληρή δουλειά. Τα κατάφεραν και νοιώθουν ικανοποίηση. Ας δούμε τι λένε οι ίδιοι: πώς αποτιμούν τη ζωή τους από τα 80 τα 90 και τα 100 τους χρόνια; Παραθέτω:

  • «Δούλεψα σκληρά.»
  • «Δεν φοβόμουν τη δουλειά.»
  • «Δεν υπάρχει δουλειά που δεν έκανα.»
  • «Δούλεψα και τα έφτιαξα πάλι.»
  • «Σα σκυλιά δουλέψαμε με τη γυναίκα.»
  • «Δούλεψα για να μην πεθάνω από την πείνα.»
  • «Εμένα δεν με φόβιζε τίποτε. Ήμουν ατρόμητος.»
  • «Εύρισκα λύση για όλα τα προβλήματα. Έδινα συμβουλές.»
  • «Έκανα θυσίες. Προσπάθησα πολύ.»

 

Αρκετοί ακόμα και σε αυτήν την προχωρημένη ηλικία δεν εγκατέλειψαν τον αγώνα.

  • «Είμαι εβδομήντα έξι και έχω τριακόσια γίδια.» (σ. 309)
  • «Πασχίσαμε και πασχίζουμε πολύ. Κοιτάμε πολύ για το αύριο με ό,τι δυνάμεις έχουμε.»
  • «Βοηθάμε ακόμα τα παιδιά μας και τα εγγόνια.»

Και φυσικά τα κατάφεραν:

  • «Έχτισα σπίτια.»
  • «Εξασφάλισα τα παιδιά.»
  • «Αγόρασα χωράφια.»
  • «Έκανα περιουσία.»
  • «Έγινα Τσατσούλης με τ’ όνομα», λέει ο Τσατσούλης των 103 χρονών που δεν έφυγε από το χωριό του.
  • «Άνοιξα μαγαζί.»
  • «Ασχολήθηκα με το εμπόριο.»
  • «Έκανα επιχείρηση.»
  • «Έδωσα μια αχτίδα φωτός εδώ στην ερημιά.»
  • «Δημιούργησα μια εστία ζωής.»

Νιώθουν περηφάνια που τα κατάφεραν. Και ακόμα μεγαλύτερη περηφάνια νιώθουν όσοι βοήθησαν τα παιδιά τους να σπουδάσουν:

  • « Η μια καθηγήτρια, ή άλλη στο στρατό, και ο γιος γιατρός.» (σ. 271)
  • «Σπουδάσαμε τα δυο παιδιά.»
  • «Τα παιδιά τα σπούδασα και τα δυο. Βγήκαν καθηγητές.»
  • «Δούλεψα, σπούδασα τα δυο παιδιά. Ο Γιάννης πρώτος μαθητής και σημαιοφόρος. Έγινε γιατρός.» (σ. 189)
  • «Προχώρησαν πανεπιστήμιο και τα δυο κορίτσια.»

 

7. ΤΟΤΕ ΣΤΑ ΝΙΑΤΑ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΣΤΑ ΓΕΡΑΜΑΤΑ

Στο σημείο αυτό θα έπρεπε να πω δυο λόγια και για τους άλλους παράγοντες, πέρα από την ατομική προσπάθεια, που χωρίς την παρουσία τους η ατομική επιτυχία θα ήταν μικρότερη ή και θα απουσίαζε εντελώς. Θα το κάνω λίγο παρακάτω, αφού παρεμβάλλω κάποιες συγκρίσεις της ζωής τους τότε στα νιάτα τους και τώρα στα γεράματα.

Και ασφαλώς υπάρχει νοσταλγία για κάποιες πτυχές της ζωής τους στα χρόνια της νεότητας. Δεν αναφέρεται όμως ούτε στις οικονομικές συνθήκες, ούτε στις τεχνολογικές ευκολύνσεις της καθημερινότητας. Τότε:

  • «Είχαμε ένα σπιτάκι με άχυρο, καλύβα. Ένα δωμάτιο, τι νομίζεις.» (σ. 26)
  • «Μόνο για το φαγητό δούλευα.» (σ. 274)
  • «Μας ξύπναγαν από τις τέσσερις το πρωί να πάμε στα ζώα.»
  • «Δεν είχαμε κρεβάτι.»
  • «Στην ψάθα κοιμούμασταν.»
  • «Περάσαμε τη ζωή μας στο σκοτάδι.»
  • «Δεν είχαμε ούτε φως, ούτε νερό, ούτε δρόμους.»
  • «Είχα κάνει όρκο. Λούστροι να γίνουν στην Αθήνα! Αρκεί να φύγουν από τη δύσκολη ζωή.»

