2016.  Έτος Ρωσο-ελληνικής και Ελληνο-ρωσικής Φιλίας

2016-Й – ГОД РУССКО-ГРЕЧЕСКОЙ ДРУЖБЫ

 ← αρχικό  κείμενο          

4η ΕΝΟΤΗΤΑ  (Απρίλης, 2016)

 Σημ.: Η επιλογή των ποιητών, τραγουδιστών, τα πεζά κείμενα και οι μεταφράσεις των στίχων ανήκουν στον καθηγητή και ποιητή Γιάννη Μότσιο   εδώ 

Ι. Άρια. Μονόλογος του Μπορίς: «Στην πιο ψηλή κορφή», από την όπερα

   «Μπορίς Γκουντουνόφ»


 

 

  

   

Μοντέστ Πετρόβιτς Μούσοργκσκι  

(Модест Петрович Мусоргский, 1839 – 1891),  μουσικοσυνθέτης.

Όπερα «ΜΠΟΡΙΣ ΓΚΟΝΤΟΥΝΟΦ (Λαϊκό μουσικό δράμα)», βασισμένη στο ομώνυμο έργο (ποίηση σε πεζό) του Πούσκιν.

 

 

 

 

 

 

   

 


 

Τραγουδάει ο Μαρκ Όσιποβιτς Ρέιζεν (Марк Осипович Рейзен, 1895 - 1992), ρώσος τραγουδιστής όπερας, παιδαγωγός, professor. Δυο φορές τραυματίας στον 1ο παγκόσμιο πόλεμο: δυο βραβεία «Σταυρός του Αγίου Γεωργίου». Στο 2ο παγκόσμιο  πόλεμο τραγουδούσε στα μέτωπα των συγκρούσεων.

Από το 1954 – παιδαγωγός στη μουσική ακαδημία Γκνέσινυχ στη Μόσχα. Την περίοδο 1965-1970 – Προϊστάμενος της Έδρας σόλο τραγουδιού στο Ωδείο της Μόσχας. Από το 1967 – Καθηγητής - professor. Βαθύφωνος-cantante. Είναι από τους πιο πολυβραβευμένους: Διακεκριμένος Ηθοποιός της Ρωσικής Σοσιαλιστικής Σοβιετικής Ομοσπονδίας (1933), Λαϊκός Καλλιτέχνης της ΕΣΣΔ (1937), τρία Βραβεία Στάλιν (1941, 1949, 1951) , τρία βραβεία Λένιν (1937, 1951, 1976), Παράσημο Φιλίας των Λαών (1985), Μετάλλια.

 

  

  

 ΣΤΗΝ ΠΙΟ ΨΗΛΗ ΚΟΡΦΗ ΑΝΕΒΗΚΑ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

 

Στην πιο ψηλή κορφή ανέβηκα

                                                       της εξουσίας.

Για έκτο χρόνο τώρα βασιλεύω· ήρεμα.

Μα ευτυχία στη βασανισμένη μου ψυχή δεν έχω!

Μάταια μου τάζουν οι μάγοι μέρες πολλές·

κι ατάραχες στην εξουσία μέρες και μέρες.

Μήτε η ζωή κι η εξουσία, μήτε της δόξας η σαγήνη,

Μήτε του όχλου οι φωνές μου δίνουνε χαρά!

 


 

Στην οικογένεια έλπιζα να βρω παρηγοριά.

Της κόρης μου ετοίμαζα χαρούμενο γαμήλιο γλέντι,

Της βασιλοπούλας,  περιστεράκι καθαρό.

Ωσάν τη μπόρα, ο θάνατος μας παίρνει το γαμπρό…

Βαρύ το χέρι τού τρομερού κριτή,

Η καταδίκη για  ψυχή

                                       κακούργα φοβερή κι αυτή…

Τριγύρω μας σκοτάδι, αδιαπέραστος και μόνο ζόφος!

Τουλάχιστο να φαινόταν παρηγοριάς μια αχτίδα!

