Λαμπρινή Μπενάτση
Ιστορικός Τέχνης
Master
of
Arts
Ηπειρώτες Δημιουργοί
Εικαστικοί
Ζάππειο Μέγαρο – Παραλειπόμενα
19-23 Ιανουαρίου 2008
Η Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία Ελλάδος οργάνωσε στο Ζάππειο Μέγαρο ένα
πενθήμερο εκδηλώσεων. Οι εκδηλώσεις ήταν αφιερωμένες στους καλλιτέχνες
Βασίλη Καζάκο και Κώστα Μαλάμο καθώς και στον λογοτέχνη Δημήτρη Χατζή.
Στα πλαίσια των εκδηλώσεων εντάχθηκε και η έκθεση που φιλοξενήθηκε σε
δύο αίθουσες του Ζαππείου Μεγάρου, στην οποία εκτέθηκαν έργα ηπειρωτών
κυρίως καλλιτεχνών. Τα έργα καλύπτουν μια μεγάλη ποικιλία εκφραστικών
τάσεων, υλικών και τεχνοτροποιών: γλυπτά, χαρακτικά, ζωγραφικοί πίνακες,
αγιογραφίες ή εικόνες που παραπέμπουν στην αγιογραφία, εγκαταστάσεις στο
χώρο, συνέθεσαν το σκηνικό μιας ενδιαφέρουσας έκθεσης.
Λαμπρινή Μπενάτση
Υπήρχε μια ποικιλομορφία έργων και υλικών, πέρα από τα κλασικά υλικά
όπως λάδι, ακριλικά χρώματα, πηλός και ξύλο∙ τα δύο τελευταία
χρησιμοποιήθηκαν κατά βάση από τους γλύπτες. Στην έκθεση αυτή οι
καλλιτέχνες πειραματίστηκαν και με νέα υλικά όπως είναι το νέον, οι
χρωματιστές ζελατίνες, οι πλαστικές λεκάνες, το πανί και ο γρανίτης.
Οι συμμετέχοντες στην έκθεση είχαν μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ τους καθώς
ήταν δάσκαλοι και μαθητές των Ανώτατων Σχολών Καλών Τεχνών κυρίως, όμως
αυτό δεν ήταν το μοναδικό κοινό τους σημείο∙ ένα δεύτερο και ίσως πιο
σημαντικό στοιχείο ήταν το γεγονός ότι όλοι κατάγονταν από την Ήπειρο
και τις γύρω περιοχές. Ο τρόπος οργάνωσης της έκθεσης αναδείκνυε και τα
δύο στοιχεία, καθώς οι οργανωτές επέλεξαν να μην διαχωρίσουν τους
καθηγητές από τους μαθητές, έτσι ώστε η μια γενιά να εμπλέκεται με την
άλλη και με τον τρόπο αυτό
να δημιουργείται ένας κύκλος χωρίς αρχή και τέλος, σε ένα διαρκή και
γόνιμο διάλογο.
Στη έκθεση, όπως ήδη αναφέραμε, χρησιμοποιήθηκαν μοντέρνα υλικά, όπως το
νέον, που χρησιμοποιήθηκε από την Αγγελική Δερέκα για την κατασκευής της
λευκής σκάλας. Με το έργο αυτό η Δερέκα αποδεικνύει πως μπορεί να
δουλεύει με επιτυχία και ταυτόχρονη ευρηματικότητα, δύσκολα υλικά, τα
οποία τα συνδυάζει με το λευκό χρώμα, ένα χρώμα το οποίο θα λέγαμε πως
χαρακτηρίζει τις δουλειές της. Με τη χρήση του «νέον» και τον ξύλινο
σκελετό της σκάλας η Δερέκα καταφέρνει να αιχμαλωτίσει το φως και να
οδηγήσει το θεατή σε μία διαφορετική ανάγνωση του αντικειμένου, το οποίο
στο τέλος ξεφεύγει από την κλασική του χρηστική αξία και γίνεται πια
έργο τέχνης, δηλαδή το όραμα της καλλιτέχνιδος.
Οι χρωματιστές ζελατίνες που χρησιμοποιήθηκαν από την Ασπασία Γιαννέτα
και ο τρόπος με τον οποίο δουλεύτηκαν έδωσαν στο τέλος ένα ιδιότυπο
εξώγλυφο. Η Γιαννέτα δουλεύει με το διαφανές ριζόχαρτο, ένα δύσκολο και
συνάμα ενδιαφέρον υλικό∙ μέσα από τη διαφάνεια περνάει συγκεκριμένη
ποσότητα φωτός και με τον τρόπο αυτό δίνεται η αίσθηση του βάθους. Η
αίσθηση αυτή ενισχύεται ακόμα περισσότερο από τα χρώματα με τα οποία
βάφει η καλλιτέχνις τις διαφάνειές της. Το γλυπτό της Γιαννέτα θα λέγαμε
πως είναι μια «χωροδυναμική» κατασκευή, η οποία κινήθηκε πάνω στο
δίπτυχο χώρος –φως. Άκρως ενδιαφέρον ήταν το έργο του Ανδρέα Λόλη. Ο
Λόλης χρησιμοποιώντας το γρανίτη δημιουργεί ένα πρωτότυπο γλυπτό.
Πρόκειται για ένα κομμάτι χρωματιστού γρανίτη με «νερά» που περιβάλλεται
από μαύρο γρανίτη με εγκοπές ώστε να αναπαριστά το αρνητικό ενός φίλμ,
μέσα από το οποίο προβάλλεται το θέμα του «φίλμ», το οποίο το πετυχαίνει
με τη βοήθεια του κρυφού φωτισμού. Ο Λόλης δε δημιουργεί ένα γλυπτό
δίνοντας στο υλικό που σμιλεύει ένα σχήμα, αλλά κάνει γλυπτό το ίδιο το
υλικό, καθώς χρησιμοποιεί ως κύριο θέμα του έργου του τη δομή του
υλικού, που τονίζεται έντονα τόσο από το μαύρο χρώμα, όσο και από τον
κρυφό φωτισμό που χρησιμοποιήθηκε.