Τώρα:

  • «Καλύτερη είναι η ζωή μας τώρα.» (σ. 339)
  • «Ο κόσμος ζει καλύτερα σήμερα.»
  • «Ξεφύγαμε από τη φτώχεια.»
  • «Όλη η ζωή μας άλλαξε το Μάρτη του 1971, που ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα.» (σ. 339)

 

Όμως η καλή ζωή δεν είναι μόνο οικονομικά αγαθά και τεχνολογικά μαραφέτια. Υπάρχουν και τα άλλα που δεν μπορείς να τα αγοράσεις με το χρήμα. Η φιλία, ο έρωτας, η αλληλεγγύη, η αλληλοβοήθεια, η καλή παρέα, το γλέντι, η φιλοξενία, το να δίνεις χωρίς αντάλλαγμα… Αυτά δεν αγοράζονται με χρήμα, και είναι αυτά που συνειδητά ή ασύνειδα νοσταλγούν.

  • «Τώρα ο κόσμος έχει χαλάσει.»
  • «Γλεντάγαμαν τότε. Πηγαίναμαν σε πανηγύρια, γάμους, γιορτές.»
  • «Ερχόταν κόσμος στο σπίτι.»
  • «Το χωριό είχε φιλόξενο κόσμο.»
  • «Όποιος είχε έδινε και στον άλλο.»
  • «Είχε αγάπη ο κόσμος.» (σ. 95)
  • «στο Γιατρό χρωστάω τη ζωή μου», λένε αρκετοί για τον άγιο της κοινωνικής προσφοράς.

 

8. ΤΟ ΜΑΚΡΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ

Αν επιχειρούσα μια θεωρητική εξήγηση, θα έλεγα ότι στη βάση του μεταπολεμικού μετασχηματισμού βρίσκονται, από την μια μεριά οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες και η ακραία φτώχεια που κινητοποιούσε την εργατικότητα και την επινοητικότατα των ανθρώπων. και από την άλλη η ραγδαία διάχυση της ιδέας ότι όλοι οι άνθρωποι αξίζουν μια καλύτερη ζωή και ότι οι τεχνολογικές, οι γνωσιακές και πολιτικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο ήταν διαθέσιμες ή δημιουργήθηκαν με γοργούς ρυθμούς.

Στα χρόνια του μεσοπολέμου και ειδικότερα μετά τον πόλεμο οι ιδέες της προόδου, της οικονομικής ανάπτυξης, της γενικής ευημερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης άρχισαν να διαδίδονται με ταχύτητα. Φορείς της δημιουργίας και διάχυσης οι διανοούμενοι που τις συστηματοποιούσαν και τα κόμματα που τις υιοθετούσαν τις εκλαΐκευαν και τις εφάρμοζαν στην πράξη όταν παίρνανε, όπως την παίρνανε, την πολιτική εξουσία. Στη δημιουργία αυτού που ονομάστηκε χρυσή μεταπολεμική εικοσιπενταετία συντέλεσαν, με αρνητικό έστω τρόπο, η οικονομική κρίση του 1929, οι συμφορές του πολέμου, όπως επίσης και η περιορισμένη αντίδραση της οικονομικής ολιγαρχίας. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ο κόσμος απαιτούσε κοινωνική δικαιοσύνη και ήταν αποφασισμένος να την επιβάλει. Ωστόσο οι θεωρητικοί της συντήρησης και της ανισότητας δούλευαν εντατικά. Ο Hayek παρομοίαζε τις πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας και ευημερίας ως "δρόμο προς τη δουλεία" και ο Friedman ως "περιορισμό του δικαιώματος στην ελευθερία των επιλογών".

Οι πρωταγωνιστές-αφηγητές του βιβλίου αποδίδουν τις επιτυχίες τους, κατά κανόνα, στις ατομικές τους προσπάθειες. Αγνοούν τους άλλους ευνοϊκούς παράγοντες που συνδέονται με τις ιδέες της προόδου και της κοινωνικής δικαιοσύνης καθώς και τις δημόσιες πολιτικές που δημιούργησαν τις οικονομικές και κοινωνικές υποδομές. Δεν το κάνουν από πρόθεση. Δεν διαθέτουν την πληροφόρηση και τα αναλυτικά εργαλεία που απαιτεί η ένταξη του ατομικού στο συλλογικό. Το φως, το νερό, ο δρόμος δεν έπεσαν από τον ουρανό. Είναι δημιούργημα του κράτους. Η δημόσια υγεία και η σύνταξη του ΟΓΑ επίσης. Τα παιδιά δεν θα σπούδαζαν χωρίς τη δωρεάν παιδεία και το δημόσιο πανεπιστήμιο.

Θα πρόσθετα ακόμα, ότι οι περισσότεροι από τους αφηγητές μας δεν διαθέτουν τις αναγκαίες κριτικές ικανότητες για να καταλάβουν ότι το σημερινό κράτος δεν είναι ίδιο με το μεταπολεμικό, Ούτε μπορούν να συνδέσουν τη φτώχεια της κοινωνικής-συλλογικής ζωής που τόσο νοσταλγούν με την ακραία εμπορευματοποίηση που επέβαλε ο σημερινός καπιταλισμός της καταστροφής.

 

9. Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ

Θα τελειώσω με λίγα λόγια για τη συμβολή της συγγραφέως.