Με θλίψη γιομάτη η καρδιά, βαρυθυμεί

και βασανίζεται το κουρασμένο πνεύμα.

Ένα ρίγος  μυστικό… Με προσευχή θερμή

στους ευάρεστους του θεού θα πνίξω, έλεγα,

τα βάσανα της ψυχής…


Στο μεγαλείο και τη λάμψη της απεριόριστης αρχής,

ο Παντοκράτορας πασών των Ρωσιών, δάκρυα από κείνους

παρακαλούσα, παρηγοριά για μένα …

Και να, καταγγελίες, συνομωσίες των βογιάρων,

σκευωρίες των Λιθουανών και κρυφές ραδιουργίες,

πείνα, επιδημία, δειλία, και καταστροφή… Ωσάν άγριο

θεριό, ψάχνει το πλήθος το πανουκλιασμένο,

αναστενάζει νηστικιά η φτωχή Ρωσία…

Ακόμα κι ο  ύπνος φεύγει, στο σούρουπο της νύχτας

στο αίμα βαμμένο σηκώνεται το παιδί... Τα μάτια του

φλόγες πετούν, τα χεράκια του σφίγγοντας, έλεος ικετεύει…

Και έλεος δεν υπήρξε! Το τραύμα χάσκει φοβερό,

η επιθανάτιά του ακούγεται κραυγή…

Ω, Κύριε, και ώ Θεέ μου!

 

 

   

  

II. Τραγούδι – romance: «Αμφιβολία»

  


  

 

   

   

     

Μουσική: Μιχαήλ  Ιβάνοβιτς Γκλίνκα ( (1804 – 1857,  Михаил Иванович Глинка) — μεγάλος ρώσος μουσικοσυνθέτης.

Γνωστότερα έργα του: όπερα «Ρουσλάν και Λιουντμίλα», συμφωνία «Καμαρίνσκαγια» και «Βαλς – φαντασία», «Παθητικό τρίο» κ.ά.

 

 

 

  

  

  

    

 

 

 


 

   

  

  

   

  

 

Στίχοι: Νέστωρ Βασίλιεβιτς Κούκολνικ (1809-1868, Нестор   Васильевич Кукольник), Ρώσος ποιητής και δραματικός  συγγραφέας). Δημιουργός των στίχων Αμφιβολία.

 

 

 

 

 

 

 


 


 

   

   

Ναντέζντα Αντρέγιεβνα Όμπουχοβα (Надежда Андреевна Обухова, 1886 – 1961). Τραγουδίστρια συναυλιών και όπερας.

Μέτζο – σοπράνο.

Παράσημα: «Λένιν»  1937, «Κόκκινη Σημαία Εργασίας»  1951, «Κόκκινη Σημαία Εργασίας»  1961. Μετάλλια: «Ηρωικής Εργασίας στον πόλεμο 1941-1945» και «Στη μνήμη του εορτασμού των 800 χρόνων της Μόσχας».

Βραβεία: «Λαϊκή Ηθοποιός της ΡΣΣΟ» 1937, «Λαϊκή Ηθοποιός της ΕΣΣΔ» 1937,«Βραβείο Στάλιν»  1943. Τραγούδησε περί τα 300 τραγούδια – ρομάνς.

Στα χρόνια του πολέμου παρέμεινε στη Μόσχα και τραγουδούσε. Από το 1916 ως το 1943 τραγουδούσε στο  Μπολσόι της Μόσχας.

 

 

  

  

ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ (Φλεβάρης 1838, οι στίχοι. 1838 και η μουσική)

(Πάψτε, του πάθους συγκινήσεις)

 

Πάψτε, του πάθους συγκινήσεις:

Κοιμήσου,  απέλπιδα καρδιά!

Θρηνώ και υποφέρω,-

Στο χωρισμό έλιωσε η ψυχή·

Θρηνώ και υποφέρω,-

Με δάκρυα τον πόνο δεν τον ησυχάζουν.

