Σύγχρονα θέματα
"ανάπτυξη"


Οι κοινωνίες του ορεινού χώρου και οι επιστήμες του ανθρώπου

Μεθοδολογικές προσεγγίσεις

 

Βάσω Ρόκου

Μέτσοβο 23. 03. 09

 

Το βουνό ως γεωγραφικός παραγωγικός χώρος, με τις συνθήκες και το χαρακτήρα της εκμετάλλευσης της Φύσης, η ιδιαιτερότητα και η εξειδίκευση της παραγωγής στα χέρια των ορεινών πληθυσμών του, αλλά και η διάχυση στο χώρο για την εξασφάλιση της βιωσιμότητάς του, διαμόρφωσαν το όριο των δυνατοτήτων διαβίωσης των κοινωνιών που κατά τον F. Braudel σημειώθηκε «ανάμεσα στο εφικτό και το ανέφικτο». 

        Ο ορεινός χώρος αποτέλεσε έναν ευρύ τομέα του αγροτικού κόσμου, που ελάχιστα είχε μελετηθεί από την ιστοριογραφία, η οποία ωστόσο είχε αναδείξει την έννοια των συνόρων και την ιστορική προέλευση των ορεινών ομάδων, κύρια παράμετρο της Διπλωματικής Ιστορίας. Οι σχετικές μελέτες της γεωγραφίας του ορεινού χώρου που εκπονήθηκαν από τις αρχές του αιώνα, είχαν ως άξονα τα ζητήματα των συνόρων και των επιρροών του βαλκανικού κόσμου, τα επιμέρους εθνικά προβλήματα που ανάγονταν σε ζητήματα της Πολιτικής Βαλκανικής Ιστορίας. Προηγούμενες ιστορικές μελέτες του αντικειμένου αναζητούσαν την τεκμηρίωση στην ιστορία της προέλευσης των πληθυσμών που ασκούσαν την κτηνοτροφία, ενώ οι μαρτυρίες των ιστορικών για τους ορεινούς πληθυσμούς, και ειδικότερα για την κτηνοτροφία που ασκούσαν ως τρόπο ζωής και ως οικονομία, δεν ήταν παρά  σποραδικές και αποσπασματικές αναφορές.

        Η προσέγγιση του ορεινού χώρου και των κοινωνιών του, άρχισε να αποτελεί μέρος των επιστημολογικών συζητήσεων όταν αναπτύχθηκε η γεωγραφία και η δημογραφία, όταν η ιστορία του κλίματος φάνηκε να ενδιαφέρει τους ιστορικούς, η ιστορία των τεχνικών ανέδειξε τη σχέση τους με το περιβάλλον, και οι κοινωνίες μπορούσαν να διακριθούν σε αγροτικές και αστικές, σύμφωνα με την ιστορική περιοδολόγηση της οικονομίας τους, τη διάκριση δηλαδή υπαίθρου και πόλης και την ανάπτυξη καθενός σε μια σχέση ισορροπίας και πάντως αξιοποίησης της μιας από την άλλη. Η γεωγραφία των ανθρώπινων δραστηριοτήτων άρχισε από τα μέσα του 20ου αιώνα να απασχολεί την εθνολογία και το έργο του A. Leroi-Gourhan, εισέδυσε στην ανίχνευση των  εσωτερικών σχέσεων του χώρου με τις δραστηριότητες.

        Η ανάδειξη ορισμένων χώρων της έρευνας και η διόγκωση μερικών από αυτούς σε αυτοτελείς επιστημονικούς τομείς όπως είναι η οικονομική ιστορία, η ιστορία του κλίματος, η ιστορική δημογραφία, και ακόμα, ο ενδοεπιστημονικός διάλογος, γόνιμος για τους συνομιλητές, επέτρεψαν την ανάπτυξη επιστημονικών μεθόδων προσέγγισης που οδήγησαν την έρευνα στην κατανόηση και την ερμηνεία της συνολικής ιστορίας των κοινωνιών, κάτι που ετέθη και ως το ζητούμενό της. Όχι μιας εγκυκλοπαιδικής ιστορίας, αλλά μιας ιστορίας στην πολλαπλότητα των παραμέτρων της που αποκαλύπτει όλο και περισσότερες πτυχές της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής πραγματικότητας. Και εδώ, η ιστορία και η ανθρωπολογία φάνηκε να έχουν κοινούς στόχους. 

