"ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ"

του Ηπειρώτη Λογοτέχνη Τάσου Πορφύρη

Καλοκαίρι του 1957

Στον Κυριάκο και τον Τηλέμαχο,

τους συντρόφους του ταξιδιού. 

·        Πολύγυρος Χαλκιδικής, 10 Ιουλίου

 


Τάσος Πορφύρης

Ύστερα από μια διαδρομή δύο ωρών με αυτοκίνητο φτάσαμε στον Πολύγυρο Χαλκιδικής. Ξεκινήσαμε στις 7.30΄ από τη Θεσσαλονίκη μ’ έναν καφέ κι ένα γλυκό βύσσινο. Γράφω κάτω από το κεντρικό ζυθεστιατόριο, νηστικός ακόμα. Έτσι όπως πάνε ο Κυριάκος κι ο Τηλέμαχος -οι σύντροφοί μου στην εκδρομή- θα γυρίσουμε στην Αθήνα πετσί και κόκκαλο αλλά με τις τσέπες γεμάτες. Διαψεύδομαι όμως          -ευτυχώς- γιατί καταφθάνει η παραγγελία που έδωσε ο Τηλέμαχος: τρία πιάτα μελιτζάνες με κρέας δαμαλιού και μια περιποιημένη αγγουροντομάτα /Έλεγα κι εγώ: με νεράκι παχαίνει αυτό το παιδί;/ Τα τραπέζια του μαγαζιού ήταν στημένα στον ίσκιο ενός πελώριου πλάτανου ενώ δυο βρύσες μουρμούριζαν σε απόσταση λίγων μέτρων. Παίρνουμε έναν υπνάκο σε μια τοποθεσία με τ’ όνομα «Οι έξι βρύσες» σε μικρή απόσταση από την πλατεία.

Στις 4.30΄ αναχωρούμε για την Ορμύλια, ένα χωριό προς τα νότια. Στη διαδρομή συναντούμε ένα λατομείο λευκόλιθου. Οι άντρες δουλεύουν μισόγυμνοι και οι γυναίκες με το λευκό μαντήλι που τους κρύβει σχεδόν όλο το πρόσωπο. Μόλις φτάσαμε στην Ορμύλια μας υποδέχτηκε ένας χωροφύλακας ανακρίνοντάς μας: «Από πού είστε;», «Από την Αθήνα». Στον Τηλέμαχο: «Τι δουλειά κάνεις;», «Υπάλληλος νοσοκομείου». Στον Κυριάκο: «Εσείς;», «Ιδιωτικός υπάλληλος» /μούσι ο Κυριάκος/. «Εσείς;» και στράφηκε προς το μέρος μου. Σκέφτηκα να του πω, για να σπάσουμε πλάκα /και φαντάστηκα στη συνέχεια την τροπή/: «Φοιτητής».

­ ­_ Και τι σπουδάζετε;

_ Μαρξιστικο-λενινιστική φιλοσοφία!

_ Έχετε την καλοσύνη να περάσετε από τον Σταθμό;

_ Ευχαρίστως.

Φτάνοντας στο σταθμό ο χωροφύλακας πρόλαβε να ψιθυρίσει στο διοικητή του τα καθέκαστα.

_ Το φρονείτε περί Στάλιν; η σειρά του διοικητή να ρωτήσει.

_ Ότι είχε φρόνημα και δεν κάθισε …φρόνιμα.

_ Βλέπω έχετε πνεύμα.

_ Ναι, και αρκετό διαθέσιμο.

_ Κάντε μας μια δήλωση αποκηρύξεως.

_ Του πνεύματος;

_ Όχι. Των διαφόρων τρομοκρατικών οργανώσεων κ.τ.λ.

Βέβαια μια τέτοια συζήτηση οδηγούσε σε αδιέξοδο ή σε κρατητήριο, γι’ αυτό απάντησα: «Ζαχαροπλάστης!».

Στη συνέχεια μας ρώτησε για το σκοπό της επισκέψεώς μας. Αφού δόθηκαν οι αναγκαίες εξηγήσεις /περιοδεία στη Χαλκιδική με επίσκεψη στον Μαρμαρά, Άγιον Όρος/, μας οδήγησε σ’ ένα πανδοχείο /κάτω καφενείο, επάνω βεράντα ξύλινη και δυο δωμάτια μεγαλούτσικα για διανυκτέρευση/ και έφυγε φορτωμένος ευχαριστίες και καλά λόγια.

Το απόγευμα βγήκαμε βόλτα στο μύλο του χωριού, στο ποτάμι, στους μπαξέδες και σ’ ένα ξωκλήσι, τον Άι-Γιώργη. Περάσαμε το ποτάμι ξυπόλυτοι και συνεχίσαμε ξυπόλυτοι /ανεβαίνοντας ένα μικρό λόφο στου οποίου την κορυφή βρίσκεται το ξωκλήσι του Άι-Γιώργη/, εγώ με τον Κυριάκο ενώ ο Τηλέμαχος -φρονίμως ποιών- αφού έκανε καμιά δεκαριά βήματα προτίμησε να καθίσει στην όχθη και να θαυμάσει από εκεί το τοπίο. Τέτοια εποχή βέβαια το ποτάμι δεν έχει πολύ νερό · μπορούσαν όμως να το χαρούν τα μάτια σου κι έτσι όπως ήταν. Ιδιαίτερα ο Τηλέμαχος που ενθουσιαζόταν με τη φύση, αποσβολώθηκε θαυμάζοντας τον μπακιρένιο δίσκο του ήλιου που βουτούσε πίσω από τις λεύκες ματώνοντας τις κορφές τους.

Στο γυρισμό περάσαμε μέσα από θερισμένα χωράφια και μπαξέδες. Από τη βεράντα του πανδοχείου βλέπαμε την πλατεία του χωριού και τους άντρες του τα βράδια να παίζουν χαρτιά και τάβλι με το φως των λαμπών ΛΟΥΞ καθ’ ότι ηλεκτρικό ρεύμα γιοκ ακόμα. Ο τόπος, όπως μας είπε ο πανδοχέας, είναι πολύ παραγωγικός. Παράγει βαμβάκι, όσπρια, δημητριακά, ζαρζαβατικά εν γένει, φρούτα. Ξέχασα να σας πω πως στη Χαλκιδική υπάρχουν πολλοί πελαργοί · τους βλέπει κανείς στις στέγες των σπιτιών, στα χωράφια, κοντά στα έλη, παντού. Έτσι κι εδώ. Ψηλά στην κορυφή του καμπαναριού έχτισαν τη φωλιά τους. Ο Κυριάκος βάλθηκε να τους απαθανατίσει, φωτογραφίζοντάς τους.

Δειπνώντας στη βεράντα, ντυμένοι ελαφρά -φανελίτσα και σορτς-, κανονίζαμε το πρόγραμμα της επομένης. Ο Κυριάκος είχε αναλάβει το ταμείο της συντροφιάς σημειώνοντας τα έξοδα σ’ ένα μπλοκάκι. Η πρώτη μας κατάθεση ήταν 3.000 δραχμές, από 1.000 δραχμές ο καθένας. Βαλθήκαμε να ταχτοποιούμε τα ρούχα στα σακίδια και σε μια πρόχειρη τσάντα: ένα καρβέλι ψωμί, έξι αυγά, λίγο αλατοπίπερο σ’ ένα χαρτάκι μια και την επομένη θα περπατούσαμε περνώντας από δυο χωριά που δεν είχαν εστιατόριο. Η νύχτα είχε προχωρήσει. Οι γνωστοί θόρυβοι του χωριού έσπαζαν τη σιωπή της. Κάποιος καθυστερημένος δουλευτής ανέβαινε προς την πλατεία με το ζώο του φορτωμένο, τα σκυλιά των πρώτων σπιτιών του χωριού κάποιον αλυχτούσαν που αργοπορούσε κουρασμένος από τον κάματο της ημέρας, πλήθος γρύλλοι κρατούσαν το ίσο στα σχέδιά μας για το μήνα των διακοπών μας και το φεγγάρι τρύπωνε απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο και πλάγιαζε μαζί μας. Τρυγούσαμε την καλύτερη ώρα.

 

·        Ορμύλια, 11 του Ιούλη, ώρα 5η πρωινή

 

Το μεγάλο ρολόι του καμπαναριού της εκκλησίας χτύπησε πέντε φορές. Φορτωθήκαμε τα σακίδια και ξεκινήσαμε. Περάσαμε το ποτάμι και πήραμε το δρόμο που περνούσε ανάμεσα από τους μπαξέδες της Ορμύλιας. Φύσαγε ελαφρά, η δρόσος της νύχτας ακροζυγιαζόταν στα φύλλα των φυτών και μείς περιοριζόμαστε στο να απολαμβάνουμε αυτά τα θαυμαστά που συνέβαιναν γύρω μας. Σειρές από πανύψηλες λεύκες εδώ κι εκεί δίναν μια μεγαλοπρέπεια στο τοπίο. Στα δεξιά του δρόμου βρήκαμε κι ένα πηγάδι. Ο Τηλέμαχος ανέβασε νερό · ήπιαμε και γεμίσαμε και τα παγούρια. Δύο πελαργοί μας κοίταξαν με βαριεστημένο βλέμμα και στη συνέχεια απομακρύνθηκαν πετώντας · δεν παρουσιάζαμε κανένα ενδιαφέρον. Τώρα ο δρόμος περνούσε ανάμεσα από χωράφια θερισμένων δημητριακών και ελαιόδεντρα.

