ΠΑΝΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ
"ΖΑΠΠΕΙΟ ΜΕΓΑΡΟ"
20 Ιανουαρίου 2008
Θανάσης Β. Κούγκουλος
Φιλόλογος
Η δεκαετία του 1940 στην
ηπειρώτικη πεζογραφία*
Είναι πλέον κοινός τόπος της κριτικής ότι η μεταπολεμική
πεζογραφία έχει άμεση συνάφεια και τροφοδοτείται σταθερά από τις
δραματικές συνθήκες της κρίσιμης, για τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας,
δεκαετίας 1940-1950. Η ηπειρώτικη πεζογραφία μετά το 1945 όχι μόνο δεν
αποτελεί εξαίρεση από τον παραπάνω γενικό κανόνα αλλά αναδεικνύει τον
ελληνοϊταλικό πόλεμο του ’40, την Κατοχή, τον Εμφύλιο και τη
μετεμφυλιακή διάσπαση των πατροπαράδοτων κοινωνικών δεσμών ως κεντρικούς
θεματικούς της άξονες μέσα από την οπτική του βασανισμένου, σωματικά και
ψυχικά, θύματος.1
Θανάσης Κούγκουλος
Ο
ηπειρώτικος χώρος με την επιβλητική ορεινή φύση, το χυμώδες γλωσσικό
ιδίωμα, τη ζωντανή λαϊκή παράδοση και βέβαια τη φρικτή εμπειρία του
πολέμου και της φυγής αντιπροσωπεύει για τους γηγενείς συγγραφείς την
απολεσθείσα αθωότητα της παιδικής ηλικίας και μετουσιώνεται σε
λογοτεχνική γραφή με διακριτή ταυτότητα στη νεοελληνική πεζογραφία.
Παρότι, συνήθως, η αφήγηση αφορά τον θάνατο στην πιο ωμή του εκδοχή,
απελευθερώνεται μια συγκλονιστική ευαισθησία, καθώς το σημασιακό
περιεχόμενο της διήγησης είναι βαθύτατα ανθρωπιστικό και κατά βάση
παρηγορητικό. Εξάλλου, τις περισσότερες φορές η φθορά του θανάτου
εξισορροπείται από τη ζωογόνα επίδραση ενός μεγάλου αντιμάχου, του
έρωτα.
Πρωτοπόρος στην αφηγηματική στροφή προς τα θύματα των συγκρούσεων
της αιματηρής περιόδου 1940-1950 αποδεικνύεται ο Δημήτρης Χατζής, που
από την εποποιία της Μουργκάνας
(1948) περνά στην συνταρακτική σκηνή του αγκαλιάσματος ανταρτών και
κυβερνητικών στρατιωτών για να γλιτώσουν από το θανατηφόρο κρύο στο
διήγημα «Ανυπεράσπιστοι»
(πρώτη δημοσίευση 1964).2 Το παράδειγμά του ακολουθούν στη
συνέχεια όλοι σχεδόν οι μεταπολεμικοί Ηπειρώτες πεζογράφοι, όπως οι
Γιάννης Λυμπερόπουλος, Γιάννης Δάλλας, Χριστόφορος Μηλιώνης και Φάνης
Μούλιος.
Στο παρόν σημείωμά μας αναφερόμαστε επιλεκτικά και επιγραμματικά σε
τέσσερις συγγραφείς της πρώτης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς και
σε ισάριθμα διηγήματά τους. Πρόκειται για τους Κίμωνα Τζάλλα, Φρίξο
Τζιόβα, Τάσο Πορφύρη και Στέφανο Σταμάτη. Από αυτούς, ο Τάσος Πορφύρης
είναι πρωτίστως ποιητής αλλά πριν λίγο καιρό εξέδωσε μία σημαντική
συλλογή διηγημάτων3 ενώ από τους υπόλοιπους τρεις ο Τζάλλας
είναι αδικαιολόγητα αγνοημένος από την κριτική4 και ο Τζιόβας
την έχει απασχολήσει ελαφρώς μόνον ως προς το ποιητικό του έργο.5
Επίσης, όχι συστηματικά αξιολογημένη είναι και η περίπτωση του προσφάτως
εκλιπόντος Στέφανου Σταμάτη.6 Τα σχολιαζόμενα διηγήματα
πρωτοδημοσιεύονται στις αρχές της δεκαετίας του ’60,7 με
εξαίρεση το αντίστοιχο του Πορφύρη που εμφανίζεται για πρώτη φορά σε
ηπειρώτικο περιοδικό το 1995,8 εντάσσεται όμως αναμφίβολα στη
θεματολογία και στην ιδεολογική προοπτική της πεζογραφίας κατά την πρώτη
μεταπολεμική περίοδο (1945
– 1967). Στα τέσσερα διηγήματα ο
χώρος της Ηπείρου προσδιορίζεται άμεσα με τη χρήση γνωστών και υπαρκτών
τοπωνυμίων, όπως Νεμέρτσκα, Γιάννινα, Λαψίστα και Μουργκάνα, με την
αναφορά χαρακτηριστικών τοποσήμων, για παράδειγμα η λίμνη – δηλαδή η
λίμνη των Ιωαννίνων, ή ακόμη έμμεσα αλλά εξίσου ευκρινώς, με σύμβολα που
συνδηλώνουν απερίφραστα τον τόπο, όπως το όνομα της βάρκας ενός ήρωα
(«Κυρά – Φροσύνη»).