Μάταια η ελπίδα -

Ευτυχία μού μαντεύει,

Δεν πιστεύω, δεν πιστεύω

Σε δόλιες υποσχέσεις!

Ο χωρισμός μού παίρνει την  αγάπη.

 

Σαν έμμονο κι απειλητικό ύπνο,

Τον ευτυχή αντίζηλο ονειρεύομαι.

Κρυφά και μοχθηρά,

Κοχλάζουσα η ζήλεια βράζει.

Κρυφά και μοχθηρά

Όπλο το χέρι μου ψάχνει.

 

Μάταια η ελπίδα

Ευτυχία μού μαντεύει,

Δεν πιστεύω, δεν πιστεύω

Σε δόλιες υποσχέσεις!

Είμ’ ευτυχής, - ότ’ είσαι πια δική μου.

 

Ο χρόνος της θλίψης παρήλθε,-

Θ’ αγκαλιαστούμε και πάλι μαζί,

Με πόθο και με ζέση πολλή

Θα χτυπήσει η αναστημένη καρδιά·

Με πόθο και με πολλή θαλπωρή

Με χείλη θα σμίξουν τα χείλη.

 

 

 

 

III. Λαϊκό Τραγούδι: «Τραγούδι για το φίλο»

 


 

 

  

    

Βλαντίμιρ Σεμιόμνοβιτς Βισότσκι (Влади́мир Семёнович Высо́цкий, 1938- 1980).

Τραγουδοποιός: έγραφε τους στίχους, τη μουσική και ο ίδιος εκτελούσε σε κιθάρα τα έργα του.

Ηθοποιός, ποιητής, πεζογράφος, τραγουδιστής.

Κρατικό Βραβείο της ΕΣΣΔ (1987 μετά θάνατο)

 

 

  

 

 

Τραγούδι για τον φίλο - Песня про друга (1966)

 

Αν τον φίλος σου τον είδες ξαφνικά,

Μήτε φίλο και μήτε εχθρό, αλλά τίποτα, 

Αν δεν κατάλαβες στο πι και φι,

Αν είναι καλός ή όχι,- διακινδύνευσέ το,

 

Πάρ’ τον μαζί σου στα βουνά,

Μόνο του μην τον παρατάς,

Με σκοινί να δεθείτε μαζί –

Εκεί θα δεις το τί καπνό φουμάρει.

 

Αν το παιδί στα βουνά – είναι έτσι κι έτσι,

Αν αμέσως ξινίσει και πάει πίσω,

Το πόδι του ακούμπησε σε παγετώνα

                                            και τού ’φυγε το κέφι

Ή στραβοπάτησε κι έβαλε τις φωνές,-

 

Πάει να πει πως δίπλα σου – ξένον έχεις,

Μην τον βρίζεις – διώξε τον,- στα ψηλά βουνά

Παρόμοιους,  δεν τους παίρνουν,

Γι’ αυτούς εδώ ψηλά δεν τραγουδούν τραγούδια.

 

Κι αν το παιδί δε γκρίνιαζε και δεν κλαψούριζε,

Αν ήταν κακόκεφος και άντερο στριμμένο,

                                                   αλλά προχωρούσε,

Κι όταν γλίστρησε από τα βράχια,

Στέναζε, αλλά κρατιόταν γερά.

 

Αν πήγαινε μαζί σου, όπως πηγαίνουν σε μάχη,

Αν στην κορυφή στεκόταν με κέφι,-

Πάει να πει, όπως στον ίδιο τον εαυτό σου,

Στηρίξου  σ’ αυτόν. Θα σηκωθεί κι όταν πέφτει.

