Πολιτισμός

λογοτέχνες

                                          Απόστολος Μπενάτσης

                                          Επίκουρος Καθηγητής

                                          Θεωρίας και Ερμηνείας

                                          της Λογοτεχνίας

                                          Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

20 Ιανουαρίου 2008 "Ζάππειο Μέγαρο"  

Ο χώρος και ο χρόνος στη λογοτεχνία των Ηπειρωτών


Απόστολος Μπενάτσης

Στην ανακοίνωσή μας αυτή  θα μας απασχολήσει ο Ηπειρωτικός χώρος, όπως αυτός εμφανίζεται στα κείμενα των Ηπειρωτών λογοτεχνών - ποιητών και πεζογράφων. Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι κάποια στοιχεία του χώρου εμφανίζονται στην Ηπειρωτική λογοτεχνία συνεχώς, απ’ την παλαιότερη ως τη νεότερη εποχή. Έτσι η λίμνη των Ιωαννίνων είναι από τα μέρη που υμνήθηκαν, που τραγουδήθηκαν κατ’ εξοχήν∙ είναι η λίμνη με τις ομορφιές της, τους θρύλους, την ιστορία της. Δίπλα σ’ αυτήν το Κάστρο με τη δική του ιστορία∙ στη συνέχεια οι συνοικίες της πόλης και οι δρόμοι της, αλλά και οι μεγάλοι δρόμοι που οδηγούν έξω απ’ αυτήν, σε άλλους χώρους, στην πρωτεύουσα. Οι μεγάλοι δρόμοι προβάλλουν και σημασιοδοτούν την αναγκαστική αναχώρηση των Ηπειρωτών απ’ την ιδιαίτερη πατρίδα τους, για δουλειά, για σπουδές, για την ξενιτιά. Η μνήμη όμως παραμένει άσβηστη. Ταυτόχρονα ο λογοτέχνης δε διστάζει να μυθοποιήσει το χώρο και να τον ταυτίσει με το δικέφαλο αετό μέσα από την ποίηση του Παΐσιου του Μικρού (1687):

 

Έχουσι σχήμα αετού, χωρίς αμφιβολίαν,

και γνώρισον, ακροατά, αυτήν την θεωρίαν:

Το κάστρον είναι κεφαλή, ουρά είναι η Λούτζα,

οι μαχαλάδες το κορμί, ομού και Λιθαρίτζα.

Σαράγι και Καλούτζασμι οι άκρες των πτερύγων,

 («Περί της γενομένης υπερβολικής ψυχρότητος εν τη πόλει των Iωαννίνων»)

 

Η λίμνη μάλιστα των Ιωαννίνων είναι συνδεδεμένη με κρίσιμες στιγμές της ιστορίας της πόλης. Ήδη το Χρονικό των Ιωαννίνων μιλάει για μια ναυμαχία στη λίμνη μεταξύ Μαλακασίων και Γιαννιωτών, στην οποία νικήθηκαν οι Αλβανοί:

 

                                         Τρία ημερόνυκτα

       ο πόλεμος δεν έπαυσεν· από την  ξηράν οι

       Αλβανίται, από την λίμνη οι Μαλακα-

       σοί· και τόσον ήτον περισσοί, ώστε οπού

       η λίμνη δεν εφαίνετο από τα μονόξυλα.

 

Θα ακολουθήσει ο έπαινος της πόλης την εποχή του Δεσποτάτου:

 

Tα Ιωάννινα έχουν την τιμήν          εξ όλον του το κράτος.

 αυτού έναι η ρίζα των Ρωμαίων,     το Δεσποτάτο όλο.

                                                    (Χρονικό των Τόκκων)

 

Αλλά η λίμνη θα γίνει το θέμα όχι μόνο των παλιότερων ποιητών, αλλά και των νεότερων γιατί συνδέεται με τον Αλή Πασιά και το θάνατό του. Το πρώτο δείγμα προέρχεται από την Ιστορία Αλή Πασά του Τεπελενλή. Συγγραφείσα επί τη βάσει ανεκδότων έργων του Παναγιώτου Αραβαντινού:

 

O ήλιος οχ’ τον ουρανό τραβιέται, βασιλεύει,

Kι’ Aλή Πασάς ξεψύχησε και χάρος τον κυριεύει.

Eβγαίνει η πούλια η πλουμιστή, τ’ αλετροπόδι βγαίνει,

           Kι’ Aλή Πασάς εις το νησί χωρίς κεφάλι μένει.