Στις 7 φτάσαμε στο Βατοπέδι -ένα μικρό χωριό-  αλλά δεν σταματήσαμε. Ήταν ακόμα πρωί κι είχαμε όρεξη για ποδαρόδρομο. Ο Κυριάκος βρισκόταν σ’ όλη τη διαδρομή περίπου είκοσι μέτρα μπροστά μας. Βέβαια, το σακίδιό του ζύγιζε το πολύ το μισό από το δικό μου ή του Τηλέμαχου · όμως κι αυτό να μην συνέβαινε, πάλι θα προπορευόταν. Τι μονήρης τύπος κι αυτό το παιδί!

Μια πινακίδα μας πληροφορούσε ότι σε απόσταση 6 χιλιομέτρων βρισκόταν ένα χωριό ονόματι Μεταμόρφωση, παραλιακό όπως διαπιστώσαμε ιδίοις όμμασι αφού διανύσαμε τα διπλάσια χιλιόμετρα απ’ όσα έγραφε η πινακίδα. Μην σας περάσει από το μυαλό ότι η πινακίδα έφταιγε -η καημένη- για την αργοπορία. Η ευθύνη ήταν αποκλειστικά δική μας · τα εύσημα της ταλαιπωρίας μας ανήκαν, όλα κι όλα. Όπως προανέφερα ο Κυριάκος προπορευόταν περίπου στα είκοσι μέτρα απόσταση που μεγάλωνε διότι εγώ με τον Τηλέμαχο είχαμε πιει σχεδόν όλο το περιεχόμενο των παγουριών μας κι ήμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε συχνές στάσεις για ευνόητους λόγους. Μα δεν κατουράει αυτό το παιδί; αναρωτηθήκαμε. Από την απόσταση που μεγάλωνε φαινόταν πως δεν. Από εκεί που βρισκόταν μας έκανε σινιάλο ότι θα έκοβε δρόμο πηγαίνοντας δεξιά. Όταν εμείς φτάσαμε περίπου στο ίδιο σημείο απ’ όπου μας ένευσε ο Κυριάκος, στρίψαμε κι εμείς δεξιά με αποτέλεσμα να χαθούμε. Αναρωτιόμαστε πόσα δεξιά υπάρχουν κι αν πήραμε το σωστό -εγώ προσωπικά δεν είχα καμιά εμπιστοσύνη στη δεξιά αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία-. Ο Τηλέμαχος πρότεινε να διασχίσουμε το χωράφι που βρισκόμαστε διότι διέκρινε στο σύνορό του ένα μονοπάτι. Το παιδί είχε πρόβλημα με τα μάτια του και δεν το ’ξερα. Πίσω λοιπόν στην αφετηρία, αυτοσυγκέντρωση με λίγο γιόγκα για να μην πανικοβληθούμε. Καθώς εποπτεύαμε τα πέριξ κάπου στο βάθος κοντά στην παραλία διακρίναμε την ψάθα του Κυριάκου. Χοροπηδούσε υπακούοντας στο ρυθμό του βαδίσματός του και έμοιαζε άσπρο πουλί σε σλόου μότιον. Για μια στιγμή αισθανθήκαμε σαν εκείνους τους ταλαιπωρημένους που φώναζαν: «Θάλαττα, θάλαττα» όταν πρωτοαντίκρισαν το υγρό στοιχείο. Όμως τα πράγματα εξακολουθούσαν να μας ταλαιπωρούν. Για να φτάσουμε στο σημείο που βρισκόταν ο Κυριάκος έπρεπε να διασχίσουμε ένα λόφο γεμάτο πουρνάρια, σκίνα και αγκαθωτούς θάμνους. Μην έχοντας άλλη επιλογή και πιστεύοντας πως ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται, αποφασίσαμε να ξιφουλκήσουμε και να επιτεθούμε στον εχθρό-λόφο. Αν μπορούσαμε να φανταστούμε τι συνέπειες θα είχε αυτή μας η αποκοτιά, θα προτιμούσαμε να γυρίσουμε πίσω στην Ορμύλια να αγοράσουμε κάποιο αγροτεμάχιο και να εγκατασταθούμε μόνιμα εκεί, για το υπόλοιπο του βίου μας.

Το κακό ήταν που φορούσαμε σορτς και σε κάθε μας βήμα τα λογής-λογής αγκάθια των θάμνων μας το υπενθύμιζαν. Μετά από ταλαιπωρία αρκετού χρόνου φτάσαμε στην κορυφή του λόφου και τον καταλάβαμε. Με τι θυσίες όμως! Τα μπούτια, τα γόνατα, οι κνήμες αποτελούσαν ένα πίνακα μοντέρνου ζωγράφου με πινελιές αλλού αχνές και μόλις διακρινόμενες κι αλλού παχιές χωρίς καμιά αίσθηση οικονομίας υλικών, αποτέλεσμα -στην περίπτωσή μας- της λύσης συνεχείας του δέρματος, όπως επιστημονικώς ορίζεται το τραύμα. Μούσκεμα στον ιδρώτα λοιπόν σταθήκαμε για λίγο να ξεκουραστούμε και να απολαύσουμε το τοπίο. Στα χάλια που βρισκόμασταν οι έρμοι, αυτό μας έλειπε. Παρατήσαμε λοιπόν την προσπάθεια και ανιχνεύαμε την περιοχή μήπως τυχόν μπορούσαμε να κατέβουμε το λόφο χωρίς τις ταλαιπωρίες της ανάβασής του. Και -ω του θαύματος- ένας καρόδρομος, καλά κρυμμένος από τα φυλλώματα των θάμνων αλλά αιχμάλωτος του αετίσιου βλέμματός μου /για το βλέμμα του Τηλέμαχου να μην τα ξαναλέμε/ σερνόταν προς τη θάλασσα.

Προχωρήσαμε προσεκτικά για να μην επιδεινώσουμε την κατάστασή μας ως το δρόμο κι ύστερα από μια διαδρομή μιας ώρας περίπου φτάσαμε στη Μεταμόρφωση , ένα παραθαλάσσιο μικρό χωριό στον κόλπο της Κασσάνδρας. Ταλαιπωρημένοι αλλά και με ένα αίσθημα ικανοποίησης που φαινόταν στην κίνηση και στο βλέμμα φτάσαμε στην πλατεία του χωριού, όπου ο Κυριάκος είχε αράξει στο καφενείο της και γλένταγε την άφιξή μας. Όταν φτάσαμε κοντά, σε απόσταση βολής που λένε, έσκυψε με περιέργεια να ανακαλύψει τι συμβόλιζαν αυτές οι κάθετες, οριζόντιες, καμπύλες και τεθλασμένες γραμμές που διακοσμούσαν τα κατά τα άλλα καλλίγραμμά μας κάτω άκρα. «Φαίνεται γιαπωνέζικη τεχνοτροπία αλλά λείπει το όρος Φουτζιγιάμα» είπε και υπομειδίασε ο Κυριάκος. Αντιπαρήλθαμε το χιούμορ του διότι κρατούσε το ταμείο και δεν ήξερε κανείς τι μπορούσε να συμβεί από στιγμή σε στιγμή. Ήπιαμε ζεστές λεμονάδες και κατεβήκαμε στην παραλία. Νερά πεντακάθαρα, μια ακτή όλη μικρό βότσαλο και άμμο σπυρωτή σε μήκος πολλών χιλιομέτρων εκτεινόταν μπροστά μας. Διαλέξαμε μια παχιά σκιά πεύκου, ακουμπήσαμε τα σακίδια, ξεντυθήκαμε και βουτήξαμε. Η θάλασσα χαιρόταν το κορμί μας και μείς τη δροσερή της αγκαλιά για αρκετή ώρα. Βγήκαμε πεινώντας σαν βούλγαροι αιχμάλωτοι και εξαντλήσαμε το περιεχόμενο των σακιδίων εν ριπή οφθαλμού. Ταλαιπωρημένοι, κουρασμένοι και χορτάτοι ξαπλώσαμε και μας πήρε ο ύπνος αμέσως.