         Η μπρωντελική ιστοριογραφία των διαρκειών συνέδεσε τη γεωγραφία με την οικονομία και αποκάλυψε τις δομικές σταθερότητες και τα μόνιμα χαρακτηριστικά, αλλά και την έννοια της εξέλιξης, για να συναντήσει την έννοια της ανθρωπολογικής αντίληψης στο  έργο του Cl. Levi- Strauss, και στη διατύπωση της σκέψης ότι για τις επιστήμες δεν υπάρχει κατακτημένη αλήθεια. Διανοητής δεν είναι αυτός που εκφράζει τις αληθινές απαντήσεις, αλλά εκείνος που θέτει τα πραγματικά ερωτήματα. 

 

        Η σημαντικότερη προσέγγιση του ορεινού χώρου άρχισε να διαφαίνεται στα μέσα σχεδόν του 20ου αιώνα, με τη Μεσόγειο του F. Braudel, το έργο που εκπροσωπεί τη βασική προβληματική της Σχολής των Annales, και έχει τις ρίζες του στο πρώτο τέταρτο του αιώνα. Είναι το έργο που αφύπνισε τους ιστορικούς που είδαν τον κόσμο με άλλα μάτια. Εγκαινιάστηκε μ’ αυτό μια νέα οπτική που αξιοποιούσε πολλαπλά την πρόταση για την κατάργηση του συμβατικού χρόνου της ιστοριογραφίας, σύμφωνα με το μάθημα που οι ιστορικοί είχαν αποκομίσει από την εθνολογία, η οποία με τη σειρά της δανειζόταν την έννοια της προβληματικής και της ιστορικότητας των φαινομένων. Είχε προηγηθεί η περιοδολόγηση των προκαπιταλιστικών κοινωνιών, με το έργο του Μαρξ για τους προκαπιταλιστικούς οικονομικούς και κοινωνικούς σχηματισμούς, μια θεωρία που γνώριζε επίσης την ανθρωπολογική κουλτούρα της εποχής και αποτέλεσε και τη βάση για τη δημιουργία της οικονομικής ανθρωπολογίας, στο πλαίσιο της σχολής των Annales, και μια θεωρία που έδινε στους ερευνητές νέα εργαλεία ανάγνωσης των κοινωνιών.

        Οι ορεινές πληθυσμικές ομάδες, με την ιδιαίτερη αγροτική οικονομία και την αντίστοιχη κοινωνία, αποτέλεσαν αντικείμενο της λαογραφικής και εθνολογικής έρευνας ως προς τις παραδοσιακές δομές της πολιτισμικής τους ζωής. Καταγράφηκαν ως κοινωνίες ελάσσονος σημασίας και χαράχτηκαν στα περιθώρια της σχετικής ιστοριογραφίας με τρόπο ανάλογο της λανθάνουσας ιστορικής τους παρουσίας στα περιθώρια  των μεγάλων αυτοκρατοριών και των ιστορικών διεργασιών, με την ευκαιρία της παρουσίας τους στις συγκρούσεις  και τις μετακινήσεις των πληθυσμών που διεκδικούσαν οριστικό τόπο διαμονής από τον 6ο μέχρι τον 15ο αιώνα στη Βαλκανική. Εμφανίστηκαν στο διαμορφωμένο ιστορικό προσκήνιο με την εξάπλωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (της τελευταίας νομαδικής ομάδας που κατέκτησε τη Μ. Ασία και απέκτησε έξοδο στη Μεσόγειο).

        Στην Μεσόγειό του ο F. Braudel μίλησε αρχικά για την ιστορία ως πρόβλημα, έπειτα μίλησε για τη διαδοχική προβληματική, από την ακίνητη ιστορία, την ιστορία του ανθρώπου σε σχέση με τον περίγυρό του, την ιστορία των αργών ρυθμών που ανέδειξαν ως κύριο αντικείμενό τους την κοινωνία, το ρόλο τους, όπως αυτός διακρίνεται στις οικονομίες, στις κοινωνίες, στους πολιτισμούς, φτάνοντας σε μια κλιμάκωση των κοινωνιών, στην ανάλυση των κοινωνιών αυτών. Πως προέκυψαν τα μεγάλα μεθοδολογικά ζητήματα, για να καταλήξει ότι εκείνο που μεταβάλλεται στο έργο του ιστορικού είναι η προβληματική.

 

        Αρχίζοντας τον πρώτο τόμο έθεσε τη διάκριση των χερσονήσων: όρη, οροπέδια, πεδιάδες, σχηματίζοντας το χάρτη όλης της Μεσογείου και προτάσσοντας: πρώτα απ’ όλα τα βουνά. Ο ορισμός του βουνού, σ. 35, το προσδιορίζει ποιοτικά, αλλά από την αρχή αναρωτιέται, άραγε είναι τα φτωχότερα μέρη της Μεσογείου; Η Μεσόγειος, περιβάλλεται από βουνά και το βουνό υπήρξε η οικονομική και πολιτική προέκταση του περίγυρού του και έθετε συχνά τις προϋποθέσεις του σχηματισμού των κοινωνιών στην πορεία της εξέλιξής τους, και ακόμα ότι η ιστορία της θάλασσας είναι προϊόν των ανθρώπων του βουνού, για να προσθέσει ωστόσο ότι στην πραγματικότητα η σχέση του βουνού με τη ιστορία δεν είναι επαρκής όταν η ανάλυση στηρίζεται μόνο σε γεωγραφικούς όρους.

