Έκθεση ζωγραφικής του Ηπειρώτη ζωγράφου
Δημήτρη
Ράτσικα
Titanium Yiayiannos
Gallery
15 Νοεμβρίου έως και Δευτέρα
13 Δεκεμβρίου 2010
Γιολάντα Ζιάκα
*Προσεγγίζοντας το φως μέσα από το
χρώμα*
«Αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι το
φως. Όχι το χρωματιστό φως, αλλά το χρώμα που εκπέμπει φως. Η
ακτινοβολία.» Motherwell (1965)
Δημήτρης Ράτσικας
Τη δεκαετία
του ’80 οι εκδόσεις
Bordas
στη Γαλλία εκδίδουν τη σειρά «Το ζωντανό εργαστήρι», μια σειρά βιβλίων για τη ζωγραφική και τον
τρόπο με τον οποίο ο ζωγράφος αποδίδει, πλαστικά,
στοιχεία όπως ο χώρος, το φως, η ύλη, το χρώμα. Στους
πέντε από τους έξι τόμους της σειράς παρουσιάζονται έργα
του Δημήτρη Ράτσικα, παράλληλα με έργα αναγνωρισμένων
ζωγράφων από την Αναγέννηση ως τις μέρες μας, ενώ για
την εικονογράφηση του εξωφύλλου του τόμου για το φως, το
1984, επιλέγονται δύο έργα
χαρακτηριστικά δύο διαμετρικά αντίθετων
τάσεων απόδοσης του φωτός: ένας πίνακας του
Rembrandt και ένας πίνακας
του Δημήτρη Ράτσικα! Ένα σημαντικό στοιχείο της διεθνούς
αναγνώρισης του έργου ενός Έλληνα καλλιτέχνη της
διασποράς, που έπειτα από μια πολύχρονη δημιουργική,
καλλιτεχνική και επιστημονική πορεία στο Παρίσι – πάνω
από σαράντα ατομικές εκθέσεις στη Γαλλία και την Ελλάδα
– επέλεξε, από το 1996 και μετά, να εγκατασταθεί και να
δραστηριοποιηθεί και στην Ελλάδα.
Πράγματι, τα έργα του Δημήτρη Ράτσικα ακτινοβολούν
φως. Ο
ζωγράφος προσεγγίζει
το φως ως
πλαστικό στοιχείο. Η δύναμη των έργων του όμως
προέρχεται από το
χρώμα, που εκπέμπει φως. Ο ζωγράφος το χρησιμοποιεί ως κυρίαρχο
εργαλείο για τον ορισμό και τη διαμόρφωση της φόρμας, το
χρώμα όντας ο χαρακτήρας της επαφής του φωτός με την
ύλη. Το χρώμα παίζει το ρόλο δομικού αρχιτεκτονικού
στοιχείου του πίνακα, ενώ συγχρόνως διαθέτει μια
μαγευτική εσωτερική φωτεινότητα και μια διαφάνεια που
οδηγούν σε μια έντονη δόνηση φωτός.
Το σύνολο του έργου του Δημήτρη Ράτσικα παραπέμπει σε
μια προσέγγιση του χρώματος που έχει τις ρίζες της στον
Σεζάν και στη διδασκαλία του για τη
δόμηση του χώρου
μέσα από την ιδιότητα του χρώματος να αποδίδει το φως.
Ο ζωγράφος αναλύει μεθοδικά το αντικείμενο του και στη
συνέχεια το δομεί με βάση τις αρχές της επιστήμης του
χρώματος και της τριχρωματικής θεωρίας. Οι τρεις
ανεξάρτητες μεταβλητές του χρώματος γίνονται όργανα
σύνθεσης και ορχήστρα που ερμηνεύει την ιδέα του έργου
και του αντικειμένου ταυτόχρονα. Στους πίνακές του το
χρώμα μοιάζει να αποδομείται τοπικά σε πλήθος αποχρώσεων
διαφορετικής καθαρότητας και φωτεινότητας. Κάθε
χρωματική πρόταση είναι ορισμένη με σαφήνεια και
διαθέτει τη δική της φόρμα. Τα επιμέρους χρωματικά
στοιχεία υποτάσσονται σε μια αρμονία μορφής και φωτός,
ανασυντίθενται οπτικά ως φως που εκπέμπει το χρώμα,
αποκαλύπτοντας τη φόρμα και το χώρο. Η ενότητα ανάμεσα
στις αποχρώσεις, τις αξίες, τα διάφορα επίπεδα
καθαρότητας των χρωμάτων, προέρχεται από το φως, από την
ακτινοβολία του, είναι μια ενότητα φωτός που κυριεύει τη
συνείδησή μας.