Θα πρέπει να κοιμηθήκαμε δυο ώρες γεμάτες. Ξεκινήσαμε για τον Νικήτα πηγαίνοντας παραλία-παραλία. Φύσαγε μπουκαδούρα κι οι αφροί των κυμάτων διαλύονταν στα πόδια μας. Στις 4 η ώρα είχαμε φτάσει στο χωριό αλλά το καΐκι που θα ’πρεπε να πάρουμε για να πάμε στο άλλο παραθαλάσσιο χωριό, τον Μαρμαρά, έφευγε στις 5. Καθίσαμε στη σκιά ενός πεύκου και κανονίζαμε το πρόγραμμα της επομένης ως την ώρα που ήρθε το λεωφορείο από τον Πολύγυρο με επιβάτες για το καΐκι. Είχε ήδη η ώρα φτάσει τις 5 και σε λίγα λεπτά επιβιβαστήκαμε στο καΐκι και σαλπάραμε για τον Μαρμαρά.

Στις 7 ακριβώς αποβιβαστήκαμε σ’ ένα θαυμάσιο χωριό με τα σπίτια του χτισμένα στους τέσσερις λόφους του σαν σμάρια πουλιών. Στην παραλία ένας ψαράς έβαζε δολώματα στα αγκίστρια.

_ Τηλέμαχος: Τι ψάρι να ψαρεύουν άραγε, χοντρό ή ψιλό;

_ Κυριάκος: Ημίψηλο!

Το χωριό διέθετε τρία ξενοδοχεία · διαλέξαμε το πρώτο αριστερά που συναντήσαμε και ταχτοποιηθήκαμε στα γρήγορα σ’ ένα τρίκλινο. Τα πόδια μου άρχισαν να με καίνε. Κοιτάζοντάς τα διαπίστωσα πως είχαν κοκκινίσει και σαν να είχαν πρηστεί. Ο Τηλέμαχος αντιμετώπιζε το ίδιο πρόβλημα και καθόταν περίλυπος στην άκρη του κρεβατιού. Αποφασίσαμε να βγούμε να γνωρίσουμε το χωριό και να βρούμε κάπου να φάμε. Ασβεστωμένοι τοίχοι και αυλές και στη σειρά στους διαδρόμους ασβεστωμένοι τενεκέδες με γεράνια, κατιφέδες και γαρύφαλλα · χάρμα ιδέσθαι! Διαλέξαμε ένα εστιατόριο που ’χε τραπεζάκια έξω και παραγγείλαμε μαριδάκι τηγανητό και ντοματοσαλάτα. Ήταν νωρίς ακόμα για το βραδινό φαγητό γι’ αυτό και τα τραπέζια, εκτός του δικού μας, ήταν άδεια. Το γκαρσόνι, χωρίς προπέλα και υποκριτικό χαμόγελο, ήταν ευγενέστατος, καθαρός και με μεγάλη προθυμία απαντούσε στις ερωτήσεις μας. Οι κάτοικοι του χωριού ζουν κυρίως από το ψάρεμα και κατά δεύτερο λόγο από την κτηνοτροφία. Η θάλασσα του Μαρμαρά θεωρείται ιδεώδης ψαρότοπος για τους ερασιτέχνες ψαράδες γιατί το λιμάνι δεν το βρίσκουν οι άνεμοι και κυρίως γιατί μέσα της όλα τα είδη των ψαριών και σε πληθυσμούς ικανούς να θρέψουν αρκετό κόσμο. Συγκοινωνία με αυτοκίνητα δεν υπάρχει και ο μόνος τρόπος να επισκεφτεί κανείς τον Μαρμαρά είναι να χρησιμοποιήσει το καΐκι που φτάνει στο χωριό από τον Νικήτα, άπαξ της ημέρας.

 

·        Μαρμαράς, 12 του Ιούλη

 

Ξύπνησα αισθανόμενος ότι κάτι δεν πάει καλά. Από τη μέση και κάτω καιγόμουν κυριολεκτικά. Πέταξα το σεντόνι και ό,τι αντίκρισα -περιττό να σας πω πως λόγω καλοκαιριού δεν φορούσα πυτζάμες- δεν μπορούσε σε καμιά περίπτωση να μου φτιάξει την πρωινή διάθεση. Το αντίθετο μάλιστα · το θέαμα ήταν αρκετό να μου την χαλάσει και μάλιστα όχι για μια μόνο ημέρα. Ολόκληρα τα πόδια από την κορυφή των μηρών μέχρι τις πατούσες ήταν κατακόκκινα και πρησμένα, πολύ περισσότερο από την προηγούμενη ημέρα. «Φωτιά στα μπατζάκια μου» ψιθύρισα και κυριολεκτούσα. Ο Τηλέμαχος τα ίδια χάλια. Ευτυχώς που είχε γλιτώσει ο Κυριάκος και βγήκε για γιατρό. Επέστρεψε ύστερα από αρκετή ώρα συνοδεύοντας έναν ηλικιωμένο κύριο που μας δήλωσε ότι ήταν συνταξιούχος γιατρός που παραθέριζε με τη γυναίκα του στον Μαρμαρά. Αφού μας έριξε μια ματιά, δήλωσε: «Τα γρατζουνίσματα των θάμνων, το αλάτι της θάλασσας και στη συνέχεια ο ήλιος σας έκαναν τη ζημιά. Θα σας ταλαιπωρήσει καμιά βδομάδα η όλη ιστορία και μετά ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Να αποφεύγετε τας εξόδους τις ώρες της ηλιοφάνειας και ξεχάστε τη θάλασσα αυτό το διάστημα · μόνο να την ατενίζετε μπορείτε». Θελήσαμε να τον πληρώσουμε αλλά δεν δέχτηκε χρήματα. Τον ευχαριστήσαμε και αναθεωρήσαμε τις απόψεις που είχαμε για τους συμπατριώτες μας, πως όλοι τους χρηματίζονται. «Όλοι πλην των συνταξιούχων γιατρών» είπα και διόρθωσε ο Κυριάκος: «Πλην ενός συνταξιούχου γιατρού».

Από τις 12 μέχρι και τις 16 Ιουλίου βγαίναμε τα πρωινά και τα βράδια στο χωριό. Τα μεσημέρια, ο Κυριάκος μας κουβαλούσε φαγητό στο ξενοδοχείο και δεν μπορούσαμε να πούμε ότι βαρυγκωμούσε. Όλη μέρα ήμαστε ξαπλωμένοι στα κρεβάτια μας με τα πόδια μας ανεβασμένα στα κάγκελά τους σαν να μην πω τι! Μου ερχόταν στο νου το ανέκδοτο της κυρίας που ύστερα από μιαν οργιώδη νύχτα έλεγε το πρωί: «Τι νύχτα κι αυτή Θεέ μου! Μπούτι δεν έκλεισα!».

Στο εστιατόριο τα βράδια κάναμε διάφορες γνωριμίες από ουδέτερες μέχρι όπως μ’ έναν συνταξιούχο διευθυντή της Αγροτικής Τραπέζης, ο οποίος ζητούσε πάντα από τον σερβιτόρο το φάκελο -και όχι τον κατάλογο- και πλήρωνε με κολλαριστά χαρτονομίσματα · αλίμονο αν τα ρέστα του δεν τηρούσαν τις προδιαγραφές των δικών του χρημάτων · ζητούσε να δει το μαγαζάτορα και του εξηγούσε -εις άπταιστον καθαρεύουσαν- «τους κινδύνους που εμφωλεύαν -μάλιστα, όπως το διαβάζετε- εις την προσθίαν και οπισθίαν πλευράν των χαρτονομισμάτων ‘όταν αυτά δεν φυλάσσονται ατσαλάκωτα εις το πορτοφόλιον παρά ρίπτονται εις την τσέπην ομού μετά διαφόρων αχρήστων αντικειμένων ήτοι: σπάγκων, κουμπιών, σπιρτόκουτων άδειων, ρινομάκτρων» με αποτέλεσμα ο  μπαρμπα-Ντίνος -ο μαγαζάτορας- να στέκει κλαρίνο σ’ όλη τη διάρκεια της διαλέξεως με ύφος απολογητικό και να ψελλίζει σε κάθε πρόταση του κυρίου διευθυντή: « Μά’στα κύριε Διευ’ντά! Έχετε δίκιο κύριε Διευ’ντά! Ήταν καλό το μπιφτέκι σας κύριε Διευ’ντά;».

