ΠΕΡΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΣΥΝΕΧΕΙΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Αντίλογος στον Φαλμεράϋερ
και στην θεωρία των βορείων Αρίων

Εκδόσεις Γόρδιος

 

Γεράσιμος Σ. Σκλαβούνος

βιογραφικό σημείωμα

 

Ο Τσι- Χοάνγκ- Λι, ο οποίος κατασκεύασε το Σινικό Τείχος και επέβαλε τη δουλεία στην Κίνα, «κατεδίωξε γενικά την παλιά φιλοσοφία και ιδιαίτερα τα βιβλία ιστορίας και τις ιστορικές μελέτες. Και το έκανε αυτό για να καταστήσει τη δυναστεία του πιο στέρεα καταστρέφοντας την ανάμνηση των παλιών».

Γ. Χέγκελ

Από τη «Φιλοσοφία της ιστορίας»

 

«Και η υλιστική αντίληψη της ιστορίας έχει σήμερα ένα σωρό τέτοιους φίλους, στους οποίους χρησιμεύει σαν πρόσχημα για να μη μελετούν την ιστορία. Ακριβώς όπως έλεγε ο Μαρξ για τους Γάλλους ˝μαρξιστές˝ λίγο πριν το 1880: ˝Ένα ξέρω, ότι δεν είμαι μαρξιστής˝».

Φ. Ένγκελς

Από το γράμμα του στον Σμιτ της 5.8.1890

 

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

       Το βιβλίο αυτό είναι αποτέλεσμα μιας πολύχρονης μελέτης και έρευνας, με πολλές ασυνέχειες όμως λόγω πολλών ενασχολήσεων του συγγραφέα που παρεμβλήθηκαν, και των γενικών ενδιαφερόντων του. Η απόφαση του να συστηματοποιήσει την έρευνα και να παρουσιάσει στο αναγνωστικό κοινό τα αποτελέσματά της, επιβλήθηκε από μια σειρά λόγους οι οποίοι θα ανφερθούν παρακάτω, αλλά έγινε δυνατό να πραγματοποιηθεί χάρη στη συνταξιοδότηση και την απαλλαγή του από επαγγελματικές υποχρεώσεις χάριν βιοπορισμού.


Το εξώφυλλο του βιβλίου

       Ο συγγραφέας δηλαδή διάβηκε την πόρτα του επίγειου παράδεισου, ο οποίος στη σύγχρονη εποχή των παραγωγικών-τεχνολογικών επιτεύξεων και των κοινωνικών κατακτήσεων των εργαζομένων, έχει αντικαταστήσει το θρησκευτικό παράδεισο της μέλλουσας ζωής, και προϊδεάζει για το βασίλειο της ελευθερίας που ευαγγελιζόταν ο Μαρξ. Επειδή όμως η επίγεια ευτυχία δεν είναι επιτρεπτό να πάρει τη θέση της επουράνιας, και ο άνθρωπος να αισθανθεί πραγματικά ελεύθερος, έστω και στα τελευταία χρόνια της ζωής του, και επιπλέον να μείνουν άνεργοι οι διαμεσολαβητές αυτής της επουράνιας ευτυχίας, οι άρχουσες τάξεις σε όλο τον κόσμο έχουν βαλθεί να υπενθυμίζουν ότι η ανεργία είναι η μοίρα μόνον εμάς των αμαρτωλών, και ότι οι επίγειοι παράδεισοι δεν μπορεί να υπάρχουν. Η «παγκοσμιοποίηση» επιτάσσει λένε, ανταγωνισμό, ανεργία, στερήσεις, εργασιακή πειθαρχία, παράταση του εργάσιμου βίου και μια σύνταξη, αν φτάσει εκείνη η ώρα, που κάθε άλλο παρά παραδείσια ζωή θα επιτρέπει.

       Επειδή η τελική φάση επεξεργασίας αυτής της μελέτης συνέπεσε με τις μεγάλες κινητοποιήσεις των εργαζομένων στη χώρα μας να αποτρέψουν την επιβολή αυτών των ταξικών πολιτικών, θεωρούμε υποχρέωσή μας να χαιρετήσουμε θερμά αυτούς τους αγώνες, οι οποίοι προοιωνίζονται και άλλους, για έναν πραγματικά επίγειο παράδεισο, ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου, εθνικής ή θρησκευτικής ταυτότητας, και ο οποίος είναι πράγματι εφικτός εδώ και τώρα˙ αρκεί να προλάβουμε την καταστροφή του φυσικού υπόβαθρου κάθε ζωής ή τουλάχιστον κάθε ανθρώπινου πολιτισμού.