 

Μια ευρύτερη διάσταση στη θεματική της λίμνης θα δώσει το 1975 ο Τάκης Σιωμόπουλος, ο οποίος  θα τραγουδήσει όχι μόνο τις ομορφιές της, αλλά και θα μεταστοιχειώσει ποιητικά την ιστορία που συνδέεται μ’ αυτήν. Θα την εντάξει μάλιστα στους ανώνυμους δημιουργούς της τοπικής παράδοσης:

 

Θρυλική μου Παμβώτιδα, δοξασμένη μου λίμνη,

της κοιλάδας της όμορφης στόλισμά της, κεμέρι,

σ' άλλα μέρη αν ο δρόμος μου, μακρυά, θα με φέρη,

στην ψυχή μου είν’ η όψη σου τυπωμένη σφραγίδα.

Κι ό,τι αγάπησα κ έζησα κι ό,τι πόνεσα κ’ είδα

έχουν κάτι απ’ τη χάρη σου, πόθοι, όνειρα, ύμνοι.

………………………………………………

Να το κάστρο, των τίγριδων η φωλιά, που γνωρίζουν

στα νερά σου τις όμορφες ανελέητα να πνίγουν,

και στη βία, στον όλεθρο τις καρδιές τους ν' ανοίγουν.

Όμως να, στο νησάκι σου το λιβάνι μυρίζει.

Στο σχολειό του ο καλόγερος ταπεινά ψιθυρίζει

λυτρωμού λόγια αθάνατα, που τ’ ακούν και δακρύζουν.

                                  («Ωδή στην Παμβώτιδα»)

 

Πρόκειται για κείνη τη μορφή της λίμνης που σχολιάζει η Άννα Δερέκα:

 

Η θολωμένη απ' τους πνιγμένους

Λίμνη

Δοξασμένη απ' τους ποιητές

                                («Ιωάννινα»)

 

Δεν έχει όμως την ίδια μορφή η Παμβώτιδα στην ποίηση του Γιοσέφ Ελιγιά:

 

Ω λίμνη, στα γλαυκά σου τα νερά

Πόσα όνειρα παιδιάτικα λουσμένα

— Αχ πώς ροδογελούν τα Περασμένα

Στης μνήμης τα γιγάντια τα φτερά.

                             («Παμβώτιδα»)

 

Ο στίχος «Στης μνήμης τα γιγάντια τα φτερά» παραπέμπει ασφαλώς στο πολύ γνωστό ποίημα του Βaudelaire, «LAlbatros” και ειδικότερα στο στίχο «Τα γιγάντια φτερά του τον εμποδίζουν να περπατά» (Ses ailes de géant lempêchent de marcher) Στο Γιοσέφ Ελιγιά όμως τα φτερά αντιπροσωπεύουν τη λειτουργία της ιστορικής μνήμης. Πρόκειται για μια εικόνα, που όπως έχει επισημανθεί, την απεικόνισε ο Καζάκος, με τα ποδήλατά του που πετούν πάνω απ’ την πόλη.

Πιο λυρική και με τόνους προσωπικούς εμφανίζεται η Άννα Μπουρατζή-Θώδα:

 

Το δάκρυ μου πέφτει στη λίμνη

και γίνεται νούφαρο

που ρωτάει και φωνάζει για σένα.

                                          («Δάκρυ»)

 

Πρόκειται τελικά για τη λίμνη που τόσο χαρακτηριστικά περιγράφει ο Δημήτρης Χατζής:

 

Γαλαζοπράσινη και βαθιά, δίπλα στη μικρή πόλη, απλώνεται η λίμνη.

                                           («Ο Σιούλας ο ταμπάκος»)

 

Δεν είναι όμως μόνο η λίμνη που εμφανίζεται στη λογοτεχνία των Ηπειρωτών. Αποσπούμε μερικά αποσπάσματα από κείμενα της πεζογραφίας μας. Γράφει με το χαρακτηριστικό του ύφος ο Χρήστος Χρηστοβασίλης:

 -Τα’ είν’ αυτό, πούναι σαν μεγάλος καθρέφτης; Μήπως είναι ποτάμι; Γιατί δεν τρέχει, αν είναι ποτάμι;

-  Αυτό είναι λίμνη…

-  Και αυτό το μεγάαααααλο, πούναι σαν μαντρί, κι έχει γύρα-γύρα ψηλούς τοίχους, αντί για φράχτη, τ’ είναι;

-   Αυτό είναι το κάστρο του Γιαννίνου …

- Και αυτά τα θεόρατα σουβλιά, πούναι δέκα φορές ψηλότερα απαν’ από τα σπίτια, τ’ είναι; Δέντρα νάναι;

- Αυτά είναι τζαμιά… Πάει να πει τουρκοκλησιές.

