Καιρός να σας πω ένα παραμύθι.
Γιάννης Μότσιος
Τέλη Μαΐου - αρχές Ιουνίου 1948 κατέβαινα με αποστολή στα
Όντρια. Μόνος μου. Με το γερμανικό στάγιερ που δεν το αποχωρίστηκα
ποτέ στον Εμφύλιο, και με μια τεράστια κουμπούρα, ρεβόλβερ παμπάλαιων
καιρών και τόπων. Πέρασα τη γραμμή μετώπου και κατηφόριζα προς το ρέμα.
Θα περνούσα την Πόρτα και θα
ανηφόριζα για το επόμενο βουνό. Και ξαφνικά πέφτουν πάνω μου κυκλικά 16
καλά οπλισμένοι άνδρες κι άρχισαν να με πλησιάζουν με παρατεταμένες τις
μπούκες των όπλων τους. Το μόνο εύκολο να με βγάλουν απ’ τη μέση: να με
γαζώσουν κυριολεκτικά και να με κόψουν σε δεκαέξι παχιές φέτες. Έλα ντε
που ήθελαν να με πιάσουν ζωντανό! Όλοι τους ήταν μεγαλύτεροι από μένα:
τέσσερα με πέντε, μπορεί και παραπάνω χρόνια. Έπρεπε να βρω μια λύση.
Δεν έπαιρνα το βλέμμα μου από πάνω τους, αλλά σκεφτόμουν μπας και
κατεβάσει κάτι η γκλάβα μου. Όταν ένιωσα στο πρόσωπό μου τις καυτές
ανάσες, τούς είπα το πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό: «Με
έχετε βάλει στη φάκα.
Από δω μέσα μήτε πουλί δεν
ξεφεύγει ζωντανό. Εσείς με 16 αμερικάνικα τόμσον τελευταίας τεχνολογίας,
κι εγώ με ένα γερμανικό στάγιερ του 2ου παγκοσμίου πολέμου, το βρίσκω
άδικο· τρέναρα λίγο τη φωνή επιτούτου και πρόσθεσα:
για να μην πω κι άναντρο». Τους έπιασα στο φιλότιμο. Συμφώνησαν και
περίμεναν τα παραπέρα. Απόθεσα στη γη
το αυτόματο. Τραβήχτηκα πίσω σε απόσταση σιγουριάς από το φονικό
εργαλείο. «Κάντε κι εσείς το ίδιο, είπα,
κι ελάτε να παλέψουμε σώμα με σώμα. Χωρίς όπλα». Κοιτάχτηκαν με
απορία. Ένας χαμογέλασε άτολμα, αλλά το γέλιο, όπως και ο λόξυγκας,
είναι κολλητικό και μεταδίδεται άμεσα. Τότε άρχισαν να γελούν όλοι μαζί:
να ξεκαρδίζονται στα γέλια. Ένας, μάλιστα, όχι απλώς ξεκαρδιζόταν στα
γέλια παρατεταμένα και φωναχτά, αλλά είχε πέσει χάμω στη γη και
χτυπιόταν: είχε λυθεί στα γέλια. Ήταν πίσω μου. Γύρισα και τον είδα.
Σηκώθηκε. Τρόμαξα. Γυάλιζαν κάτασπρα όλα τα δόντια του, προπαντός τα
πλαϊνά, τα πιο σουβλερά. Έτσι συμπεριφέρονται και τα σκυλιά,
την ώρα του φόβου· και
θέλουν να σου κάνουν κακό.
Δεν το κρύβω: τα φαντάστηκα να μπήγονται στο σβέρκο μου. Τα σκυλόδοντα.