Στον χώρο των κατασκευών με συμβολικό χαρακτήρα κινείται η δημιουργία
της Νίκης Δούκα που συνθέτει με καθημερινό υλικό, όπως είναι οι
πλαστικές λεκάνες, ανάγοντας τες σε ολοκληρωμένη σύνθεση με έντονη την
διάθεση του παιχνιδιού.
Ο Μπάμπης Καραλής δημιουργεί ένα εικαστικό περιβάλλον, γνωστό στην τέχνη
ως Environment,
κάνοντας χρήση «καθημερινών» υλικών, όπως είναι οι τσιμεντόπλακες
διάστρωσης και το ξύλο. Το έργο του Καραλή δημιουργεί έναν εικαστικά
ενεργοποιημένο χώρο, στον οποίο η εμπλοκή του θεατή είναι απαραίτητη. Ο
Καραλής δίνει έμφαση περισσότερο στα υλικά που χρησιμοποιεί για τη
δημιουργία του έργου και όχι στη χρήση του φωτός, το οποίο απουσιάζει
τελείως από το έργο.
Ο Βασίλης Βασίλη δημιουργεί ένα ιδιόμορφο γλυπτό καθώς χρησιμοποιεί ως
πρώτη ύλη τηλεφωνικούς καταλόγους, τους οποίους ενώνει με ένα μεγάλο
σύρμα. Οι κατάλογοι στηρίζονται ακόμα από δύο μεταλλικούς δοκούς. Θα
μπορούσαμε να πούμε πως ο Βασίλη Βασίλης κινείται στα όρια του
Installation.
Ο Νίκος Βάσσης και ο Δημήτρης Βάσσης είναι επηρεασμένοι από την τέχνη
του Art Deco. Ο Νίκος Βάσσης επηρεάζεται από την ινδιάνικη τέχνη ενώ ο
Δημήτρης εμπνέεται από την αφρικανική τέχνη.
Μια ακόμα ομάδα έργων, αν θέλαμε να κάνουμε μια κατηγοριοποίηση των
έργων της έκθεσης, είναι οι εικόνες∙ στην ομάδα αυτή εντάσσεται και το
Φαγιούμ της Σοφίας Βλάχου. Η Μαριάνθη Ανδρίκου Τζίμα εικονογραφεί δύο
εικόνες∙ στην μία εικονίζεται ο Εσταυρωμένος Χριστός και στην δεύτερη ο
Αρχάγγελος Γαβριήλ. Βλέπουμε ότι η Ανδρίκου γνωρίζει πολύ καλά τις
τεχνικές της αγιογραφίας. Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η δημιουργία της
Ελένης Μπούρη Στρατηγού. Η
Μπούρη όχι μόνο γνωρίζει καλά τις τεχνικές τις αγιογραφίας, αλλά τις
κάνει και πράξη. Στο έργο της εικονίζονται σκηνές από τη ζωή του
Χριστού. Στην εικόνα αυτή η Μπούρη εφαρμόζει και τις μεθόδους
εικονογράφησης. Τα χρώματα, ο τρόπος τοποθέτησης των μορφών δείχνουν
γνώση των μεθόδων αυτών. Ενδιαφέρον είναι ακόμα ότι η Μπούρη δεν κάνει
χρήση του κλασικού καμβά, αλλά ζωγραφίζει σε ξύλινη επιφάνεια, μάλλον σε
ξύλινη πόρτα. Ο Κολιούσης Δημήτρης εικονογραφεί σε δύο εικόνες, τους
αρχαγγέλους Γαβριήλ και Μιχαήλ ολόσωμους. Εντυπωσιακό είναι ότι και οι
δύο μορφές έχουν στο ένδυμά τους το δικέφαλο αετό.
Η μία εκ των δύο μορφών κρατάει
δόρυ ενώ η άλλη κρατάει στα χέρια της φρούτα, προσδίδοντας στην κλασική
μεταβυζαντινή τέχνη και νεοτερικές προεκτάσεις. Η Κυρίτση Λαμπρινή
απεικονίζει και εκείνη ένα θρησκευτικό θέμα: τη βρεφοκρατούσα με αρκετά
μεταβυζαντινά στοιχεία. Η Βλάχου Σοφία αποδίδει ένα διαφορετικό φαγιούμ,
καθώς στο ίδιο κομμάτι ξύλου υπάρχουν δύο πρόσωπα ενώ στα κλασικά
φαγιούμ υπάρχει σε κάθε κομμάτι ξύλου ένα πρόσωπο.
Μια τρίτη κατηγορία έργων, στην έκθεση του Ζαππείου, ήταν τα γλυπτά. Το
μάρμαρο, ο πηλός, το ξύλο και το μέταλλο που χρησιμοποιήθηκαν ως πρώτη
ύλη σμιλεύτηκαν, πλάστηκαν, και χυτεύτηκαν
και στη συνέχεια το τελικό
αποτέλεσμα καλούσε το θεατή να συνδιαλέγεται με το κάθε έργο.
Ο Παύλος Ζαμπίρας μας δίνει ένα εκπληκτικό γλυπτό, έναν γραφέα την ώρα
της δουλειάς του. Δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο αν λέγαμε πως ο Ζαμπίρας
πραγματεύεται μια θεματική ενότητα, ανθρώπους εν ώρα εργασίας. Το
χαρακτηριστικό αυτό είναι ήδη γνωστό στην Τέχνη από τους Ανατολικούς
Πολιτισμούς. Στην κατηγορία
της μικρογλυπτικής θα μπορούσαμε να εντάξουμε και το έργο το Πάνου
Κυππαρίση, ο οποίος δουλεύοντας σε ξύλο, δημιουργεί τη μορφή του
εσταυρωμένου με τον ακάνθινο σταυρό. Η μορφή του εσταυρωμένου παραπέμπει
περισσότερο σε μορφές Αναγεννησιακές.