Από καθαρά ταξινομική οπτική έχουμε να κάνουμε με ένα πόνημα προφορικής ιστορίας. Η κ. Γεωργία Σκοπούλη καταγράφει και παρουσιάζει, ‘όπως της τα είπαν’ τις αυτοβιογραφικές αφηγήσεις των 63 Ηπειρωτών. Φυσικά θα ήταν ασυγχώρητη παράλειψη να μην τονίσω, με ιδιαίτερη μάλιστα έμφαση, ότι η συμβολή της κ. Γεωργίας Σκοπούλη δεν είναι απλά μεσολαβητική. Είναι άκρως δημιουργική. Από τα παρασκήνια, που επιλέγει σκόπιμα να στέκεται, σκηνοθετεί την όλη διαδικασία, κατευθύνει την αφήγηση, ενθαρρύνει την εξομολόγηση, βοηθάει την αδύνατη μνήμη, ξεχώνει απωθημένα ή ξεχασμένα, ακόμα και καλά κρυμμένα, περιστατικά. Κανένα από όλα αυτά δεν είναι ή ήταν εύκολο. Το ομολογεί και η ίδια. Γράφει στο εισαγωγικό της σημείωμα:  

  • «Ήταν δύσκολο πολύ τούτης της ψυχής το ξεδίπλωμα. Χρειάστηκε πολλές πέτσες να ξεφλουδίσω για να φανερωθούν αυτά που είχαν μέσα τους κρυμμένα».

Έχει δίκιο. Χωρίς αμφιβολία για να γίνει το βιβλίο χρειάστηκε πολλή δουλειά και πολύς μόχθος. Όμως: Άξια η προσπάθεια! Χαλάλι ο κόπος. Το αποτέλεσμα ξεπερνά κάθε προσδοκία.

Το Στ’ απόσκια της ιστορίας δεν είναι απλά ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα. Είναι κυρίως μια πολύτιμη πηγή άντλησης πλούσιων και αυθεντικών ιστορικών πληροφοριών. Ασφαλώς τα κείμενα του βιβλίου δεν αποτελούν ιστορία με την αυστηρή έννοια. Είναι προσωπικές αναδρομές μνήμης που έχουν λειανθεί από το πέρασμα του χρόνου, το καταλάγιασμα των παθών, την μετάλλαξη των αξιακών προτύπων και ακόμα και από την έμφυτη προδιάθεση του ανθρώπου να δικαιώνει τις επιλογές του.

Ωστόσο παρά τον αυτονόητο υποκειμενισμό των αυτοβιογραφικών αφηγήσεων, ή μάλλον ακριβώς για αυτό, το βιβλίο ως σύνολο συνθέτει μια ζωντανή και άκρως αντικειμενική τοιχογραφία της ιστορίας της Ηπείρου στον μακρύ εικοστό αιώνα: τουρκοκρατία, απελευθέρωση, μικρασιατική καταστροφή, προσφυγιά, πόλεμος, κατοχή, εθνική αντίσταση, εμφύλιος σπαραγμός, εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση, ραγδαίος μεταπολεμικός οικονομικός πολιτικός και πολιτιστικός μετασχηματισμός, είναι γεγονότα που σημαδεύουν τις αναμνήσεις των αφηγητών σε ευθεία αναλογία με τις ηλικίες.

 

10. ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΝΑΜΕ ΣΗΜΕΡΑ

Η κ. Γεωργία Σκοπούλη μας χάρισε ένα αριστούργημα προφορικής ιστορίας.

Μια κιβωτό μνήμης για το γένος το δικό μας, των Ελλήνων.

Γιατί, στις δύσκολες στιγμές, όπως λέει ο Άγγελος Σικελιανός:

 

«Το γένος βουλιαγμένο μες στον αιώνα,

Να λυτρωθεί μονάχο του μπορεί,

Μα να ξυπνήσει πρέπει πλέρια η μνήμη,

βαθιά του, αδάμαστη, και τρομερή.»

 

Θεοφάνης Πάκος

Αθήνα, 25 Νοεμβρίου 2013



[1] Ασφαλώς υπήρχαν κάποιοι τσελιγκάδες, μετρημένοι στα δάκτυλα, που ήταν πραγματικά πλούσιοι.

[2] Γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε;

   

Φωτογραφίες από την παρουσίαση του βιβλίου Αναδημοσίευση από Γεράσιμος Δομένικος/ FOSPHOTOS


   Από αριστερά: Γεωργία Σκοπούλη, Ρηνιώ Κυριαζή, Θεοφάνης Πάκος και Τζούλια Τσιακίρη
 

 

  Από αριστερά: Ρηνιώ Κυριαζή και Γεωργία Σκοπούλη
  

 

  Ένα ζευγάρι, δύο υπέροχοι άνθρωποι:  Γεωργία Σκοπούλη - Γιάνης Δημολιάτης
  

 

  

 

 

 

 

 

 

 

 

  

 
τον φάκελο «βιβλίο»
   τον διαβάσανε:
  

      αριθμός επισκεπτών