Πολιτισμός

"εκδηλώσεις"

Ημερίδα-Αφιέρωμα στον Μενέλαο Λουντέμη

Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών

ΤΡΙΤΗ 30 Ιανουαρίου 2018

   

Χαιρέτισαν:

  • Κώστας Καρούσος, πρόεδρος ΕΕΛ,

  • Χρήστος Τσάντης εκδ.΄΄Ροδάμανθυς΄΄

Ομιλητές:

  • Γιώργος Σταυράκης, Γεν.έφορος ΕΕΛ. Κριτ.λογοτ., Ποιητής.

  •  Άννα Κασαλίδα, Α΄γραμμ. πρεσβείας Ρουμανίας.

  •  Δημήτρης Δαμασκηνός συγγρ.του βιβλίου΄΄Μενέλαος Λουντέμης΄΄.

  •  Φαίδρα Ζαμπαθά- Παγουλάτου πρώην Γεν.γραμμ.ΕΕΛ.

  •  Μαργαρίτα Φρονιμάδη-Ματάτση πρώην Αντ/δρος ΕΕΛ.

Διάβασε:

  • Μάρθα Παπαδοπούλου, Φιλόλογος, Ποιήτρια.

Συντόνισε:

  • Παύλος Ναθαναήλ, Αντ/δρος ΕΕΛ.

  


 

 

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΜΕΝΕΛΑΟ ΛΟΥΝΤΕΜΑ

Για τα 41 χρόνια από το θάνατό του

 

Στην κατάμεστη και φορτισμένη από συγκίνηση αίθουσα "Μιχαήλας Αβέρωφ" πραγματοποιήθηκε με επιτυχία, την Τρίτη 30-1-18, από την ΕΕΛ, το πρώτο μετά το θάνατο του, εδώ και 41 χρόνια, αφιέρωμα στο μεγάλο μας λογοτέχνη Μενέλαο Λουντέμη, που κάποτε υπήρξε μέλος της. Στα πλαίσια του αφιερώματος παρουσιάστηκαν τα μελοποιημένα του από τον Σπύρο Σαμοίλη, που συμπεριλαμβάνονται στο δίσκο με τίτλο ΅ΚΡΑΥΓΗ ΣΤΑ ΠΕΡΑΤΑ΅, όπου και το συγκλονιστικό ποίημά του "Είμαι καλά", καθώς και το βιβλίο του Δημήτρη Δαμασκηνού "τα πλοία άραξαν στην όχθη της καρδιάς μας" (Εκδόσεις ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ), προϊόν μιας τεκμηριωμένης, πολύπλευρης και σοβαρής έρευνας. Οι ομιλητές (Γιώργος Σταυράκης (Γενικός Έφορος της ΕΕΛ-ποιητής-κριτ.τέχνης), Άνκα Κισαλίτα (Α΄ γραμματέας της Ρουμάνικης Πρεσβείας στην Ελλάδα, κόρη της μεταφράστριας των έργων του στη Ρουμανική γλώσα), Δημήτρης Δαμασκηνός (φιλόλογος-συγγραφέας του βιβλίου), Φαίδρα Ζαμπαθά -Παγουλάτου (πρώην γ. γραμματέας ΕΕΛ, ποιήτρια, δοκιμιογράφος και βαφτισιμιά του Μ.Λ.) και Μαργαρίτα Φρονιμάδη-Ματάτση) αναφέρθηκαν σε διάφορες πτυχές της ζωής και του έργου του καθώς και στην επίδρασή του στις νεότερες γενιές, ενώ η ποιήτρια-ηθοποιός Μάρθα Παπαδοπούλου ερμήνευσε με τον μοναδικό της τρόπο, ποιήματα και διηγήματά του. Χαιρετισμοί και παρεμβάσεις έγιναν από τον πρόεδρο της ΕΕΛ Κώστα Καρούσο, από τον εκδότη Χρ. Τσαντή, από τον ποιητή Χρήστο Τουμανίδη με ποίημά του αφιερωμένο στο Μ.Λ., τον γιο του συνεξόριστού του δημοσιογράφου Κώστα Ν. Λιναρδάτου, και την κ. Ελένη Μπέλλα-Πένη, που τον είχαν γνωρίσει προσωπικά κ.α. Τον συντονισμό, από πλευράς Δ.Σ. είχε ο πρώην πρόεδρος και νυν αντιπρόεδρος της ΕΕΛ κ. Παύλος Ναθαναήλ και την τεχνική επιμέλεια ο κ. Γ. Σταυράκης. Όλες οι τοποθετήσεις προκάλεσαν τα θερμά σχόλια του κοινού.

