Η Μαίρη Κολιού γράφει για την
έκθεση και
τον Σταύρο Μπαλτογιάννη
«ΖΩΣΙΜΑΔΩΝ ΔΡΑΣΕΙΣ 2006» και «ΕΥΕΡΓΕΤΙΣΜΟΣ»
Η αξιόλογη
έκθεση 25 εικαστικών, ηλικίας από 40 ετών και πάνω, δηλαδή ανθρώπων άλλων
δοκιμασμένων κι άλλων με δρόμο ακόμα μπροστά τους, κυρίως Ηπειρωτών, στην
αίθουσα Αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος, από 04.09.06 – 30.09.06, πολλά είχε να πει.
κι ασφαλώς πολλές γόνιμες συζητήσεις να ανοίξουν.
Στα εγκαίνια, ανάμεσα στα 200 και πλέον άτομα, Θυμάσαι; … Θυμάμαι! …
λέγαμε στα πηγαδάκια με τους συμμαθητές και φίλους από τα πρότυπα της Ζωσιμαίας
Παιδαγωγικής Ακαδημίας και της Ζωσιμαίας Σχολής στη συνέχεια. Θυμάστε; … ρώτησα
και τον Σταύρο Μπαλτογιάννη, τον στην κορυφή της πυραμίδας ηλικιών των
συμμετεχόντων καλλιτεχνών, προκαλώντας τον για έναν δικό του προς τα πίσω
χρονικό διασκελισμό.
Βρισκόμασταν μπροστά στα κηρομάστιχά του «Πλησμονή», 1.20Χ1.20 εκ, 2006,
και «Προσδοκία», 1.20Χ0.50 εκ, 2005. Δεξιά μας ένας Παπαγιάννης, και παραδίπλα
δυο Μπίτσικες. Ταυτόχρονα με την ερώτησή μου γυρίσαμε απέναντι.
προς τους Σαρακατσιάνο, Σαρελάκου, Μάιπα, Β. Καζάκο, … , Μορέττι. Στον ίδιο αυτό
– απέναντί μας, χώρο, το 1959, περίπου μισό αιώνα πριν δηλαδή, έστεκαν τα έργα
της πρώτης του ατομικής στα Γιάννενα. Γι’ αυτό και τον ρώτησα.
Σταύρος Μπαλτογιάννης στην Α.Σ.Κ.Τ.
Οι εικόνες από το αρχείο της μνήμης του, διαδέχονταν η μια την άλλη. Και
τον θείο του Νίκο Σκοπούλη (1907-1990), τον άγιο γιατρό των Ιωαννίνων όπως όλοι
μας τον θυμόμαστε και όπως κάθε τόσο έτσι τον μελετάμε, αδερφό της επίσης αγίας
μητέρας του (της Θοδώρας), κηδεμόνα και χρηματοδότη των σπουδών του – από το
Γυμνάσιο, στην Α.Σ.Κ.Τ, στο μεταπτυχιακό του στη Φλωρεντία, μέχρι και το 59
(χρονιά κατά την οποία εξασφαλίζει την υποτροφία του Ι.Κ.Υ. για σπουδές στη
Συντήρηση, στη Ρώμη) - ανάμεσά μας τον αισθανόμουνα. Τον έβλεπα δε φωτισμένο από
τη χαρά και την ικανοποίηση που είχε εισπράξει από τον ανιψιό του.
όχι μόνον με την ξεχωριστή θέση που κατέχει ανάμεσα στους ζωγράφους, όχι μόνον
με την τύχη που είχε στην καριέρα του να συντηρήσει ανεκτίμητης αξίας θσαυρούς
(θεωρείται κι είναι από τους κορυφαίους συντηρητές αρχαιοτήτων και έργων
τέχνης), αλλά και για την εξής μοναδικότητά του: μέχρι και σήμερα, στα δέντρα
των Μπαλτογιάννη & Σκοπούλη με τους πολλούς και καλούς γιατρούς (εκ των οποίων
κάποιοι και με Πανεπιστημιακούς Τίτλους), παραμένει ο πρώτος και μοναδικός
εικαστικός, και μάλιστα με τις δικές του περγαμηνές στον κλάδο του. Έτσι, όποτε
με το νήμα του δικού μου νου προσεγγίζω τους Νίκο & Θοδώρα, βαθιά υποκλίνομαι
στη μνήμη τους.