«Χωρίς φως» – γράφει ο Αριστοτέλης στο έργο του Περί ψυχής – «δεν υπάρχει
χρώμα». Βάζει έτσι τις βάσεις για τη μοντέρνα επιστημονική θεωρία
του χρώματος και ενοποιεί τη θεωρία του φωτός και του χρώματος. Ένας
πίνακας που δεν φωτίζεται, είτε από το φως της μέρας, είτε από μια
τεχνητή πηγή φωτός, δεν είναι ορατός. Το χρώμα θεωρείται σήμερα
αίσθηση και η αίσθηση της όρασης εμπλέκεται άμεσα στη ζωγραφική
διαδικασία, στην οπτική αντίληψη και τη διερεύνηση ενός πίνακα
ζωγραφικής. Ο Δημήτρης Ράτσικας ζωγραφίζει
με βάση την ενιαία θεωρία του χρώματος και την άμεση σύνδεσή της με
τις ιδιότητες του φωτός, για να προκαλέσει συνειδητά συγκεκριμένη
οπτική αίσθηση και αντίληψη. Ο ζωγράφος δημιουργεί έναν νέο κόσμο,
μεθοδικά και με σχέδιο, ερευνώντας, παρατηρώντας, υπολογίζοντας,
ερμηνεύοντας.
Μέσα σε μια πανδαισία χρωμάτων, αυτό που κυριαρχεί είναι
αρμονία και
συνοχή, ενότητα και
καθαρότητα. Η ενότητα δημιουργείται μέσα από αντιθέσεις,
αντιπαραθέσεις χρωμάτων βασικών και συμπληρωματικών, ψυχρών και
θερμών, μέσα ένα παιχνίδι με τη διαφάνεια, χωρίς το σύνολο να χάνει
την ισορροπία του. Η προσέγγιση του ζωγράφου μάχεται τη μονοτονία
και την επανάληψη η οποία ξέρουμε πόσο γρήγορα κουράζει και οδηγεί
σε πλήξη. Ο ζωγράφος επιλέγει να δημιουργεί εκπλήξεις γνωρίζοντας
πως στη δημιουργία τα πάντα είναι ανοιχτά, οι ανάγκες δεν είναι
πάντα οι ίδιες, αν και υπάρχουν σταθερές, πρώτη και καλύτερη ο ίδιος
ο άνθρωπος.
Ο Ράτσικας εκμεταλλεύεται την ιδιότητα του υποστρώματος, του λευκού
του χαρτιού ή του μουσαμά, να εκπέμπει φως. Η σκιά αποδίδεται με
χρώμα και το λευκό διαθέτει μια έντονη φωτεινότητα και χρωματίζεται από τα
διπλανά του χρώματα. Όπως και στο έργο του Σεζάν, το λευκό «κενό»
δίπλα στο καθαρό χρώμα επιτρέπει να εμφανιστεί το συμπληρωματικό
του, ενώ ταυτόχρονα μοιάζει πιο φωτεινό από το λευκό του βάθους, με
το οποίο όμως είναι ακριβώς ίδιο. Η τεχνική της ακουαρέλας τού
προσφέρει τον πλούτο της διαφάνειας του χρώματος. Αλλά και στις ελαιογραφίες του η διαφάνεια
αποτελεί πλαστικό στοιχείο της σύνθεσης. Ο Ράτσικας εκμεταλλεύεται
την αίσθηση του χώρου που προέρχεται από τη διαφάνεια, τη σκιά που
αποδίδεται με το χρώμα, την παράθεση θερμών και ψυχρών χρωμάτων,
σκούρων και ανοιχτών, για να αποδώσει την τρίτη διάσταση στη σύνθεση
του.
Στα πορτρέτα του, ο ζωγράφος αναλύει το πλήθος των τοπικών αποχρώσεων
του δέρματος κάτω από την επίδραση του φωτός. Ο ζωγράφος σαρώνει τα
σώματα με το μάτι του, ως χειρουργικό νυστέρι, και τα αναδομεί.
Κοιτάζοντας προσεκτικά, βλέπουμε ότι το δέρμα διαθέτει σχεδόν
άπειρες αποχρώσεις. Πινελιά την πινελιά, το χρώμα διαθλάται. Το
δέρμα αποδίδεται μέσα από το φως και τη διαφάνεια του χρώματος. Το
χρώμα απλώνεται σα χάδι πάνω στην εικόνα και πλάθει τη φόρμα. Το φως
διαχέεται στο σύνολο της σύνθεσης.