 

        Αναγνωρίζει ότι ο άνθρωπος του βουνού, ο ορεσίβιος, είναι ένας ανθρώπινος τύπος γνωστός σε όλη τη μεσογειακή λογοτεχνία, και η σύλληψη της ενιαίας ορεινής μεσογειακής πραγματικότητας, της Βαλκανικής του Cvijic, αφορούσε τους διεσπαρμένους οικισμούς, τους συνοικισμούς δηλαδή, ημι- ποιμενικής φύσης και τα πεδινά χωριά. Η διάκριση του ορεινού κόσμου ως χώρου που διαβιώνει μακριά από τον πολιτισμό, της πόλης και της πεδιάδας. Η ιστορία του είναι, «να μην έχει ιστορία», να μένει στο περιθώριο των μεγάλων πολιτισμογενών ρευμάτων, τα οποία εντούτοις κυλούν με πολύ αργό ρυθμό. Τα ρεύματα αυτά, ενώ έχουν την ικανότητα να απλώνονται οριζόντια, δεν έχουν καμία ισχύ για μια κάθετη κίνηση. Η εγκατάσταση των στρατοπέδων ήταν η μόνη, από τη ρωμαϊκή περίοδο, που μπόρεσε να διεισδύσει στην ορεινή επιφάνεια. Το βουνό εκτός ορισμένων περιπτώσεων έμεινε κλειστό στη διείσδυση, 40, αλλά όταν αυτό επιτεύχθηκε δεν ήταν απόλυτο. Η απομόνωση των πληθυσμών επίσης ήταν μια αλήθεια και η εδραίωση του κράτους ήταν ζήτημα της πυκνότητας των πληθυσμών, η διασπορά των οποίων δεν ήταν ευνοϊκή γι’ αυτό. Οι διαιωνιζόμενες δράσεις μαρτυρούν τη συνέχεια μιας ιστορίας που έχει απόσταση από τα μεγάλα ρεύματα της ιστορίας, 45, ενώ η μεγάλη ιστορία περνάει μακριά τους, αποκρούεται από τα βουνά, ή δέχεται με δισταγμό. Έτσι και τα βουνά στάθηκαν άσυλο της ελευθερίας. Τα μεσογειακά βουνά στέκονται ανοικτά στους δρόμους, που αποτελούν προέκταση της πεδιάδας, της ισχύος της προς τα πάνω, προς τα ψηλά. Η ποικιλία των πόρων των βουνών, από τα οπωροφόρα μέχρι τα δάση, και εδώ, η ζωή όσο δύσκολη και αν είναι δεν είναι και αδύνατη. Η μετάβαση των ορεσίβιων στην πόλη τόσο λόγω της μικρής ποσότητας των πόρων, όσο και λόγω της δημογραφικής τους αύξησης, ήταν διαρκής και εκτεταμένη. Η διασπορά των ορεσίβιων, και η εμφάνισή τους σε όλες τις αναπτυσσόμενες πόλεις, έδειξε το βουνό ένα εργαστήρι, μα ζώνη που εκπέμπει ανθρώπους. Ακόμα και ιστορία της θάλασσας είναι προϊόν των ανθρώπων του βουνού. Η αντίθεση βουνού-πεδιάδας είναι θέμα χρονικής περιόδου. Οι πρώτες καλλιεργήσιμες εκτάσεις στο μεσογειακό χώρο είναι των βουνών.

         Οι εποχικές μετακινήσεις των βοσκών, ο νομαδισμός, οι εισβολές των αράβων και των τούρκων, ο βαλκανικός νομαδισμός, οι υπερεκατονταετηρικοί κύκλοι, οι κρίσεις, το κλίμα, τα σύνορα, εμπορικό ισοζύγιο και μετανάστευση, η κυκλοφορία και οι συνθήκες, η μεσογειακή ανθρωπογρωγραφική ενότητα, οι δρόμοι και οι πόλεις, τα μεγάλα κέντρα, ο δρόμος προς την τράπεζα, οι απαραίτητοι μετανάστες. Έτσι διαχειρίζεται την ιστορία του κόσμου, το χρόνο της ιστορίας, της γεωγραφίας των κοινωνιών και τη διαδρομή των πολιτισμών ο F. Braudel. 

 

 

 

 

 

  
    αριθμός επισκεπτών