Όσοι γνωρίζουν τον Σταύρο Μπ. (έτσι υπογράφει τους πίνακές του), έστω και
για λίγο, τον περιβάλλουν με σεβασμό κι εκτίμηση. όπως άλλωστε
κι όλοι από τον ευρύ και εκλεκτό κύκλο του. Καλοφτιαγμένος και στέρεος άνθρωπος.
Γλυκομίλητος και προσηνής με τους φίλους. Σύμβουλος ειλικρινής και
καλοπροαίρετος. Ποτέ δεν έστρεξε σε μικρότητες, παζάρια και συναλλαγές. Έζησε με
μοναδικό σκοπό το συμφέρον της τέχνης του, και μακριά από παρατάξεις πολιτικές
και καλλιτεχνικές.
Λογαριάζω την απόσταση του χτες από το σήμερα, στην καλλιτεχνική του
δράση. Οι δύο έπαινοι υπαίθριων σπουδών, ο έπαινος ημίγυμνου και το βραβείο
γυμνού, υπογεγραμμένοι από τον ίδιο τον Κεφαλληνό πάνω στον τίτλο σπουδών του,
επισφράγισαν την εικαστική του ταυτότητα, όχι τυχαία, πιστεύω. Με τις δύσκολες
αρχές που τον καθοδηγούσαν πάντα, παρέμεινε στοχαστής του βλέμματος.
των δωρεών της αφής από κάποιο ξεχασμένο άγγιγμα ψυχής. Αδιάφορος σε κρίσεις
αβασάνιστες, αλλά προσεκτικός στο έπακρο για ό,τι θα μπορούσε να τον βοηθήσει
στο να τελειοποιηθεί, παρέμεινε οδοιπόρος των αναζητήσεών του για να φτάσει στην
τελειωτική κι απόλυτη έκφραση της πρωταρχικής του αγάπης για τη γραμμή, τη
φόρμα, το χρώμα, το γυμνό, το τοπίο, … , το δικό του συνδετικό υλικό των
χρωμάτων που αναζητούσε και κατέληξε να κάνει τέτοιο το κηρομάστιχό του. Από κει
κι ύστερα, η υγρασία του πράσινου, η θέρμη του κόκκινου, η πνευματική σαγήνη του
γαλάζιου, η γήινη δύναμη της ώχρας είναι η περιουσία που κουβαλά πάνω του – στο
μυαλό του.
Όποιος κι αν είναι ο τίτλος του έργου του που μας γοητεύει (είδαμε την
«Πλησμονή» και την «Προσδοκία») έχει το φίνο άρωμα και τη φρεσκάδα της πούδρας
μιας φινετσάτης γυναίκας: στο νου, στη στάση, στη δράση, στη ζωή. Έτσι τις θέλει
ο Μπαλτογιάννης τις γυναίκες του. όπως κι αν τις έχει πει στο
τέλος: «Γυναίκα», «Νύφη», Νύμφη», «Γλυκοφιλούσα», «Βρεφοκρατούσα», «Μέθεξη»,
«Νοσταλγία», «Προσφορά», «Ενόραση», «Πορτρέτο», «Φιλαρέσκεια»,… Βγαλμένες από το
σαπουνοποιημένο κερί και το μαστίχι, που αν δε νοιώσεις την υφή του, κι αν δε
δεις τη λευκότητά του – όμοια με του μεταξιού το λευκό και το αφράτο, φοβάμαι δε
θα έχεις καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος της αξίας του έργου – της πάντοτε
τρισεύγενής του. όσο κι αν η με λόγια ανάλυση προσπαθεί να σε
μυήσει στην πεμπτουσία του.
Κι αν ίσως προς στιγμή, αναρωτηθείς: Τι είναι για κείνον το γυναικείο
γυμνό; Κι από πού πηγάζει ο τόσος ερωτισμός και η νεανικότητα που αποδίδει;
Αυτόματα, και με τη βοήθεια του έργου, θα πρέπει να αυταπαντηθείς: Δεν είναι
παρά το μετα-οργανικό σώμα. το σώμα δίχως όργανα.
