Γιάννης Δάλλας
Ο Ηπειρώτης Ποιητής, Δοκιμιογράφος και
Μεταφραστής Αρχαίων Ελλήνων Λυρικών
Ένας
ερημίτης, ένας λοξός με τα γράμματα
ΕΦΗΜΕΡΊΔΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (αναδημοσίευση)
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Ημερομηνία δημοσίευσης: 24-01-10
Συνέντευξη στον Ηλία Μαγκλίνη
Ο
Γιάννης Δάλλας μιλάει για τη δυσκολία τού να είσαι φιλόλογος,
ποιητής, μεταφραστής και θυμάται την πορεία από την Άρτα στην Αθήνα
Γιάννης Δάλλας
Η φωνή του Γιάννη Δάλλα έχει μια ποιητική
χροιά. Τη χαρακτηρίζει η βραχνάδα του βαθύφωνου μετάλλου, την
προσέχεις όμως και για έναν ακόμη λόγο: για τον τρόπο με τον οποίο ο
Ηπειρώτης λόγιος τονίζει το ρυθμό της ομιλίας του όπως και κάθε του
λέξη. Σκέφτεσαι τότε ότι η ισόβια μαθητεία του στην αρχαία ελληνική
μετρική έχει επιδράσει καταλυτικά και στον καθημερινό του λόγο. Ο
Γιάννης Δάλλας έχει ακόμα το διαπεραστικό, ζεστό βλέμμα ενός
ανθρώπου, ο οποίος, επιπλέον, αποτελεί ζωντανή ιστορία των ελληνικών
γραμμάτων. Καθισμένος στο γραφείο του σπιτιού του στο Παγκράτι,
λίγες εβδομάδες μετά τη βράβευσή του από το Ιδρυμα Πέτρου Χάρη με το
Βραβείο Δοκιμίου, στέκεται αρκετά στη δυσκολία τού να είσαι
ταυτόχρονα φιλόλογος, ποιητής και μεταφραστής. «Το ένα βέβαια
τροφοδοτεί το άλλο», σχολιάζει, «όμως ενδέχεται πολύ εύκολα το ένα
να αρχίσει να “τρώει” το άλλο. Εξάλλου, δεν είναι ιδιότητες που τις
εξασκείς με εναλλαγές. Ο ποιητής ενυπάρχει μέσα στον κριτικό και το
αντίστροφο, όπως και στον μεταφραστή. Συνεπώς, απαιτούνται λεπτές
ισορροπίες, συνεχώς».
Στο δικό μου το μυαλό, ο Γιάννης Δάλλας είναι
ταυτισμένος με την ανακάλυψη της ποίησης του Μίλτου Σαχτούρη, κυρίως
μέσα από τη διεισδυτική «Εισαγωγή στην ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη»
(Κείμενα, 1979), αλλά και με τις μεταφράσεις του των αρχαίων λυρικών
ποιητών. «Ο αρχαϊκός κόσμος με απασχολεί πολύ», σχολιάζει, «και ως
μεταφραστής έχω ασχοληθεί εκτεταμένα. Είναι μια χρονική περίοδος με
μεγάλο άνοιγμα, τότε είναι που ξεπηδάει το άτομο και γίνονται
σημαντικά πράγματα στη λυρική ποίηση αλλά και στην αγγειογραφία, και
βέβαια τότε έχουμε την προσωκρατική φιλοσοφία. Υπάρχει λοιπόν ένα
εκπληκτικό υλικό που με απασχόλησε από νέο ακόμα. Στην αρχή,
ερασιτεχνικά, ανάλογα με το τι ταίριαζε και στη δική μου ποιητική
θερμοκρασία. Μετά βέβαια, μπήκα μέσα σε αυτόν τον κόσμο
επαγγελματικά, ως φιλόλογος πλέον».