**************************************

Εδώ παραθέτουμε αυτούσια την ομιλία της  κ. Φαίδρας Ζαμπαθά-Παγουλάτου, μια  κυριολεκτικά ζωντανή μαρτυρία που φιλοτεχνεί με αντικειμενικότητα και αγάπη το πορτρέτο  του συγγραφέα: 

     


“ΜΕΝΕΛΑΟΣ   ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ

Ένας  συγγραφέας που δεν έμοιαζε με  κανέναν.

Ήταν η εποχή της Γενιάς του ΄30 που σταθεροποιούσε την ταυτότητα της μέσα σε μια δύσκολη πολιτική ζωή. Ο Λουντέμης παρουσιάζεται ξαφνικά ανάμεσα σε γνωστούς πεζογράφους όπως τον Βενέζη, τον Μυριβήλη, τον Τερζάκη τον Στρατή Δούκα. Έχουμε την πεζογραφία της  Μικρασιατικής Καταστροφής που μας έδωσε αριστουργήματα.  Ωστόσο ο Λουντέμης κάνει τα πρώτα του βήματα, σπάει  το νήμα και κερδίζει την επιτυχία και συγχρόνως την απορία. Στο Λογοτεχνικό στερέωμα έχουμε έναν Ποιητή πεζογράφο. Μία τρυφερή γραφή που βρίσκεται δίπλα στον συνάνθρωπο και τα προβλήματά του.

Αναλύει την ψυχοσύνθεσή του, και γεμάτος αισιοδοξία προσπαθεί να τον τραβήξει από το βυθό όπου αγωνίζεται, ώστε να φωτίσει τη ζωή του με μια ανθρωπιά, με μια ζεστασιά που ο συγγραφέας δεν έζησε. Εκεί ακριβώς διαφοροποιείται και μας χαρίζει σελίδες που μπαίνουν βαθειά  στην ψυχή και στην καρδιά των ηρώων του. Πρόκειται για απλούς ανθρώπους του μεροκάματου, που ζητάνε τον επιούσιο για την οικογένεια, ένα χαμόγελο και προπαντός αγάπη. Αυτά ζητούσε και ο Λουντέμης.

Πόσο αληθινός είναι στις περιγραφές του. Πόση αγάπη βγάζει η ψυχή του, πόσο πόνο αλλά και πόση περηφάνια και αλήθεια. Και το 1938 στο νέο αυτό συγγραφέα, τον φτωχό χωρίς στέγη και σίτιση, του απονέμεται το Α΄ Κρατικό Βραβείο για το Βιβλίο του “Τα Πλοία δεν  άραξαν”.

Ο Λουντέμης στέκεται στα πόδια του. Αυτοδημιούργητος, διωγμένος από σχολεία, κατατρεγμένος γιατί ήθελε να σπουδάσει, γιατί αγωνιζότανε για την αλήθεια, την αγάπη που δεν ένιωσε, το δίκιο του  αλλά και το δίκιο των ανθρώπων. Ταλαιπωρήθηκε όπως όλοι οι αληθινοί αγωνιστές αν και ανάπηρος από πολιομυελίτιδα, κράτησε το κεφάλι ψηλά, δεν ακούστηκε ούτε ένα παράπονο από το στόμα του και ήταν πάντα χαμογελαστός, κεφάτος μ ένα λεπτό χιούμορ, πάντα αγαπητός στις παρέες. Δούλεψε σκληρά, όπου έβρισκε ένα κομμάτι ψωμί ή ένα πιάτο φαγητό. Δεν υπήρχε δουλειά που να την αγνοήσει ή να μην τη καταδεχτεί . Κι όταν ο Σκαρίμπας, ο γνωστός μας Μπάρμπα Γιάννης του πέταξε το κασελάκι του λούστρου και τον μάζεψε στο  γραφείο του, τότε ο Μενέλαος δάκρυσε και του είπε το ψωμί που θα φάω θέλω να το δουλέψω. Κι όταν ο Πατέρας μου έκανε δύο μέρες να τον δει και τον έψαχνε παντού,  ένα βράδυ τον βρήκε  στα σκαλιά της Στρέλνας, Καμπαρέ της Εποχής όπου δύο Ρώσοι παίζανε Μπαλαλάικες, κι ο Μενέλαος κουλουριασμένος στο πορτάκι που βγάζανε τα σκουπίδια, τον σήκωσε ο Πατέρας μου και τον έφερε με τα πόδια στο σπίτι  στην Κυψέλη όταν ήμουν εγώ  στην κούνια.