το σώμα το οραματικό που βγήκε από το σκεπτόμενο βλέμμα του, την ωριμότητα της
ματιάς και της αληθινής εσώτερής του γνώσης. Γι αυτό και δεν χρησιμοποιεί, ούτε
και του χρειάζεται, μοντέλο. Έχει τόσο πολύ μελετήσει το γυμνό στις σπουδές του,
που τώρα πια δεν του αντιστέκεται. Απλά, κάθε φορά, εφευρίσκει μια σχέση, και
συνομιλεί μαζί του ανέγγιχτα. Με κυκλικές κινήσεις το περιγράφει στο χαρτί, κι
ύστερα το μεταπλάθει πάνω στο τελάρο, μ’ έναν απέραντο σεβασμό κι ερωτισμό που
τον κρατάει ζωηρό και για το μέλλον. μέχρι που να δει μεγάλα
τα νήπια και προνήπια εγγόνια του, εύχομαι.
Η ήρεμη φωνή του έργου, είναι η υπογραφή του. Μα κι αν ίσως κανείς
ξεγελαστεί και κρίνει τον Μπαλτογιάννη – λόγω της ηρεμίας που αποπνέουν τα έργα
του, ως έναν όχι μοντέρνο ζωγράφο, θα βρεθεί αντιμέτωπος με τα λόγια του
σημαντικού εκπροσώπου της ψηφιακής τέχνης, του Γερμανού εικαστικού Γκέρχαντ
Μάντζ, ο οποίος με χαμόγελο είπε σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στην Αθήνα:
«Αυτή την εποχή, στη Γερμανία, είναι ξανά στη μόδα η ζωγραφική. Είναι οι πίνακες
ζωγραφικής, που βρίσκονται σήμερα στην κορυφή του χρηματιστηρίου της Τέχνης».
Είναι λοιπόν ο Μπαλτογιάννης μοντέρνος; ή μιας ξεπερασμένης εικαστικής
αντοχής καλλιτέχνης; Να ένα θέμα για ανοιχτή συζήτηση.
Είναι από όλους αποδεκτό ότι για να καταλάβεις καλύτερα ό,τι οι
καλλιτέχνες δημιούργησαν και δημιουργούν, απαιτείται κι η γνώση της ζωής τους.
Γι’ αυτό γράφονται όλο και περισσότερο εμπλουτισμένες μονογραφίες.
και μετά μανίας μελετώνται. Έτσι, και μ’ αφορμή αυτή την έκθεση με
συνδιοργανωτές τα Αγαθοεργά Καταστήματα, το Ίδρυμα Κάτσαρη, και το Σύλλογο
Αποφοίτων Ζωσιμαίας Σχολής, ονειρεύτηκα μια μεγάλη σε έκταση δική μας Δημοτική
Πινακοθήκη. Και με χώρους που θα φιλοξενούν και ενότητες έργων των νεότερων
γενιών της Νεοελληνικής Τέχνης, που δοκιμάστηκαν αλλά και πολλά υποσχόμενων
νεότερων. Χώρους με σύγχρονα μέσα και εξοπλισμό, πρόσφορους για έρευνα και
μελέτη, ιδιαίτερα από τους φοιτητές των σχετικών με το αντικείμενο Σχολών του
Πανεπιστημίου μας, αλλά κι άλλων. Οραματίστηκα μάλιστα τις πάμπολλες μονογραφίες
που θα δημοσιεύονται είτε ως διπλωματικές εργασίες, είτε ως διδακτορικές
διατριβές. οι εκδόσεις της Δημοτικής Πινακοθήκης μας να γίνουν
περιζήτητες. Να μια άλλη πρόταση για συζήτηση.
Προσκλήσεις, προκλήσεις, αναμνήσεις, ευκαιρία για συζητήσεις. Στη ζωηρή
προεκλογική περίοδο που συνέπεσε αμέσως μετά το πέρας της έκθεσης η σύνδεση της
πόλης με το Πανεπιστήμιο ήταν στα στόματα των πάντων. Σήμερα, όλοι εμείς οι
αγαπόντες την τέχνη, μπορούμε, νομίζω, χωρίς να θεωρούμαστε αιθεροβάμονες, να
ελπίζουμε ότι η γένεση αυτού του πολυπόθητου συνδετικού ιστού θα ξεκινήσει από
την τέχνη. Είναι το ολιγότερο που περιμένουμε και προσδοκούμε.