Επίσης γνωριστήκαμε με την κυρία Τζένη, γυναίκα καπνεμπόρου που ’χε κουβαλήσει σχεδόν όλο της το σπιτικό από τη Θεσσαλονίκη μαζί με τις τέσσερις χαριτωμένες κορούλες της. Έχοντας ζήσει στη νεαρή της ηλικία στη Γαλλία σπουδάζοντας και ροκανίζοντας -ή μάλλον φουμάροντας, μια και που ο πατέρας της υπήρξε καπνέμπορος- το παραδάκι του μπαμπά, είχε έναν αέρα και μια φινέτσα που την έκαναν να ξεχωρίζει από τα εδώδιμα φρούτα και εδώ που τα λέμε μας προκαλούσε το ενδιαφέρον παρ’ όλο που δεν το επεδίωκε -ίσως γι’ αυτό!-. Χαιρόταν τον ήλιο και τη θάλασσα, το πράσινο, την πάστρα, το γεμάτο διαφάνεια σούρουπο που κατέβαινε από τις πλαγιές κι ήταν βάλσαμο για την ψυχή, την καρδιά και το νου όπως το λάδι στην πληγή, το κυριακάτικο χτύπημα της καμπάνας στην πατρίδα. Πώς το ’πε ο Γιάννης Τσακασιάνος το 1884: «Της Κυριακής το ξύπνημα με λιώνει, με πεθαίνει / ν’ ακούω γιούλια ολόμπλαβα κι ο Άγιος να σημαίνει» για τον ξενιτεμένο, σαν το φεγγάρι τις ανάλαφρες νύχτες για την αγρύπνια. Πω-πω τι γράφει κανείς όταν είναι σε ηλικία που αναπολούσε κι ο Παπαντωνίου: « Σοφέ μου, το τετράσοφο / που σε φωτάει λυχνάρι / να ’τανε, λέει, φεγγάρι / και συ είκοσι χρονώ!». Βέβαια δεν ήμασταν είκοσι μόνον χρονών -άλλωστε κι ο ποιητής δεν ήθελε να δημιουργήσει προβλήματα στο μέτρο του στίχου αναφέροντας ακριβώς την ηλικία μας- το θέμα ήταν πως τότε η συντροφιά μας ήταν το φεγγάρι και το λυχνάρι ήταν μια υποψία στο απώτερο μέλλον που δεν μας απασχολούσε παρά σαν μια πιθανότητα. Δεν θα τα βάφαμε μαύρα -και καλά κάναμε που δεν-.

 

·        Μαρμαράς, 17 του Ιούλη, Τρίτη

 

Επιτέλους αναχώρηση στις 9 το πρωί με τον «Άγιο», ένα καινουργιοβαμμένο καράβι που έκανε τη γραμμή Θεσσαλονίκη-Δάφνη κι έπιανε όλα τα ενδιάμεσα λιμάνια και βεβαίως και τον Μαρμαρά. Άφιξη στο λιμάνι της Δάφνης στις 14.30, έλεγχος ταυτοτήτων από χωροφύλακα. Στη συνέχεια, αναχώρηση για τις Καρυές, την πρωτεύουσα του Αγίου Όρους, όπου εδρεύει και η Ιερά Επιστασία των μονών του Αγίου Όρους. Στο δρόμο μας συναντήσαμε τη Μονή Ξηροποτάμου, καθίσαμε στον περίβολο, κολατσίσαμε ψωμοτύρι και ντομάτες, ήπιαμε νερό από την πηγή που κελάρυζε δίπλα μας και ανάβαση στο βουνό. Απέραντα δάση από καστανιές, βελανιδιές και ελατόπευκα. Φτάσιμο στην κορυφή όπου το υψόμετρο δείχνει 1.000 μέτρα, στη συνέχεια κατάβαση και άφιξη στις Καρυές · πορεία ώρες τρεις και μισή.

Το πρώτο και κύριο μέλημά μας, η προμήθεια διαμονητηρίων από την Αγία Επιστασία που θα μας επέτρεπε την ελεύθερη είσοδο, φαγητό και διανυκτέρευση στις είκοσι μονές του Αγίου Όρους αντί του ποσού των τότε πενήντα δραχμών κατ’ άτομο. «Αστείον ποσόν» και για εκείνη την εποχή, που μας επέτρεπε να κάνουμε χιούμορ της κακιάς ώρας. Δείπνο στο εστιατόριο που διατηρούσε και εκμεταλλευόταν ένας μοναχός μαζί με το ξενοδοχείο που συστεγάζονταν -εστιατόριο στο ισόγειο, ξενοδοχείο στον πρώτο όροφο-. Επιπλέον, ο μοναχός καλλιεργούσε ένα ιδιόκτητο κτήμα κοντά στο ξενοδοχείο, παράγοντας κυρίως ζαρζαβατικά που τα μοσχοπουλούσε στους επισκέπτες και, σαν να μην τον έφταναν όλα αυτά, διατηρούσε και μουλάρια με τα οποία μετέφερε τους επισκέπτες από μονή σε μονή -όχι με το αζημίωτο βέβαια- · επιπλέον τα νοίκιαζε στις μονές που χρειάζονταν μεταφορικά μέσα για την ξυλεία τους που έπρεπε να φτάσει στο λιμάνι των Καρυών και από εκεί να φορτωθεί σε καΐκια και να πάρει την άγουσα για τη Θεσσαλονίκη -εκτός από λίγη ποσότητα, που προοριζόταν για κατασκευή ψαροκάικων και διαφόρων μικρών σκαφών, που παρέμενε στο λιμάνι με προορισμό τους διάφορους ταρσανάδες του Άθω, σπαρμένους κοντά σε λιμανάκια-.

Υπήρχαν καταστήματα ειδών τροφίμων και ρουχισμού όπως επίσης κι ένα  μαγαζί που έκανε χρυσές δουλειές πουλώντας διάφορα αναμνηστικά, ξυλόγλυπτα, εικόνες, κομπολόγια -σε αμέτρητα μεγέθη και είδη- από ξύλο, βότσαλα και χρωματιστές γυάλινες χάντρες. Ανάμεσα σε διάφορα άλλα είδη, κομποσκοίνια και φωτογραφικές κάρτες με τοπία του Άθω. Αγοράσαμε κάρτες για γνωστούς και φίλους στα γρήγορα γιατί έπρεπε να ξεκινήσουμε για τη Μονή Ιβήρων.

Μετά από έναν ποδαρόδρομο δύο ωρών με τακτικές στάσεις για κορόμηλα, φτάσαμε έγκαιρα στη μονή. Δείπνο με φασολάδα, ελιές, μαύρο ψωμί και κόκκινο κρασί και κατάκλιση αμέσως μετά το φαγητό γιατί την επομένη έπρεπε να αναχωρήσουμε μα καΐκι για τη Μονή Μεγίστης Λαύρας που τιμούσε τη μνήμη του Αγίου Αθανασίου και ήταν ευκαιρία να παρακολουθήσουμε το πανηγύρι.

 

·        Μονή Μεγίστης Λαύρας, 18 του Ιούλη, Τετάρτη.

 

Ύστερα από ένα ταξίδι με καΐκι δύο ωρών σχετικά ήρεμο, φτάσαμε στο λιμανάκι της μονής. Από το λιμάνι ως τη μονή περπατήσαμε μιάμιση ώρα και μάλιστα όλο ανηφόρα γιατί η μονή ήταν χτισμένη στην κορυφή του βράχου του Ακροθώου. Όταν φτάσαμε, ένα καλογεροπαίδι μας οδήγησε στο αρχονταρίκι όπου μας κέρασαν λουκούμι με νερό και τσίπουρο. Ήταν ένα κι ένα για την κούραση και τη δίψα. Κατόπιν κατευθυνθήκαμε στο καθολικό της μονής για να παρακολουθήσουμε τη λειτουργία που τελείωσε στις 10. Στη συνέχεια, το εκκλησίασμα -με επικεφαλής τον μητροπολίτη εν είδει πομπής- ανέβηκε στο αρχονταρίκι όπου πρόσφεραν λουκούμι και καφέ. Δεύτερο λουκούμι · ευτυχώς δεν το συνηθίσαμε, αλλιώς η επίσκεψή μας στη μονή θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες που θα καθόριζαν άλλου είδους συμπεριφορές στην κατοπινή μας ζωή.

Επισκέπτες εκτός από εμάς ήταν: ένας Αθηναίος υπάλληλος του Ο.Τ.Ε., ένας γραμματέας Πρωτοδικείου -επίσης Αθηναίος-, δύο Αμερικάνοι από τη Φλόριντα μαζί μ’ έναν Σαλονικιό διερμηνέα που τους συνόδευε, δύο Γάλλοι φωτορεπόρτερ · «ευκαιρία να ξεσκονίσουμε τα γαλλικά του Χαρακτίδη» σκεφτήκαμε κι αρχίσαμε να υποβάλουμε ερωτήσεις στους Γάλλους. Τότε διαπιστώσαμε με κατάπληξη πως οι Γάλλοι δεν είχαν ιδέαν γαλλικών -όπως εμείς τα εννοούσαμε βέβαια- και βγάλαμε το συμπέρασμα πως στη χώρα τους το επίπεδο σπουδών είναι πολύ υποβαθμισμένο και ίσως έπρεπε να δημιουργηθούν κίνητρα για τη σωστή εκμάθηση της γλώσσας τους, διότι φαίνεται πως οι γαλλόπαιδες περί άλλα τυρβάζουν -όπως π.χ. το φλερτ- και δεν είναι τυχαίο πως ο όρος έχει πολιτογραφηθεί σε όλες σχεδόν τις γλώσσες της υφηλίου. Εδώ θα ’πρεπε να αισθανόμαστε πολύ υπερήφανοι για την υπεροχή που είχαμε έναντι των Γάλλων -και πού: στη γλώσσα τους, παρακαλώ!- αλλά λόγοι καλής ανατροφής και ταπεινοφροσύνης -ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται- μας εμπόδισαν από το να προβούμε σε χαρακτηρισμούς μειωτικούς για τις ικανότητές τους να αντιληφθούν ορισμένα απλά πράγματα. «Οι κουτόφραγκοι», σκεφτήκαμε και δεν δώσαμε συνέχεια.