Τότε είχε 39 πυρετό και ποιος  να ήξερε από πότε είχε να φάει. Αυτός ο συγγραφέας το μόνο που ήθελε ήταν να γράφει συνεχώς, ιστορίες πονεμένες, σαν έβρισκε μια γωνιά έβγαζε κάτι χαρτιά από τις τσέπες του και κάτι μικρά υπολείμματα  μολυβιών κι έγραφε. Οι Εκδότες λίγο λίγο τον γνωρίζανε και ρωτούσαν μεταξύ τους από πού ήρθε, ποιος είναι, κι αρχίσανε να του τυπώνουν  Βιβλία, να πουλιούνται και να διαβάζονται. Και βέβαια  να τον κυνηγάνε πάντα σαν εγκληματία. Εκείνος όμως πάντα έγραφε, για έναν καλύτερο κόσμο, για τα παιδιά που μεγαλώνανε χωρίς ένα παιχνίδι, μια τόση δα σοκολάτα που ίσως να μην ξέρανε αφού μόνο ακούγανε τ΄ όνομά της.

Η αδυναμία του ήταν τα παιδιά, γιατί  κι αυτός κάποτε υπήρξε  παιδί, ένα παιδί στερημένο, με όνειρα, με δίψα για μόρφωση, για γράμματα. Και όμως τα κατάφερε. Η γραφίδα του ήταν τόσο ζωντανή, τόσο ποιητική, οι περιγραφές του γεμάτες λυρισμό και τρυφερότητα, η ευαισθησία του χτυπούσε κόκκινο και τότε ο αναγνώστης του δάκρυζε και ήθελε εκείνη τη στιγμή να του σφίξει τα χέρια, να τον κοιτάξει βαθιά μέσα στα μάτια, και να μετράει κι αυτός τα άστρα μαζί του.

Οι φλέβες του φουσκώνανε όταν έγραφε για την αδικία, όταν σκεφτότανε τους γέροντες και τις μικρές αθώες υπάρξεις  να περπατάνε  ξυπόλυτοι και νηστικοί μέσα στο κρύο.

Πάντα ευαγγελιζότανε πολύχρωμα Σχολεία, γεμάτα χρωματιστά Βιβλία με όμορφες εικόνες και χαμογελαστούς Δασκάλους και Δασκάλες. Αλλά δεν έγραφε γι αυτά δεν ήθελε να λέει ψέματα γιατί στην πραγματικότητα άργησαν πολύ  να γίνουν αυτά τα όνειρα αν όχι αληθινά τουλάχιστον ανθρώπινα. Τι ζητούσε αυτό το παιδί. Γιατί τον βασανίζανε, γιατί τον διώχνανε, τι κακό έκανε. Aγαπούσε την ομορφιά, αγαπούσε τα Γράμματα, αγαπούσε τα παιδιά κι ήθελε όλα να γελάνε και να είναι  όλα  χαρούμενα. Τότε αποφάσισε να με βαφτίσει, να μου χαρίσει τα όνομα ΦΑΙΔΡΑ και να με κάνει περήφανη όχι για τ΄ ονομα αλλά γιατί έγινε Νονός μου.

Η Λογοτεχνία πρέπει να έχει αρμονία, πρέπει να πλάθει τους ανθρώπους με καλά υλικά  και να τους οδηγεί σε όμορφους και ωφέλιμους δρόμους. Η Λογοτεχνία  ηρεμεί και προσπαθεί  να διδάξει την Αγάπη και την Ειρήνη.

Αυτά προσπαθούσε να κάνει ο Μενέλαος Λουντέμης μέσα από τα γραπτά του, τις ευαισθησίες του και την τρυφερότητα, τα στοιχεία  και τα συναισθήματα  που δεν γνώρισε. Γιατί ο Λουντέμης  αυτά ονειρεύτηκε και αυτά προσπάθησε να μεταγγίσει στους αναγνώστες του.