Αλλά γρήγορα συνήλθα, συγκεντρώθηκα και πρόσταξα: «Και
τώρα, ομοαίματοι αδερφοί ,-
εμπρός - μαρς!». Διάλεξα
εκείνον που μου είχε πέσει βαριά στο στομάχι, από πίσω μου, κι άρχισα να
τον χτυπώ δεξιά κι αριστερά. Έπεσε καταγής φαρδιά πλατιά. Του είχα
σπάσει καναδυό δόντια, γιατί μούγκριζε από τον πόνο. Τότε είναι που
έγινε το σώσε! Σουρεαλιστικός πανζουρλισμός. Ρίχτηκαν όλοι μαζί, σα με
παράγγελμα, για να βρει ο καθένας τους, ντε και καλά, το δικό του
τόμσον· κι επειδή δεν ήταν και τόσο εύκολο, έπεσε ο ένας πάνω στον άλλο,
βριζόντουσαν, χτυπούσε ο ένας τον άλλο, βογκούσαν όλοι μαζί, είχαν γίνει
ένα τεράστιο κινούμενο μελίσσι που βούιζε, ένα κουβάρι που δενόταν όλο
και πιο σφιχτά. Όταν ηρέμησαν, γύρισαν τα μάτια τους προς τη μεριά μου·
κι εγώ είχα γίνει καπνός. Κι αντάρα. Σωστός εφιάλτης τους. Με ένιωθαν
δίπλα τους, και τρόμαζαν, αν και εγώ είχα ξαναβρεθεί στο δικό μου
στοιχείο: λεύτερος αντάρτης στα δάση του ορεινού μου όγκου. Είχα περάσει
την Πόρτα με το πάσο μου, είχα δρασκελίσει το ρέμα κι ανηφόριζα προς τα
Όντρια. Προς την ανατολή. Για
το εσωτερικό της ενδοχώρας.
Γιάννης
ΜότσιοςΑρχάγγελσκ, Ρωσικός Βοράς (1970). Ξυλόσπιτο (Το σπίτι του
ψαρά = Καταφύγιο) σε ακτίνα 120 χμ δεν υπάρχει οικισμός. Ζουν οι πιο πολλές
αρκούδες στον κόσμο. Εδώ ζήσαμε δυο βδομάδες με τον Νικολάι Σπάνοφ,
Αρχιμουσικός στο μουσικό Ωδείο της πόλης Αρχάγγελσκ, τη γυναίκα του Ζώγια,
καθηγήτρια Αισθητικής και Θεατρολογίας στο Ινστιτιούτο της ίδιας πόλης, και
τον γιο φίλης τους από το Σεβεροντβίνσκ.
(Φωτ. Νικολάι Σπάνοφ).
Και μια μαρτυρία: το τελευταίο απόγευμα του Εμφυλίου
Σε ένα χρόνο και κάτι μήνες, 28 Αυγούστου 1949, βρέθηκα όχι ακριβώς στην
ίδια κατάσταση, αλλά χειρότερα. Στο Φλάμπουρο του Γράμου. Τώρα ήμουν
19-μιση χρονών. Παρά 3 μέρες.
Καθόμουν στο διάσελο και χάζευα με τα παρατράγουδα του πολέμου. Μπροστά
και κάτω η Γράμουστα. Την έβλεπα καλά. Πίσω μου το βαθύ Ρέμα Μπαρούκα,
και το τμήμα μου, που δεν το έβλεπα, αλλά το φανταζόμουν, να βιάζεται
για να φτάσει στο μέρος μου. Ακολουθούσε τη διαδρομή που είχε καθορίσει
ο στρατηγός μας: ο Μήτσος Παλαιολόγου, διοικητής της 9ης μεραρχίας. Θα
ανέβαιναν πλαγιά - πλαγιά με όλα τα συνωμοτικά μέτρα: θα κινούνται
καλυμμένοι μέσα στο πυκνό δάσος, για να μη δίνουν στόχο στην αεροπορία,
αν και μήτε βομβάρδισαν εκείνη τη σημαδιακή μέρα, μήτε το πυροβολικό
τους έβαζε. Δεν γινόταν πόλεμος, παρά μια ασυνήθιστη ανακατωσούρα, ένα
πέρα δώθε στρατιωτικών πληθυσμών.