Ο Χρήστος Παππάς συμμετείχε στην έκθεση με δύο μπρούτζινα έργα, που
συζευγνύουν τις μορφές του πουλιού και της βάρκας, παραπέμποντας στην
έννοια της κίνησης. Στην έννοια της κίνησης και της επικείμενης
ανύψωσης παραπέμπει και το γλυπτό της Ευδοκίας Παπαγεωργίου. Θεματικά
αντίθετο είναι το έργο του Αλτίν Πατσέλη, ο οποίος εμπνέεται από την
έννοια του αποκλεισμού και της φυλάκισης. Το ανθρώπινο κεφάλι είναι
φυλακισμένο μέσα σε ένα πλέγμα, από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει.
Ο Νίκος Αράπης είναι
εμπνευσμένος από τον γενέθλιο τόπο του. Δουλεύει το ξύλο και στο τέλος
δημιουργεί γκλίτσες που δίνουν την αίσθηση ότι είναι ανθρωπόμορφες. Η
Αθηνά Νικολάου, δουλεύοντας σε γύψο επιχρωματισμένο μας δίνει ένα κεφάλι
που ξεφεύγει από τις κλασικές και άκρως στυλιζαρισμένες μορφές. Ο
Δημήτρης Φωτίου κινείται στα πλαίσια της αναζήτησης της γυναικείας
μορφής, την οποία αποδίδει πλήρως στην καθισμένη μορφή από μπρούτζο. Ο
Αλέξανδρος Ζυγούρης δουλεύει με ένα δύσκολο υλικό όπως είναι το μάρμαρο.
Δημιουργεί μια αφαιρετική μορφή που θα μπορούσε να παραπέμπει στο σχήμα
της λύρας. Ο Απόστολος Πετρίδης κατασκευάζει δύο ιδιόμορφα γλυπτά∙ και
δεν είναι οι μορφές που κάνουν τα γλυπτά ιδιόμορφα όσο το υλικό που
χρησιμοποιήθηκε. Ο Πετρίδης χρησιμοποιεί το σύρμα, και μάλιστα το χοντρό
σύρμα για να κατασκευάσει τα γλυπτά του.
Ο Λισγάρας, ο οποίος δουλεύει ένα δύσκολο υλικό όπως είναι το μέταλλο,
μας δείχνει και σε αυτή του τη δουλειά ότι κινείται με βάση τη θεωρία
ότι οι φιγούρες δεν αποτελούν σύμβολα εικόνων, αλλά συγκεκριμένες φόρμες
των οποίων μπορεί να μελετηθεί η δομή και η συμπεριφορά. Αν θέλαμε να
μιλήσουμε σχηματικά για το έργο του Λισγάρα θα λέγαμε ότι από τη γραμμή
οδηγείται στο επίπεδο για να φτάσει τελικά στον όγκο, που είναι και ο
απώτερος στόχος του. Η Νουτσοπούλου που και εκείνη δουλεύει με το ίδιο
υλικό, κάνει χρήση πρωταρχικών
γεωμετρικών σχημάτων, τρίγωνο και κύκλο και τα συνδυάζει με τη γραμμή.
Τα γεωμετρικά όμως σχήματα δεν χρησιμοποιούνται με την καθαρή γεωμετρική
τους έννοια, αλλά ως γεωμετρικά φαινόμενα, τα οποία, καθώς εξελίσσονται
στο χρόνο, οριοθετούν πια το είναι του χώρου. Η Νουτσοπούλου
καταφέρνει να δημιουργήσει μια πολύχρωμη σύνθεση παρόλο που χρησιμοποιεί
μόνο κόκκινο, μπλε και μαύρο χρώμα.
Ο Δημήτρης Τσιρογιάννης, με το γλυπτό του, μελετά την κίνηση μιας
φιγούρας που κινείται γρήγορα σε μια αρμονική αέναη κίνηση προς όλες τις
κατευθύνσεις. Καθώς θέλει να αναπαραστήσει την μόνιμη φόρμα που η
φιγούρα θα προσλάβει, καθώς εξοικειώνεται στις μεγάλες ταχύτητες, ο
Τσιρογιάννης φτιάχνει ένα άγαλμα∙ και το κάνει αυτό γιατί το άγαλμα
είναι εξ ορισμού ακίνητο.
Η, με πρώτη ματιά, αυστηρή γεωμετρική φόρμα του σκληρού υλικού του
μαρμάρου του Χρήστου Λάμπρου καταφέρνει εμπρός μας να μετατραπεί σε
πολλαπλές μορφές που συγκλίνουν στην κατακορυφότητα της αναλυτικότητας.
Διακρίνονται από ωριμότητα γραφής και ελευθερία σύλληψης.
Ο Βασίλης Νικολάου εκθέτει δύο γλυπτά: ένα ακέφαλο γυναικείο σώμα από
μπρούτζο και μια ζωόμορφη μορφή. Το γυναικείο γυμνό, τόσο λόγω της
στάσης του σώματος όσο και λόγω των πτυχώσεων του χιτώνα, μας παραπέμπει
σε ελληνιστικά γλυπτά. Η αφαιρετική εξπρεσιονιστική απόδοση της
ζωόμορφης φόρμας παραπέμπει σε ζητήματα γλυπτικής έξω από τα
καθιερωμένα, προς το πλούσιο καλειδοσκόπιο του δημόσιου έργου.
Ο Δημήτρης Χριστογιάννης εκθέτει
δύο αφαιρετικά γλυπτά τα οποία σμιλεύονται στο μάρμαρο. Το πρώτο δίνει
την αίσθηση, λόγω του σχήματός του, ότι αναπαριστά την κόρη του ματιού.
Με το δεύτερο φαίνεται πως ο Χριστογιάννης έχει εντρυφήσει στην έννοια
των πτυχώσεων. Παρόλο που δεν αποδίδει ένα ύφασμα εντούτοις φαίνεται πως
έχει μελετήσει την αρχαιοελληνική τέχνη.