Ένας Λουντέμης που έκανε την πεζογραφία Ποίηση και την Ποίηση ζωγραφικό Πίνακα. Σ' αυτόν τον λυρικό συγγραφέα φέρθηκαν όχι απάνθρωπα αλλά εγκληματικά κι αυτός δεν λύγισε, δεν προσκύνησε αλλά συνέχισε το ταξίδι  του αγώνα, πιστός στα ιερά και τα όσια, ένας μικρός, πληγωμένος, αβοήθητος μετανάστης να φωνάζει:

  “Είμαι Καλά, Μητερούλα Είμαι Καλά!!!”

  

******************************************

Και κλείνουμε με την ομιλία της Μαργαρίτας Φρονιμάδη-Ματάτση ενδιαφέρουσα και βιωματική που επικεντρώθηκε στην επίδραση του λογοτεχνικού έργου του Μ. Λουντέμη στην ίδια και τη γενιά της.

  

  

Μ’ όλο το δέος και το σέβας που με διακατέχει,

αποφάσισα πως, το αποψινό μου προσκύνημα  σ’ αυτή τη μεγάλη μορφή που ακούει στο όνομα Μενέλαος Λουντέμης,  άλλη  μορφή δεν μπορεί να έχει παρά μόνο ετούτη: της  κατάθεσης ψυχής.

Γιατί η ψυχή μου, φίλοι μου, όπως κι η ψυχή όλων, όσοι γαλουχήθηκαν με τις αλήθειες του,  είναι μια ψυχή γεμάτη ! Γεμάτη από ανθρωπιά, καλοσύνη και πίστη για ισότητα, δικαιοσύνη  και  ειρήνη! Γεμάτη από  οράματα «για  μια ζωή ελεύθερη κι ωραία»  για όλους, χωρίς εκμετάλλευση κι υποταγή, χωρίς  θηριωδίες και κατατρεγμούς, χωρίς φασιστική βία  και καταπίεση  του ανθρώπου από τον άνθρωπο.

Γεμάτη απόφαση και πείσμα για την ανατροπή αυτού του άθλιου κατεστημένου, που μόνο βάσανα και διωγμούς, εξορίες και φυλακές επεφύλαξε στους αγωνιστές της εθνικής μας Αντίστασης, ενώ σε εμάς, τα νεότερα βλαστάρια του έθνους, τα παιδιά της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής  Ελλάδας,  επέβαλε το ψέμα, το φόβο και την απαξίωση εκείνων που άξιζαν τιμής και αναγνώρισης, διαστρεβλώνοντας την ιστορία  έως εκεί που δεν παίρνει και υποχρεώνοντάς  μας να διανύσουμε  μια ζωή, σχεδόν,  ολόκληρη  μέσα στην τύφλα, το σκοτάδι  και την κυριαρχία μιας παντοδύναμης, μαφιόζικης σιωπής και εξουσίας.

Στη δεκαετία του  ΄60,  στο ορεινό χωριό που γεννήθηκα, η μόνη αλήθεια που ξέφευγε κάποτε –κάποτε από τα χείλη των πατεράδων μας, ήταν η φράση «κομμουνιστής =Χριστός»  και η λακωνική εξήγηση  που έδιναν στη διατυπωμένη απορία μας «γιατί οι κομμουνιστές, παιδάκι μου, έχουν υποφέρει στις μέρες μας  του Χριστού τα πάθη».  Τότε απορούσαμε ακόμα πιο πολύ κι αγωνιούσαμε να ανακαλύψουμε περισσότερες πτυχές αυτής της πικρής αλήθειας. Μιας αλήθειας που ανιχνεύσαμε και σιγά-σιγά ανακαλύψαμε μέσα στις  σελίδες της ελληνικής και παγκόσμιας Ιστορίας και Λογοτεχνίας.

        Και πάνω που άνοιγαν διάπλατα οι ορίζοντες του νου και της σκέψης μας, τη χώρα μας  σκέπασαν τα μαύρα σκοτάδια της Χούντας. Στις στρατιές των εξόριστων και των φυλακισμένων, προστέθηκαν οι δέσμες των απαγορευμένων βιβλίων, που κάηκαν στην πυρά της ιεράς εξέτασης…

Θα ακουστεί σαν παραμύθι αλλά τότε ήταν, εκείνες τις «Θυμωμένες μέρες» που το «ρολόι του κόσμου χτυπούσε μεσάνυχτα»  στην «οδό Αβύσσου, αριθμός μηδέν» που ένα «παιδί κυνηγούσε τους ανέμους» και  «μετρούσε τ’ άστρα», που οι  «αρχιτέκτονες του τρόμου» πίνοντας το «κρασί των δειλών» έκαναν τους «ήρωες να κοιμούνται ανήσυχα», ενώ της «γης οι αντρειωμένοι» στις «Φυλακές του κάτω κόσμου» και «κάτω απ’ τα κάστρα της ελπίδας», οραματίζονταν το «Γλυκοχάραμα».