Στο διήγημα «Η δοντάγρια» του Πορφύρη παρουσιάζεται ένα επεισόδιο
του ελληνοϊταλικού πολέμου στο Πωγώνι, όπου προς στιγμή υπερβαίνεται η
διάζευξη φίλος
vs εχθρός
και αναβλύζει η ανθρωπιά των αμυνομένων. Κοντά στο χωριό του αφηγητή
ανακαλύπτονται πολλά πτώματα Ιταλών στρατιωτών, αποσοβείται η σκύλευσή
τους από κάποιον επιτήδειο και όλοι οι κάτοικοι ανεβαίνουν στο σημείο
που κείτονται οι νεκροί εχθροί για να τους θάψουν χωρίς κανέναν ηθικό
δισταγμό. Το διήγημα κλείνει με τους ήχους ενός πολυφωνικού μοιρολογιού
για τον θάνατο που έτσι κι αλλιώς δεν έχει εθνικότητα. Μέσα σ’ αυτό το
αποτρόπαιο σκηνικό του πολέμου, η ιδιότητα του ανθρώπου παραμένει
αλώβητη και εκφράζεται με τον πλέον δυναμικό τρόπο από τη στάση των
απλών ορεσίβιων Ηπειρωτών, που απέναντι στην κοινή μοίρα του θανάτου
παραμερίζουν τις ιστορικές συνιστώσες και συμπεριφέρονται με ειλικρινή
συμπόνια.
Στο διήγημα «Το πένθος» του Τζιόβα μυθοποιείται η πιο ακραία
συνέπεια της γερμανικής κατοχής στην Ήπειρο, η εξόντωση της γιαννιώτικης
κοινότητας των Εβραίων το 1944.9 Και εδώ, ο αλλόθρησκος
Άλλος, ο Οβραίος, υποστηρίζεται ανυπόκριτα και με κίνδυνο της ζωής τους
από τους χριστιανούς συντοπίτες του. Την επόμενη μέρα της σύλληψης των
Εβραίων από τους Γερμανούς, οι περισσότεροι πολίτες των Ιωαννίνων
κυκλοφορούν στην πόλη με πένθος και ο αφηγητής, που αγαπούσε ένα ορφανό
εβραιόπουλο σαν να ήταν παιδί του, πηγαίνει αποφασιστικά σ’ έναν
αντισημίτη πουκαμισά και παραγγέλνει μαύρο πουκάμισο «για να σηκώνει όλα
τα πένθη». Την απόλυτη ώρα του δράματος η γιαννιώτικη κοινωνία, και
κυρίως η τάξη των φτωχών ανθρώπων του μόχθου, καταλύει κάθε εθνοτική
διαφοροποίηση, συμπάσχει απροκάλυπτα στη γενοκτονία των συμπατριωτών
Εβραίων και υψώνει το ανάστημά της μπροστά στη ρατσιστική βαρβαρότητα
της εποχής.
Στο διήγημα «Το κλείσιμο του κύκλου…» του Τζάλλα αποτυπώνεται,
χωρίς ίχνος εξωραϊσμού, ένα πολύ σκληρό περιστατικό που συνδέεται με την
κατάληψη του ορεινού όγκου της Μουργκάνας, στα βόρεια του νομού
Θεσπρωτίας, από τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας το 1947
και το 1948 και τις λυσσαλέες αντεπιθέσεις του κυβερνητικού στρατού κατά
την περίοδο της εμφύλιας αδελφοσφαγής. Μια μικρή ομάδα ανταρτών -η οποία
προασπίζει ένα αμπρί απομονωμένη από την «απεχθή», σύμφωνα με τον
αφηγητή, στρατιωτική της ηγεσία- φτάνει στα όρια της ανθρώπινης αντοχής
κυνηγώντας το ανέφικτο, να αποκρούσει τον υπέρτερο αντίπαλο. Έπειτα από
φοβερές συμπλοκές, που περιγράφονται μ’ έναν ανελέητο ρεαλισμό, το αμπρί
γίνεται ο τάφος της ομάδας και ο εχθρός κυριεύει τη Μουργκάνα. Η νιότη
θυσιάζεται άδικα στα ύπουλα σχέδια της Ιστορίας. Ελάχιστη ανακούφιση στο
ασφυκτικό κλίμα της αφήγησης, προσφέρει ο υπονοούμενος έρωτας του
κεντρικού ήρωα με μια επίσης έγκλειστη στο αμπρί συναγωνίστρια και ο
δισταγμός ενός νεαρού κυβερνητικού στρατιώτη να κάψει ζωντανό τον
ανυπεράσπιστο αντάρτη. Έτσι, έστω και όταν όλοι οι άγραφοι νόμοι της
αξιοπρέπειας κολυμπούν στο αίμα, η ομορφιά της ζωής δείχνει αξιοθαύμαστη
ανθεκτικότητα.