       Τα γράφουμε αυτά στον πρόλογο ενός βιβλίου για την ιστορία, η οποία μπορεί μεν να μην ασχολείται με το μέλλον όπως υποστηρίζε ο Χέγκελ, αλλά ο ιστορικός συγγραφέας, πιστεύουμε, δεν πρέπει να αποστρέφει τα μάτια ούτε από το παρόν ούτε από το μέλλον,. Από την ιστορία αντλούνται διδάγματα και για τα δύο, και στις επιστήμες δεν υπάρχουν εξάλλου στεγανά. Πολύ περισσότερο που οι επιστήμονες είναι άνθρωποι με μυαλό και καρδιά, και ενεργοί πολίτες. Αυτοί καθορίζουν το έργο της ιστορίας. Ο Μαρξ έκανε την αρχή στο Εβραϊκό ζήτημα, λέγοντας: «Έργο της ιστορίας είναι επομένως –όταν θα έχει πια εξαφανιστεί ο πέρα από την αλήθεια κόσμος- ν’αποκαταστήσει την αλήθεια τούτου του κόσμου. Άμεσο έργο της φιλοσοφίας που βρίσκεται στην υπηρεσία της ιστορίας –όταν θα έχει ξεσκεπαστεί η άγια όψη της ανθρώπινης αυτοαλλοτρίωσης- είναι να ξεσκεπάσει την αυτοαλλοτρίωση στις γήινες μορφές της».

       Αυτά τα έγραφε ο Μαρξ το 1843, σε μια εποχή που η φιλοσοφία, όπως λέει και η ίδια η λέξη, ήταν ακόμη πανεπιστήμη, περιλάμβανε ουσιαστικά όλες τις άλλες μέσα της. Πόσο μάλλον την ιστορία στην υπηρεσία της οποίας βρίσκεται η φιλοσοφία, και γι’αυτό ο Μαρξ έγραψε κάπου αλλού: «Μια μόνον επιστήμη γνωρίζω, την ιστορία»˙ εννοώντας προφανώς ότι όλες οι επιστήμες πρέπει να είναι διαλεκτικές, να εξετάζουν το αντικέιμενό τους μέσα στην ιστορική του εξέλιξη, όπου εδώ το «ιστορική» ξεπερνάει προφανώς το χρόνο της ανθρώπινης ιστορίας. Αυτή είναι η ουσία εξάλλου μεθοδολογικά του διαλεκτικού υλισμού, ενώ ο ιστορικός υλισμός είναι η ειδική εφαρμογή του στην ανθρώπινη ιστορία. Γι’αυτό δε θα πρέπει να ξενίσει τον αναγνώστη και την αναγνώστρια, ότι θα βρει σ’αυτό το βιβλίο πολλές αναφορές, σχόλια και επισημάνσεις οι οποίες αφορούν το παρόν και το μέλλον. Έτσι πρέπει να γίνεται, κατά τη γνώμη μας, μέχρι να δημιουργηθεί ένας καινούριος επιστημονικός κλάδος, όχι ξεκομμένος από την ιστορία, η «μελλοντολογία», η οποία ήδη καλλιεργείται σε κλειστά γραφεία και μακριά από τον έλεγχο της επιστημονικής κοινότητας, από τα διάφορα «think tanks» στην υπηρεσία της πολιτικής των ισχυρών αυτού του κόσμου.

 

       Τα ερεθίσματα λοιπόν του παρόντος στη χώρα μας και οι ανησυχίες μας για το μέλλον, μας έκαναν να γράψουμε αυτό το βιβλίο, που το θέμα του αναγκαστικά μας επιβάλλει το ερώτημα: θα υπάρξει συνέχεια του ελληνισμού;

