από το Φιλολογικό Μνημόσυνο
του
Ναπολέοντα Λαζάνη
Αθήνα, Ινστιτούτο Γκαίτε
15 Μαΐου 2006
Γεωργία Λαδογιάννη
Ο λογοτέχνης Ναπολέων Λαζάνης (1945-2005).
Λυρικό ρίγος και αποκαλυψιακός ύμνος στο Καμαλόκα.
Η
εκδοτική παρουσία του Ναπολέοντα Λαζάνη δεν πρόλαβε να συμπληρώσει
είκοσι χρόνια.
To
Καμαλόκα (Καστανιώτης 1999) είναι το έβδομο μυθιστόρημα,
και έμελλε να είναι και το τελευταίο -το ακολούθησε ένας τόμος με
ανθολογημένα κείμενα από την πεζογραφική μας παράδοση, που για μας
σήμερα είναι και ένας επιπλέον δείκτης του αισθητικού του κριτηρίου. Από
τη Διαδρομή, το πρώτο του βιβλίο, το 1987, και ώς το Καμαλόκα
του 1999, έχουμε, σχεδόν, κάθε δυο τρία χρόνια καινούριο έργο, που το
καθένα φαίνεται να ανοίγει τους κύκλους
της αφηγηματικής δίνης που σχημάτισε το πρώτο βιβλίο. Το πρώτο
όπως και το δεύτερο βιβλίο, οι Ψαράδες, είναι ρυθμικά κείμενα.
Και ο ρυθμός έκτοτε σταθεροποιείται και γίνεται στοιχείο που ξεχωρίζει
τον Λαζάνη στην ελληνική πεζογραφία · αλλάζει τη σχέση γλώσσας και
νοήματος· τοποθετεί τη γλώσσα σε ρυθμικές κλίμακες και αυτές γίνονται το
περιέχον προσωπικής μυθολογίας (: ένα εγώ και απέναντι ένας τόπος- πόλη,
λίμνη, βουνό), που εκτυλίσσεται σε επεισόδια από βιβλίο σε βιβλίο,
κάνοντάς τα να φαίνονται ανοιχτά στο άπειρο της ανθρώπινης παρουσίας.
Διαδρομή (1987), Ψαράδες (1989), Ίχνη σιωπής (1991),
Εγώ, ο Πέτρος (1993), Τω αγνώστω (1996), Κεφαλή ανδρός
σε ορείχαλκο (την ίδια χρονιά, του 1996), Καμαλόκα (1999)
είναι τα μέρη μιας μουσικής συμφωνίας και οι σταθμοί μιας «διαδρομής»,
με προορισμό τον αφανή λόγο της ύπαρξης. Είναι η διαδρομή ενός ανθρώπου
(ή του Ανθρώπου) που τον παραστέκει η ερήμωση και η μοναξιά.
Ναπολέων Λαζάνης φωτογραφία
της
Άννας Παπούλια
Το Καμαλόκα έχει τίτλο
λέξη του αυστριακού αποκρυφιστή Ρούντολφ Στάινερ, όπως μας έχει κάνει
γνωστό ο κ. Μερακλής, λέξη που σημαίνει τον «επέκεινα χρόνο». Είναι ένα
αιρετικό μυθιστόρημα, γιατί φτάνει στα άκρα της αντισυμβατικότητας δυο
ισχυρές σταθερές της κοινής πρόζας: τη ρεαλιστική πιθανότητα και την
αφηγηματικότητα. Αντίθετα προς αυτά τα δύο, το μυθιστόρημα θεματοποιεί
το όνειρο και ανυψώνει το πραγματικό - καθαγιάζοντας την ταπεινή ζωή και
κάνοντας προσπελάσιμο τον υπαρξιακό φόβο- στην ευεργεσία του
αποκαλυψιακού κόσμου. Η αφηγηματική ροή, από την άλλη πλευρά,
αντικαθίσταται από αφηγηματικά στιγμιότυπα. Αλλά ας το δούμε από πιο
κοντά.
Η αφήγηση είναι η αυτοβιογραφία του αφηγητή
σε κατάσταση που μοιάζει να είναι του ονείρου. Τη βιογραφία του
απαρτίζουν εικόνες, όπως τις στέλνει το ασυνείδητο στο όνειρο: χωρίς
θόρυβο, χρόνο, αλληλουχία. Ο αφηγητής δεν έχει φωνή. Λειτουργεί μόνο με
το βλέμμα· παρακολουθεί το βλέμμα του. Ό,τι βλέπει είναι μονάδες χρόνου,
που συνθέτουν το Όλον του χρόνου του ενός και του κάθε ανθρώπου. Το
βλέμμα-όνειρο γράφει νέα βίβλο γενέσεως· γίνεται Λόγος (της ύπαρξης):
«εν αρχή ην το βλέμμα της μάνας πάνω στον άνθρωπο».