Ο Θόδωρος Παπαγιάννης με το
γλυπτό του κινείται μεταξύ των ορίων του γλυπτού και του έργου του
δημοσίου χώρου. Ο Παπαγιάννης έχοντας κατακτήσει πια τον χώρο των αμιγώς
γλυπτικών μορφών, είτε αυτές είναι από μάρμαρο, είτε είναι από πέτρα,
είτε είναι από ξύλο, όπως ήταν τα μεγάλων διαστάσεων γλυπτά της
τελευταίας έκθεσής του, τώρα κατακτά και τον χώρο των αρχιτεκτονικών
γλυπτών για δημόσια χρήση. Γνωρίζοντας τις ιδιαιτερότητες που τα
διέπουν, καθώς είναι ταυτόχρονα και γλυπτά και δημόσια έργα, τα
προσεγγίζει με σεμνότητα και εμπειρία, όπως έκανε άλλωστε σε όλη την
καλλιτεχνική του πορεία. Το έργο που εξέθεσε στην έκθεση στο Ζάππειο
είναι το πρόπλασμα, η μακέτα του έργου που εκτίθεται σήμερα στο
Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων.
Στο έργο που εξέθεσε ο Κυριάκος Ρόκος στην έκθεση υπάρχουν τα κλασικά
μοτίβα που χαρακτηρίζουν τη δουλειά του, μέλη του ανθρώπινου σώματος,
και γεωμετρικά σχήματα τα οποία είναι αποσπασματικά δοσμένα και κάπως
μεγεθυμένα. Όλα αυτά τα στοιχεία συνυπάρχουν σε μία πυκνή σύνθεση και
αναδύονται μέσα από την επιφάνεια. Στο συγκεκριμένα έργο εκτός από τα
προαναφερθέντα στοιχεία υπάρχει και ένα καθαρά ρεαλιστικό στοιχείο, το
κλειδί το οποίο κρέμεται πάνω από την σύνθεση.
Ο Γιώργος Χουλιαράς, αναδεικνύει για μια ακόμη φορά τη δυναμική της
γλυπτικής μάζας, που διαρκώς συστρεφομένη αποδεικνύει την εσωτερική της
δύναμη πράγμα που αποτελεί και
το όραμα του καλλιτέχνη.
Ο Κώστας Καζάκος τέλος δίνει ένα σύμπλεγμα δύο μορφών από μέταλλο.
Πρόκειται μια ανδρική και μια γυναικεία μορφή, δεμένες με το ίδιο
κομμάτι σκοινί. Οι δύο μορφές παραπέμπουν σε ιέρειες αρχαίας τραγωδίας.
Ακόμα και το ένδυμά τους παραπέμπει
σε χιτώνα.
Μια τέταρτη, μεγάλη κατηγορία έργων, ήταν εκείνη των
«κλασικών» υλικών όπως είναι τα λάδια, η ακουαρέλα, μολύβι και το
κάρβουνο. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες που δουλεύουν με αυτά τα υλικά
πραγματεύονται θέματα ποικίλα: νεκρές φύσεις, πορτρέτα, γυναικείες
μορφές, εσωτερικά δωματίων και τοπία.
Η Αγγελική Ασπρογενίδου, ο Παναγιώτης Λάμπρου, ο Θωμάς Μουρεζίνης, η
Μαρούλα Τσιρογιάννη, ο Δημήτριος Μπάγκας και ο Στράτος Στρασινός, μας
δίνουν έξι διαφορετικά, αφηρημένα, έργα. Η Ασπρογενίδου μας δίνει μια
καθαρά αφηρημένη σύνθεση, ο Λάμπρου κάνει χρήση βασικών και
συμπληρωματικών χρωμάτων, τα οποία «πετά», θα λέγαμε, πάνω στον καμβά. Ο
Μουρεζίνης ζωγραφίζει μία αφηρημένη μορφή που την αποδίδει με μια μόνο
γραμμή. Η Τσιρογιάννη κινείται στα όρια της γεωμετρικής αφαίρεσης. Το
έργο της είναι μια καθαρά χρωματική σύνθεση, και μέσω των χρωματικών
αυτών εναλλαγών δημιουργείται η εντύπωση της κίνησης. Η σύνθεση του
Μπάγκα έχει αρκετά σουρεαλιστικά στοιχεία. Θα μπορούσαμε να πούμε πώς η
σύνθεση βασίζεται σε στοιχεία του υποσυνειδήτου∙ ένα στοιχείο άλλωστε
αρκετά σημαντικό για τους σουρεαλιστές. Ο Στασινός τέλος αποδίδει μια
αφηρημένη σύνθεση με γεωμετρικά σχήματα και με έμφαση στη χρήση του
φωτός.
Μια ακόμα υποκατηγορία είναι εκείνη των πορτρέτων και των ανθρώπινων
σώματων. Ο Παύλος Ζαμπίρας, η Μαρία Λιτσοπούλου, ο Πάνος Κυππαρίσης, η
Αλίκη Αλεξίου, ο Λέων Μιχαήλ, η Λαμπρινή Κυρίτση, η Ειρήνη Κατσούρη, η
Ανδρέου Κατερίνα, ο Γιάννης Ζαφείρης, ο Αριστείδης Κάτσιος, η Σοφία
Σταύρου, η Χαρά Θάνου, ο Στέφανος Τσιόδουλος και η Τζουμπέ
πραγματεύονται έργα αυτής της κατηγορίας. Χρησιμοποιούν «κλασικά» υλικά
όπως είναι το λάδι, το ακριλικό, το κάρβουνο.
Ο Ζαμπίρας ζωγραφίζει δύο ανθρώπινες φιγούρες καθώς φιλιούνται. Γρήγορο
σχέδιο στο οποίο δίνονται μόνο τα βασικά στοιχεία των μορφών, όπως είναι
τα χαρακτηριστικά του προσώπου. Δεν διακρίνονται μέλη του σώματος. Η
Λιτσοπούλου Μαρία ζωγραφίζει ημιξαπλωμένη μορφή με καθαρά Φωβ στοιχεία.