Οι δικοί μου, θα έφταναν στο
διάσελο, κι από κει όλοι μαζί θα κατηφορίζαμε για τη Γράμουστα. Τα
παραπέρα δεν ήταν δική μας δουλειά. Λέω πως, τελικά, η τεμπελιά
με είχε σπρώξει σε δικό μου
σχέδιο που ήταν πολύ απλό και μου βγήκε από πάνω και σε καλό: να μην πάω
με το τμήμα μου, αλλά να κόψω ευθείαν, λίγο δεξιά, και με την ησυχία μου
να φτάσω στο προγραμματισμένο σημείο: στο διάσελο. Να εκεί, είπα μέσα
μου, θα περιμένω. Θα
ξεκουραστώ κανένα μισάωρο· αν αργήσουν, μπορεί να πιάσω και ώρα· μετά,
ότι πει ο μέραρχος.
Περίμενα το
τμήμα μου και χάζευα: από το ποταμάκι της Γράμουστας, στην
απέναντι ανηφόρα, δεξιότερα του Σούφλικα, κινούνταν άναρχα στρατιωτικές
μονάδες: έπεφταν μουλάρια στο γκρεμό, τα παρατούσαν φορτωμένα και
βιάζονταν προς την κορυφογραμμή. Δικοί μας είναι, σκέφτηκα.
Ξαφνικά, με την πίσω γωνία τού δεξιού μου ματιού, έπιασα μια κίνηση.
Γύρισα το κεφάλι μου. Καμιά ανησυχία: δικοί μας είναι, ξαναείπα.
Κατέβαιναν από τα αλβανικά σύνορα καγκελωτά,
όπως κυλάει το ποτάμι της Γράμουστας: αριστερά, δεξιά, πάλι
αριστερά και χαμηλότερα, πάλι δεξιά, από τη κορυφή του λόφου ίσαμε τα
πόδια μου, σχεδόν: στα 70, άντε στα 100 βήματα από μένα οι πρώτοι. Το
θέαμα απέναντι είχε περισσότερο χάζι από την απλή πορεία της
στρατιωτικής μονάδας που κατηφόριζε ομαλά και χωρίς καμιά βιασύνη προς
το μέρος μου. Από τα δεξιά.
Ξαφνιάστηκα λίγο, αλλά μόνο για τόσο δα, από την
πορεία δεύτερου και μικρότερου στρατιωτικού σχηματισμού που
κινούνταν κι αυτός προς το δικό μου σημείο. Από την αντίθετη πλευρά: από
τ’ αριστερά μου. Τί στο διάτανο! Σημείο αναφοράς και σημείο επαφής τους
έγινα; σκέφτηκα. Και συνέχισα το χαβά μου. Οι εμπροσθοφυλακές των
απέναντι τμημάτων, με πολλές απώλειες σε μουλάρια και την πολύτιμη,
τουλάχιστο χρειαζούμενη σε πόλεμο, πραμάτεια τους, είχαν φτάσει στο πιο
ψηλό σημείο και κινούνταν
βορειοδυτικά με προφανή βιασύνη. Προς του Σκίρτση. Ότι ήταν περασμένο
απόγευμα… Το στρατιωτικό τμήμα από τα δεξιά μου έφτασε πολύ κοντά.
Ξανάστειλα τα μάτια μου στο κύριο θέαμα. Αλλά αμέσως τα ξαναπήρα και τα
έσπρωξα προς τα δεξιά μου. Κοίταξα προσεκτικότερα·
και τί να δω! Πρώτος και καλύτερος ένας μαντράχαλος. Δεν ξέρω
γιατί, αλλά μου φάνηκε πως ήταν εκείνος που
πέρυσι τού είχα σπάσει τα δόντια,
πιθανόν και κανένα παΐδι. Πριν την
Πόρτα. Και την είχα γλυτώσει φτηνά. Τότε.