Κοντά μας, επίσης, ήταν μια παρέα από τη Σκύρο μ’ έναν καλόγερο ανάμεσά τους που διαχειριζόταν ένα Λαυρεώτικο μοναστήρι στη Σκύρο. Η μισή Σκύρος ανήκει σ’ αυτό το μοναστήρι, μας είπαν. Πέσαμε σε βαθιά συλλογή. Νιώθαμε πως η τύχη μάς χτυπούσε την πόρτα για δεύτερη φορά και έπρεπε να το σκεφτούμε σοβαρά πριν της πούμε «Ευχαριστούμε, δεν θα πάρουμε!». Την πρώτη φορά, ήταν τότε που χάσαμε την ευκαιρία με το κτήμα στην Ορμύλια  · θυμάστε θαρρώ ή μήπως από το ένα αυτί σάς μπαίνουν και από το άλλο σάς βγαίνουν -και τότε τι κάνουμε;-. Τέλος πάντων, τώρα δεν επρόκειτο απλά για ένα κτήμα · επρόκειτο για μισό νησί -και τι νησί!-. Εγώ δεν ήθελα τίποτε άλλο παρά την παραλία των μαγαζιών -έτσι λέγεται μια ολόκληρη περιοχή- με κείνο τον παλιό μύλο στην ακροθαλασσιά, με τους βράχους και τ’ αρμυρίκια συντροφιά, με τον άνεμο που γυρίζει τα φτερά του μύλου και τρίζουν και τις ημέρες της γαλήνης να ’ρχονται οι φώκιες -ολόκληρη παρέα- να πηδούν για να φτάσουν τα μεζεδάκια, να παίζουν και να γυαλίζει το δέρμα τους στον ήλιο, να κυνηγιούνται μεταξύ τους και να χάνονται · κι εγώ να μένω ακόμα εκεί παρατείνοντας αυτή την ευλογημένη ώρα ώσπου αυτά τα υπέροχα ζωντανά να μου κάνουν τη χάρη να με καταστήσουν κοινωνό μιας μοναδικής εμπειρίας αξεπέραστης. Ας αφήσω και τις περιπτώσεις με τις τρικυμίες που τα κύματα σπάνε στα βράχια παλεύοντας μαζί τους, τις φωνές τους -θαρρείς βογγητά απελπισμένων ναυαγών που άφησαν το σπίτι τους και αποφάσισαν μιαν έξοδο μην τυχόν και κάποιος από τον πάνω κόσμο τους ακούσει - · χαμένος κόπος. Και κείνο το παλιό κανοκιάλι που αν κοιτάξεις σωστά βλέπεις στο βάθος του ορίζοντα παλιά ιστιοφόρα να ταξιδεύουν με φουσκωμένα πανιά κι αν είσαι τυχερός μπορεί να δεις και τις καραβέλες του Κολόμβου ή τη Γοργόνα να ρωτάει τους ναύτες μη τυχόν και ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος. Τώρα βέβαια υπάρχει ένα πρόβλημα, ειδικά με τη Γοργόνα. Σε ποια γλώσσα κάνει την ερώτηση; Αν ρωτήσει ελληνικά, μπορεί να δημιουργηθεί παρεξήγηση και να στενοχωρήσουμε τους γείτονές μας κατοίκους της Nova Macedonia  ή FYROM, διότι μέχρι εκεί μπορεί να φτάσει το πράγμα έτσι που μας κατάντησαν οι καραγκιόζηδες της πολιτικής, άλλως εθνοσωτήρες ή απλά κομπιναδόροι. Βέβαια, θα μπορούσαν να επικαλεστούν τους στίχους του Βάρναλη και να στολίσουν και μας με όσα τους φορτώνουμε: «Εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω». Θα μπορούσαν, όμως δεν · διότι κατά την ρήσιν επιφανούς πολιτικού άρρενος εκ Θεσσαλονίκης ορμωμένου, «οι ποιητές είναι λαπάδες». Ο τάλας, βουτηγμένος μέχρι τα μπούνια στη συνδιαλλαγή της μικροπολιτικής, προσπαθώντας να εμφανίσει ένα κάποιο προφίλ -ή αλλιώς σκατόφατσα-, προβαίνει σε ανεπίτρεπτους χαρακτηρισμούς για ανθρώπους που -αν μη τι άλλο- ακόμα και τους στίχους τους, τους εκδίδουν ιδίοις εξόδοις και πολλές φορές και ιδίοις αναλώμασιν. Revenons à nos moutons, όπως λεν και οι κουτόφραγκοι. Τίποτα δεν ωφέλησε η βαθιά περισυλλογή στην οποία είχαμε περιπέσει. Δεν ήμαστε φτιαγμένοι για το μεγάλο ΝΑΙ και αρκεστήκαμε σ’ ένα μεγάλο ΟΧΙ · δυστυχώς δεν υπήρχε πιθανότης για λίγο ναι και για λίγο όχι.

Μετά τη δεύτερη για μας επίσκεψη στο αρχονταρίκι της μονής, κάναμε ένα περίπατο μέχρι να ’ρθει η ώρα του μεσημβρινού φαγητού. Την ημέρα αυτή, εκτός από τους επισκέπτες-προσκυνητές συγκεντρώνονται και πολλά άτομα που απασχολούνται με τη μεταφορά ξυλείας, την καλλιέργεια μπαξέδων και την περισυλλογή λεφτοκαρυών -κοινώς φουντουκιών-. Η τότε ετήσια παραγωγή φουντουκιών έφτανε τις 50.000 οκάδες, δηλαδή πάνω από 60 τόνους. Ένα μεγάλο έσοδο για τις μονές είναι και οι χρηματικοί πόροι από την πώληση ξυλείας. Η Μονή Ξηροποτάμου θεωρείται η πλουσιότερη σ’ αυτόν τον τομέα διότι έχει στην κατοχή της μεγάλη έκταση δασών. Μάλιστα, έχει αρχίσει να κατασκευάζει και αυτοκινητόδρομο για μείωση του κόστους μεταφοράς της ξυλείας.

Επισκέπτες λοιπόν και επικαιρικοί εργάτες είχαμε συγκεντρωθεί μπρος στην τραπεζαρία περιμένοντας το κάλεσμα ενός γίγαντα καλόγερου που είχε σταθεί μπρος στην πύλη και δεν άφηνε κανέναν να μπει. Η τραπεζαρία είχε διαστάσεις περίπου 20 μέτρα μήκος και 8 πλάτος. Αριστερά και δεξιά του διαδρόμου που την διέσχιζε, κατά μήκος στο κέντρο της, υπήρχαν στρογγυλά πέτρινα τραπέζια σταθερά με ημικυκλικούς -πέτρινους επίσης- πάγκους με το άνοιγμά τους προς το διάδρομο για να διευκολύνεται το σερβίρισμα. Στο βάθος του διαδρόμου, στο τέλος της τραπεζαρίας, υπήρχε μια ξύλινη εξέδρα και πάνω της ένα τραπέζι καλυμμένο μ’ ένα άσπρο τραπεζομάντηλο. Πρώτος μπήκε ο δεσπότης και προχώρησε προς την εξέδρα ακολουθούμενος από δύο διάκους. Κάθισε στην καρέκλα, ακούμπησε τα χέρια σταυρωμένα στο τραπέζι και περίμενε να μπουν οι πεινασμένοι κοιτάζοντας προς το μέρος τους. Οι δύο διάκοι έλαβαν θέση ζερβόδεξά του σε απόσταση δύο μέτρων περίπου. Μόλις κάθισε ο δεσπότης, ο «γίγαντας» έκανε νεύμα να μπουν μέσα οι συνδαιτυμόνες. Μια λαοθάλασσα ξεχύθηκε στην τραπεζαρία. Το θέαμα ήταν απογοητευτικό. Ο ένας έσπρωχνε τον άλλο, προσπαθώντας να εξασφαλίσει μια θέση. Πολλοί δεν βρήκαν και βγήκαν απογοητευμένοι έξω όπου περίμεναν και άλλα στίφη βαρβάρων να επιπέσουν επί του γεύματος. Τελικά, τρεις φορές γέμισε η τραπεζαρία για να εξαντληθεί ο αριθμός των πεινασμένων. Βέβαια, ορισμένοι που δεν κατάφεραν να κορέσουν την πείνα τους τη μια φορά, ξανάμπαιναν για δεύτερη φορά για να γεμίσουν την παραδαρμένη τους. Κατά τη διάρκεια των γευμάτων, ο δεσπότης έτρωγε αργά-αργά συνοδεύοντας το φαγητό του με κόκκινο κρασί  ενώ οι δύο διάκοι -οι κανονάρχες, όπως αποκαλούνται- διάβαζαν ευχές από τα βιβλία που κρατούσαν. Αφού τελείωσε και το τελευταίο σερβίρισμα και ο θόρυβος από τα μαχαιροπήρουνα άρχισε να ελαττώνεται μέχρι που σταμάτησε εντελώς, σηκώθηκε ο δεσπότης ακουμπώντας στην ποιμαντορική του ράβδο και, ακολουθούμενος από τους δύο διάκους, απεχώρησε. Κατά την αποχώρησή του σηκώθηκαν από τη θέση τους οι συνδαιτυμόνες και έσκυψαν το κεφάλι. Σε λίγο, με το ραχάτι τους και χωρίς καμιά βιασύνη, απεχώρησαν κι αυτοί. Εμείς σερβιριστήκαμε την τελευταία φορά για να αποφύγουμε το σπρώξιμο και την ταλαιπωρία. Βραστά ψάρια, ελιές, ντοματοσαλάτα και ψωμί αποτελούσαν το γεύμα, που συνοδευόταν με κόκκινο κρασί. Θα προτιμούσα ψωμοτύρι στον ίσκιο ενός δέντρου κι ένα παγούρι δροσερό νερό και να μου λείπαν οι πέτρινες τραπεζαρίες και οι δεσποτάδες με τους κανονάρχες και τις ποιμαντορικές ράβδους.

