Ἡ Ἀρχαϊκὴ Λυρικὴ Ποίηση εἶναι
Ἀνθολογία ἀρχαϊκῆς λυρικῆς ποίησης μὲ
βάση τὴν ἀρετή, τὸν ἀγαθό, καὶ συνώνυμους ἢ ἀντίθετους ὅρους,
ἑρμηνεύει ἠθικὲς ἀξίες καὶ πολιτικὴ συμπεριφορὰ στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ
λογοτεχνία, ἐρευνᾶ προβλήματα
ἑρμηνείας καὶ μετάφρασης τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς λογοτεχνίας, καὶ προσφέρει
μία ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς λογοτεχνίας. Ἀκολουθεῖ τὴν
μέθοδο ἑρμηνείας ποὺ εἰσήγαγε ὁ A.W.H. Adkins. Καθὼς οἱ λέξεις ἀγαθὸς καὶ
ἀρετὴ ἀποτελοῦν τοὺς ἰσχυρότερους ὅρους ἐπαίνου καὶ ἐπιδοκιμασίας, δηλώνουν
ἑπομένως τὴν κατοχή, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ χρησιμοποιοῦνται, ὅλων τῶν ἰδιοτήτων
ποὺ πάντοτε ἐκτιμοῦνται περισσότερο ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία σὲ ὅλο τὸ
μῆκος της. Ὁ ἀγαθὸς ἀποτελεῖ τὸν πιὸ θαυμαστὸ τύπο ἀνθρώπου. Ἀγαθὸς σημαίνει
νὰ εἶναι κανεὶς γενναῖος, ἱκανός, ἀποτελεσματικός, νικητὴς στὸν πόλεμο καὶ
στὴν εἰρήνη, νὰ ἔχει πλοῦτο, καὶ σὲ καιρὸ εἰρήνης τὴν ἄνεση ποὺ ἀποτελεῖ
ἀναγκαία προϋπόθεση γιὰ τὴν ἀνάπτυξη αὐτῶν τῶν ἱκανοτήτων. Ἀγαθὸς σημαίνει
εὐγενὴ καταγωγή, ὑψηλὴ κοινωνικὴ καὶ πολιτικὴ θέση στὴν κοινωνία καὶ πλοῦτο.
Ἂν μεταφράζουμε, ὅπως συνηθίζουμε, τὸ ἀγαθὸς μὲ τὸ «καλός» καὶ τὸ κακὸς μὲ
τὸ «κακός», διαπράττουμε τὸ μεθοδολογικὸ σφάλμα νὰ ἐξισώνουμε ἕναν ὅρο
(ἀγαθός) ἠθικῶν ἀξιῶν καὶ πολιτικῆς συμπεριφορᾶς τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς
σκέψης μὲ ἕναν ὅρο («καλός») ἠθικῆς τῆς νεοελληνικῆς πραγματικότητας, ὡσὰν
νὰ μὴν ὑπῆρχαν ἐνδιαμέσως εἴκοσι ὀκτὼ αἰῶνες καὶ ὡσὰν νὰ μὴν ἔχει
μεσολαβήσει ὁ Πλάτων, ὁ Ἀριστοτέλης καὶ ὁ χριστιανισμός.