                                                                    Ο Κουτσογιάννης στα Γιάννενα»)

 

Ο Βασίλης Γκουρογιάννης βλέπει μια άλλη, πιο σύγχρονη πλευρά της πόλης:

 

Μώλος – Νησί – Ντραμπάτοβα – Νησί – Μώλος. Στο στόμα γεύση βατραχοπόδαρων, τηγανισμένων με αυγό.

                                                                      («Τα Γιάννενα από φωτογραφίες»)

 

Ο Πάνος Κυπαρίσσης  βλέπει μια φθινοπωρινή εικόνα, που παραπέμπει σε σκηνές του Αγγελόπουλου:

 

Μυρίζει χώμα ο άνεμος. Ανακατώνει τα πλεούμενα, ρίχνει τα πουλιά πάνω στις πλάκες.

                                                                                                              («Χώμα»)

Ο Φρίξος Τζιόβας, τονίζει τα θρησκευτικά στοιχεία της πόλης και τον ιδιαίτερο δεσμό της με τον τοπικό της άγιο:

 

 «Το σπίτι του Αϊ-Γιώργη του Νεομάρτυρα», μίλησε ο Γούλας δείχνοντας στα αριστερά του δρόμου όπως μπαίνεις στην πόλη μονόροφο σπίτι.

                                                                 («Κυρά Πολυξένη η οσία»)

 

Ο Σωτήρης Δημητρίου μιλώντας για τις ανατροπές της σύγχρονης ιστορίας θα τονίσει παράλληλα τη φτώχεια του τόπου και την αναγκαστική μετανάστευση:

 

Αφ’ όντις κίνησε ο πόλεμος, κόπηκαν απ’ την Αμερική και την Αυστράλια τα λεφτά και τα δέματα.

                                                                  (Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου)

 

Ο Χριστόφορος Μηλιώνης θα μας μεταφέρει στο κλίμα των γιορτών και των πανηγύρεων:

 

 Τ’ Αϊ-Γιαννιού γύριζε το βράδυ όλες τις γειτονιές, από φωτιά σε φωτιά. Τον τραβολογούσαν οι γυναίκες να τους πει τραγούδια – «τις τρανές, μπρε, μπρε μπρε, τις τρανές αποκριές».

                                («Ο τελευταίος ταμπάκος»)

 

Ο Βαγγέλης Αυδίκος, τέλος, θα υπαινιχθεί το μύθο της αιώνιας επιστροφής στην πατρική γη:

 

Ο ήλιος είχε σκάσει κι έκανε την οδήγηση δύσκολη. Απόμεινε η στροφή στο Σαν Τζορτζ. Μετά, το πλάτωμα, επάνω η εκκλησιά - σύμβολο του προσκυνητή, πλέον, στα πατρικά χώματα.

                                                          ("Το βλέμμα στον τοίχο με τη μαντανία")

 

Τα Γιάννενα και γενικότερα η λογοτεχνία των Ηπειρωτών θα ασχοληθεί και με τα γενικότερα προβλήματα του τόπου. Στο δημοτικό τραγούδι βλέπει τις ποιητικές του ρίζες ο Απόστολος Ζώτος:

 

Εσένα δε σε πετροβόλησε ποτέ

από την άκρη σου η μάνα του Κίτσιου

                                  («Σοφία ροής»)

 

Ο Γιώργος Κοτζιούλας με συγκινησιακούς τόνους θα περιγράψει το χωρισμό του ήρωα από το γενέθλιο χώρο:

 

Τον πήραν τον Κολιό,

τον πήραν οι μαστόροι,

παιδί απ’ το σκολειό

να μάθει πηλοφόρι.

(«Το μαστορόπουλο»)

 

Και ο Βασίλης Νιτσιάκος θα εμπνευστεί από το χώρο και θα γράψει:

 

Τη δική μου Εγνατία θα σας δείξω. Αυτή που έγινε κομμάτια,

όπως οι πρόγονοί μου. Αυτή την Εγνατία θα μαζέψω με τη χου-

φτα, για να τη βάζω περατίκι σ’ εκείνους που θα αναγκαστούν σε

μαύρο διάβα, απροσάρμοστοι.

                                                                                          (Απέκει)

 

Μιλάμε εδώ για το δράμα των ορίων, που αντιπαραθέτουν δυο κόσμους, έναν κόσμο που φεύγει και έναν κόσμο που η ιστορική στιγμή επιβάλλει. Το ποιητικό υποκείμενο μας δίνει τη δική του «Εγνατία», το μεγάλο δρόμο, το πέρασμα, αλλά ταυτόχρονα και το όριο ενός κόσμου που μετασχηματίζεται.