Τότε ήταν  που «κυνηγώντας τον ήλιο»  στην απροσπέλαστη νύχτα που είχε απλωθεί γύρω μας, μια ζεστή, φωτεινή ακτίνα, εκτοξεύτηκε από το πουθενά κι ήρθε και σημάδεψε  τον ορίζοντα  της γενιάς μου: Ήταν το φως και η αύρα που φεγγοβολούσε η πέννα αυτού του μεγάλου και μοναδικού μας λογοτέχνη, που απόδωσε όσο κανείς άλλος και με τρόπο ανεπανάληπτο και αξεπέραστο την ιστορική αλήθεια και τις περιπέτειες του έθνους μας.

 Τότε ήταν που από στόμα σε στόμα κι από χέρι σε χέρι  μεταλαμπαδεύτηκε η δάδα της ελπίδας και της Αντίστασης. Στα χρόνια της Χούντας,  κάτω από τα αυστηρά βλέμματα και τις αστυνομεύσεις δασκάλων και καθηγητών, υποταγμένων κατ’ ανάγκη στα πειθαρχικά προγράμματα του Υπουργείου Παιδείας, η γενιά μου μαθήτευε ταυτόχρονα σε δυο συστήματα. Εκείνο  της υποχρεωτικής και το άλλο της προαιρετικής εκπαίδευσης.

Τα βιβλία του Λουντέμη, κυρίως τα μυθιστορήματά του, απαγορευμένης κυκλοφορίας  και ανάγνωσης, διαβάστηκαν και αφομοιώθηκαν  εκείνα τα χρόνια όσο κανένα άλλο βιβλίο. Κρυμμένα βαθειά στα σεντούκια και στις αποθήκες, επί δεκαετίες ολόκληρες, ξεμύτιζαν με την πρώτη ευκαιρία και κυκλοφορούσαν από σπίτι σε σπίτι, συνωμοτικά και παράνομα. Θυμάμαι με ευγνωμοσύνη και δέος έναν πρώτο μου ξάδερφο, που δούλευε οικοδόμος στην Αθήνα, αρχές της δεκαετίας του ΄70,  που πρώτος μου μίλησε για έναν «σπουδαίο  αγωνιστή – συγγραφέα» τον Μενέλαο Λουντέμη και μου εμπιστεύτηκε κάποιο από τα βιβλία του..

Θυμάμαι τον εκστασιασμό και το θαυμασμό που ένοιωθα από την πρώτη ανάγνωση για τα  βιβλία του αλλά και για τον ίδιο το συγγραφέα και τους ήρωές του, την ταύτιση μαζί τους, την ανάγκη μου να γνωστοποιήσω την ύπαρξή του και το έργο του σε όλα τ’ αγαπημένα μου πρόσωπα, συγγενείς, συμμαθητές και φίλους…

Θυμάμαι το κυνήγι που έκανα στη μάνα μου και τη θεια μου, πίσω απ’ τη μπουγάδα ή τις άλλες σπιτίσιες δουλειές τους,  για να τους επαναλάβω χωρίς ίχνος κόπωσης ή δυσφορίας,  κάθε απόσπασμα των βιβλίων του που με είχε συγκινήσει και συναρπάσει. Όπως χαρακτηριστικά θυμάμαι και τη δική τους   θετική ανταπόκριση καθώς και την επιβεβαίωση, λόγω γνώσης, βιωμάτων και εμπειρίας, της αλήθειας του λογοτεχνικού κειμένου. 

Στη διάρκεια μιας τεσσαρακονταετίας, από το 1945-1985, πολλά από τα βιβλία του με προεξάρχον το «ένα παιδί μετράει τ’ άστρα »  έφτασαν να εκδοθούν πάνω από 30 φορές!!! Η έκδοσή τους επαναλαμβανόταν με ταχύτατους ρυθμούς,  ενώ ήταν αδύνατο να ελεγχθεί ο αριθμός των αντιτύπων τους,  που τυπώνονταν και κυκλοφορούσαν κατά χιλιάδες και  σε  σύντομα χρονικά διαστήματα, αφού εξαντλούντο εν ριπή οφθαλμού.