       Η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση στην οποία αναφερθήκαμε, είναι ένα ιδεολογικό όχημα στη βάση της επιταχυνόμενης διεθνοποίησης του κεφαλαίου, ένα «φάντασμα που πλανιέται πάνω από τον κόσμο» -αφού το άλλο «φάντασμα» υπέστη μια ήττα- όχι μόνον για την αφαίρεση κατακτήσεων από τους εργαζόμενους και την επαναφορά του επουράνιου παράδεισου στις απελπισμένες συνειδήσεις, αλλά και για τη συντριβή κάθε αντίστασης των λαών και των κρατών-εθνών στην επιβολή ενός συνασπισμού ταξικών δυνάμεων σε παγκόσμια κλίμακα, με επικεφαλής τον ατλαντικό καπιταλισμό ο οποίος όμως χρησιμοποιεί τα δικά του κράτη-έθνη και την ισχύ τους, γι’αυτό το σκοπό. Ταυτόχρονα φλυαρούν ακατάπαυστα για την ανάγκη παραμερισμού του «αναχρονισμού» των κρατών-εθνών, των άλλων πάντα, και οποιασδήποτε κουλτούρας που διαφοροποιείται και αντιστέκεται στην «παγκοσμιοποιημένη» κουλτούρα που διαμορφώνεται, η οποία όμως είναι η δικιά τους κουλτούρα.

       Δεν πρόκειται για μια σύνθεση των διαφόρων εθνικών πολιτισμών η οποία δε θα αναιρούσε όμως την αυτονομία τους, δεν πρόκειται για τη δημιουργία μιας παγκόσμιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας η οποία θα σεβόταν τις επιμέρους κοινωνίες, τα έθνη και τους πολιτισμούς τους, αλλά για την επιβολή του δικού τους πολιτισμού, της δικής τους γλώσσας, της δικής τους επικοινωνιακής τεχνολογίας, δημιούργημα και φορέα αυτού του πολιτισμού, μια και το «μέσον είναι το μήνυμα». Και όταν αυτό το μέσον δεν επαρκεί, όταν το εμπόρευμα δεν περνάει από αυτό στην αγορά, όταν υπάρχει αντίσταση στην εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων της γης των άλλων, και όταν αναδύονται και ανταγωνιστικές οικονομικές δυνάμεις, χρησιμοποιούν πολύ πιο ωμά μέσα, τα «συμβατικά» στρατιωτικά, και επισείουν τα πυρηνικά.

       Στην Ελλάδα αυτά τα θέματα και ιδιαίτερα η τύχη του κράτους-έθνους και του ίδιου του ελληνισμού, τέθηκαν στο δημόσιο διάλογο με ιδιαίτερη ένταση τα τελευταία χρόνια, γιατί η χώρα μας αντιμετωπίζει τριπλή πρόκληση, αυτήν της παγκοσμιοποίησησς, αυτήν των απειλών του κεμαλοϊσλαμικού τουρκικού εθνικισμού και της ανάδυσης διαφόρων βαλκανικών εθνικισμών, και αυτήν της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

       Η συμμετοχή στην τελευταία ήταν μια αναγκαστική επιλογή για την Ελλάδα, και την αποδέχτηκε μεγάλο μέρος της αριστεράς, γιατί οι εξ’ ανατολών απειλές είναι όχι απλά ορατές, αλλά υπαρκτές και επικίνδυνες. Θα ήταν εξάλλου ιστορική ανακολουθία, η Ελλάδα, απ’όπου ξεκίνησε ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, στον οποίο συνέβαλε όσο κανείς άλλος και τον υπερασπίστηκε στη διάρκεια του Μεσαίωνα στο πλαίσιο του Βυζαντίου, και αφού γλίτωσε τελικά από τον εξισλαμισμό, να μη συμμετάσχει στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση, ακόμα κι αν αυτή έχει σαφή ταξικό χαρακτήρα. Για την αριστερά είναι ένα πεδίο αγώνων, αρκεί αυτή να είναι πράγματι αριστερά, δηλαδή αγωνιστική και ανταγωνιστική.