Βγαίνοντας από την τραπεζαρία, που -ξέχασα να σας πω- οι τοίχοι της ήταν γεμάτοι αγιογραφίες όπως και το καθολικό της μονής, κάναμε έναν περίπατο στα πέριξ για να ξεμουδιάσουμε και να βοηθήσουμε το στομάχι μας να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες της χώνευσης γιατί το είχαμε παραφορτώσει. Στη συνέχεια, κατηφορίσαμε προς το λιμάνι της μονής όπου μας περίμενε το καΐκι για να μας πάει στη Δάφνη. Ο καιρός ήταν άσχημος και σήκωνε θεόρατα κύματα που εμπόδιζαν το καΐκι να βγει από το καλά προφυλαγμένο με θεόρατους βράχους λιμάνι. Ευτυχώς ο καιρός κάλμαρε σε λίγη ώρα και το καΐκι έβαλε πλώρη για τη Δάφνη μπαίνοντας στον Σιγγιτικό κόλπο όπου η θάλασσα πολύ σπάνια είναι θυμωμένη. Το Αιγαίο μας ταλαιπώρησε αρκετά και, καθώς κατευθυνόμασταν προς τη Δάφνη, μια αγαλλίαση γέμισε τις καρδιές μας. Ούτε αφρισμένα κύματα ούτε σκαμπανεβάσματα παρά γαλήνια θάλασσα που μπορούσες να δεις μέσα της σε αρκετές οργιές βάθος τους υπηκόους της να ασχολούνται με τα προβλήματά τους μη δίνοντας δυάρα για μας και το πλεούμενό μας ή μάλλον προβαίνοντας -υποθέτω- σε ανεπίτρεπτους χαρακτηρισμούς εις βάρος μας για τη στιγμιαία παρουσία μας στην επιφάνεια του βασιλείου τους, καθώς, περνώντας με θορυβώδη τρόπο, τους τρομάζαμε και επιπλέον τους κρύβαμε και τον ήλιο.

Χωρίς να το καταλάβουμε, φτάσαμε στη Δάφνη. Λιγόλεπτη στάση για όσους είχαν προορισμό το λιμάνι της και στη συνέχεια πλώρη για την Μονή Αγίου Παντελεήμονος των Ρώσων, μια διαδρομή περίπου μιας ώρας. Κατεβήκαμε στο λιμάνι και δεν χορταίναν τα μάτια μας. Πελώρια πέτρινα κτίρια περιποιημένα με βεράντες σκεπασμένες με κληματαριές -ξενώνες και κατοικίες των μοναχών-, εκκλησίες, κωδωνοστάσια και καμπάνες -αμέτρητες καμπάνες, περισσότερες από τους μοναχούς που υπήρχαν εκείνη την περίοδο στη μονή λόγω του καθεστώτος στη Ρωσία που δεν τα ’χε καλά με τη θρησκεία και είχε αφήσει στο έλεος του Θεού -παρ’ όλο που δεν πίστευε στην ύπαρξή Του- τους λίγους, σχεδόν αιωνόβιους, γέροντες μοναχούς που, παρ’ όλες τις αντίξοες συνθήκες, προσπαθούσαν καταβάλλοντας τεράστιες προσπάθειες να περιποιηθούν και να εξυπηρετήσουν τους επισκέπτες-.

 

·            Μονή Αγίου Παντελεήμονος των Ρώσων, Πέμπτη 19 του Ιούλη

 

Ταλαιπωρημένοι από το ταξίδι, δεχτήκαμε με μεγάλη ευχαρίστηση την πρόταση του γέροντα μοναχού, που εκτελούσε χρέη αρχοντάρη, για δείπνο και κατάκλιση. «Αύριο, έχει ο Θεός · με τη βοήθειά Του θα μπορέσετε να δείτε όλα τα αξιοθέατα». Το δείπνο, μαγειρεμένο από έλληνα μάγειρα που τον συντηρούσε η μονή ήταν βάλσαμο για το στομάχι μας το ταλαιπωρημένο: ψαρόσουπα με κριθαράκι, πατάτες και κρεμμύδια, συμπληρωμένο με ζυμωτό ψωμί και από μια καράφα με μαύρο κρασί το άτομο. Χορτάτοι και μισοζαλισμένοι από το κρασί ακολουθήσαμε τον γέροντα που μας οδήγησε στους κοιτώνες του ξενώνα. Κρεβάτια στρωμένα με καθαρά άσπρα σεντόνια και για κάθε κρεβάτι ένα τραπέζι-γραφείο με μελανοδοχείο, πένα, μια αναμμένη λάμπα πετρελαίου, μια καράφα νερό κι ένα ποτήρι. Δεν προλάβαμε να τα δούμε καλά-καλά και μας πήρε ο ύπνος.

Κελαϊδίσματα πουλιών ανακατεμένα με γλυκόηχους από καμπάνες μάς ξύπνησαν. Καθυστερούσαμε την έγερση νομίζοντας πως εγκαταλείποντας το κρεβάτι θα εξαφανίζονταν αυτές οι ουράνιες μελωδίες · δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πως αυτά συνέβαιναν στην πραγματικότητα · με λίγα λόγια πιστεύαμε πως συνεχιζόταν κάποιο όνειρο. Ένα διακριτικό χτύπημα στην πόρτα και η φωνή του μάγειρα που μας καλημέριζε και μας πληροφορούσε πού βρίσκεται η τουαλέτα και το πρωινό · τσάι, παξιμάδια, μέλι και αμύγδαλα μας περίμεναν στην τραπεζαρία.

Αφού απολαύσαμε το πρωινό μας, φάνηκε ο αρχοντάρης να ’ρχεται προς το μέρος μας. Τον ευχαριστήσαμε για το πόσο μας φρόντισε και εκδηλώσαμε ενδιαφέρον για τη μονή. Ήταν πολύ γέρος για να μπορέσει να μας συνοδεύσει  στην περιήγησή μας στη μονή, μας είπε, όμως μας κατατόπισε πλήρως κι έτσι μπορέσαμε να επισκεφτούμε όλους τους χώρους του συγκροτήματος. Κάθε τέταρτο της ώρας πέντε μικρές καμπάνες -σε διαφορετική τονικότητα η καθεμία- ακούγονταν ως το κύμα που ’παιζε με την άμμο, ως τον μοναχό που ψάρευε με τη βάρκα του στ’ ανοιχτά, ως τα πυκνά φυλλώματα των βελανιδιών ψηλά στο δάσος και κάθε ώρα η μεγάλη καμπάνα ηχούσε σοβαρά σαν μάνα που καθησύχαζε τα μικρά της με έναν και μοναδικό κτύπο που δεν σήκωνε αντίρρηση. Το ωράριο είναι το Βυζαντινό σ’ ολόκληρο το Άγιο Όρος από της ιδρύσεώς του εδώ και χίλια χρόνια, δηλαδή τέσσερις ώρες μπροστά από το δικό μας και το ημερολόγιο είναι το Παλαιό Ημερολόγιο, δεκατρείς ημέρες πριν από το δικό μας.