Δοκιμιογράφος
Ο Γιάννης Δάλλας είναι καθαρός φιλόλογος,
ωστόσο, ένας πιο ακριβής χαρακτηρισμός θα ήταν αυτός του
δοκιμιογράφου. Οι αναλύσεις του για τον Αρχίλοχο, τον Αλκαίο, αλλά
και για τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Καβάφη («τους τρεις στυλοβάτες
της ελληνικής ποίησης») είναι συναρπαστικές περιπέτειες της σκέψης,
φανερώνουν μια βάσανο με το αντικείμενο και δεν εξαντλούνται σε έναν
περιορισμένο φιλολογικό σχολιασμό. Εξάλλου, το δοκίμιο ως είδος τον
ενδιέφερε πάντα. «Πέρα από τον Μοντένιο, τον Εμερσον και άλλους
ξένους δοκιμιογράφους», παρατηρεί, «με επηρέασε πολύ ο δοκιμιακός
λόγος του Τ. Σ. Έλιοτ καθώς βέβαια και του Βάλτερ Μπένγιαμιν. Όμως
το δοκίμιο είναι ένα είδος υπό προστασία πια. Κινδυνεύει να χαθεί
και είναι κρίμα, διότι το δοκίμιο προϋποθέτει τα άλλα είδη του
λόγου».
Πρώτη δημοσίευση
Γεννημένος στη Φιλιππιάδα της Ηπείρου, ο
Γιάννης Δάλλας πέρασε τα πρώτα του χρόνια στην Άρτα. «Διάβαζα από
μικρός. Ο ένας μου παππούς είχε όλη τη σειρά, τις εκδόσεις και την
εγκυκλοπαίδεια του “Ανεξάρτητου”, ενώ και εγώ ήμουν συνδρομητής στη
Νέα Εστία. Είχα και καθηγητή έναν Αχείμαστο, μέλος του Εκπαιδευτικού
Ομίλου, ο οποίος μας διάβαζε Βιζυηνό και Καρυωτάκη. Τότε έκανα και
την πρώτη μου αθηναϊκή δημοσίευση, ένα ποίημα με θέμα τον Καρυωτάκη.
Πρώτα διάβασα ποιήματα του Κακναβάτου και του Γονατά σε περιοδικά
όπως τη “Νεανική Φωνή” και τον “Παλμό”, και μετά τους γνώρισα, αφού
ήρθα στην Αθήνα. Η ζώσα ιστορία είχε μπει στην ποίησή μας. Ήδη όμως
από την Άρτα, ήμουν ένας ξεμοναχιασμένος τύπος, ένας λοξός με τα
γράμματα. Ο πατέρας μου βιοτέχνης ήταν, φραγκοράφτης, όπως έλεγαν –
επειδή έραβε ευρωπαϊκά κοστούμια. Ήταν ένας τυπικός μικροαστός της
εποχής. Βλέπετε, προπολεμικά ο μικροαστός ήταν ο μέσος κοινωνικός
δείκτης. Δεν μπορούσες καθόλου εύκολα από την αγροτική τάξη να
περάσεις στη μικροαστική, όπως άρχισε να γίνεται μεταπολεμικά. Οι
μικροαστοί τότε ήσαν βιοτέχνες, όπως ο πατέρας μου, και υπάλληλοι –
οι φιγούρες του Καρυωτάκη, με τη γραφειοκρατία και την πλήξη».
Ο Γιάννης Δάλλας στο σπίτι του
Ο Γ. Δάλλας θυμάται τη σφαγή του γειτονικού
χωριού Κομμένου από τους Γερμανούς, το χαμό των Εβραίων της Άρτας,
το αριστερό κίνημα. Κάποια στιγμή οι ιταλικές αρχές του ζήτησαν να
τους υποδείξει σπίτια αριστερών, εκείνος τους περιέφερε από δω κι
από κει χωρίς αποτέλεσμα. «Με συνέλαβαν. Ευτυχώς βγήκα γρήγορα, όμως
είχα στιγματιστεί». Επόμενος σταθμός η Αθήνα, όπου κατέφυγε,
«κυνηγημένος», όπως λέει, το 1944. «Πρέπει να πω ότι η σφαγή του
Κομμένου με επηρέασε πολύ. Έγραψα ένα χρονικό, ένα “μακρυγιαννικό”
κείμενο θα έλεγα, το οποίο δημοσίευσα τελικά στη Φιλολογική
Πρωτοχρονιά. Με αυτό το χειρόγραφο, και με τη μορφή του Αρη
Βελουχιώτη στο μυαλό μου, έφυγα για την Αθήνα. Γερμανοκρατούμενη
ακόμα η Αθήνα, όμως οι γύρω συνοικίες κρατούνταν από τον ΕΛΑΣ. Έμενα
σπίτι ενός θείου μου, στου Γκύζη. Λίγο αργότερα γράφτηκα στη
Φιλοσοφική Σχολή, τότε όμως άρχισαν οι τηλεβόες, οι οργανώσεις, τα
θρυλικά επονίτικα πάρτι».