       Η συμμετοχή της χώρας μας στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα δικαιωθεί και από την άποψη αυτής της ίδιας της ολοκλήρωσης, μόνον αν η Ελλάδα παίξει εξισορροπητικό ρόλο στην κατεύθυνση των σλαβικών και των άλλων λαών της ανατολικής Ευρώπης, οι οποίοι πρέπει να συμμετάσχουν σ’αυτό το σχέδιο εφόσον το θελήσουν οι ίδιοι, και εφόσον δε χρησιμοποιηθούν για να απομονωθεί η Ρωσία, αλλά για να συμμετάσχει και η ίδια μαζί τους. Πόσο μάλλον που οι περισσότεροι απ’αυτούς τους λαούς πήραν την κυριότερη πολιτισμική ώθηση από το Βυζάντιο, και ανταπέδοσαν, συμβάλοντας μέσω της Ρωσίας, στην απελευθέρωση της Ελλάδας σε συνεργασία με τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου συμβολίζει και προαναγγέλει αυτή τη νέα ευρωπαϊκή ενότητα (όπως πιο πριν η ναυμαχία της Ναυπάκτου), στην οποία πρέπει να συμβάλει και η Ελλάδα, χωρίς να στρέφεται βέβαια κατά του ισλάμ, αλλά δρώντας εξισορροπητικά και υπενθυμίζοντάς του με σταθερότητα ποιες είναι οι ευρωπαϊκές αξίες, τις οποίες και θα υπερασπιστεί. Και καταγγέλοντας με σθένος την υποκρισία των ισχυρών και την καταπάτηση αυτών των αξιών, οι οποίες με την Χάρτα του ΟΗΕ έχουν γίνει παγκόσμιες, καταπάτηση που γίνεται ιδιαίτερα οδυνηρή στις ισλαμικές χώρες με την ξένη επέμβαση με τη συμμετοχή και Ευρωπαίων, ή την ανοχή τους, στην Παλαιστίνη, το Ιράκ, το Αφγανιστάν και το σύνολο του Κουρδιστάν.

       Η ιστορία κινείται μέσα από αντιφάσεις. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, όπως είπαμε, έχει σαφή ταξικό, καπιταλιστικό χαρακτήρα. Αξιοποιείται από τις κυρίαρχες τάξεις για την εμπέδωση της κυριαρχίας τους, και από τις μεγάλες χώρες για την πληρέστερη ισχυροποίησή τους. Η Ελλάδα έχει να πληρώσει αντίτιμο. Θα υπερασπιστεί πιθανόν κάποια πράγματα από τη μια μεριά, αλλά θα χάσει κάποια άλλα από την άλλη. Η εθνική κυριαρχία περιστέλεται, το ίδιο το κράτος-έθνος αμφισβητείται, και προτείνεται η ομοσπονδιοποίηση. Ακούγεται όλο και πιο συχνά και με μικρότερη αυτοσυγκράτηση το σύνθημα «η Ευρώπη των περιφερειών» αξιοποιώντας την επείγουσα ανάγκη και επιθυμία των λαών για πολυκεντρική δομή και πραγματική αποκέντρωση στο πλαίσιο του κράτους-έθνους, για προστασία των δικαιωμάτων των εθνικών και γλωσσικών μειονοτήτων, για προτεραιότητα στην άνθιση των τοπικών κοινοτήτων.

       Στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης υπάρχουν αρκετοί, άλλοι από ιδεολογικό δογματισμό, άλλοι από κοσμοπολιτισμό, και άλλοι γιατί υπηρετούν σκοπιμότητες, οι οποίοι δεν αμφισβητούν μόνον –και δικαιολογημένα- τον εθνικισμό, αλλά και το κράτος-έθνος και την ίδια την έννοια του έθνους. Οι πιο θρασείς ονομάζουν την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και των καλώς εννοούμενο πατριωτισμό, «εθνικισμό», μια βρισιά για τους πατριώτες-διεθνιστές που ισοδυναμεί με το να βαφτίζεις ένα δημοκράτη «φασίστα». Όσοι από αυτούς προέρχονται από την αριστερά, ξεχνούν ότι η ύψιστη στιγμή για την αριστερά στην Ελλάδα ήταν το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, όταν είχε μαζί του την πλειοψηφία του ελληνικού λαού˙ ξεχνούν ότι η επόμενη ύψιστη στιγμή ήταν η ΕΔΑ του 1958 με το 25%, η οποία είχε πρωτοστατήσει εκείνη ακριβώς την εποχή στους αγώνες για την υπεράσπιση του δικαιώματος του κυπριακού λαού για αυτοδιάθεση, που συνεπαγόταν τότε την Ένωση με την Ελλάδα, και ότι είχε πρωτοστατήσει επίσης στον αγώνα για να φύγουν οι αμερικανικές βάσεις από την Ελλάδα και η ίδια από το ΝΑΤΟ.