Επαναλήψεις στον πόλεμο δεν υπάρχουν· φονικότατες μάχες γινόντουσαν:
ποιος ζει, ποιος πεθαίνει· κι ούτε στη ζωή υπάρχουν επαναλήψεις. Το
δεύτερο τμήμα είχε πλησιάσει κι αυτό στα τριάντα με σαράντα βήματα.
Μπροστά μου, προς τη μεριά της Γράμουστας, έχασκε μια νεροφαγιά. Σα να
είχε ανοίξει επιτούτου για μένα την τεράστια αγκαλιά της και με καλούσε.
Συμφώνησα κι άρχισα να γλιστρώ προς τα κάτω με κωλοτούμπες. Να τότε
πήραν χαμπάρι, ότι δεν είχα καμιά διάθεση να παραδοθώ, αλλά από σκέτη
βλακεία βρέθηκα στη θέση που ήμουν, και ήμουν, βέβαια, για κλάματα – να!
Κι άρχισαν να με κυνηγούν με ουρλιαχτά και με ντου, όπως κάνουν οι
κυνηγοί με τ’ αγριογούρουνο. Εδώ μ’ έχουν, εκεί μ’ έχουν: μπροστά εγώ,
το κατόπι μου εκείνοι. Χωρίς να πυροβολούν καταπάνω μου. Φως φανάρι, ότι
ήθελαν, ντε και καλά, να με πιάσουν ζωντανό. Από τα δεξιά
με πλεύρισε ένας μαντραχαλάς: «Κάθαρμα!
Κάτσε κάτω γιατί σε θερίζω!»,
είπε και με πήρε στο στόχαστρο. Χωρίς να ξεκρεμάσω
το στάγιερ μου και να τον σημαδέψω, τράβηξα τη σκανδάλη και με
μια παρατεταμένη ριπή … το λαρύγγι μου, με το στόμιο της κοντής κάννης
τού αυτομάτου μου, τραγουδούσε το τελευταίο μου αντάρτικο τραγούδι
στον σπαραζόμενο Γράμο.
Και οι δυο μονάδες έπεσαν κάτω και πήραν θέσεις μάχης. Αυτή ήταν η πάγια
τακτική τους: πυροβόλησες, πέφτουν κάτω και παίρνουν τα μέτρα τους:
οχυρώνονται. Αλλά με καναδυό κωλοτούμπες κι εγώ πέρασα στο απυρόβλητο:
δεν με έβλεπαν, δεν τους έβλεπα. Χαρά και των δυο μας. Μόνο η
βρομοκουβέντα μέσα από την αγριοφωνάρα του καραβανά ακούστηκε φάλτσα
μέσα στην ατμόσφαιρα του ειρηνικού και φιλικού διακανονισμού μας: «Αχ,
κάθαρμα! Μου τη γλύτωσες σήμερα». Γαλονάς, αλλά από τους μικρούς· το
πολύ – πολύ από τους μικρομεσαίους. Καμιά σαρδέλα κυνηγούσε ο άνθρωπος:
από λοχίας να μη γίνει κάποτε επιλοχίας; «Αχ,
κάθαρμα…», επανέλαβε. Λάθος, είπα μέσα μου: για πάντα. Και λέω, ότι
γλύτωσα μόνο και μόνο για να τον απαθανατίσω σε τούτες εδώ τις σελίδες.
Κρίμα που δεν μου είπε τ’ όνομά του: θα το ’βαζα κι αυτό.