Από εκείνη τη στιγμή ο αφηγητής (το βλέμμα του) αρχίζει να μετρά
το χρόνο και το μυθιστόρημα περιέχει τη σισύφεια προσπάθειά του να τον
κατανοήσει· ο αφηγητής γίνεται ένας Σίσυφος κυνηγός του άπιαστου χρόνου
(βλ. ιδιαίτερα το κεφ. 27).
Μονάδες χρόνου είναι οι αφηγηματικές μινιατούρες βιογραφικών πορτρέτων
που εικόνες τους συλλέγει το βλέμμα. Ανήκουν σε
πρόσωπα από το παρελθόν του αφηγητή. Οι βιογραφίες τους
βιογραφούν τις ηλικίες του ανθρώπου, με ιδιαίτερη εστίαση: του νηπίου,
του παιδιού, του εφήβου στο πρώτο του ερωτικό σκίρτημα. Τα μικρά αυτά
πορτρέτα είναι ψηφίδες-θραύσματα της προσωπικής βιογραφίας του αφηγητή
και μας κατατίθενται ως αφηγήσεις λακωνικής πυκνότητας και υψηλής
ποιητικότητας. Σε αυτό συμβάλλει η πυκνότητα στη χρήση της τελείας.
Κομματιάζει την εικόνα σε στιγμιότυπα αλλά κομματιάζει και το χρόνο, που
παίρνει έτσι τη μορφή του ασθμαίνοντος ρυθμού, καθώς, μόλις πάει να
αναπτυχθεί, σπάει πάνω σε διαδοχικές ξαφνικές παύσεις. Ο χρόνος
επιταχύνεται καθώς διανύει την τροχιά του σε ελάχιστο διάστημα. Να, ένα
παράδειγμα συνταγματικής οργάνωσης της έννοιας του ελάχιστου του χρόνου,
ενός χρόνου με την ταχύτητα της σφαίρας: «το παιδί ενηλικιώθηκε. Με
ακαριαίο θάνατο» (σ. 43).
Μια
άλλη σημείωση του χρόνου γίνεται με πρόσωπα-δείκτες που σημειώνουν τη
διαίρεση του χρόνου. Έτσι, άν το πριν, είναι η μνήμη, ολόκληρο το
ονειρικό υλικό (οι βιογραφικές μινιατούρες) που έχει τη μορφή όπως
είδαμε του ρυθμού, το τώρα του αφηγητή είναι το κοριτσάκι που
παίζει, ενώ το μέλλον, είναι «αυτός με την καμπαρντίνα και τη
ρεπούμπλικα», μια φιγούρα που θα εμφανίζεται περιοδικώς σε διάφορες
στιγμές ξαφνικά αλλά στο τέλος (του μυθιστορήματος) θα γίνει σκόνη μόλις
αντικρύσει το γρίφο (το μέλλον) των παιδικών σχεδίων (το αλφάβητο του
μέλλοντος) που φτιάχνει το κοριτσάκι. Το κοριτσάκι και η φιγούρα πάνε να
γίνουν πρωταγωνιστές μιας κυκλικής αφήγησης –του κύκλου της ζωής. Αυτοί
οι δυο ήρωες ταυτίζονται με τα δύο όρια του κύκλου, που φυσικά και αυτά
συγκλίνουν, δένοντας μαζί την αρχή με το τέλος. Μαθαίνουμε ότι η φιγούρα
έρχεται από «το βάθος των ματιών του μωρού» και σε «νεαρό δεκάξι
δεκαεφτά χρόνων» έχει κάνει ήδη την εμφάνισή της. Εκεί όμως που η
φιγούρα ρίχνει τη σκιά της (σαν ένα ακόμη άφωνο βλέμμα μέσα στο
μυθιστόρημα) είναι τα πορτρέτα των ενηλίκων. Σκιάζει τις
βιογραφίες-μινιατούρες των ενηλίκων. Στην αφήγηση-όνειρο τότε φτάνουν
εικόνες δυσφορικές: «φυσάει δυνατός αέρας» που μεταδίδει κίνηση κυκλική
στα πράγματα και τους ανθρώπους, την κίνηση του στροβίλου: στροβιλίζει
τη γυναίκα· σπρώχνει τους ανθρώπους προς τα κάτω· ανεμίζει την
καμπαρντίνα της φιγούρας. Σε αυτόν τον ενδιάμεσο του εφήβου και του
γέρου χωρόχρονο, των ενηλίκων, τον αέρα τον σχίζουν οι κραυγές υποκριτών
από την παράσταση της τραγωδίας του Οιδίποδα και είναι από τις λίγες
φωνές που ακούγονται, μέσα στην αφωνία του ονειρικού κόσμου του
βλέμματος. Είναι, λοιπόν, κόσμος-έρμαιο στα γυρίσματα του αέρα, απ’ το
κλάμα στο γέλιο και απ’ το μοιρολόι στο τραγούδι.
