Πολιτισμός

"εκθέσεις"

Έκθεση Ζωγραφικής του Καλλιτέχνη

Σταύρου Μπαλτογιάννη

ΧΩΡΙΣ ΜΟΝΤΕΛΟ

Μουσείο Μπενάκη

Κουμπάρη 1

Εγκαίνια Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2009

 

Γράφει η Μαίρη Κολιού

 


Μπροστά στην "Πλησμονή", 24.06.09

Για κάποια χρόνια σιώπησε, για να τον ακούσουν τώρα: συνάδελφοι, φίλοι, φιλότεχνοι και όχι, περίεργοι και ιστορικοί της τέχνης, μέσα από την πρώτη, την τόσο καθυστερημένα, αναδρομική του – αφιέρωμα του Μουσείου Μπενάκη του Κολωνακίου, με τίτλο «Σταύρος Μπαλτογιάννης, Χωρίς Μοντέλο», 15.09.09 – 25.10.09.

 

«Έχεις μοντέλο – παντού αιωρείται», κάποιοι του είπαν και περιστασιακά του έλεγαν, χωρίς βεβαίως ίχνος πρόθεσης αμφισβήτησης της αλήθειας του (που ίσως και να μην την ήξεραν) – την στ΄ αλήθεια ανεξήγητη με την κοινή λογική ικανότητά του να συλλαμβάνει φιγούρες που περνούν, ωσάν τρένο, από μπροστά του, και να τις τραγουδάει με τη δική του – την προσωπική φωνή του χρωστήρα του, και μάλιστα με πολύ μεγάλη άνεση να μετατρέπει αυτό το συγκεκριμένο άπειρο σε πεπερασμένο, να τις περιγράφει (τις φιγούρες) με γραμμές στο χαρτί, να τις γράφει ως εικόνες στα λευκά του τελάρα, να …, να … ˙ με δυο λόγια, με μαεστρία, να μετατρέπει το απεριόριστο σε πεπερασμένο. Πώς αλλιώς άλλωστε κανένα από τα εκατοντάδες σχέδια, και τα περισσότερα από 400 και πλέον έργα (πολλά εκ των οποίων εντοπίστηκαν όντας χαμένα επί δεκαετίες) να μη μοιάζει με το προηγούμενό του ή το επόμενό του, και ας είναι όλα δικά του, μα κατά-δικά του, χωρίς να αντιγράφει την όποια φύση - ακόμα και όταν πρόκειται για νεκρές φύσεις ή τοπία.

 

Τοπία, νεκρές φύσεις, γυμνά – ντυμένα γυμνά τα λέω (ανδρικά ή γυναικεία), μανούλες με μωρά, και πορτρέτα (ένα εκ των οποίων και αυτό της πρόσκλησης και της αφίσας) είναι τα εκτιθέμενα στην έκθεση˙ 62 τον αριθμό, επιλεγμένα από τα 130 του καταλόγου. Γι’ αυτό, αναρωτιέμαι: Η αναζήτηση της ταυτότητας της γυναίκας του Χ πίνακα, του Χ καλλιτέχνη, είναι άραγε το πλέον ενδιαφέρον για την ανάλυση της γοητείας ή όχι του έργου του; Σαφέστατα ΟΧΙ! Απεναντίας, η κρυμμένη ουσία, η σιωπηλή δύναμη ή όχι της δουλειάς του, το πεδίο των στοχασμών του – το προσωπικό στοιχείο του - η γραφή του, κ. ά. είναι τα κάποια από τα όσα μυστικά του θα πρέπει να ανακαλύψουμε, άρα να αναζητήσουμε και που, τελικά, θα πρέπει να ανασύρουμε από τα τελάρα του, βυθίζοντας το βλέμμα μας βαθιά, κι όλο και πιο βαθιά, και με ενδιαφέρον κι αγάπη στην αύρα που άφησε στους καμβάδες του, φτάνοντας, αν είναι δυνατόν, μέχρι και στην ποιότητα των ινών τους.

 


Μπροστά στο έργο του "Κόρη με το λευκό φόρεμα"

Σχεδιάζει οπουδήποτε – στο τραπέζι ή την πολυθρόνα του. Ζωγραφίζει σ’ ένα χώρο τριών – τεσσάρων τετραγωνικών, με το φως της λάμπας˙ μακριά κι από το κοντινότερο παράθυρο. Εκεί, στην προσωπική αυτή γωνιά του, απομονωμένος, αναμετράται με τον εαυτό του, και ζωγραφίζει για να ζωγραφίζει (με προσήλωση στις αξίες της καθαρής ζωγραφικής, θέλω να πω). Κι αυτό, γιατί «γεννήθηκε ζωγράφος, δεν έγινε» όπως σημειώνει ο Ν. Κούνδουρος στο προλογικό σημείωμα του καταλόγου που συνοδεύει την έκθεση. Αλλά και γιατί υποκλίθηκε στο χάρισμα που του δόθηκε, και με σεβασμό το υπηρέτησε χωρίς βλέψεις εμπορικότητας και προβολής, θα προσέθετα. Άλλωστε, όπως και ο ίδιος επίσημα το δήλωσε, και όπως όλοι το ξέρουμε «για τα προς το ζñν, είχε βρει άλλον τρόπο». Έναν άλλο τρόπο, καθόλου απέχοντα από τη θεραπεία (με την έννοια της υπηρεσίας) της τέχνης κι αυτός, κι όχι του φτωχού συγγενούς,  αυτονόητο.