Μια ακόμα λεπτομέρεια του ίδιου απογεύματος· ο Βασίλης Τεκές, διοικητής
της διμοιρίας διαβιβάσεων της 16ης ταξιαρχίας, αυτομόλησε. Του έδωσαν
μια ντουντούκα (το είχαν προβλέψει κι αυτό!) κι άρχισε να
ξελαρυγγίζεται: «Συναγωνιστές, αδέρφια, παραδοθείτε. Αδέρφια μας είναι κι οι φαντάροι,
δεν πειράζουν κανένα. Να κι εγώ παραδόθηκα, με καλοδέχτηκαν
και τώρα σας μιλώ!». Το
τροπάρι του, εμπλουτίζοντάς το με ονόματα και επίθετα, το επανέλαβε
καναδυό φορές, ο Βασίλης Τεκές, από την Αριδαία, και σώπασε. Χωρίς το
προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Τότε κι ο λοχαγός έβγαλε το περίστροφο, και του
τίναξε τα μυαλά στον αέρα. Ήταν η μοναδική κουμπουριά που άκουσα εκείνη
τη μέρα.
Κι εγώ; Σε δέκα με δεκαπέντε λεπτά τής ώρας ξαναβρέθηκα στο δικό μου
στοιχείο: σουλάτσαρα λεύτερος στις ‘κεντρικές λεωφόρους’ της Γράμουστας.
Σα να μην είχε συμβεί τίποτες. Αντάμωσα δυο
άγνωστα κι αμούστακα παιδιά τής ηλικίας μου, ξεκομμένα κι αυτά από τα
τμήματά τους. Ανταρτόπουλα. Και πήραμε το δρόμο
προς τα δυτικά. Σώοι και χωρίς
άλλες αντράλες φτάσαμε στο Πληκάτι. Την ίδια νύχτα πέρασα στην
Αλβανία. Με ξένα τμήματα.
***
Θέλω να είμαι εντάξει απέναντί σας: διηγήθηκα την αλήθεια· με την
πιστότερη δυνατή ακρίβεια και με
επίγνωση για την αναγκαιότητα
καταγραφής της τελευταίας μου μέρας στον Εμφύλιο. Από το
Φλάμπουρο και δώθε. Ιστορία γράφω.
Η
συνάντηση των δυο τμημάτων στη θέση που καθόμουν (και όντως χάζευα με
την άτακτη φυγή τμημάτων μας) σήμαινε την
ολοκλήρωση του κλοιού: η μεραρχία μου έμεινε μέσα και χρειάστηκε
να δώσει μάχες με θύματα, με τραυματίες κι αυτόμολους για να περάσει τα
σύνορα.
Στα υψίπεδα του Ελμπασάν ξανασμίξαμε.
***
Γιάννης Μότσιος
Φωτογραφία
Ευάγγελου Χρυσού: στον 7 ο όροφο του Ιδρύματος της Βουλής. Αριστερά το
κτίριο της Βουλής. Πίσω, στο βάθος, η Ακρόπολη με τον Παρθενώνα.
Το παραπάνω κείμενο προτίμησα να προτάξω στις επίσημες εκθέσεις και τους
αριθμούς:
«Οι
συμμορίτες έχουν στριμωχτεί κι ότι η μόνη δίοδος διαφυγής τους, το
Μονόπυλο, έχει σφραγιστεί»
(19.08.1948, αναφορά του στρατηγού Κιτριλάκη, διοικητή του Β΄
Σώματος στρατού, στο ΓΕΣ)· ο
στρατηγός Ζαφειρόπουλος, από τη δική του μεριά, ανέφερε στο ίδιο ΓΕΣ:
Μήτε πουλί δεν θα περάσει ζωντανό ανάμεσα Αλεβίτσα και Γκίνοβα (Χελώνα).