Έτσι, στη διάρκεια της στυγνής εφταετίας, όπου «όλα τα σκιαζε η φοβέρα και τα  πλάκωνε η σκλαβιά», πολλά παιδιά και έφηβοι της ηλικίας μου, φοιτώντας στο «κρυφό σχολειό» του Μενέλαου Λουντέμη και ζυμώνοντας το ήθος, τις αξίες μας και τα όνειρά μας με τα όνειρα των ηρώων του, εκείνων που ποτέ δεν ενέδωσαν, ποτέ δεν πρόδωσαν και ποτέ δεν εγκατέλειψαν τον αγώνα τους για έναν καλύτερο κόσμο και για μια δικαιότερη κοινωνία, φτάσαμε στο κατώφλι της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.

 Εκεί, όπου η γενιά μου απέδειξε το σθένος, τις αρχές και τη δύναμή της.

Εκεί όπου η γενιά μου αιματοκυλίστηκε για λευτεριά-ανεξαρτησία-δημοκρατία. 

Ειπώθηκε από πολλούς και δικαίως τω λόγω,  πως αν κάποιος άξιζε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, περισσότερο από οιονδήποτε άλλον, αυτός είναι ο Μενέλαος Λουντέμης!.

 Ας όψονται,  οι αντικειμενικές συγκυρίες και  οι πολιτικές σκοπιμότητες της ταραγμένης εποχής μας, που του το στέρησαν…  

   

Μαργαρίτα Φρονιμάδη-Ματάτση

  


 

 


 

Ο Μενέλαος Λουντέμης (φιλολογικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Βαλασιάδη) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1912. `Ηρθε με την οικογένειά του στην Ελλάδα το 1924, ενώ από πολύ μικρός αναγκάστηκε να μπει στη βιοπάλη. Μετήλθε ποικίλα μέσα και διάφορα επαγγέλματα. `Εκανε το γραμματοδιδάσκαλο, τον ψάλτη και τον υπάλληλο, για να καταλήξει αρχιεργάτης στα τεχνικά έργα του Γαλλικού. Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Λουντέμης εντάχθηκε στην Αριστερά και έλαβε μέρος στην Αντίσταση. Μετά την απελευθέρωση χρημάτισε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων του ΕΑΜ.

Ο Λουντέμης υπήρξε ένας καθαρά στρατευμένος λογοτέχνης. Πολύ συχνά έβαζε στα έργα του τις πολιτικές του απόψεις, καθώς και τις προσωπικές του εμπειρίες. Εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων γνώρισε διωγμούς και εξορίες και γενικά ταλαιπωρήθηκε πολύ στη ζωή του. Το 1956 δικάστηκε για το βιβλίο του “Βουρκωμένες μέρες”, στο οποίο περιγράφει τα βάσανα των εξόριστων. Δυο χρόνια αργότερα κατέφυγε στη Ρουμανία, όπου και έζησε ως τη μεταπολίτευση. Το 1962 του αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1975. Πέθανε το 1977 από καρδιακή προσβολή, ενώ οδηγούσε.

Στα γράμματα ο Λουντέμης εμφανίστηκε μετά το 1930 με ποιήματα και διηγήματα τα οποία δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό “Νέα Εστία”. Το πρώτο βιβλίο του, η συλλογή διηγημάτων με τίτλο “Τα πλοία δεν άραξαν” (1938), τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο πεζογραφίας. Ως συγγραφέας ο Λουντέμης υπήρξε πολύ παραγωγικός. `Εγραψε πάνω από σαράντα έργα, καλύπτοντας ποικίλες περιοχές του λόγου. Η ρεαλιστική αντιμετώπιση της κοινωνικής πραγματικότητας είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό του έργου του.

Ο Λουντέμης έγραψε πολλά έργα, κυρίως διηγήματα και μυθιστορήματα. Κάποια από αυτά είναι: “Τα πλοία δεν άραξαν” (1938), “`Εκσταση” (1944), “Γλυκοχάραμα” (1944), “Συννεφιάζει” (1948), “`Ενα παιδί μετράει τ’ άστρα” (1956), “Θυμωμένα στάχυα” (1965), “Βουρκωμένες μέρες” (1953), “Καληνύχτα ζωή” (1946), “Οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος” (1956), “Της γης οι αντρειωμένοι” (1976) κ.α.

 

Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών Διεύθυνση: Ακαδημίας & Γενναδίου 8 Αθήνα 10678

   

 

   αριθμός επισκεπτών
       --