 

Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο πλέον οξυδερκής παρατηρητής και λάτρης του έργου του, και ο καλύτερος, και ο μεγαλύτερος, και ο βαθύτερος γνώστης της κλασσικής ζωγραφικής των Μουσείων της Γαλλίας και της Ιταλίας, ο Τσαρούχης, του εξέφραζε το θαυμασμό του, λέγοντάς του: «Βρε Μπαλτογιάννη, πώς μπορείς εσύ και δουλεύεις τόσο ωραία το αυγό! ˙ ήταν τότε γύρω στο 70. Δεν είναι επίσης τυχαίο που, και αργότερα, αυτόν τον ίδιο, τον ευρυμαθέστατο άνθρωπο που απέπνεε Βυζάντιο και Ελλάδα, το ίδιο τον προβλημάτιζε και η μετέπειτα τεχνική του˙ σε κείνες τις δύσκολες ώρες της μοναξιάς, προς το τέλος της δεκαετίας του 80, και με τα γνωστά προβλήματα υγείας, ακόμα πάλευε να ζωγραφίσει πορτρέτα, από μνήμης, σε χαρτονάκια, προκειμένου να μάθει τα μυστικά της συμπεριφοράς της κηρομαστίχης του Σταύρου Μπ., στους διαλόγους της με το πινέλο.

 

Δεν ξέρω να πω αν συνειδητά ή από εύνοια της τύχης ο Μπαλτογιάννης ακολούθησε, κατά γράμμα, τη «Διαθήκη» του Ροντέν προς τους νέους. Πάντως, αφού σπούδασε για τα καλά στην Α.Σ.Κ.Τ. (απόδειξη οι διακρίσεις του στο γυμνό και το τοπίο), μελετώντας εκ του φυσικού, ύστερα πήγε στα μουσεία της Φλωρεντίας αρχικά και της Ρώμης στη συνέχεια (με υποτροφία του Ι.Κ.Υ), για να δει πώς αποδίδονταν από τους μεγάλους δασκάλους αυτό που αναζητούσε ο ίδιος με αφετηρία το ζωντανό μοντέλο. Κι αφού πάτησε γερά στα πόδια του, έκανε την επανάστασή του. Και απελευθερωμένος πια, επέλεξε μια πορεία που οι σύγχρονοί του την προσπέρασαν ή την αρνήθηκαν.

 

Αφουγκράστηκε τα ψιθυρίσματα των πραγμάτων που γύρευε να παραστήσει. Δεν ξεχνώ την κόρη, με το λευκό το φόρεμα, την καθισμένη στην καρέκλα κρατώντας αγγείο, στηριγμένο στα πόδια της. Το σημείο αναφοράς μου, για να ξεδιαλύνω αν ο ίδιος ήταν φωτογραφημένος μπροστά σε έργο ή στην πόζα, καθώς, όχι ξεκάθαρα, διέκρινα και καβαλέτο, ήταν οι πτυχώσεις του κάτω μέρους του φουστανιού της, που κρέμονταν στο δεξί πλάι του καθίσματος. Όχι! Στη φωτογραφία ήταν λίγο μετά που τέλειωσε τη Σχολή, και στέκονταν μπροστά στον τελειωμένο πίνακά του, από μοντέλο!.

 


Κρατώντας στα χέρια του τη "Θάλεια", Αθήνα 24.06.09

Τον φωτογράφησα το καλοκαίρι του 09 μπροστά στην «Πλησμονή». Νομίζω ότι καδράρισα την αλήθεια. Στο δεξί μέρος του εγκεφάλου του είναι η μία από τις πολλές γυναίκες του, που αν τις ζωγράφιζε χρησιμοποιώντας τες ως μοντέλο δε θα τον είχε πάρει η ζωή. Την άλλη μέρα, όχι στημένα, τον φωτογράφησα και πάλι, κρατώντας στα χέρια του τη «Θάλεια». Μου φάνηκε απορημένος, ακόμα και με τον ίδιο του τον εαυτό. Ήταν σα να έλεγε: «Πού τη βρήκα εγώ αυτή τη μορφή; Πώς την έπιασα; Πώς την έφτιαξα!»

 

Χωρίς αμφιβολία, ψάλλει της σιωπής τις αρετές. Με γαλήνιες στάσεις, και ρυθμικές κινήσεις, γεφυρώνει: τα παράλια της Ιωνίας, με το Βυζάντιο, τον Μεσαίωνα, και την Αναγέννηση, με τις πτυχώσεις του. Οι πτυχώσεις του! Ηχώ κυματιστών λινών και μεταξωτών ρούχων που ταιριάζουν μόνον σε γυναίκες γεννημένες για να τις υπηρετούν, κι όχι να υπηρετούν την καθημερινότητα. Και να καλπάζουν με τη διάνοια – το πνεύμα – την πνευματικότητά τους. Και νάναι και στολισμένες με τα -  καμωμένα από τους καλύτερους χρυσικούς όλου του κόσμου  -  χρυσά κοσμήματά τους, που κι αυτά δικά του είναι.