Διάνα βάρεσε ο στρατηγός. Και τι διάνα! Δηλαδή ακριβώς από κει που
περάσαμε 8.500 ψυχές του ΔΣΕ με όλο τον οπλισμό μας. Τον Αύγουστο του
1948. Κι από πάνω βρεθήκαμε κι ετοιμοπόλεμοι στο Μάλι Μάδι. Με τις
γνωστές επιτυχίες μας σε όλα τα μέτωπα συγκρούσεων. Να τότε είναι που
παραλίγο να μπούμε στην
Καστοριά. Κι άρχισαν από την
άλλη μεριά να παίρνουν
κεφάλια. Πολλά. Αντί οι κατώτεροι να πάρουν τα δικά τους. Από Παπάγο και
χαμηλότερα. Ε, και λίγο ψηλότερα κακό δεν θα
’κανε. Μόνο που σε παρόμοιες
καταστάσεις φταίνε πάντα οι κατώτεροι. Και πληρώνουν τη νύφη με τα
κεφάλια τους. Αφού δεν έχουν μυαλό! Καλά να την
πάθουν. Οι κατώτεροι.
Την απόλυτη υπεροχή σε οπλισμό τής αντίπερα πλευράς, σε μια
καταπληκτικής ακρίβειας εικόνα, δίνει το ΓΕΣ για τον Αύγουστο του 1949:
«Αι ριφθείσαι βόμβαι 500 λιβ επί
Τσάρνο έσχον ως αποτέλεσμα να αλλάξει η κορυφή του υψοδείκτη, να
εξουδετερωθούν τα σοβαρότερα πολυβολεία και να κονιορτοποιήσει αριθμό
πολυβολείων μη εξακριβωμένων λόγω αλλαγής του εδάφους, άνοιξαν κρατήρες
διαμέτρου 8-10 μέτρων και 3-4 μέτρων βάθους, πολλά ΝΑΠΑΛΜΣ έχουν
κατακαύσει την περιοχή» (ΓΕΣ.
Αρχεία Εμφυλίου, σελ. 473). Άντε τώρα να κρατηθείς και να πολεμήσεις
στο Τσάρνο. Αλλά το ίδιο συνέβαινε σε όλο το Γράμο.
Απέναντι, στη Χελώνα (Γκίνοβα), πάνω στα ελληνοαλβανικά σύνορα,
παρακολουθούσαν τις μάχες ο γερμαναράς βασιλιάς μας (να τον χαίρονται!)
με τον αμερικαναρά στρατηγό
Βαν Φλιτ (να τον καταριόμαστε!). Πιο σωστά ο Βαν Φλιτ με το βασιλιά. Και
οι δυο αλλόφυλοι – και ξενόφερτοι. Ο στρατηγός έπρεπε ‘ιδίοις
όμμασι’ να δει και να δώσει
αναφορές για την ‘όαση’ που
ξανοίγονταν μπροστά του στα πεδία (παρντόν!)
των μαχών, στο Υπουργείο Πολέμου της χώρας του, για την
καταστροφική δύναμη και τη φονική
αποτελεσματικότητα των νέων
βομβών των 500 λιβ, των για χρόνο καιρό δοκιμαζόμενων και
τελειοποιούμενων στο πετσί μας ‘ΝΑΠΑΛΜΣ’.
Ένα δίστιχο από τους
«Ελεύθερους Πολιορκημένους»
του Σολωμού μπορεί να μεταφερθεί άνετα και σε άλλες συγγενικές εποχές,
πέρα από τη δεκαετία του 1821:
‘Αραπιάς άτι, Γάλλου νους,
σπαθί Τουρκιάς μολύβι,
Πέλαγο μέγα βράζ’ ο εχθρός προς το φτωχό καλύβι.»
ΥΓ.