Στη Φιλοσοφική, ο Γ. Δάλλας θα αναλάβει και
καθήκοντα «διαφωτιστή» – ώσπου τον συλλαμβάνουν και πάλι. Μένει στη
φυλακή δύο μήνες. «Μου λέγανε, υπέγραψε. Δεν έχω κάτι ν’ αποκηρύξω,
τους είπα, δημοκράτης είμαι. Με είχανε στην απομόνωση. Βοήθησαν όμως
τότε ο Μιλλιέξ και ο Ζώρας που εγγυήθηκαν για μένα στον διοικητή,
αρχικά με έβγαλαν από την απομόνωση και μετά με άφησαν ελεύθερο.
Αλλιώς, με είχαν έτοιμο για εξορία στη Λήμνο. Σκεφτόμουν τότε ότι θα
γινόμουν ένα σύγχρονο είδος Φιλοκτήτη. Δεν συνέβη τελικά. Πάντως,
οφείλω να πω πως δεν έγινα ποτέ μέλος του ΚΚΕ, ωστόσο η ποίησή μου
ήταν πάντα πολιτική στο βάθος και στην ουσία της, και όχι
υπερρεαλιστική όπως έχει γραφεί».
Για το «Κιβώτιο»
Ως φιλόλογος στην Αθήνα της δεκαετίας του ’50
συγχρωτίζεται με άλλους ποιητές και συγγραφείς. «Συχνάζαμε στη Στοά
Μαυρίδη και στο πατάρι του Λουμίδη, μαζί με τον Αργυρίου, τον
Κατσαρό, τον Σινόπουλο, τον Αναγνωστάκη, τον Άρη Αλεξάνδρου – πολύ
ταλαιπωρημένος αυτός, από το “διπλό πριονιστήρι”: τα ξερονήσια αλλά
και την επίσημη αριστερά. Το “Κιβώτιο” παραμένει για μένα ένα πολύ
σημαντικό βιβλίο της πεζογραφίας μας, που δεν αφορά μόνο τον δικό
μας εμφύλιο αλλά και τον ισπανικό, γενικά, τον αδελφοκτόνο σπαραγμό.
Όμως, αυτό ο Αλεξάνδρου το πλήρωσε ακριβά. Πάντως, ξενυχτάγαμε όλοι
μαζί τότε και συχνά ξημερωνόμασταν με τις κουβέντες μας και κατά το
χάραμα πηγαίναμε σε ένα γαλακτοπωλείο που υπήρχε τότε, στη “Γαλλία”,
για το πρωινό μας γάλα».
Καθώς τον ακούω να μου μιλάει για τον Άρη
Αλεξάνδρου, ανατρέχω σε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του
«Χρονοδείκτες»: «Ο Αλεξάνδρου απελευθερώθηκε επιτέλους κι όμως τώρα
σ’ άλλη φυλακή –της γραφής δεσμώτης ισοβίτης– σε μια άφωτη σοφίτα
στο Παρίσι. Έστειλε μέσω φίλου του από εκεί και το Κιβώτιο. Εκεί το
πρωτοδιάβασα σε δακτυλόγραφη μορφή, τι έκπληξη! Σαν ν’ άφηνε και τα
καλύτερα των άλλων της γενιάς του, ύστερα από τον Κοτζιά, τον
Κάσδαγλη και τον Φραγκιά, με το εύρημα και με την τεχνική του,
παρασάγγες πίσω. Μα που ν’ αντέξει τότε η χειραξία των Κειμένων
τέτοια έκδοση». Ο Γ. Δάλλας μου υπενθυμίζει ότι αρχικά, ο Αλεξάνδρου
υπέβαλε το χειρόγραφο για έκδοση στα Κείμενα του Φίλιππου Βλάχου.
«Δεν το άντεξε οικονομικά ο Φίλιππος. Οπότε, το βιβλίο βγήκε από τον
Κέδρο».
Στήλη κριτικής
Μετά από ένα διάστημα στη γενέθλια γη, ο
Γιάννης Δάλλας θα επιστρέψει και πάλι στην Αθήνα, θα εργαστεί στη
Σχολή Μωραΐτη και παράλληλα θα δημοσιεύσει τις πρώτες ποιητικές του
συλλογές και τα πιο σημαντικά δοκιμιακά και μεταφραστικά του έργα.