Η φόρμα αποκτά υπόσταση μέσα από το περίγραμμα που ορίζει μια επιφάνεια,
επενδεδυμένη με καθαρό χρώμα. Η Λιτσοπούλου αποφεύγει το πλάσιμο της
μορφής με τη βοήθεια του σκιοφωτισμού, με συνέπεια η μορφή να μη
λειτουργεί σε ένα προοπτικά οργανωμένο τρισδιάστατο χώρο, αλλά στη
δισδιάστατη επιφάνεια του πίνακα.
Ο Πάνος Κυπαρίσσης αποδίδει μια γυναικεία μορφή, της οποίας ο τρόπος
απόδοσης μας παραπέμπει σε μια ρομαντική διάθεση. Ο Κυπαρίσσης οργανώνει
το βάθος με τονικές αυξομειώσεις του χρώματος. Η εντύπωση του όγκου
δίνεται από το χρώμα ενώ η μορφή πλάθεται από το ίδιο το χρώμα. Οι
απαλές διαβαθμίσεις του
χρώματος δημιουργούν στο τέλος ένα ευχάριστο αποτέλεσμα.
Η Αλίκη Αλεξίου κινείται και αυτή στα όρια του Φωβ. Στη γυναικεία μορφή
της Αλεξίου οι έντονες γραμμές χωρίζουν τα μέλη του σώματος και κάνουν
τη μορφή να μοιάζει με μαριονέτα. Η εικόνα συγκροτεί μια φόρμα κλεισμένη
μέσα σε λεπτά περιγράμματα. Η Αλεξίου ζωγραφίζει μια γυναικεία μορφή
στερημένη από κάθε όμορφο στοιχείο, ένα σώμα και πρόσωπο αποστεωμένο,
ενώ την ίδια στιγμή δίνεται έμφαση στην απόδοση του στήθους, στο θηλασμό
και στο προτεταμένο χέρι. Το φόντο είναι σκούρο χωρίς να υπάρχει ένδειξη
χώρου.
Η Σταύρου με τον τρόπο απόδοσης της μορφής δείχνει πως γνωρίζει καλά την
τεχνική του
chiaroscuro.
Απεικονίζει ρεαλιστικά τη μορφή χωρίς όμως να δίνει ιδιαίτερες
λεπτομέρειες του σώματος. Η χρήση μαύρου χρώματος στο φόντο βοηθάει στην
δημιουργία της ψευδαίσθησης του βάθους και της τρίτης διάστασης.
Ο Γιώργος Τζούμπας απεικονίζει μια ανθρώπινη φιγούρα σε μία καθημερινή
σκηνή. Ο τρόπος απόδοσης της μορφής, η έμφαση στο στιγμιαίο, η έμφαση
που δίνεται στο χρώμα και όχι στη γραμμή, κάνουν φανερό πως ο Τζούμπας
γνωρίζει καλά τις βασικές αρχές που διέπουν τους ιμπρεσιονιστές.
Το έργο του Μιχαήλ κινείται στα όρια του Σουρεαλισμού. Στην αρχή η
αίσθηση του θεατή είναι ότι το έργο είναι καθαρά αφαιρετικό, όμως με μια
πιο προσεκτική ανάγνωση ο θεατής ανακαλύπτει πως υπάρχει μια ανθρώπινη
φιγούρα, ένα ανθρώπινο πρόσωπο θα λέγαμε καλύτερα. Στο έργο είναι εμφανή
τα σουρεαλιστικά στοιχεία, όπως είναι ο κύκλος και το τρίγωνο.
Η Χαρά Θάνου κινείται στα όρια του ιμπρεσιονισμού του «Γαλάζιου
Καβαλάρη». Τόσο τα χρώματα όσο και ο τρόπος απόδοσης του περιγράμματος
δείχνουν σαφή επιρροή. Θερμά και ψυχρά χρώματα τοποθετούνται το ένα
δίπλα στο άλλο, το περίγραμμα της μορφής χάνεται στο σκούρο μπλε χρώμα
που υπάρχει γύρω από αυτή. Στη μορφή δεν διακρίνουμε χαρακτηριστικά
προσώπου και μόνο η γρήγορη απόδοση του στήθους μας κάνει να καταλάβουμε
πως πρόκειται για γυναικεία μορφή.
Ο Χρήστος Σαρακατσάνος αποδίδει μια ανθρώπινη μορφή, η οποία μας
παραπέμπει σε αρχαϊκά ειδώλια. Ο Σαρακατσάνος δίνει έμφαση τόσο στην
απόδοση του στήθους όσο και στην απόδοση της περιφέρειας ενώ την ίδια
στιγμή δεν αποδίδει κανένα χαρακτηριστικό στο πρόσωπο, παρά μόνο ένα
μάτι.
Ο Ξενοφών Μπήτσικας αποδίδει με μαύρο χρώμα μια ανθρώπινη μορφή. Στο
έργο αυτό ο Μπήτσικας κινείται ανάμεσα στο φως και στη σκιά, δουλεύοντας
με την τεχνική του
chiaroscuro,
έννοιες που γνωρίζει πολύ καλά και είναι χαρακτηριστικά στοιχεία των
έργων του. Εδώ όμως προχωρά ακόμα παραπέρα εντάσσοντας στο έργο του και
τη διαφάνεια. Με τη διαφάνεια στο έργο τονίζεται περισσότερο η απόδοση
της σκιάς, αλλά ταυτόχρονα πετυχαίνει να δώσει την ψευδαίσθηση της
τρίτης διάστασης. Θα λέγαμε πώς με το έργο αυτό ο Μπήτσικας ανοίγεται σε
νέους δρόμους.
Ο Γιάννης Χατζηχρήστος απεικονίζει έναν άνδρα και μια γυναίκα σε μια
παραλία. Ο τρόπος απεικόνισης των δύο μορφών δηλώνει ξεκάθαρα πως ο
Χατζηχρήστος είναι γνώστης των τεχνικών του
Warhol. Εκτός
από αυτό το έργο μας δίνει ένα ακόμα, το οποίο γίνεται με την τεχνική
του chiaroscuro.
