Πορφύρης Τάσος
Κείμενα του Ηπειρώτη Λογοτέχνη
ΣΚΙΤΣΑ
ΙΙ
ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ (1908 - 1984)
Ερχόταν μ’ ένα παλιό φόλκσβάγκεν -χελώνα-, γύρω
στις δέκα το βράδυ, πριν κλείσει το μαγαζί. Ήταν πάντα
βιαστικός, γι’ αυτό δεν έβγαινε από το αυτοκίνητο αλλά
κατέβαζε το τζάμι του συνοδηγού και γέρνοντας δεξιά με
ρωτούσε: «Έχεις γαλακτομπούρεκο για τη μάνα μου;» και
πριν προλάβω να απαντήσω, η ατάκα; «Πέντε και ρέστα από
πενηντάρι». Έβαζα τα γαλακτομπούρεκα σ’ ένα κουτί και με
τα ρέστα -30 δραχμές-, τα πήγαινα στο αυτοκίνητο.
Δίνοντάς μου το πενηντάρι με ρωτούσε: «Η δική σου μάνα
καλά είναι;».
Τάσος Πορφύρης
Η φωνή του ακόμα στ’ αυτιά μου. Μια
ανεπανάληπτη φωνή μπασσοβαρύτονου χρωματισμένη με ακριβά
συναισθήματα, αντίστοιχα με εκείνων του βιολοντσέλου
ιδιαίτερα στις χαμηλές νότες. Τον θυμάμαι στον
«Πατούχα», στον «Δον Κιχώτη» με τη θωριά που νομίζω τον
οραματίστηκε ο συγγραφέας του Θερβάντες και στο κύκνειο
άσμα του: «Το ταξίδι στα Κύθηρα» του Αγγελόπουλου.
Χόρευε ντυμένος με μια παλιά καπαρντίνα με τα χέρια στην
έκταση και τις παλάμες τους να γέρνουν προς το έδαφος,
στο ξάγναντο ενός λόφου. Ιδωμένος από απόσταση έμοιαζε
με κουρασμένο αετό που έψαχνε καταφύγιο. Κι όσο περνάει
ο καιρός και δεν ακούω παρόμοια φωνή, βάζω στο πικ-απ
τον παλιό δίσκο βινυλίου των 331/3 στροφών κι
ακούω τα «Αναγνώσματα» του «Άξιον εστί» των Ελύτη - Θεοδωράκη,
διαβασμένα από τον Κατράκη. Ήταν παντρεμένος με την Λίντα Άλμα,
παρτενέρ του χορευτή και χορογράφου Γιάννη Φλερύ ` ιδανικό χορευτικό
δίδυμο. Τους απολαμβάνω ακόμα στην τηλεόραση σ’ εκείνες τις παλιές
ασπρόμαυρες ταινίες. Τους συνόδευαν οι ορχήστρες Λαβράνου, Σουγιούλ,
Ρουχωτά ` ποιους να πρωτοθυμηθείς; Μνήμη που μας συντροφεύεις στις
δύσκολες μέρες του «ευδαιμονισμού» και της «παγκοσμιοποίησης»,
σώζοντάς μας από μουσικά και χορευτικά ευρωμασκαραλίκια.