Στα πορτρέτα του είναι ορατή, άλλοτε η χαλάρωση, η εγκατάλειψη του
μοντέλου απέναντι στην
οξύτητα του βλέμματος του ζωγράφου, την απόλυτη αυτοσυγκέντρωση του.
Άλλες φορές, η ένταση του μοντέλου, με όλες τις αισθήσεις σε
αφύπνιση, ακίνητου, «μαρμαρωμένου», κάτω από το σαρωτικό βλέμμα του
καλλιτέχνη, είναι σχεδόν χειροπιαστή. Η ακριβής, φωτογραφική
ομοιότητα με το πρόσωπο δεν έχει σημασία. Ο καλλιτέχνης βλέπει πέρα
από την αυταπάτη της εμφάνισης. Στις ζωγραφιές του υπάρχει κάτι από
το ίδιο το πρόσωπο. Εξάλλου, όπως έλεγε και ο Ι. Μόραλης, αν οι
μετρήσεις των σχημάτων είναι σωστές, μοιραία η ομοιότητα με το
πρόσωπο θα γίνει ορατή. Ακόμη και στις αφηρημένες του συνθέσεις -
και με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή - οι αναλογίες των στοιχείων
γίνονται κοινές πηγές νοήματος, όπως συμβαίνει με την αφηρημένη
ζωγραφική.
Μέσα από μια αδιάλειπτη έρευνα γύρω από τα πλαστικά στοιχεία της
εικόνας, ο Δημήτρης Ράτσικας ερευνά ταυτόχρονα, με συνέχεια και
συνέπεια, τη σχέση της τέχνης – ως πράξη – με τη φιλοσοφία και την
επιστήμη, τον τρόπο με τον οποίο η τέχνη συνεισφέρει στη μορφοποίηση
της αντίληψης και της ίδιας της σκέψης. Το πλούσιο έργο του ως
ερευνητή στο χώρο της οπτικής αντίληψης και της φιλοσοφίας της
τέχνης, αλλά και ως παιδαγωγού – πανεπιστημιακού δασκάλου, δηλώνει
ξεκάθαρα τη στράτευση του για μια στενή σχέση και
αλληλεπίδραση πράξης και
θεωρίας στο χώρο της τέχνης. Μια οπτική σε συμφωνία με την
έννοια της «ποίησης», που δηλώνει την οργανική σύνθεση θεωρίας και
πράξης και η οποία συχνά – δυστυχώς – απουσιάζει από την πρακτική
των καλλιτεχνών, αλλά και από την πανεπιστημιακή διδασκαλία.
Όσον αφορά στα εικονικά στοιχεία, της ζωγραφικής του, ας θυμηθούμε
ότι για ένα τμήμα της αβάν γκάρντ, μέχρι τα μέσα του 20ου
αιώνα, η αναπαραστατική ζωγραφική θεωρούνταν κάτι σαν έγκλημα. Μετά
το τέλος της δεκαετίας του ’40, καλλιτέχνες όπως ο Τζιακομέτι, ο
Πικάσσο, ο Μπαλτύς και πολλοί άλλοι, υποστηρίζουν την επιστροφή στο
ρεαλισμό, στον πίνακα και το τρίποδο, στη δουλειά μέσα στο
ατελιέ του καλλιτέχνη, χώρο
αυτοσυγκέντρωσης και μελέτης. Ο Δημήτρης Ράτσικας ακολουθεί την
παράδοση αυτή, συγκεντρωμένος στο εργαστήριο του, καταφύγιο μακριά
από τη δημόσια σφαίρα της δημαγωγίας και της χειραγώγησης, όντας
συγχρόνως βαθιά μέσα στη δημόσια δράση.
Χρησιμοποιούμε τον όρο
αναπαράσταση (ή απεικόνιση), τι σημαίνει όμως ο όρος αυτός στη
ζωγραφική; Η μίμησις – κατά τον Αριστοτέλη – δεν είναι απλό
αντίγραφο ενός μοντέλου, απλή μεταφορά της Ιδέας, απομακρυσμένη κατά
πολλούς βαθμούς από την Αλήθεια, όπως ήταν για τον Πλάτωνα. Η
μίμησις είναι πάνω απ’όλα αυτόνομη παραγωγή, δημιουργία, μιμείται
όχι ένα αντικείμενο, αλλά μια διαδικασία.
Η φαντασία παράγει, όπως
ακριβώς παράγει η φύση, με ανάλογα μέσα, για να δώσει ύπαρξη σε ένα
αντικείμενο, που είναι τόσο πραγματικό όσο και το προϊόν της φύσης.