Επισκεφτήκαμε το Αρχοντικό, μια πελώρια αίθουσα διαστάσεων 10 x 25. Πίνακες -κοσμικοί- ρώσων ζωγράφων σε καμβά στόλιζαν τους τοίχους. Ξύλινα γραφεία με σπάνια βιβλία και μπιμπελό πάνω τους, φωτογραφίες πολεμικών καραβιών και των πληρωμάτων της πάλαι ποτέ Ρωσίας αντιστέκονταν με πείσμα στο χρόνο. Στις εποχές των τσάρων, συχνά-πυκνά καράβια επισκέπτονταν τη μονή, φέρνοντας προμήθειες και ό,τι άλλο ήταν απαραίτητο για να λειτουργήσει εύρυθμα  · φανταστείτε πως το σύνολο των μοναχών αριθμούσε αρκετές εκατοντάδες. Ένα πελώριο βιβλίο επισκεπτών, που δύσκολα μπορούσε να μετακινηθεί από ένα άτομο, ήταν ανοιχτό και πάνω-πάνω στη σελίδα έγραφε την ημερομηνία και τη χρονολογία: Σάββατο, 20-7-1957. Γράψαμε τις εντυπώσεις μας και ρίξαμε μια ματιά στις προηγούμενες γραμμένες σελίδες. Εντυπώσεις γραμμένες σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου, κυρίως στα ρώσικα · φαίνεται πως τα πληρώματα των καραβιών δεν αμελούσαν να καταθέσουν τη μαρτυρία τους, ενδεχομένως υπακούοντας και στις διαταγές των ανωτέρων τους.

Το κωδωνοστάσιο της εκκλησίας αντέχει πενήντα περίπου καμπάνες και η μεγαλύτερή τους ζυγίζει 12 τόνους. Σίγουρα την κουβάλησαν από τη Ρωσία · μου ’ρθε στη μνήμη η σκηνή από το έργο του Ταρκόφσκι «Αντρέι Ρουμπλιόφ» όπου βλέπουμε πώς κατασκευάζεται μια καμπάνα. Μπαίνοντας στην έρημη εκκλησία νομίσαμε πως μόλις είχε τελειώσει η λειτουργία και το εκκλησίασμα καθυστερούσε την αποχώρησή του μασουλώντας το αντίδωρο. Αχνά ακούγονταν ψαλμωδίες, φλόγες κεριών τρεμόσβηναν κι η μυρωδιά από λιβάνια και κεριά που ’χε ποτίσει για αιώνες τα πάντα έκανε τα ρουθούνια μας να διαστέλλονται για να ευφρανθεί η ψυχή μας. Το βλέμμα μας, αιχμαλωτισμένο από αγιογραφίες στους τοίχους, από φορητές ξύλινες εικόνες, από το τέμπλο που δέσποζε στο χώρο, δεν εξεδήλωνε καμία επιθυμία να αποχωριστεί όλα αυτά τα θαυμαστά που μας περιέβαλαν. Από το ανοιχτό παράθυρο έμπαιναν μέσα οι κελαϊδισμοί των πουλιών, ο αέρας -κουβαλώντας ένα σωρό μυρωδιές από θυμάρι, μέντα, ξεραμένη ρίγανη και δεντρολίβανο- ανακατευόταν με τον καπνό των κεριών κι η θάλασσα -αυτή η γαλανομάτα, η ποντοκρατόρισσα- μας λίκνιζε στο ρυθμό της και μας νανούριζε με το τραγούδι που μόνο αυτή μπορεί να τραγουδήσει, με φωνές που ανεβαίνουν από βάθος χιλιάδων λευγών, φωνές ενός άγνωστου σε μας κόσμου που ζει μέσα της, φωνές ναυαγίων ξεχασμένων από τα κύματα που τα καταπόντισαν.

………………………………………………………………………………………….

Ακόμα και τώρα -Νοέμβριο του 1995- που καθαρογράφω τις σημειώσεις που κράτησα πρόχειρα εκείνη την εποχή και που πέρασαν τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια από τις στιγμές που σας περιέγραψα μόλις, δοκιμάζομαι από τις συγκινήσεις εκείνων των ωρών, αισθάνομαι διωγμένος όπως οι πρωτόπλαστοι από τον παράδεισο, μια μονάδα από τις χιλιάδες, τα εκατομμύρια των συνανθρώπων που ζουν και μοχθούν πάνω στον πλανήτη και που λίγες, ελάχιστες στιγμές στη ζωή τους αναπολούν εκείνο το κομμάτι της που ’χουν βαθιά φυλαγμένο μέσα τους μακριά από τις καθημερινές συναλλαγές, εκεί που δύσκολα κανείς μπορεί να πλησιάσει αν δεν δείξει στην είσοδο την κάρτα που γράφει με κεφαλαία: ΝΟΣΤΙΜΟΝ ΗΜΑΡ και στη συνέχεια, με μικρά, τα στοιχεία του κατόχου. Λίγοι βέβαια αποφασίζουν και πολύ λιγότεροι δεν το μετανιώνουν για την στάση τους αυτή, για την επιστροφή τους σε κείνες τις στιγμές που γεμίζουν τη ζωή τους. Οι περισσότεροι ακολουθούμε το ρεύμα γιατί το ρεύμα παρασέρνει και δεν αφήνει πολλές ευκαιρίες για πρωτοβουλίες. Όλα είναι προκαθορισμένα και η συμβολή ενός εκάστου στα τεκταινόμενα είναι περιορισμένη. Αυτά για όσους αφελείς πιστεύουν ότι μπορούν να κάνουν να τσουλήσει η ρόδα με δική τους πρωτοβουλία.

…………………………………………………………………………………………..

Αναχώρηση για την Τρυπητή κι άφιξη ύστερα από τρεις ώρες με μοτόρι. Ο Κυριάκος έφυγε στη συνέχεια για Θεσσαλονίκη κι εμείς για την Αμμουδιανή, ένα μικρό νησάκι απέναντι. Το απόγευμα, μπάνιο και διανυκτέρευση σ’ ένα σπίτι-ξενοδοχείο της κακιάς ώρας ενός ξερότοπου άδεντρου, με γλυφό νερό, με 12 δραχμές το κρεβάτι. Το πρωί στις 5:45 πίσω για την Τρυπητή και από κει με αυτοκίνητο για την Ιερισσό · άφιξη σε 45΄. Περπάτημα ως την παραλία, πρόγευμα με κακάο, άσπρο ψωμί και τυρί φέτα. Τρώγοντας, ακούγαμε το μαγαζάτορα να μας εξιστορεί πώς ο Ξέρξης τον καιρό των Περσικών Πολέμων για να συντομεύσει το δρόμο προς την Ελλάδα, έβαλε εργάτες να κόψουν το «λαιμό» από την Τρυπητή ως την Ιερισσό σε πλάτος τόσο, ώστε να χωράνε οι τριήρεις κατά ζεύγη. Η διώρυγα προχώρησε μέχρις ενός μόνον σημείου διότι από κει και πέρα βρέθηκαν στρώματα γρανίτη και η παραπέρα διάνοιξη ήταν ακατόρθωτη με τα μέσα εκείνης της εποχής. Τοποθετήθηκαν τότε, στο μέχρι τη θάλασσα διάστημα, κορμοί δέντρων αλειμμένοι με λίπος και κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι τριήρεις να γλιστράνε πάνω τους · έτσι τα πλοία πέρασαν πάνω στους κορμούς των δέντρων και στη συνέχεια βούτηξαν στον κόλπο του Αγίου Όρους. Το ελληνικό κράτος καταβάλλει κάθε χρόνο στην Ιερά Επιστασία το ποσόν των 3.100.000 δρχ. για τα απαλλοτριωθέντα μετόχια που βρίσκονται μέσα στα όρια της ελληνικής επικράτειας, από το 1927 και δώθε, βάσει ειδικής συνθήκης. Σύμφωνα με την απογραφή του 1956, ζούσαν στον Άθω 1.282 μοναχοί, οι 580 σε μοναστήρια και οι υπόλοιποι 702 σε σκήτες και κελιά. Υπάρχουν μια ρουμάνικη, μια ρώσικη, μια σέρβικη, μια βουλγάρικη και οι υπόλοιπες είναι ελληνικές μονές. Ευχαριστήσαμε το μαγαζάτορα για το πρωινό και το μάθημα ιστορίας, τον ρωτήσαμε για τα δρομολόγια προς Θεσσαλονίκη και ξεκινήσαμε για το πρακτορείο.

Η γιαγιά μου, από τη μητέρα μου -η μάλε-Μπετζιούνω, όπως την αποκαλούσαμε- μας περίμενε μέρα με τη μέρα. Όταν φτάσαμε βρομεροί και ταλαιπωρημένοι, μας ζέστανε νερό να κάνουμε μπάνιο στο πλυσταριό ρίχνοντας ο ένας στον άλλον νερό, μας έδωσε εσώρουχα του θείου Νίκου καθαρά και πήρε τα δικά μας να τα πλύνει. Μετά το μπάνιο, φρέσκοι και καθαροί, ξαπλώσαμε για ξεκούραση. Μας ξύπνησε η μυρωδιά του ιμάμ-μπαϊλντί και του φρέσκου ψωμιού. Ο παππούς ήταν φούρναρης -όπως οι περισσότεροι ηπειρώτες άλλωστε- και στο διάστημα που εμείς κοιμόμασταν ετοιμάστηκε το ιμάμ και πλύθηκαν ενώ είχαν πλυθεί και στεγνώσει τα ρούχα μας · κατακαλόκαιρο γαρ. Από τότε που χάσαμε τη γιαγιά δεν έχω ξαναγευτεί τέτοιο ιμάμ · οι μελιτζάνες έπλεαν στο λάδι, η γέμιση κατέβαινε στον οισοφάγο χωρίς την παραμικρή προσπάθεια και το σκόρδο συνόδευε τη γευστική πανδαισία · τυρί φέτα συμπλήρωνε το μενού. Δεν μπαϊλντίσαμε σαν τον ιμάμη βέβαια αλλά προσπαθώντας να σηκωθούμε από την καρέκλα διαπιστώσαμε ότι μόλις και μετά βίας θα μπορούσαμε να συρθούμε μέχρι τα κρεβάτια μας.

