Πορφύρης Τάσος
Κείμενα του Ηπειρώτη Λογοτέχνη
"ΤΟ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ"
Στο πλατύ πεζοδρόμιο ανάμεσα στο «Ζαχαροπλαστείο» και τα «Είδη
Υγιεινής» του ξαδέλφου Σωτήρη Παπακώστα υπήρχε παλιά ένα περίπτερο.
Το εκμεταλλευόταν ένας ανάπηρος από τα δυο του πόδια του
Ελληνοϊταλικού πολέμου κι όταν αυτός πέθανε, η γυναίκα του. Όταν κι
εκείνη μας άφησε χρόνους, το περίπτερο ερήμωσε. Έφυγαν τα χρώματα,
σκούριασαν τα ρολλά κι ορισμένοι ουρούσαν τις νύχτες στο κουφάρι
του. Μια μέρα μεσημέρι, μια κυρία άρχισε να τσιρίζει, τραβώντας τα
μαλλιά της. Βγήκαμε όλοι έξω. Η αιτία αυτού του συμβάντος, όπως μας
εξήγησε όταν συνήλθε η εν λόγω κυρία ήταν ένα ποντικάκι που πρόβαλε
με αναίδεια τη μουρίτσα του από το γκισέ του περιπτέρου, προφανώς
για να τη ρωτήσει τι … επιθυμεί. Συμφωνήσαμε με τον Σωτήρη πως δεν
πήγαινε άλλο και ότι έπρεπε να ασχοληθούμε σοβαρά με την εξαφάνισή
του. Αν πηγαίναμε στο Αστυνομικό Τμήμα θα ’βρισκε ενδεχομένως
κάποιον άλλον και επιπλέον από το απέναντι πεζοδρόμιο το περίπτερο
έκοβε μεγάλο μέρος από τη θέα των μαγαζιών μας. Από την επόμενη μέρα
θ’ άρχιζε το μεθοδικό … ξήλωμά του. Όμως πριν απ’ όλα έπρεπε να
διακόψουμε την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος για να αποφύγουμε
δυσάρεστα ίσως αποτελέσματα. Είχαμε έναν πατριώτη καταμετρητή της
Δ.Ε.Η. που ευχαρίστως μεσολάβησε κι έγινε διακοπή της
ηλεκτροδότησης. Κάθε πρωί λοιπόν κάτι αφαιρούσαμε από το περίπτερο.
Στο διάστημα ενός μηνός είχε μείνει μόνον η ξύλινη βάση. Το πλαϊνό
κατάστημα «ΑΙΑΣ» είχε περιέλθει στους αδελφούς Σταφυλάκη, οι οποίοι
είχαν και μια βιοτεχνία κατασκευής πλακών πεζοδρομίου. Τους
παραγγείλαμε 9 πενηντάρες πλάκες με την υποχρέωση να τις
τοποθετήσουν βγάζοντας τις παλιές που ήταν βρόμικες μισοφαγωμένες
και επιπλέον δήλωναν την ύπαρξη περιπτέρου.
Η όλη υπόθεση κράτησε ένα πρωινό. Ήρθε ο μάστορας, έβγαλε τις
πλάκες, καθάρισε, τοποθέτησε μπετόν και τοποθέτησε τις καινούργιες
πλάκες. Τοποθετήσαμε κάτι χαρτόνια με τις ενδείξεις «Προσοχή! Έργα
Δ.Ε.Η.» και την άλλη μέρα που είχε στεγνώσει το μπετόν ασχοληθήκαμε
με την αισθητική των καινούργιων πλακών για να μην αποτελούν
παραφωνία με τις πλάκες του υπόλοιπου πεζοδρομίου. Ανεβάζαμε από το
ρείθρο βρομιές και σκουπίδια και στάσιμα νερά και τα απλώναμε στις
καινούργιες πλάκες πατώντας τα με τις σόλες των παπουτσιών μας.
Επίσης, μασούσαμε τσίχλες και τις πατούσαμε πάνω στις πλάκες. Σε
λίγες μέρες, βοηθούντων και των περαστικών, τίποτε δεν θύμιζε ότι
ένα μήνα πριν εδώ υπήρχε περίπτερο. Με τον Σωτήρη και τους Αφους
Σταφυλάκη είχαμε συνεννοηθεί
πως σε περίπτωση που κάποιος ρωτήσει αν υπήρχε περίπτερο να
ισχυριστούμε ότι από πολλά χρόνια δεν υπήρχε κάτι τέτοιο στην
περιοχή μας.
Κι η μέρα αυτή δεν άργησε να ’ρθει. Ένα πρωινό ένας αρχιφύλακας
-προφανώς του Δ΄ Αστυνομικού Τμήματος, που υπαγόταν η περιοχή- μ’
ένα μπλοκ και μολύβι στο χέρι στήθηκε στο πεζοδρόμιο σαν κάτι να
’ψαχνε. Συμβουλεύτηκε κι ένα σημειωματάριο που έβγαλε από την τσέπη
του, ξανακοίταξε το πεζοδρόμιο και κατόπιν κοίταξε ψηλά να δει τον
αριθμό του κτιρίου. Αφού βεβαιώθηκε -έτσι νόμιζε- για την ύπαρξη του
παραδόξως μη υπάρχοντος περιπτέρου, αποφάσισε να διαλευκάνει την
υπόθεση. Μπήκε στη «Μπέρτσια», χαιρέτησε και ρώτησε: _Εδώ δεν ήταν
-δείχνοντας το πεζοδρόμιο- ένα περίπτερο; Απευθύνθηκε σε μένα. _Όχι,
απάντησα, τουλάχιστον εξ όσων γνωρίζω.
_Πόσα χρόνια εργάζεσθε σ’
αυτό το μαγαζί;
_Από το 1946.
_Δηλαδή ισχυρίζεσθε ότι εδώ και σαράντα χρόνια δεν υπήρχε εδώ
περίπτερο;
_Αυτό ακριβώς.
_Καλώς.
Χαιρέτησε, έφυγε και βγαίνοντας στην πόρτα κάτι μουρμούρισε. Κατόπιν
μπήκε στο μαγαζί του Σωτήρη. Έκανε τις ίδιες ερωτήσεις στον Σωτήρη
και πήρε τις ίδιες με τις δικές μου απαντήσεις. Ο Σωτήρης τον άκουσε
να αναρωτιέται αν είναι καλά και μετά σταυροκοπήθηκε. Κανένα
«έγκλημα» δεν είχε λάβει χώρα μια και δεν υπήρχε «πτώμα».
Τάσος Πορφύρης
◄Πίσω στα
κείμενα του Τάσου Πορφύρη