Η φαντασία δεν επαναλαμβάνει, αλλά συνθέτει, εγκαθιδρύει έναν
ολόκληρο κόσμο πιθανοτήτων. Έτσι, κατά τον Αριστοτέλη, η φαντασία
βρίσκεται πιο κοντά στη φιλοσοφία, γιατί αυτή μπορεί να δώσει μορφή σε μια
ποικιλομορφία από δυνητικά όντα και δράσεις, σε σχέση για παράδειγμα
με την ιστορία, η οποία ασχολείται με το ειδικό, το γεγονός. Η
ιστορία καταγράφει, η τέχνη προτείνει.
Ο Ράτσικας
αναπαριστά έτσι ως φιλόσοφος
το ορατό, αλλά και αυτό που δεν μπορεί να εκφραστεί με το λόγο.
Στο έργο του κυριαρχεί η
ανθρώπινη μορφή.
Mέσα
από ισχυρά αφηρημένα στοιχεία, που είναι η φόρμα και το χρώμα,
συντίθεται και αναδύεται μια ερωτική εικόνα. Αναπαράσταση ή
αφαίρεση; Ρώτησαν κάποτε τον Πικάσσο για τη σημασία της αφηρημένης
τέχνης σε σχέση με την αναπαράσταση της ανθρώπινης μορφής. Η
απάντηση του ήταν ότι μπορείς ενδεχομένως να προκαλέσεις ένα
ενδιαφέρον πλαστικό αποτέλεσμα τοποθετώντας ένα χρώμα δίπλα σε ένα
άλλο, όμως μόνο όταν υπάρχει η ανθρώπινη μορφή η σύνθεση σου θα έχει
δραματικό χαρακτήρα. Ενταγμένο σ’αυτή την παράδοση το έργο του
Ράτσικα είναι, κατά κύριο λόγο, ανθρωποκεντρικό, εικονικό,
αφηγηματικό, άμεσα προσβάσιμο. Το έργο του διαφέρει θεμελιωδώς από
την εννοιολογική τέχνη, όπου, για να κατανοήσει κανείς το έργο,
χρειάζεται ένα επεξηγηματικό μοντέλο, ένα λεκτικό κλειδί. Τα έργα
του Ράτσικα, αντίθετα, δείχνουν ακριβώς αυτό που λένε. Είναι
κατανοητά από μόνα τους. Δεν υπάρχει σ’αυτά ασυμφωνία ανάμεσα σε
κάποιο αφηρημένο περιεχόμενο και μια συγκεκριμένη μορφή.
Αναλύοντας το έργο του από
την πλευρά της πρόσληψης από
το θεατή, με τα εργαλεία της ψυχολογίας, θα ανακαλύπταμε πλήθος
από νέες εικόνες που σχηματίζονται στο νου του θεατή, με ερέθισμα τα
πλαστικά και εικονικά στοιχεία του πίνακα. Μπροστά σε μια κοσμογονία
χρωμάτων που αποδίδουν την ανθρώπινη μορφή και το γύρω της χώρο, ο
θεατής βρίσκεται αντιμέτωπος με γεγονότα που διαδραματίζονται
μπροστά στα μάτια του, ανακαλύπτει συνεχώς νέες μορφές που
διαλύονται και ανανεώνονται. Η δύναμη της εικόνας του είναι
αδιαμφισβήτητη, η δραματική διάσταση της ανθρώπινης παρουσίας
αναστατώνει, δίνει ερέθισμα για πολλαπλές ερμηνείες.
Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στο έργο και
τον καλλιτέχνη; Τεράστιο ερώτημα που έχει λάβει ποικίλες απαντήσεις.
«Το κάθε τι είναι αυτοβιογραφικό, το
κάθε τι είναι ένα πορτρέτο» έλεγε ο Λουσιέν Φρόιντ.
Το έργο του Δημήτρη Ράτσικα
είναι αυτοβιογραφικό,
μιλάει γι’αυτόν και για ότι τον περιβάλλει. Αφήνει να διαφανεί ότι
αυτό που έχει πραγματικά σημασία είναι μόνο η ζωγραφική. Και ο
καλλιτέχνης, ένας μοναχικός ερευνητής σε συνεχή, επίπονη διερεύνηση
του ορισμού της έννοιας του «ωραίου», όπου η μόνη απάντηση που μπορεί να δώσει είναι
η ίδια με αυτή της παράδοσης, όπως μας τη μεταφέρει ο Σωκράτης στον
Ιππία Μείζονα: «Χαλεπά τα
καλά».
Γιολάντα Ζιάκα
Διδάκτωρ Περιβαλλοντικής Επικοινωνίας,
Τελειόφοιτος Τμήματος Πλαστικών Τεχνών και Επιστημών της Τέχνης του
Πανεπιστημίου Paris I – Sorbonne