Οι δύο οπερατέρ που εικονίζονται μάλλον θυμίζουν στρατιώτες. Και ο
Δημήτρης Ρόκος κινείται στο ίδιο πνεύμα του στρατού, μόνο που εδώ έχουμε
ένα μόνο πρόσωπο και μια πολύχρωμη σύνθεση.
Η Ναταλία Παπαδοπούλου δημιουργεί μια σύνθεση κάνοντας χρήση έντονων
χρωμάτων, τα οποία, καθώς τοποθετούνται το ένα δίπλα στο άλλο δίνουν την
αίσθηση της σκιάς. Η σύνθεσή της είναι επηρεασμένη από θέματα της
επικαιρότητας. Ο Σπύρος Κουρής, κάνοντας χρήση μεικτής τεχνικής,
απεικονίζει μια ανθρώπινη ανδρική μορφή, η οποία περιβάλλεται από
απεικονίσεις κτιρίων.
Η Χριστίνα Μούρα τέλος απεικονίζει μια ανθρώπινη φιγούρα με μια γρήγορη
πινελιά, η οποία επιτρέπει να διαφανούν μόνο τα βασικά στοιχεία της
μορφής όπως είναι ο κορμός του σώματος και η κεφαλή χωρίς άλλα
χαρακτηριστικά. Η Μούρα επιλέγει να ξεφύγει από τον κλασικό καμβά, είτε
αυτός είναι τετράγωνος είτε ορθογώνιος, και να δουλέψει σε έναν
τριγωνικό καμβά. Με τον τρόπο αυτό όλη η σύνθεσή της να κινείται σε αυτό
το πρίσμα, της τριγωνικής δηλαδή σύνθεσης.
Η Ελένη Κατσούρη, η Κατερίνα Ανδρέου, ο Γιάννης Ζαφείρης, ο Αριστείδης
Κάτσιος, ο Στέφανος Τσιόδουλος, και ο Βασίλης Σταύρου
απεικονίζουν πορτρέτα διαφόρων ηλικιών και φύλων. Όλα τα πορτρέτα
είναι ρεαλιστικά αποδοσμένα. Εκτός από το πορτρέτο του
Τσιόδουλου, που θα μπορούσε να καταχτεί στην κατηγορία της υπέρβασης των
ακαδημαϊκών έργων, και το έργο του Σταύρου το οποίο είναι επηρεασμένο
από τα πορτρέτα του
Warhol, στα υπόλοιπα
έργα διακρίνουμε στοιχεία διαφόρων περιόδων της Τέχνης.
Ο Ελευθέριος Τσέκος, δουλεύοντας με το πενάκι, απεικονίζει μια μορφή, η
οποία δεν μπορεί με σαφήνεια να προσδιοριστεί∙ παραπέμπει όμως σε μορφή
πτηνού. Ενώ το δεύτερο έργο του που δουλεύεται με το ίδιο μέσο
απεικονίζει έναν κορμό δέντρου.
Μια ακόμα κατηγορία είναι εκείνη των τοπίων∙ έργα σε αυτή την κατηγορία
μας δίνουν οι: Ζήκος Δέδος, Βασίλης Κάτσης, Άρης Λιάκος, Γιώργος Μήτσης,
Αλέκος Μπούρας, Βασιλική Μπούρη, Άννα Μπουρατζή – Θώδα, Ελένη
Παπαγεωργίου, Σύνη Παπαγιάννη, Χρήστος Κων. Παππάς, Χρήστος Μιχ. Παππάς,
Μπάμπης Πυλαρινός, Γαβριέλα Πέτσιου, Οδυσσέας Σέλιος, Σπύρος Στούκας,
Τσιρογιάννης Απόστολος.
Ο Δέδος μας δίνει μια ρεαλιστική
απεικόνιση του τοπίου που παρουσιάζει. Το ζωγραφίζει με «προοπτική
πουλιού»∙ έτσι δίνεται η αίσθηση ότι ο θεατής βρίσκεται ένα επίπεδο
πάνω από το εικονιζόμενο έργο. Στην ίδια κατηγορία, της καθαρά
ρεαλιστικής απόδοσης του τοπίου, ανήκει και το έργο του Κάτση, και του
Χρήστου Μιχ. Παππά∙ μόνο εδώ τα χρώματα είναι πιο φωτεινά. Σε αντίθεση
με τα προηγούμενα έργα, σε επίπεδο τεχνικής, έρχεται το έργο του Γιώργου
Μήτση, ο οποίος αποδίδει το έργο του με την λεγόμενη «προοπτική
βατράχου». Δίνεται έτσι η αίσθηση στο θεατή ότι βρίσκεται ένα
επίπεδο κάτω από το απεικονιζόμενο έργο. Επιπλέον ο Μήτσης δίνει την
προοπτική του βάθους όχι με τον δυτικό τρόπο, αλλά κάνοντας χρήση της
βυζαντινότροπης προοπτικής όπου τα αντικείμενα, που βρίσκονται στο
βάθος, ζωγραφίζονται σε μικρότερη κλίμακα, το ένα πάνω από το άλλο. Ο
Τσιρογιάννης με ένα καθαρά ρεαλιστικό τοπίο και κάνοντας χρήση σκούρων,
βασικά, τόνων τοποθετεί τη σύνθεσή του λίγο πιο πάνω από το οπτικό πεδίο
του θεατή.
Ο Λιάκος αποδίδει το έργο του με στοιχεία ιμπρεσιονιστικά, καθώς δίνει
έμφαση στο στιγμιαίο και δεν υποτάσσει το σχέδιό του στη γραμμή. Δίνει
τέλος, έμφαση στους συνδυασμούς των χρωμάτων που είναι το μωβ και το
γαλάζιο. Τα ίδια ακριβώς στοιχεία υπάρχουν στο έργο της Σύνης
Παπαγιάννη, στο έργο του Οδυσσέα Σέλιου, στο έργο του Σπύρου Στούκα,
καθώς και στα δύο έργα της Γαβριέλας Πέτσιου.