Στο διήγημα «Λίγος αφρός στο νερό» του Σταμάτη καταδεικνύεται η
αναλγησία της μετασχηματισμένης μετεμφυλιακής κοινωνίας και
καταγγέλλεται η κατασκευή αποδιοπομπαίων τράγων. Ο περίπου περιθωριακός
ήρωας, ο Νικόλας το Ρεμάλι, ένας βιοπαλαιστής ψαράς της λίμνης των
Ιωαννίνων, καταδικάζεται από τον κοινωνικό του περίγυρο σε αφόρητη
μοναξιά διότι στιγματίζεται ως αντισυμβατικός: δεν «μπαίνει στο δρόμο
του Θεού», δεν έχει οικογένεια, δεν παντρεύεται, δεν μεριμνά παρά μόνο
για τον εαυτό του. Ο Νικόλας καταφεύγει στη φαντασία για να ανταπεξέλθει
στην αβάστακτη απόρριψή του και πλησιάζοντας προς τον θάνατο
φαντασιώνεται τη λίμνη σαν μια πανέμορφη, γυμνόστηθη γοργόνα που τον
κρατά αγκαλιά. Τώρα, η φύση αναλαμβάνει τον ρόλο του συμπαραστάτη. Η
ηπειρώτικη φύση απορροφά τον ψυχισμό του ήρωα και ποιητικά
μεταμορφωμένη, σαν μάνα και ερωμένη μαζί, σκορπίζει απλόχερα τη
λυτρωτική παραμυθία στον ταραγμένο νου του.
Συνεξετάζοντας τα τέσσερα διηγήματα, οδηγούμαστε σε κάποια αρχικά
συμπεράσματα για την πεζογραφική παραγωγή των Ηπειρωτών με θέμα τα
συμβάντα της αλγεινής δεκαετίας 1940-1950:
-
Η ανθρωπιστική διάσταση αυτής της λογοτεχνίας και τα βασικά
αφηγηματικά της μοτίβα προέχονται από τον Δημήτρη Χατζή, τον γενάρχη
των μεταπολεμικών Ηπειρωτών πεζογράφων. Εδώ θυμίζουμε πρόχειρα το
αφήγημα Μουργκάνα, τα
διηγήματα «Ο Σιούλας ο Ταμπάκος» και «Σαμπεθάι Καμπιλής» και το
κεφάλαιο «Η τελευταία αρκούδα του Πίνδου» από το μεταγενέστερο
Διπλό Βιβλίο. Χωρίς
αμφιβολία τα τέσσερα διηγήματά των Πορφύρη, Τζιόβα, Τζάλλα και
Σταμάτη μπορούν να εκληφθούν ως μια γόνιμη διακειμενική συνομιλία με
το έργο του Χατζή.
-
Η τοπική έκφανση της Ιστορίας είναι δραστικά παρούσα στα αναλυόμενα
κείμενα. Όμως αυτό που ενδιαφέρει κατ’ εξοχήν τους πεζογράφους είναι
η εστίαση στα θύματα της Ιστορίας, στους αθώους νεκρούς οποιασδήποτε
πλευράς, στους αφανισμένους Εβραίους, στα νεαρά παιδιά που χάθηκαν
στη δίνη του Εμφυλίου, στον άνθρωπο που απώλεσε τη συλλογική του
συνείδηση μετά τον Εμφύλιο.
-
Απέναντι στην πολεμική ισοπέδωση προβάλλεται επίμονα ο παραδοσιακός
αξιακός κώδικας ως η μοναδική διέξοδος στην αποσύνθεση της κοινωνίας
που συντελείται.
-
Οι πεζογράφοι υιοθετούν νεωτερικές αφηγηματικές τεχνικές, όπως η
αυτοαναφορικότητα, ο μνημονικός συνειρμός και η πολυμορφία του
αφηγητή (πχ. ομοδιηγητικός αλλά και ετεροδιηγητικός με εσωτερική
εστίαση), για να αποδώσουν με ευθύτητα το οδυνηρό υλικό τους.
Φυσικά, θα είχαμε να προσθέσουμε πολλά ακόμη γύρω από το ζήτημα που
θίξαμε. Κλείνουμε, ωστόσο, με τη βεβαιότητα ότι η ηπειρώτικη πεζογραφία
για το ιστορικό διάστημα 1940-1950 περιλαμβάνει αρκετές από τις πιο
αξιόλογες σελίδες της ελληνικής αντιπολεμικής λογοτεχνίας και μας ωθεί
να αναζητήσουμε ξανά τη λησμονημένη ανθρωπιά μας.
Σημειώσεις
*
Εισήγηση στη λογοτεχνική βραδιά με θέμα «Η διαχρονικότητα της
ηπειρώτικης λογοτεχνίας», που διοργανώθηκε από την Πανηπειρωτική
Συνομοσπονδία Ελλάδος στο Ζάππειο Μέγαρο, στις 20 Ιανουαρίου 2008.