 


"Αμυμώνη η νύμφη"

Αυτών των γυναικών τους ώμους θέρμανε με το βλέμμα του, κι έγιναν οι ώμοι τους βότσαλα λειασμένα από τη δράση των κυμάτων. Κι έγιναν και τα γόνατα της «Ροδωνιάς», της «Θάλειας», της «Νύμφης Αμυμώνης», της «Αιδούς», της «Τρισεύγενης», … , της «Πηνελόπης» με την υπεραπλουστευμένη φόρμα, … , βότσαλα από τον «Ευαγγελισμό» του.

 

Φίλιωσε τη φόρμα με το φως. Κι έκανε όγκους – βουνά, εκεί όπου γύρευε την πρώτη ισορροπία. Τόλμησε την υπέρβαση και κατάφερε να κάνει ζωγραφική που θα αντέξει στο χρόνο. Γιατί και αληθινή είναι, αλλά και γιατί κρύβει μέσα της και τη σιωπηλή δύναμη της ζωγραφικής (με την αυξημένη κι ανεξήγητη πυκνότητα της αφαίρεσης), μα και της γλυπτικής την εσώτερη δύναμη (με τους βγαλμένους όγκους). Και πύκνωσε το έργο του σπέρνοντας ρόδια, σταφύλια κι άλλους καρπούς – ευχές και προσφορές σε οβάλ πιατέλες, μαζί με ρόδα κι άλλα αγριολούλουδα και στεφάνια, προς όλες τις γενιές των γυναικών του που τις θέλει να χαίρονται τη ζωή, το όνειρο, και τον έρωτα. Τα έσπειρε με αναπνοές, εκεί όπου μαρκάρισε την ισορροπία που έλειπε στο θόλο που - με την προηγούμενη θεματική, φορματική και χρωματική ισορροπία - είχε χτίσει.

 


Λεπτομέρεια από την "Πηνελόπη"

Από τo μοδάτο βιογραφικό που έλειπε, οδήγησε τους πάντες στην ουσία. Να! μια άλλου είδους επιτυχία, συρμού μακράν. Αυτή λοιπόν η ουσία είναι που μάγεψε, και γητεμένους άφησε τους επισκέπτες του να φεύγουν παίρνοντάς την μαζί τους, και διαβεβαιώνοντας: Ο Μπαλτογιάννης θα μείνει χρονοανθεκτικά μοντέρνος. Πραγματικά είναι πολύ προχωρημένος. Το ακούω από όλων τις ψυχές.

 

Όσο για μένα, με το προνόμιο του να βλέπω τα έργα – όλων των δεκαετιών, σε προσωπικό επίπεδο, και σε απόσταση αναπνοής – μικρότερη κι απ’ αυτή του ζωγράφου από το τελάρο του, αλλά και με την ευχέρεια του να καδράρω λεπτομέρειες (ζουμάροντας πάνω τους με τη μηχανή μου), οι μιας άλλης εμβέλειας διαπιστώσεις μου, με κάνουν να λέω ότι η λεπτομέρεια είναι η υπογραφή του˙ κι ας μην την ψάχνουμε οπουδήποτε αλλού στον πίνακα, αν δεν υπάρχει γιατί τη λησμόνησε. Το είπα, κι εξακολουθώ να το λέω καθώς διαρκώς μου αποκαλύπτονταν – νται, νέοι ζωγραφικοί κόσμοι – ολόκληροι αυτοτελείς πίνακες (μέσα στους πίνακες). Μου επιτρέπεται λοιπόν να πω ότι οι λεπτομέρειες, θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο σειράς διαλέξεων με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για τους φοιτητές των Καλών Τεχνών, της Ιστορίας της Τέχνης, αλλά και για τους εκκολαπτόμενους Κριτικούς της Τέχνης. Και γιατί όχι, και μιας έκθεσης με τίτλο π.χ. «Όταν οι μικροί γίνονται μεγάλοι», με πίνακες τις λεπτομέρειες. Το ελπίζω και το εύχομαι, αν η διάθεσή του τού το επιτρέπει να επαναλάβει τον εαυτό του˙ πολύ καλά το ξέρω το πόσο πολύ δύσκολο είναι  για ένα δημιουργό το να γυρίζει πίσω κι όχι να πηγαίνει μπροστά – στο μέλλον. Μέχρι τότε, καλή αντάμωση στην επόμενη έκθεσή του, με τις όποιες εκπλήξεις και αν αγαπά εκείνος να μας υποδεχθεί. Να  ακούμε καλά το όνομά του, εύχομαι.

 

Μαίρη Κολιού, 22.10.09

Τις φωτογραφίες μας τις έστειλε η Μαίρη Κολιού

◄Πίσω στην έκθεση "ΧΩΡΙΣ ΜΟΝΤΕΛΟ"

 

αριθμός επισκεπτών
    --