Ο Γιάννης Δάλλας θα δώσει μια εικόνα των Ιωαννίνων τα δύσκολα χρόνια της Χούντας:

 

 Και τότε ο δρόμος σκίστηκε στα δυο ουρλιάζοντας και πέρασε ο Αρύβας μολοσσός του στρατοπέδου Περνά ξαναπερνά τροπαιοφόρος με τους μπόγιες του κι απόμεινε ο σκοπός σε στάση προσοχής  Το Ασλάν τζαμί το Φατιγιέ τζαμί σε στάση προ­σοχής

                                                                          («Τα νεότερα της οδού Αρύβα»)

 

Ο Ναπολέων Λαζάνης θα συνδέσει το χώρο με την επιθυμία για μόρφωση:

 

Είναι εκείνη η χαρακιά στο Μιτσικέλι. Η γυναίκα ντύνει το μεγάλο γιο την ταξιδιωτική στολή. Παιδιά με γιακαδάκι άσπρο. Του κρεμάει το σακίδιο. Πλάκα με κοντύλι και σφουγγάρι. Φεύγω πρωί και δεν είμαι στην αναχώρηση. Στην ανηφοριά της Αβέρωφ για το δημοτικό. Ύστερα στην οδό Ανεξαρτησίας για το γυμνάσιο. Ύστερα στο λεωφορείο μπρου μπρου για Θεσσαλονίκη. Είναι κείνη η χαρακιά και τραβάει τα παιδιά ίδιος μαγνήτης. Είναι ο δρόμος για τη Θεσσαλονίκη. Για το πανεπιστήμιο.

                                                                            (Κεφαλή ανδρός σε ορείχαλκο)

 

Ο Μιχάλης Γκανάς , τέλος, στους μεγάλους δρόμους θα δει τη μετανάστευση:

 

Από δω έφυγε

η μισή πατρίδα

για τα ξένα

(«Εθνική οδός»)

 

Η λογοτεχνία των Ηπειρωτών ασχολήθηκε με το χώρο, εμπνεύστηκε απ’ αυτόν και έδωσε μέσα απ’ αυτόν την πολλαπλότητα των αισθημάτων που κατακλύζουν τον δημιουργό.  Ο χώρος ακόμη επηρεάζει το ιδίωμα των υπό μελέτη λογοτεχνών και υπεισέρχεται στις παρομοιώσεις και τις μεταφορές τους. Η λίμνη, τα βουνά και τα ποτάμια, δηλαδή τα στοιχεία που αντιπροσωπεύουν κατ’ εξοχή τον Ηπειρωτικό χώρο, αποτελούν για το δημιουργό, ποιητή και πεζογράφο, ένα κόσμο τελειότητας. Αυτή την ποιητική δημιουργία, τους στίχους του δηλαδή, συνδέει ο Παναγιώτης Νούτσος με το έργο ενός πανεπιστημιακού διδασκάλου, αλλά και την εν γένει παρουσία του στον κόσμο:

 

Τρεις τέσσερις

στίχοι

άτεχνοι και δυσνόητοι…

Ό,τι παράπεσε

Από το ακαδημαϊκό μου

Curriculum

        Addenda et corrigenda»)

 

Ο Τάσος Πορφύρης, από τη μεριά του, θα παίξει κυριολεκτικά με τη φωνητική διάσταση της ποίησης, αλλά και θα παραπέμψει έμμεσα στο Ηπειρωτικό ιδίωμα:

 

Κλέβω τα φωνήεντα από τους στίχους

         («Έτσι ξεκινάει ένα ποίημα»)

 

Ο γενέθλιος χώρος λοιπόν δίνει στους Ηπειρώτες ποιητές και πεζογράφους κύρια ερεθίσματα για να δημιουργήσουν. Λειτουργεί καταλυτικά είτε ως βιωμένη εμπειρία είτε ως πηγή έμπνευσης. Ο Μιχάλης Γκανάς γράφει χαρακτηριστικά:

 

Πατρίδα μου ασπίδα μου

και δόρυ αιχμηρό στο στήθος

παίρνω το αίμα-αίμα μου και σε γυρεύω

στον κάτω κόσμο στον απάνω -άφαντη

στις πολιτείες στα χωριά σου- άχνα

και λέω δεν υπάρχεις σ' ονειρεύτηκα

κι αχειροποίητη σε χτίζω με το ράμφος μου.

              (Παραλογή)

 

μετασχηματίζοντας έτσι το χώρο και το χρόνο σε καλλιτεχνική δημιουργία.

 

   αριθμός επισκεπτών
      --