Ξυπνήσαμε την άλλη μέρα και βρήκαμε ένα σημείωμα της γιαγιάς: «Καλή σας μέρα. Το πρωινό σάς περιμένει στην κουζίνα». Γάλα, βούτυρο, μέλι και φρέσκο ζεστό ψωμί. Αφού καταβροχθίσαμε τα πάντα και σηκώσαμε το τραπέζι, πλύναμε τα σκεύη και τινάξαμε το τραπεζομάντηλο, αναλογιστήκαμε πόσο όμορφη τελικά ήταν η ζωή ακόμα κι αν έπρεπε να κινήσουμε γην και ουρανόν  να βρούμε το φίλο μας το Άκο που τόσο άσπλαχνα μας παράτησε -ευτυχώς που μας είχε παραδώσει ταμείο, αλλιώς θα ’χαμε αφήσει τα κόκκαλά μας κάπου ανάμεσα Ιερισσό και Θεσσαλονίκη-. Έτσι χορτάτοι και ευχαριστημένοι από τη ζωή μας που ήμαστε, ακόμα κι αυτό μπορούσαμε να κάνουμε, δηλαδή ν’ ασχοληθούμε με την ανεύρεσή του. Είναι προτιμότερο να ψάχνεις για το φίλο σου ύστερα από δώδεκα ώρες ύπνου, κατόπιν ενός βασιλικού πρωινού και μιας διάθεσης ν’ αγαπήσεις ολόκληρο τον κόσμο που κυκλοφορούσε εκείνη την ώρα στη συμπρωτεύουσα. Τώρα βέβαια, εάν η διάθεση εστιαζόταν σε καμιά από τις αιθέριες υπάρξεις που περνούσαν πλάι μας βιαστικά αφήνοντας πίσω τους ένα άρωμα που σε ταξίδευε σε εξωτικά νησιά και μ’ ένα βλέμμα γεμάτο υποσχέσεις, θα ’ταν πολύ καλύτερα. Όμως, ας μην είμαστε και πλεονέκτες γιατί η πλεονεξία είναι κακό πράγμα · κανένας μας δεν ήθελε να μπλέξει μαζί της.  Αλήθεια, γιατί οι περισσότερες αρρώστιες είναι γένους θηλυκού, όπως και οι μεγάλοι τυφώνες; Αναρωτιέμαι απλώς και δεν θέλω να παρεξηγηθεί η αναφορά μου αυτή στο ασθενές φύλο · άλλωστε είναι γνωστή η συμπάθειά μου προς αυτό.

Βρήκαμε τον Άκο στον βιβλιοχαρτοπωλείο των ξάδερφών του, Θεόδωρου και Κυριάκου Ευσταθιάδη, στην οδό Βενιζέλου. Από τον τρόπο που μας κοιτούσαν          -δήθεν τυχαία- στα κάτω άκρα, υποθέσαμε ότι είχε πέσει σύρμα για την ταλαιπωρία μας από τα αγκάθια των θάμνων. Τα πόδια μας ήταν πεντακάθαρα · μάλιστα, αυτό που μου διέφυγε να σας αναφέρω είναι ότι μια μέρα πριν αναχωρήσουμε από τον Μαρμαρά για το Άγιο Όρος, το φρυγμένο και ταλαιπωρημένο δέρμα των ποδιών μας βγήκε ολόκληρο όπως βγαίνει το δέρμα του φιδιού μια φορά το χρόνο και το βρίσκουμε ανάμεσα σε πέτρες ή σε κορμούς φυτών, παρατημένο στο έλεος των εποχών και των φυσικών φαινομένων. Το καινούργιο δέρμα λοιπόν, ήταν ροδοκόκκινο και τσιτωμένο και δύσκολα θα μπορούσε κανείς να υποθέσει την ταλαιπωρία στην οποία είχαν υποβληθεί τα πόδια μας. Στο βλέμμα των ξαδέρφων του Κυριάκου διακρίναμε κάποια αμφιβολία για ό,τι πιθανόν είχαν ακούσει να τους λέει για την ταλαιπωρία των κάτω μας άκρων. Μας πρόσφεραν αναψυκτικά, καθίσαμε λιγάκι να τα πούμε και μετά πήγαμε μια βόλτα στην παραλία, φτάσαμε στον Λευκό Πύργο και καθίσαμε στα παγκάκια να θαυμάσουμε τον Θερμαϊκό.

Το μεσημέρι ήμαστε καλεσμένοι -ο Κυριάκος έμεινε στα ξαδέρφια του- στην οικογένεια Παπαδοπούλου, με την οποία συγγενεύαμε και από τη μεριά της μάνας μου και από τη μεριά του θείου Χαράλαμπου που είχε παντρευτεί την αδερφή της θείας Καλλιρρόης. Ανηφορίσαμε με το πάσο μας μέχρι το φούρνο του παππού στην οδό Εγνατίας 123, τα είπαμε λιγάκι και στη συνέχεια αναχωρήσαμε για την οικογένεια Παπαδοπούλου που έμενε στην οδό Διοικητηρίου. Ευτυχώς, πηγαίνοντας, περάσαμε μπροστά από ένα ανθοπωλείο και αγοράσαμε μιαν ωραία ανθοδέσμη. Ακόμα θυμόμαστε τη γεύση εκείνης της τυρόπιτας -μπουρεκιού- που είχε φτιάξει η θεία Καλλιρρόη με τυρί, αυγά, φρέσκο βούτυρο και φύλλα ανοιγμένα στο χέρι με τον πιτόβεργο. Οι ξαδερφούλες μου, η Δήμητρα και η μικρότερη η Καίτη, είχαν εκπλαγεί από τον αριθμό των κομματιών πίτας που καταβροχθίζαμε ενώ η θεία Καλλιρρόη μας παρότρυνε να φάμε ακόμα, ευχαριστημένη γιατί τιμούσαμε την ικανότητά της.

…………………………………………………………………………………………..

Ε, λοιπόν, πέρασαν 38 ολόκληρα χρόνια από τότε, ο θείος Κώστας Παπαδόπουλος έχει συγχωρεθεί πολλά χρόνια τώρα, η θεία Καλλιρρόη ζει και υποφέρει από τα πόδια της, η Καίτη είναι παντρεμένη και έχει δυο παιδιά, η Δήμητρα ατύχησε στο γάμο της αλλά, σαν αντιστάθμισμα, είναι καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και διδάσκει Ψυχολογία. Ο παππούς, η γιαγιά, ο θείος Χαράλαμπος και ο θείος Νίκος δεν υπάρχουν πια. Ο Τηλέμαχος παντρεύτηκε τη Μαρίνα κι απέκτησαν τρεις κόρες. Από την πρώτη κόρη έχουν τέσσερα εγγόνια, από τη δεύτερη δύο και από την Τρίτη περιμένουν, μια και παντρεύτηκε πρόσφατα. Ο Κυριάκος παντρεύτηκε τη Ρένα και απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Εγγόνι όχι ακόμα, μια και ο μόνος παντρεμένος είναι ο δεύτερος γιος, ο Γιώργος και μάλλον δεν θέλει από τώρα υποχρεώσεις. Εγώ παντρεύτηκα τη Μυρτώ κι αποκτήσαμε δυο γιους. Ο μεγάλος, ο Κωστής, παντρεύτηκε τον περασμένο Ιούλιο.

Πρέπει να ομολογήσω πως δεν τα πήγαμε και άσχημα · ίσα-ίσα, θα έλεγα το αντίθετο, τα πήγαμε αρκετά καλά μέχρι τώρα και ελπίζω έτσι να τα πάμε για όσον καιρό ζήσουμε ακόμα. Στο Άγιον Όρος θα θέλαμε να ξαναπάμε, να επισκεφτούμε όλες τις μονές και τις σκήτες -αν είναι δυνατόν-. Φαντάζομαι ότι θα δούμε πράγματα που μας είχαν ξεφύγει τότε για πολλούς λόγους · ηλικίας, ενδιαφερόντων κτλ. Ας μας έχει καλά ο Θεός και ας μας επιτρέψει η Παναγία να επισκεφτούμε τη χώρα Της.

 

     

ΤΕΛΟΣ

    

 ΔΙΑΜΟΝΗΤΗΡΙΟΝ
  


 

 



 
τον φάκελο "κίνηση ιδεών"
     τον διαβάσανε:

       
 
      αριθμός επισκεπτών