Ο Αλέκος Μπούρας και η Βασιλική Μπούρα αποδίδουν δύο τοπία με
εξπρεσιονιστικά στοιχεία. Μεγάλες και ενιαίες χρωματικές επιφάνειες με
βασικά και συμπληρωματικά χρώματα∙ επίσης η ένταση μεταξύ πρώτου και
δεύτερου επιπέδου είναι τα στοιχεία εκείνα τα οποία κατατάσσουν το έργο
στο ρεύμα του εξπρεσσιονισμού. Εξπρεσιονιστικά είναι και τα στοιχεία, τα
οποία υπάρχουν στο τοπίο της Ελένης Παπαγεωργίου και του Χρήστου Κων.
Παππά.
O Τάκης
Στεφάνου με την απεικόνιση του τοπίου του βρίσκεται για ακόμα μια φορά
στην αναζήτηση της «αρχέγονης φόρμας» που υπάρχει μέσα στη φύση και στην
αρχιτεκτονική των φυτών. Ενδιαφέρον είναι ότι ο Στεφάνου προσπαθεί να
ξεφύγει από τα όρια του τελάρου και να αποδώσει το χώρο δισδιάστατα,
στοιχεία εμφανή στο έργο του.
Επηρεασμένος τόσο από τις τεχνικές όσο και τον τρόπο απόδοσης των μορφών
του Matisse
είναι ο Απόστολος Δέδες στα δύο του τοπία. Οι συνθέσεις της Άννας
Μπουραζτή – Θώδα και της Τζιάλλα – Μάντζιου Ελευθερίας έχουν σαφείς
αναφορές στο γενέθλιο τόπο και από άποψη τεχνικής διέπονται από έντονες
φωτοσκιάσεις.
Η μεγάλη μεταβυζαντινή παράδοση και η τεχνική των ναΐφ εμφανίζονται στο
έργο του Μπάμπη Πυλαρινού. Ο Γιωτάκης Κωνσταντίνος μας δίνει μια σύνθεση
με αναπαραστάσεις προσώπων, τα οποία έχουν σαφείς επιρροές από τα έργα
του Κόντογλου. Η Γιωτάκη Κωνσταντίνα απεικονίζει ένα άλογο εν κινήσει.
Στο έργο αυτό φαίνεται πως η Γιωτάκη παίζει με το φως και τη σκιά, και
φαίνεται πως γνωρίζει καλά την τεχνική του
chiaroscuro.
Μέσω αυτής της αντίθεσης καταφέρνει να αποδώσει με κάθε λεπτομέρεια τα
διάφορα μέρη του αλόγου. Η Παπαιωάννου Αριάδνη απεικονίζει ένα κεφάλι
αλόγου κάνοντας και εκείνη χρήση της ίδιας τεχνικής.
Ο Χριστόδουλος Γκαλντέμης απεικονίζει μια αυλόπορτα έρημη και ξεφτισμένη
από το χρόνο. Παρόλα αυτά υπάρχουν ακόμα οι σημαίες, ένδειξη στολισμού
για κάποια εθνική εορτή. Η σημειολογία στο έργο είναι εμφανής. Ο χρόνος
έχει αφήσει τα σημάδια του πάνω στην ύλη, η οποία όμως διασώζει στοιχεία
αίγλης του παρελθόντος.
Ο Ανδρέας Θεοδώρου απεικονίζει ρεαλιστικά ένα κτίριο κάνοντας χρήση
καθαρών γεωμετρικών σχημάτων όπως είναι το τετράγωνο. Σχήματα δηλαδή τα
οποία προέρχονται από τον χώρο της αρχιτεκτονικής. Εδώ το εικαστικό του
περιβάλλον δίνει διέξοδο στην αυστηρότητα της αρχιτεκτονικής δομής,
ορίζοντας νέους τρόπους θέασης του καθημερινού τοπίου.
Στην κατηγορία των νεκρών φύσεων υπάγονται τα έργα των Κατερίνα Ανδρέου,
Βασίλη Κάτση, Ελένης Παπαγεωργίου και Λάμπρου Χουλιαρά. Η νεκρή φύση του
Κάτση έχει αρκετά ιμπρεσιονιστικά στοιχεία, σε αντίθεση με τα έργα της
Παπαγεωργίου και Ανδρέου τα οποία είναι εξπρεσιονιστικά ενώ ο Χουλιαράς
δίνει καθαρά ρεαλιστικές συνθέσεις.
Η Κυρίτση Μαρίνα, η Κατερή Βασιλική και η Πειρουνίδου Άννα είναι τρεις
καλλιτέχνιδες των οποίων τα έργα τους κατατάσσονται στην κατηγορία των
ναΐφ. Η Κυρίτση και η Κατέρη χρησιμοποιούν ως πρώτη ύλη το ύφασμα ενώ η
Πειρουνίδου ζωγραφίζει με κάθε λεπτομέρεια τα ρούχα.
Ο Πολύζος κατασκευάζει με κάθε λεπτομέρεια μια αρχαία φόρμιγγα, όπως
αυτή αναπαρίσταται σε γεωμετρικό αγγείο. Το αποτέλεσμα είναι ενδιαφέρον.
Επίσης κατασκευάζει δύο αντικείμενα οικιακής χρήσης από σίδερο. Ο
Πολύζος κινείται βάσει της θεωρίας πως ότι είναι χρήσιμο είναι και
ωραίο.
Η τελευταία κατηγορία έργων στην έκθεση είναι τα χαρακτικά. Η Ευανθία
Καζάκου, η Γιάννα Καλογιάννη, η Ντίνα Κώτσιου, η Βούλα Μουλού – Δούλη, ο
Στέφανος Ρόκος και η Ρουμπίνα Σαρελάκου μας δίνουν έργα αυτής της
κατηγορίας. Και εδώ η θεματολογία ποικίλει∙ αφαιρετικά θέματα, τοπία,
ανθρώπινες μορφές, ανθρώπινες καταστάσεις, όπως είναι η σειρά έξι
χαρακτικών της Σαρελάκου που εικονίζουν τα βήματα του ταγκό.