Θα πείτε (και με το δίκιο σας): κι εσείς και οι
απέναντί σας Έλληνες είσαστε·
τότε γιατί αυτή η τεράστια διαφορά πολεμικής αντοχής; Να σας το πω:
εμένα δεν με πήρε κανένας από το αφτί και να με στείλει στο Γράμο να
πολεμήσω. Ήμουν εθελοντής από την
πρώτη ώς την τελευταία μέρα. Κι ώς σήμερα. Στην αγωνιζόμενη
Αριστερά. Στο ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά τα δυο
πρώτα ξαδέρφια μου (το ένα από τη μεριά του πατέρα, ο Γιώργος· το άλλο
από τη μεριά της μητέρας, ο Παναγιώτης) τα επιστράτευσαν: τα πήραν από
το αφτί και τα έστειλαν εναντίον μας στο Γράμο. Ο δεύτερος είχε αδερφό
απέναντί του, τον Κώστα, που σκοτώθηκε. Και δεν ξέρουμε ποιος ακριβώς
τον σκότωσε. Κι εγώ και κείνοι ξέραμε τίνος είναι τα αεροπλάνα με τις
βόμβες των 500 λιβ, τις ναπάλμ, το πυροβολικό, τα τανκς,
όλος ο οπλισμός και ο ανεφοδιασμός του στρατού τους. Μην μου
πείτε πως οι Αμερικανοί ξοδεύονταν, οι άνθρωποι (σπολλάτη τους!), για
λογαριασμό μας! Από τότε βρικολάκιασαν στον τόπο μας. Ώς σήμερα. Πώς να
τους δώσει κουράγιο μια τέτοια κατάσταση; Τους απέναντί μας, θέλω να πω.
Και να τους εμψυχώσει κι από πάνω! Πώς να μην εξοργίσει εμένα και τους
συναγωνιστές μου, και να μη μας εμπνεύσει ακόμα περισσότερο στον αγώνα
για μια Ελλάδα νέα: χωρίς αφέντες (αμερικανούς και ντόπιους, τότε και
σήμερα)· ελεύθερη, πραγματικά δημοκρατική, με ισότητα και δικαιοσύνη·
χωρίς τις εκατοντάδες και εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες στη Δυτική
Γερμανία, ολόκληρη την
Ευρώπη, την Αμερική, τον Καναδά, την
Αυστραλία· να έτσι κι
αποδεκάτισαν τη χώρα μας, κι
αφαίμαξαν κυριολεκτικά την αγροτιά μας· για μια Ελλάδα χωρίς τους
μελλοντικά ενάμιση εκατομμύρια ανέργους· χωρίς τις λιτότητες ευρωπαϊκής
(γερμανικής) κοπής και τις σημερινές εκατοντάδες χιλιάδες νέων
πτυχιούχων μεταναστών. Μορφώθηκαν με τα λεπτά του Έλληνα φορολογούμενου
(και των γονιών τους)· σα να τους ετοίμαζαν
συνειδητά (οι Παπανδρέηδες, οι Καραμανλήδες, οι Μητσοτάκηδες και
οι υπόλοιποι) για τα σκλαβοπάζαρα του πολιτισμένου κόσμου της Δύσης. Που
καλό χρόνο να μην έχουν! Γενοκτονία του πιο μορφωμένου πληθυσμού μας.
Σήμερα.
Και να βγαίνουν από πάνω σήμερα οι αδιάντροποι
Σαμαράδες και Βενιζέλοι πάσης φύσεως (ως χτες κι ο πρώην σύντροφος
Κουβέλης) και να μιλούν για θυσίες του ελληνικού λαού! Ποιες
θυσίες, κύριοι, για να μην
ξεστομίσω καμιά βαριά κουβέντα;! Μας
ρωτήσατε; Τις μειώσεις στα μισά μισθών
και συντάξεων· τα χαράτσια πάνω σε μεγαλύτερα χαράτσια, τις
άγριες φορολογίες πάνω σε αγριότερες φορολογίες· τις κάθε τρεις και τόσο
ανατιμήσεις σε όλα τα αγαθά· όλα αυτά τα
ονοματίζεται «θυσίες» του ελληνικού λαού και μας το τσαμπουνάτε ώρα παρά
ώρα, σβάρνα όλα τα κανάλια σας, χρόνια και χρόνια τώρα ;! Όχι: δεν
χαρίσαμε τα λεφτά μας σε κανέναν τραπεζίτη και πουλημένο πολιτικό· αλλά
κι ένα καλό ερώτημα: ο δικός σας κατώτερος μισθός με τι ισοδυναμεί; Τι
θυσιάσατε, όπως το λέτε για μας, εσείς και όλοι δικοί
σας; Μη μου πείτε, ότι το Υπουργείο Οικονομικών, ο Γιάννης
Στουρνάρας, δηλαδή, μείωσε και τους δικούς σας παχουλούς (κατά τα άλλα)
μισθούς; Αν πείτε ναι, ψεύδεσθε:
ασυστόλως κι ασύστολα· αν και (ανάμεσά μας, τώρα) τα ψέματα τα
κάματε επάγγελμά σας! Κι όλ’ αυτά, κύριοι κύριοι, για να σας πιστέψει η
αφέλεια και η σκέτη κουταμάρα. Ξέρετε ποιών. Εδώ και ποντάρετε! Μόνο που
οι παρανομίες σας έχουν όνομα: είναι κλεψιά παστρικιά: εκατό τα εκατό.