       Υποστηρίζουν λοιπόν ότι η έννοια του έθνους είναι ξεπερασμένη, και αν αυτή κάποτε είχε γίνει πράξη, ήταν για σύντομο χρονικό διάστημα, και μάλιστα, ακολουθώντας τον Ε. Χομπσμπάουμ, ότι το έθνος ήταν μια σχετικά πρόσφατη κατασκευή του κράτους και όχι αντίστροφα. Για όσους απ’αυτούς είναι μαρξιστές, ή αποδέχονται έστω κάποιες βασικές αρχές του μαρξισμού, τους θυμίζουμε ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς αποδέχονταν την ύπαρξη εθνών και εθνοτήτων πριν από τη δημιουργία κρατών, και υπερασπιζόταν πάντοτε με σθένος το δικαίωμα αυτών των εθνών στην αυτοδιάθεση, δηλαδή στη δημιουργία κράτους, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους Ιρλανδούς και τους Πολωνούς. Ο Μαρξ επίσης στο «Εβραϊκό ζήτημα», αναγνώριζε ότι υπάρχει ένα εβραϊκό έθνος ή εθνότητα, χωρίς δικό του κράτος, αλλά διασπαρμένο μέσα στα άλλα έθνη-κράτη, «αντιτάσσοντας στην πραγματική εθνικότητα τη δική τους χιμαιρική εθνικότητα», την εθνικότητα του εμπορίου και του χρηματανθρώπου, όπως διευκρινίζει. Ο ίδιος, και η Α’ Διεθνής με εισήγησή του, εξήραν τον πατριωτισμό των Γάλλων εργατών που υπερασπίστηκαν την εθνική ανεξαρτησία της χώρας τους όταν οι Πρώσοι εισέβαλαν σ’αυτήν, αφού είχαν νικήσει πρώτα τους αυτοκρατορικούς Γάλλους, που αυτοί είχαν ξεκινήσει τον πόλεμο.

       Η ανάγκη του πατριωτισμού και της εθνικής απελευθέρωσης των καταπιεσμένων λαών, έγινε πιο επείγουσα τον 20ο αιώνα, με την κορύφωση της ιμπεριαλιστικής πολιτικής των εθνών και των καπιταλιστικών μητροπόλεων, πράγμα που έκανε το Λένιν και την Τρίτη Διεθνή να αναδιατυπώσουν το σύνθημα της Πρώτης, «προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε», συμπληρωμένο: «προλετάριοι όλων των χωρών και καταπιεζόμενα έθνη ενωθείτε».

       Είναι σήμερα οι Έλληνες καταπιεζόμενο έθνος ή μήπως ασκεί εθνικιστική πολιτική, θα ρωτήσουν κάποιοι. Ξεχνούν όμως ότι ο ελληνικός εθνικισμός υπέστη δεινή ήττα το 1922, και άλλη μια μικρότερη το 1974, και ότι στο εσωτερικό, χάρη στη δράση της αριστεράς, οι διεθνικιστικές αξίες βρήκαν μεγάλη απήχηση, σε συνδυασμό με την κατάρρευση της εθνικοφροσύνης και του αντικομμουνισμού, που είχαν γίνει επίσημο καθεστώς επί δεκαετίες, και ενοχοποιούνταν στη δημοκρατική συνείδηση του λαού για την επιβολή της επτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας και τη νίκη του Αττίλα. Στο ενδιάμεσο διάστημα η Ελλάδα υπέστη την τριπλή φασιστική κατοχή και την αγγλική ένοπλη επέμβαση στα εσωτερικά του στη συνέχεια, για να μετατραπεί μετά σε προτεκτοράτο των ΗΠΑ. Οι οποίες διεκδικούν ακόμα το ρόλο του «προστάτη» και επικυρίαρχου, και εδώ και στην ευρύτερη περιοχή, αξιοποιώντας ή υποθάλποντας διενέξεις προς όφελός τους.