Στην έκθεση του Ζαππείου μεγάρου, εκτός από τους καλλιτέχνες που ήδη
αναφέρθηκαν, υπήρχαν έργα των δύο τιμωμένων προσώπων καθώς και ένα έργο
του Γιάννη Μόραλη, για τους οποίους θεωρούμε πως πρέπει να γίνει ειδική
αναφορά.
Ο Κώστας Μαλάμος κινείται στα πλαίσια της αναπαραστατικής ζωγραφικής.
Καθώς δίνει έμφαση στο χρώμα καταφέρνει στο τέλος να δημιουργεί ένα
προσωπικό τρόπο γραφής. Οι θεματικές του περιοχές είναι ποικίλες: τοπία,
εσωτερικοί χώροι, αναπαράσταση του εξωτερικού κόσμου. Σημαντικό στοιχείο
των έργων του Μαλάμου αποτελεί η χρήση του φωτός και των φωτεινών
χρωμάτων.
Στην έκθεση υπήρχαν και δύο χαρακτικά του Βασίλη Καζάκου∙ το ένα ήταν
ένα γραμματόσημο και το δεύτερο δύο γυναικείες φτερωτές μορφές. Για τις
δύο αυτές μορφές, όπως έχω ήδη αναφέρει στο 5ο Διεπιστημονικό
Διαπανεπιστημιακό Συνέδριο: «Παιδεία Έρευνα Τεχνολογία Από το Χτες Στο
Αύριο» που διοργανώθηκε από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο στο Μέτσοβο
από τις 27 – 30 Σεπτεμβρίου 2007, πρόκειται για ένα χαρακτικό έργο μετά
το 1988, χρονολογία από την οποία και εξής αλλάζει η θεματολογία του
Καζάκου. Πρόκειται για έργα ανθρωποκεντρικά και συγκεκριμένα έχουν θέμα
τη γυναίκα. Οι γυναίκες τώρα είναι εκείνες που έχουν φτερά και όχι τα
ποδήλατα, τα οποία κυριαρχούσαν ως τώρα στα έργα του Καζάκου.
Τα ποδήλατα εμφανίζονται και
αυτά αλλά στη «σωστή τους θέση», στο έδαφος. Το έργο που εξετέθη στην
έκθεση δουλεύτηκε σε πλεξιγκλάς με την τεχνική της βαθυτυπίας, τεχνική
όλων των νεότερων έργων του Καζάκου. Στο έργο αυτό εμφανίζονται και τα
ποδήλατα της πρώτης περιόδου, τα οποία όμως είναι διαφορετικά καθώς τώρα
είναι χωρίς φτερά και δεν πετούν. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί ως εξής: τα
ποδήλατα έχουν φτάσει πια στο στόχο τους, που είναι η γυναίκα. Γι’ αυτόν
το ποθητό αντικείμενο είναι πλέον η γυναίκα και ο δημιουργός την έχει
βρει, την έχει μπροστά του. Τα ποδήλατα έχουν τελειώσει την αποστολή
τους.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με το οποίο ο Καζάκος αποτυπώνει τις
γυναίκες. Αυτές είναι γυμνές και με εμφανώς τονισμένα τα ερωτικά
στοιχεία του σώματός τους, το στήθος και το υπογάστριο. Έτσι δημιουργεί
μια καθαρά ερωτική εικόνα. Ο θεατής, στην προκειμένη περίπτωση, και
αναφερόμαστε στον άνδρα θεατή, έλκεται ερωτικά από τη γυναίκα που έχει
μπροστά του, αλλά την ίδια στιγμή γνωρίζει πως δεν μπορεί να την
αγγίξει.
Με τον τρόπο αυτό, της ερωτικής έλξης, ο Καζάκος καταφέρνει να παίξει με
αόρατες ή ορατές αντιθέσεις· την ώρα που οι γυναίκες των έργων του
θέλουν να ξεφύγουν από την πραγματικότητα, την οποία βιώνουν, με τα
φτερά που διαθέτουν. Την ίδια στιγμή προσελκύουν στον κόσμο τους θεατή
και καλλιτέχνη. Και όχι μόνο αυτό, αλλά τώρα εκείνες γίνονται το μέσο
διαφυγής από την πραγματικότητα και για τους δύο.
Το έργο, τέλος, του Γιάννη Μόραλη είναι η γνωστή Επιτύμβια Σύνθεση
ζωγραφισμένη το 1958, για την οποία έχουμε ήδη αναφορές από τον Γιάννη
Μπόλη. Εδώ έχουμε την αναγωγή του ανθρώπου σε μνημειακή φόρμα, η οποία
ενδυναμώνεται μέσα από λιτότητα των ζωγραφικών μέσων. Τα έντονα μαύρα
περιγράμματα οριοθετούν τις γυναικείες μορφές, που αποδίδονται μόνο με
λευκό χρώμα, το οποίο εκτός του ότι πλάθει τα σώματά τους προσδίδει την
αίσθηση της μαρμάρινης επιφάνειας.
Κλείνοντας θέλαμε να επαναλάβουμε ότι στην έκθεση του Ζαππείου έλαβαν
μέρος γνωστοί και διακεκριμμένοι καλλιτέχνες, δάσκαλοι στη Σχολή Καλών
Τεχνών, καθώς και νέοι καλλιτέχνες. Οι τεχνοτροπίες πολλές, τα υλικά που
χρησιμοποιήθηκαν ήταν διάφορα. Ζωγράφοι, γλύπτες, χαράκτες σε έναν αέναο
κύκλο δημιουργίας. Κοινό στοιχείο όλων η ηπειρωτική τους καταγωγή.
σημ: Η επιλογή των φωτογραφιών έγινε
"τυχαία" από τον Ν. Ροντογιάννη