                                        

 


  

IV. Ρωσικό δημοτικό τραγούδι   «Μαύρος κόρακας»

         Ζάννα Μπιτσέφσκαγια ((Жанна Бичевская)  17 Ιουνίου 1944, Μόσχα) 

 


 

Το περιοδικό «Σοβιετικός πολιτισμός» έγραψε ότι, η Ζ. Μπ. «αποτελεί κατάδυση στην καθαρή, στην μη εξωραϊσμένη λαογραφία, στα βάθη της. Αποκαλύπτει τα παμπάλαια τραγούδια στην καθαρή μορφή τους, απελευθερώνοντάς τα από τους κανόνες και με γνήσιο ταλέντο τα αναθεωρεί».  «Λαϊκή Ηθοποιός της Ρωσίας»· το 1998 της αποδόθηκε το μετάλλιο του ορθόδοξου συνδέσμου «Ράντονεζ» για τις μεγάλες υπηρεσίες της στη υπόθεση της πνευματικής θρησκευτικής παιδείας. Χωρίς προηγούμενο στη λογοτεχνία είναι η ευλογία της Μπ. από τον πατριάρχη πασών των Ρωσιών Αλέξιου του 2ου. Η πορεία της  σημαδεύεται από το πέρασμα της σοβιετικής τραγουδίστριας σε υμνωδό έργων  των λευκοφρουρών (αντιπάλων της σοβιετικής εξουσίας), της εκκλησίας και της τσαρικής Ρωσίας. Για τον εαυτό της γράφει: «Πρώτ’ απ’ όλα είμαι εργαζόμενη. Ζω και δουλεύω σε τούτη τη γη. Όχι για να μείνει κάτι μετά από μένα,- δεν είναι αυτός ο στόχος μου. Μου είναι σημαντικό τώρα να ζήσω τη ζωή μου ανθρώπινα. Πνευματικά. Και να ποτίσω με την πίστη μου, με τα τραγούδια που τραγουδώ, τούτη την πολύπαθη γη. Καθήκον μου είναι να πω, «ότι φαίνεται σημαντικό για μένα και τους ανθρώπους που με περιβάλλουν. Δεν είμαι ποιμένας, δεν οδηγώ το ποίμνιο στο Χριστό. Αλλά είμαι ανάμεσα σε αυτά τα πρόβατα».

 

Είχα την τύχη να τη γνωρίσω προσωπικά το 1982, και να μου δωρίσει ένα δίσκο της με την παρακάτω ιδιόχειρη αφιέρωση.

 

Στον πολύ γοητευτικό και καλόν άνθρωπο –

τον Γιάννη Μότσιο

σε ένδειξη της καλής γνωριμίας μας,

προς τιμή των μελλοντικών μας συναντήσεων στην Ελλάδα

 

14.08.82

 

Από αυτόν το δίσκο αντιγράψαμε το τραγούδι της «Μαύρος κόρακας». (Черный ворон). 

 

Μαύρε κόρακα, τί  στριφογυρίζεις,
Πάν’ απ’ το κεφάλι μου;

Λεία να με κάνεις δεν θα το μπορέσεις·

Μαύρε κόρακα, δεν είμαι, δα, δικός σου.

 

Τί τα νύχια σου ξανοίγεις,

Πάν’  από τα μάτια μου;

Μήπως λεία προσδοκάς;

Μαύρε κόρακα, δεν είμαι, δα, δικός σου.

 

Πέτα προς τα μέρη τα δικά μου,

Πες της μάνας μου της ακριβής,

Πες και της αγαπημένης μου,

Ότι έπεσα για την Πατρίδα.

 

Δώσε το μαντίλι, Βουτημένο

Μες στο αίμα, στην αγαπημένη μου.

Πες της ότι είναι λεύτερη,

Μ’ άλλη  έχω παντρευτεί.


Πυρωμένο βέλος μας στεφάνωσε

Στη μοιραία μάχη. Βλέπω κι έρχεται

ο θάνατός μου: Μαύρε κόρακα,

Είμαι πια όλος δικός σου!

      

       



 
τον φάκελο "κίνηση ιδεών"
     τον διαβάσανε:

       
 
      αριθμός επισκεπτών