       Όχι ότι είναι αθώα η Ελλάδα όσον αφορά παραβιάσεις δικαιωμάτων εθνικών και γλωσσικών μειονοτήτων, ολιγάριθμων είναι αλήθεια. Δεν είναι όμως η Ελλάδα που κατέχει στρατιωτικά τμήματα μιας άλλης χώρας, που καταπιέζει βάναυσα μια τεράστια μειονότητα στο έδαφός της και εισβάλει συχνά πυκνά στα εδάφη μιας τρίτης, ενώ απειλεί την εδαφική ακεραιότητα μιας τέταρτης, κι αυτό ανεξάρτητα από τις διαφορές για τον καθορισμό της αιγιαλίτιδας ζώνης, εναέριου χώρου και υφαλοκρηπίδας, που μπορούν να λυθούν με καλή θέληση και με βάση το διεθνές δίκαιο. Εφόσον βέβαια αποκυρυχθεί η προσφυγή στη βία και αρχίσει να γίνεται η Τουρκία ένα πραγματικά δημοκρατικό και φιλειρηνικό κράτος.

       Όσοι θεωρούν ότι οι Έλληνες είναι στην πλειοψηφία τους εθνικιστές, έχουν βρει ένα προσφιλές θέμα για να πλήξουν αυτόν τον εθνικισμό. Την αμφισβήτηση της συνέχειας του ελληνισμού από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, επαναλαμβάνοντας μονότονα τα επιχειρήματα του Φαλμεράϋερ και ορισμένων άλλων. Δεν κάνουν έτσι τίποτε άλλο παρά να εξάπτουν αυτόν τον εθνικισμό, όπου υπάρχει, δημιουργώντας συμπλέγματα και βαθειά τραύματα, που οδηγούν σε ανορθολογικές και σπασμωδικές ενέργειες, παρόμοιες με αυτές ενός παιδιού που πληροφορείται στην εφηβεία πια ότι είναι νόθος ή απλά υιοθετημένος. Και είναι περίεργο ότι αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι που υποστηρίζουν το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού του λαού της Π.Γ.Δ.Μ. να θεωρούνται Μακεδόνες –χωρίς αυτό να έχει ιστορική βάση- αρνούνται το ίδιο δικαίωμα στο λαό της Ελλάδας να αυτοπροσδιορίζονται σαν Έλληνες με ρίζες στην αρχαία Ελλάδα -ενώ αυτό έχει ιστορική βάση. Αυτό εξάλλου θα προσπαθήσουμε να τεκμηριώσουμε στη μελέτη που ακολουθεί.

       Θα επιχειρηματολογήσουμε ότι η συνέχεια του ελληνικού έθνους δε διακόπηκε στη διάρκεια του Μεσαίωνα, αν και υπήρξαν ορισμένες επιμέρους τομές ή ρωγμές, οι οποίες μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι εκεί γύρω στον 7ο αιώνα άρχισε να διαμορφώνεται το νέο ελληνικό έθνος, με όργανο επικοινωνίας και αυτοσυνείδησης τη μεσαιωνική κοινή δημώδη ελληνική γλώσσα, πρώτη φάση της νέας ελληνικής, που τότε επίσης διαμορφωνόταν, μέσα σε μια ενιαία κρατική οντότητα και σε έναν ενιαίο οικονομικό χώρο, αυτόν του βυζαντινού κράτους, με κοινή θρησκεία και με κοινό πολιτισμό, κυρίως τον πολιτισμό των «από κάτω». Ο ανώτερος πολιτισμός, ο επονομαζόμενος ελληνοχριστιανικός, ήταν προνόμιο των ανωτέρων τάξεων, οι οποίες διαχωριζόταν όλο και περισσότερο από το λαό, και μάλιστα συνειδητά, χρησιμοποιώντας άλλο όργανο επικοινωνίας και καλλιέργειας αυτού του πολιτισμού, την κοινή αλεξανδρινή ελληνιστική γλώσσα που ήταν και γλώσσα της εκκλησίας, και όλο και περισσότερο την αττικίζουσα.