Κι ολοφάνερη. Πάτε να μας πείσετε, ότι θα πάμε χειρότερα. Χωρίς εσάς.
Το πώς η ελληνική δικαιοσύνη δεν σας έχωσε στο
φρέσκο μέχρι σήμερα (μακάρι να το δούμε κι αυτό!), και προπαντός το πώς
δε βγήκαμε όλοι, συν γυναιξί και τέκνοις, με παλούκια στα χέρια και να
σας κυνηγήσουμε ίσαμε την κακιά τρύπα του διαβόλου (και πιο βαθιά),
είναι άξιον απορίας. Ότι, η
υπομονή μας, μάλλον, βρίσκεται στα ύστερα στερνά της· για να μην πω, ότι
έχει ήδη εξαντληθεί. Ξεπεράσαμε τα όρια όλων των ανθρώπινων αντοχών.
Οπότε, όπου να ’ναι, κι αυτό θα το δούμε. Σύντομα.
ΑΜΗΝ!
***
«Ψέματα
κι αλήθεια έτσι είν’ τα παραμύθια», λέει ένας δημοτικός στίχος στα
μέρη μου. Η αλήθεια – αλήθεια είναι, δεν έχει χρεία
ειδικής και πιο κατανοητής ερμηνείας. Σε ότι αφορά, τώρα,
τα ‘ψέματα’, θα είχα να προσθέσω: αλήθεια είναι κι αυτά· στο
παραμύθι. Σε μορφή συμβόλων που αποδίδουν όχι μόνο την πραγματική ουσία
προσώπων και πραγμάτων, αλλά διδάσκουν κι από πάνω. Η αλήθεια συχνά
ντύνεται το φόρεμα της παραβολής και της αλληγορίας για να γίνεται
αντιπροσωπευτικότερη, ελκυστική, πειστική και προπαντός καθόλου
πληκτική.
Ή κι ακόμα: ευκολότερα ανεβαίνει
τη σκάλα της γενίκευσης. Πιο αλάθευτα πετυχαίνει το στόχο.
Το παραμύθι που σας είπα (στην αρχή), δεν είναι καθόλου παραμύθι:
165.000 στρατιώτες, από τη μια μεριά, κι από την άλλη 10.500
λιανοντούφεκα. Μια μόνο αριθμητική πράξη και το νούμερο βγαίνει ταμάμ,
που λεν κι οι Τούρκοι: 1 μαχητής του ΔΣΕ προς 16 στρατιώτες. Αυτόν το
συσχετισμό δυνάμεων θέλησα να ζωντανέψω. Να εμφυσήσω ζωή στους
ουδέτερους αριθμούς, προσωποποιώντας τους, για να κυλήσει ζεστό και
παλαβό το αίμα μέσα τους. Για να αναδειχτεί πιο παραστατικά η μεγάλη
αλήθεια που ενέχουν τα συμβολικά στοιχεία τους.
1/2/2014,- 7/2/2014, -
21/2/2014
Επιστροφή στον Γιάννη Μότσιο