«Όταν πέθανε ο Βαρίκας, ανέλαβα τη στήλη κριτικής της ποίησης στο
“Βήμα”. Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς κρατούσε τη στήλη της κριτικής της
πεζογραφίας. Τότε, εξ αφορμής ενός βιβλίου, ανέλυες όλο το έργο του
ποιητή. Ήταν άλλες εποχές. Τα κριτικά σημειώματα είχαν έναν
δοκιμιακό χαρακτήρα – οι εφημερίδες το ήθελαν αυτό, και οι
αναγνώστες».
Ο παρεξηγημένος Μίλτος Σαχτούρης
Οι διηγήσεις του Γιάννη Δάλλα δεν έχουν
τελειωμό: μιλάει τρυφερά για τον «δραματικό, παρεξηγημένο Μίλτο
Σαχτούρη, που ήταν σαν ένα μεγάλο παιδί», μιλάει σαν τους παλιούς
παραμυθάδες που σε καθήλωναν με το πάθος τους για τον Σολωμό, τον
Κάλβο και τον Καβάφη, μιλάει για την ιστορία της γενιάς του και
αναρωτιέται: «Μπορεί αυτές οι ιστορίες σήμερα να ακούγονται σαν
ηθογραφία, δεν είμαι σίγουρος». Πολλές από αυτές έχουν καταγραφεί σε
μερικά σύντομα πεζά, μικρά διαμάντια ύφους και γλωσσικής ομορφιάς,
όπως τους «Χρονοδείκτες»: «Η ιστορία χωρίς εμάς, χωρίς τη δική μας
–τη σωματική μας– παρέμβαση, δεν θα υπήρχε». Ή: «Η αλήθεια διάτρητη
από νικητές κι από νικημένους μύριζε πτωμαΐνη». Συγκρατώ μια ακόμα
φράση του: «Η ποίηση μυστική τεθλασμένη των αντιστάσεων».
Λίγο πριν τον αφήσω, απαγγέλλει με μπρίο ένα
ποίημα: «Στη Σίτι Μπανκ έφτασε τελευταίος κι είδε να γυρίζει και να
κόβει η μηχανή αμέτρητα ρολά μοιράζοντας σε χέρια νευρικά
χαρτονομίσματα, χαρτοροή, χαρτοποιήματα και ο νεαρός που έτρεχε να
τα προλάβει ήταν ο τιμάριθμος της ποίησης που ανέβαινε ο σφυγμός της
σαν τα παραμιλητά ενός τρελού, ενώ ο γεροτυφλός σε μια γωνιά του
χρόνου, ακουμπώντας σε κολώνα ιωνική, άναυδος άκουγε τη μυστική
χαρτοβοή».
Τιμές και διακρίσεις
Ο Γιάννης Δάλλας γεννήθηκε στη Φιλιππιάδα της
Ηπείρου το 1924. Σπούδασε κλασική φιλολογία στην Αθήνα. Υπηρέτησε
στη μέση και στην ανώτατη εκπαίδευση (καθηγητής της Φιλοσοφικής
Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και του Τμήματος Ιστορίας του
Ιονίου Πανεπιστημίου). Εξέδωσε δώδεκα ποιητικές συλλογές, από τις
οποίες οι δέκα πρώτες περιέχονται στη συγκεντρωτική επανέκδοση
«Ποιήματα 1948-1988» (Νεφέλη, 1990). Εχει εκδώσει σειρά μελετών και
δοκιμίων για το έργο των Σολωμού, Κάλβου, Καβάφη, Θεοτόκη, Βάρναλη,
Φιλύρα, Σαχτούρη, Αναγνωστάκη κ. ά., ενώ έχει μεταφράσει συστηματικά
αρχαίους λυρικούς και Αλεξανδρινούς ποιητές.
Τιμήθηκε με τη διάκριση του πρώτου κρατικού
βραβείου κριτικής και δοκιμίου (1987), του Μεγάλου Βραβείου
Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του (1999) και με το Βραβείο
Δοκιμίου του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη (2009). Πιο πρόσφατα βιβλία του:
«Σολωμός και Κάλβος. Δύο αντίζυγες ποιητικές της εποχής» (Νόηση,
2009) και «Ολίγο θα τον ξαναγγίξω. Ύστερα καβαφολογικά» (Ηριδανός,
2009).