       Το όνομα αυτού του λαού δεν ήταν Έλληνες, αυτό ήταν απαγορευμένο από καιρό, από την εκκλησία αρχικά και το κράτος στη συνέχεια, ούτε Ρωμαίοι, αυτή ήταν η επίσημη ονομασία που του έδιναν οι κυρίαρχες τάξεις και το κράτος, αν και στο πέρασμα των αιώνων αυτό υιοθετήθηκε εν μέρει και από το λαό. Το εθνικό όνομα αυτού του λαού, που έδινε ο ίδιος στον εαυτό του, ήταν Γραικοί, και μ’αυτό προσδιοριζόταν και οι εξελληνιζόμενοι ξένοι που είχαν εγκατασταθεί στη χώρα, στην αρχή σαν πρώτο ή δεύτερο συνθετικό στο όνομά τους. Οι Γραικογαλάτες και οι Γοτθογραικοί για παράδειγμα. Οι πρώτοι είχαν εγκατασταθεί στη Μικρασία ήδη από τον 2ο αιώνα π.Χ. και ίσως είχαν αρχίσει να προτάσσουν στο όνομά τους το «Γραικοί» εκχριστιανιζόμενοι. Ο εκχριστιανισμός τους γινόταν στην ελληνική γλώσσα, και σ’αυτούς απεύθυνε την «προς Γαλάτες επιστολήν» στα ελληνικά, ο Παύλος. Ήταν εγκαταστημένοι στην περιοχή της Άγκυρας, και πρόσθεσαν στο όνομά τους το όνομα των γειτόνων τους Γραικών, που είχαν γίνει επίσης χριστιανοί και με τους οποίους μιλούσαν πια την ίδια γλώσσα. Αν λεγόταν «Ελληνογαλάτες», θα θεωρούνταν ειδωλολάτρες. Οι Γοτθογραικοί εγκαταστάθηκαν λίγο πιο δυτικά, στη Βιθυνία, στο τέλος του 4ου αι. μ.Χ., όταν είχε σχεδόν συντελεστεί ο εξελληνισμός των πρώτων. Αυτοί, από αρειανοί χριστιανοί, έγιναν κάποια στιγμή ορθόδοξοι, αντικαθιστώντας και το γοτθικό ευαγγέλιο του Ουίλφλα με το ελληνικό.

       Το «Γραικοί» δεν ήταν απλά η ονομασία που έδιναν στους κατοίκους της Ελλάδας και όλου του Βυζαντίου οι δυτικοί ξένοι, δηλαδή οι Λατίνοι και η παπική εκκλησία, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι. Έτσι τους ήξεραν αυτοί οι ξένοι, λένε, και έτσι εξακολουθούσαν να τους αποκαλούν, άσχετα αν εντωμεταξύ είχε «εκσλαβισθεί» η Ελλάδα και στη συνέχεια εξελληνισθεί. Όπως και οι Άραβες, και οι άλλοι ανατολικοί λαοί που πάντα αποκαλούσαν τους Έλληνες Γιουνάν, από το Ίωνες. Γραικοί, από την άλλη μεριά, ήταν η ονομασία της αρχαίας ηπειρωτικής φυλής που κατοικούσε στην περιοχή της Δωδώνης, και που αργότερα πήρε το όνομα «Έλληνες», κατά τον Αριστοτέλη. Ωστόσο και οι λαοί που εμφανίστηκαν αργά στο προσκήνιο της ιστορίας, όπως οι Βούλγαροι στο τέλος του 7ου αιώνα, και οι Ρώσοι πολύ αργότερα, και ήρθαν σε επαφή με το Βυζάντιο άμεσα, χωρίς τη διαμεσολάβηση άλλου λαού, έλεγαν τους κατοίκους του Γραικούς, όχι Ρωμαίους, όπως ακριβώς το άκουγαν από τους ίδιους. Το όνομα Έλληνες άρχισε να χρησιμοποιείται ξανά στο Βυζάντιο τον 11ο αιώνα από τους αριστοκράτες, και όχι πάντα.

       Ανεξάρτητα πάντως από το όνομα ή τα ονόματα, η ουσία παραμένει, και αυτό προσπαθούμε να δείξουμε σ’αυτή τη μελέτη, ότι είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο να εξαλείψεις ένα λαό ήδη εγκατεστημένο σε μια χώρα, και να τον αντικαταστήσεις με έναν άλλο. Αυτό παραδέχεται εξάλλου και η σύγχρονη επιστήμη της ιστορίας, της αρχαιολογίας και της ανθρωπολογίας. Η εξολόθρευση ενός ολόκληρου λαού μπορεί να γίνει μόνον με τα σύγχρονα όπλα μαζικής καταστροφής, περιλαμβανομένων και αυτών των αρχών του 20ου αιώνα, με τα οποία έγινε η γενοκτονία των Αρμενίων. Αλλά και πάλι διασώθηκαν οι Αρμένιοι της Ρωσικής Αρμενίας.