Ο
αυτοβιογραφούμενος αφηγητής φαίνεται να πορεύεται
ολομέτωπα προς την αλήθεια. Μοιάζει με την πορεία του Οιδίποδα
από την αφέλεια της τραγικής πλάνης στην αυτογνωσία που τυφλώνει το
σωματικό βλέμμα, «δυο μεγάλες ξύλινες περόνες είναι καρφωμένες στα
μάτια» του Οιδίποδα, ελευθερώνοντας το μέσα φως. Είναι μια οδοιπορία:
στην κοιλάδα με τη βρυσούλα στεγνή, στην έρημο και τη στέππα. Εκεί
βρίσκεται ο αφηγητής να έχει εκσφενδονισθεί την πρώτη στιγμή της
γέννησής του: «Γιατί σκίζεται η σάρκα.
Και σκάει το αίμα. Κι εγώ μέσα του κολυμπητός. [...]
Και
νιώθω
σαν
το
ψάρι
έξω
απ’
το
νερό.
Εκεί θα ξεραθώ μαζί με τα αίματα» (σ. 169). Έτσι, θα βρεθεί σε τόπο
χωρίς χώμα, μόνον μπετόν, σίδερο, αλουμίνιο και πλαστικό.
Οι άνθρωποι σε σπηλιές, τσαντήρια, σπίτια-κουτιά, ορυχεία και τούνελ. Ο
αφηγητής συχνά στην άκρη χάσματος, λίγο πριν τον καταπιεί (171).
Λυτρωτικός τόπος: ο τρυφερός χώρος της γυναίκας, «το δωματιάκι»:
Η γυναίκα σιμά του όλο χυμούς.[...]. Τον
χαϊδεύει απαλά. Τον φιλάει στο μάγουλο. Στο λαιμό. Ο άντρας γυρίζει
απότομα και τη φιλάει άγρια στο στόμα. Σηκώνονται. Σέρνονται μέσα στο
δωματιάκι. πάνω στο κρεβάτι. Στο κρεβάτι η ηδονή.[...]. Μ’ αγκομαχητά.
Κοφτές λέξεις. Πώς θέλεις. Όπως θέλεις εσύ. Και η νύχτα πέφτει για τα
καλά. Τα πουλιά ησυχάζουν. Η ηδονή μυρωδιές και ιδρώτας. Σάλιο, υγρό και
σπέρμα ένα πράγμα. Ένας αγέρας γεμίζει το δωματιάκι. κάθεται πάνω στα
βιβλία. Κολλάει στις φωτογραφίες στους τοίχους. Στην κουρτίνα στο
παράθυρο. Στη μισάνοιχτη πόρτα. Όλος ο χώρος μια ηδονή. Όλος ο κόσμος το
δωματιάκι. αυτό το κέντρο του σύμπαντος. Αυτή η ζωή του
(σ. 38).
και ο οικείος,
της πόλης (τα Γιάννενα), της Λίμνης, του βουνού (Μιτσικέλι). Αυτός ο
τόπος έχει την υπόσταση μιας οντότητας όμως έτσι είναι και υποκείμενος
στις αναγκαιότητες που καθορίζουν την ύπαρξη: τον πόνο και τη μοίρα.
Ένας τόπος όπου η δοκιμασία είναι και κάθαρση που κάνει τον τόπο κατώφλι
του αποκαλυψιακού κόσμου, που μπορεί να ανταμοίβει στο τέλος του
επίπονου δρόμου τους οδοιπόρους κατοίκους του, γιατί ο τόπος βρίσκεται
με τρόπο μαγικό αιχμαλωτισμένος από τον ουρανό και δεμένος σε αιώνιο
δεσμό με το σύμπαν.
