Πολιτισμός

λογοτέχνες

Ελευθερία Τζιάλλα Μάντζιου

Ποιήματα

Βιογραφικά στοιχεία

   


 

ΘΕΣΜΟΦΟΡΙΑ

 

Θεσμοφόρια, προς τιμήν, της θεάς

που υπηρέτησες εσύ για τόσα χρόνια.

- Κι εγώ εστόχευα ν’ αντέχω στην πορεία μου -

Οι Δαναΐδες με στήριζαν

τρεις ημέρες σε μια πομπή

παρθενική και άνυδρη

Τα Καλλιγένεια προσμένοντας

Λευκό το ένδυμα της ψυχής και του σώματος.

Πρωτόλεια του θερισμού μου

σου έφερα σε κάνιστρο

να θέσεις στο βωμό.

εννέα ημέρες αγνοώντας την Αφροδίτη.

 

Καμία φράση άσεμνη δεν επέτρεπα.

Χορηγός εσύ των αξιών.

Καιρούς σε στερήθηκα.

Και ήρθε η Ιάμβη

να μετριάσει τη θλίψη μου

Και σε πρόσμενα ώσπου ήλθες

κι έγινε γόνιμη η γη μας.

 

Ευχαριστώντας την Ιάμβη της υπομονής.

 

ΑΝΩΦΕΛΗ ΤΙΜΩΡΙΑ

 

Ο Ερυσίχθων πολύ περιφρονώντας τους θεούς

Τη δρυ με κόπο έκοψε στο ξέφωτο του δάσους.

Κι οι δρυάδες θρηνούσαν την κατοικία τους.

Δρυάς εγώ, στην Περσεφόνη βιάστηκα να πάω

να πω τον πόνο μου που είχα μείνει δίχως κατοικία.

 

Και η Δήμητρα, με την πειθώ της κόρης

τον ερεσίχθονα τιμώρησε στον αιώνιο λιμό του.

Μα εγώ δεν ζήτησα την τιμωρία κανενός

παρά τη δική μου στέγαση…

 

Όλοι έμειναν να γεύονται τη χαρά της διαρκούς τιμωρίας.

Δεν είχα παρά να στοχαστώ τι θα πράξω.

Κι αποφάσισα να κάνω σκέπη μου τον έναστρο ουρανό!..

 

ΤΟ ΜΕΤΡΟ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ

 

Αν οι άνθρωποι αποδεικνύονται Βρούτοι κάθε μέρα,

Εσένα τι σε νοιάζει;

Εσύ, χλαμύδα ανύποπτη φοράς

Εσύ Καίσαρας δεν είσαι.

Κι ούτε ποτέ θα γίνεις.

 

ΟΧΙ ΓΙΑ ΤΗ ΓΑΛΗΝΗ ΜΟΥ

(για τα κακοποιημένα παιδιά)

 

Την ώρα που κουρνιάζουν τα πουλιά

και του λυκόφωτος τα ζωντανά κινάνε,

την ώρα που φτωχαίν’ η αγκαλιά

όταν τα όνειρα σε ξένους τόπους πάνε,

 

τότε που πνίγεται η αγάπη απ’ τον καημό,

που δεν θυμάται η σκέψη άλλο μονοπάτι,

τότε που ψάχνει διεξόδους το μυαλό

πεζοπορώντας δίχως άμαξα και άτι

Μεσ’ τη νυχτιά

δεν θα μπορέσω να βρεθώ

μπροστά στον Κύριο

συγνώμη να ζητήσω.

Κι ας έχω πει ότι μονάχη είναι καλό

ενώπιόν του αμαρτίες να μαρτυρήσω.

 

Μου είναι ανήμπορο να πω πως αγαπώ

εκείνους που βασάνισαν παιδάκια.

Μου είναι ανόητο να πω πως συγχωρώ

τα ανομήματα που πράξανε στ’ ανθάκια.

 

Γι’ αυτό Θεέ μου τη συγνώμη δεν ζητώ

να συγχωρήσεις την ψυχή μου που σπαράζει.

Αφού τους άνομους και ‘γω δεν συγχωρώ

Αχ! που παιδάκια βασανίζουν. Δεν ταιριάζει.

 

Κι έτσι προτίμησα στη γη τη δολερή

να  ζω με βάρος, να πηγαίνω μ’ αγωνία

να προστατεύω τους ανθρώπους τα παιδιά

μέσα στην άνομη κι ανόητη κοινωνία.

 

Για την ψυχή μου Κύριε τώρα, δεν μπορώ

να κατακτήσω τη γαλήνη που γυρεύω

ευτυχισμένα όλου του κόσμου τα παιδιά

αν δεν τα δω, όσο κι αν ζω, δεν ημερεύω.

 

 

   αριθμός επισκεπτών