       Ακόμα και οι Μογγόλοι και οι άλλοι νομαδικοί λαοί της στέπας και της ερήμου (Άβαροι, Βούλγαροι, Μαγυάροι, Άραβες, Τούρκοι κ.ά.), δεν εξολόθρευαν λαούς αλλά κατακτούσαν χώρες. Αν εξολόθρευαν κάποιους ήταν σε μικρό βαθμό και για λόγους τρομοκράτησης των υπολοίπων, τους οποίους χρειαζόταν σαν υπηκόους, παραγωγούς και φορολογούμενους. Δεν ήταν τέρατα, και εν πάση περιπτώσει υπερίσχυε το υλικό συμφέρον τους. Κάποιος έπρεπε να παράγει, και η παραγωγή καθορίζει σε τελευταία ανάλυση τις ιστορικές εξελίξεις. Οι ίδιοι ήταν ολιγάριθμοι για να αποικίσουν μεγάλες εκτάσεις και να στρωθούν στη δουλειά. Ολιγάριθμοι ήταν και οι Σλάβοι που μαζί με τους Άβαρους εισβάλανε στη Βαλκανική στα τέλη του 6ου αιώνα, εγκαταστάθηκαν σε πολλές περιοχές, αλλά πολύ περισσότερο ενσωματώσανε γηγενείς πληθυσμούς, πολλούς απ’αυτούς με τη θέλησή τους, αφού οι τελευταίοι βρήκαν την ευκαιρία να εξεγερθούν κατά της βυζαντινής εξουσίας, για λόγους κοινωνικοοικονομικής ή θρησκευτικής καταπίεσης.

       Αυτή είναι η θέση που θα αναπτύξουμε στη συνέχεια, αφού ασχοληθούμε και με έναν άλλο μύθο, αυτόν της από το βορρά προέλευσης των προπατόρων των αρχαίων Ελλήνων. Τα ιστορικά και ανθρωπολογικά στοιχεία δε συνηγορούν για κάτι τέτοιο. Το βόρειο, ανοιχτόχρωμο, ανθρωπολογικό στοιχείο, «άριας» ή σλαβικής προέλευσης, στον ελληνικό λαό είναι πολύ μικρό. Μονάχα στις βαμμένες ξανθιές υπερτερεί. Διασταυρώσεις και επιμειξίες ασφαλώς έλαβαν χώρα και είναι απαραίτητες σε κάθε λαό γιατί εμπλουτίζουν το γενετικό υλικό και το πολιτιστικό υπόβαθρό του.

       Στη διάρθρωση του υλικού αυτής της μελέτης κρίθηκε σκόπιμο να προστεθούν σε παράρτημα ορισμένες επιμέρους μελέτες, άλλες επιβοηθητικές για την κυρίως μελέτη, άλλες που επεκτείνουν την τελευταία σε ευρύτερα πεδία, και άλλες που συνοψίζουν και συστηματοποιούν ορισμένα γενικότερα συμπεράσματα, τόσο σε σχέση με την υπό εξέταση συνέχεια των Ελλήνων, όσο και με τη Βυζαντινή ιστορία την περίοδο που υπήρξαν ορισμένες τομές σ’αυτή τη συνέχεια και διαμορφωνόταν το νέο ελληνικό έθνος, μέχρι την τραγική κατάληξη. Η ιστορία πάντα σε οδηγεί σε πλατύτερα μονοπάτια και προσανατολίζει τη σκέψη σε πολλές κατευθύνσεις.

       Κλείνοντας αυτόν τον πρόλογο, θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε όσους και όσες μας βοήθησαν στη συλλογή του προς επεξεργασίαν υλικού ή μας υπέδειξαν βιβλιογραφία που μας διέφευγε. Ευχαριστούμε επίσης και από τη θέση αυτή τον υπεύθυνο των εκδόσεων Γόρδιος, Θόδωρο Σωσάνογλου, για τη στήριξή του στην όλη προσπάθειά μας, και τον Κώστα Φωτεινάκη που είχε την ευγενή καλοσύνη να κάνει τις διορθώσεις του κειμένου.  

              

  

 
τον φάκελο «βιβλίο»
   τον διαβάσανε:
  

      αριθμός επισκεπτών