Η δοκιμασία του τόπου έχει το σχήμα του χορού. Ένας χορός
(αρχαίου δράματος ή ένας ακόμα χορός Ζαλόγγου) κλείνει τον ορίζοντα της
πόλης, στήνεται στην κορυφή του βουνού, για το ταξίδι χωρίς γυρισμό. Το
βουνό στοιχειώνει: μαγνητικό πεδίο η κορυφή του, που καταπίνει τα
παληκάρια. Η ξενιτιά είναι η μοίρα-κόλαση και ταυτόχρονα κάθαρση που
ιεροποιεί τον τόπο. Εδώ, τελούνται αποκαλυψιακές τελετουργίες. Η Λίμνη
είναι τόπος Αποκάλυψης. Η ανατολή του ήλιου προκαλεί μια «επιφάνεια»
(όραμα θεϊκής μορφής) και μετατρέπει τη Λίμνη σε Ερυθρά Θάλασσα της
Γραφής και τόπο μιας κοσμικής διχοτομίας: του φωτός και του σκότους:
Τότε η επιφάνεια της λίμνης χωρίστηκε στα δυο. Με ευθεία γραμμή. Απ’ την
παραλία της πόλης μέχρι το νησί. Και το αριστερό μέρος της αναταράχτηκε
από μικρό κυματάκι. Και πήρε ένα σκούρο μπλε χρώμα. Του χάους. Το δεξί
ακίνητο. Γυάλινο σαν καθρέφτης. Με χρώματα ανοιχτά γαλάζια και φωτεινά.
Και τον ήλιο από πάνω γλυκύτατο. Με φωτοχυσίες τα βουνά απέναντι. Κι
έναν άυλο χείμαρρο στα φαράγγια, μέχρι κάτω κάτω στην άκρη της λίμνης. Η
λίμνη κι ο ουρανός ξεχώρισαν καθαρά σε δύο κομμάτια. Κι απ’ το σκοτεινό
τ’ αριστερό ήρθαν κοράκια κι άλλα μαυροπούλια. Και προσγειώθηκαν στα
καλάμια. Και τα ‘σπασαν απ’ το βάρος τους. Και το φως στο δεξί μέρος
δέχτηκε τα όρια της γραμμής. Και χάρηκε τη μεριά του. Σαν να μην υπήρχε
το σκοτάδι.
Σαν να μην το χώριζε απ’ αυτό μόνο εκείνη η γραμμή
(σ. 55).
Ο τόπος-λίμνη, χάος και ήλιος μαζί, είναι η
ζωή στο τέταρτο διάστημα του χρόνου, στο επέκεινα του εμπειρικού
μέλλοντος. Η ζωή είναι στο χρόνο Καμαλόκα. Συμπυκνωμένη στο ρίγος της
«ψυχής που κλοτσάει» και μεις το ακούμε σαν ‘μοιρολόι’ που αναπέμπει
ύμνο στην ιερότητα που έχει η ζωή εκείνου του ανθρώπου που αφήνεται στο
θαύμα, στη ζωή-δώρο του σύμπαντος, (που τότε μπορεί) να μαγεύει το
βλέμμα και να μεθά την ψυχή ο έρωτας, ο λυγμός και ο ύμνος (βλ. το
«αινείτε» σε ολόκληρο το προτελευταίο κεφάλαιο).
Ένας αρχέτυπος λυγμός είναι το μοιρολόι της
Μαριόλας (κεφ. 34) που ακολουθεί έναν ύμνο, ένα νέο Άσμα ασμάτων, στη
γυναίκα-πηγή, όπου πνίγεται ο λυγμός και ποτίζεται η άνυδρη χώρα (κεφ.
33).
Το τραγούδι της
Μαριόλας συμπυκνώνει μοιρολόι και ύμνο του έρωτα μαζί. Η Μαριόλα είναι
το σύμβολο-μονάδα όπου ενώνονται όλα τα σύμβολα του ανθρώπου-γυναίκας,
συνδεόμενης τα με σύμβολα του
Sexus και της
ευγονίας της θηλύτητας. Τα θρηνητικά λόγια του άντρα στην αγαπημένη
νεκρή Μαριόλα περιγράφουν ευγονικές τελετουργίες για την καρποφορία της
γης. Παρακολουθούμε έναν οργασμό κίνησης και δράσης μέσα σε ένα
τελετουργικό που ετοιμάζει τη γονιμοποίηση της γης: «Κάμε τα νύχια σου
τσαπιά, τις απαλάμες φτυάρια», ή το καθάρισμά και ξεχέρσωμά της για να
δεχτεί την ποθητή σπορά: «Ρίξε το χώμα από μεριά, τις πέτρες ’πο την
άλλη» και, τελικά, τη συνάντηση των σωμάτων: «κι άπλωσε το χεράκι σου
και πιάσε το δικό μου» (σ. 197) και την αέναη επανάληψη του Έρωτα και
της Ζωής.
Το «τραγούδι της
Μαριόλας» είναι η άλλη όψη του «αινείτε». Μια συμπύκνωση μοιρολογιού και
βουβής ευχαριστίας για το σύμπαν του βλέμματος, της αφής, της γεύσης,
της μνήμης.
Γεωργία Λαδογιάννη