Άννα Δερέκα
ποιήτρια
Η βιο-βιβλιογραφική
φυσιογνωμία της ποιήτριας
Του Τάσου Γιάννου, Φιλολόγου
Άννα Δερέκα
Η Άννα Δερέκα μοιράζει τη ζωή και το έργο της
«ανάμεσα στην κραυγή και τη σιωπή» όπως ενδεικτικά αναφέρει
η Ιταλίδα δόκτωρ
Katia
Sicuro στο
διδακτορικό που εκπόνησε πάνω στο έργο και τη ζωή της ποιήτριας, στη
δημοσιογραφία και την ποίηση. Μαχητική δημοσιογράφος αλλά και
αισθαντική ποιήτρια.
Δύο κόσμοι παράλληλοι, δύο κόσμοι που δε συναντώνται ποτέ, αν
και συνυπάρχουν στο ίδιο σώμα στο ίδιο μυαλό. Δύο πνευματικές
υποστάσεις. Την κοινωνική ενασχόλησή της συμπληρώνει η στροφή στον
εσωτερικό της κόσμο, τον κοσμοπολιτισμό της οι παραδόσεις των
Ιωαννίνων. Σημειώνω ότι το
2000 κυκλοφόρησε η συλλογή ποιημάτων
“Υδάτινες Φλέβες” για τις
17 πνιγμένες της λίμνης.
Σ’ ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης της ζωής και του έργου της
ποιήτριας διακρίνεται μία αντίθεση ανάμεσα στη γυναίκα και την
ποιήτρια: κλεισμένη στο δικό της κόσμο φτιαγμένο από αδιάρρηκτα
δεσμά και βαθιές αξίες, έρχεται σε αντίθεση με την εξαιρετικά
τολμηρή και πρωτοποριακή ποίησή της.
Θυμίζω τα «69 ποιήματα
αγάπης» του 1979. Γι’ αυτή την ποίηση
ο ποιητής και πεζογράφος
Φρίξος Τζιόβας τη χαρακτηρίζει
Σαπφώ των Ιωαννίνων και ο
έγκριτος λόγιος δημοσιογράφος των Αθηνών
Νίκος Παπουτσόπουλος
γράφει:
«Στα 69 ποιήματα αγάπης
αποκαλύπτεται ένας τεράστιος, πηγαίος αισθησιασμός που όμοιό του
σπάνια απάντησα ως τώρα στη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Ο κάθε στίχος
βρίθει από λυρική κίνηση, αβρότητα σκέψης, διονυσιακό ενθουσιασμό κι
απολυτότητα για την κύρια βιωτική μέριμνα, ορθολογικό ρομαντισμό,
πνοή σαν εκείνη του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, του Βαλαωρίτη, της
Πολυδούρη άλλοτε κι άλλοτε σαν και ’κείνη του αυτόχειρα της
Μαργαρώνας της Πρέβεζας, μουσικότησα σαν κι εκείνη που μπορεί να
συναντήσει κανείς στη Φανταστική Συμφωνία του Μπερλιόζ, στο δειλινό
της αυλής ενός Φαύνου του Κλώντ Ντεμπυσύ, στην Τελευταία Άνοιξη από
τις ελεγειακές μελωδίες του Έντβαρτν Γκρήγκ.
Στο κύριο μέρος του
κάθε στίχου κάνει πληθωρική την εμφάνισή της η μελαγχολία, ο
εσώτατος πόνος, οι αναμνήσεις μιας χαμένης πνευματικής ακαμψίας που
διαγράφεται χαρακτηριστικά στα ποιήματα του Δάντη και του Πετράρχη
και στα φρέσκα του Τζιόττο και τον Φρα Αντζέλικο.
Κι όμως όλοι αυτοί οι ανέμελοι, πνευματικά λήθαργοι
εναλάσσονται συχνά με συγκινησιακά εγερτήρια σαν αυτά που ακούγονταν
από τον Σικελιανό…»
Ενδιαφέρουσα είναι επίσης, η επιλογή του τρόπου ζωής της ποιήτριας.
-
Μακεδόνισσα, με σπουδές και συνεχή ταξίδια στην Ευρώπη
- αποφάσισε συνειδητά να
εγκατασταθεί και να δημιουργήσει στην Ήπεριο και συγκεκριμένα στα
Γιάννενα
- αν και
γνώριζε τις δυσκολίες αναγνώρισης του πνευματικού ανθρώπου που ζει
μακριά από το κέντρο.
Η αφοσίωση στο γράψιμο έχει την αρχή στην παιδική ηλικία μ’
ένα ημερολόγιο που της χάρισε η μητέρα της στα 12της χρόνια, το
καλοκαίρι που τελείωσε το δημοτικό και μέχρι σήμερα δεν έχει πάψει
να αποτυπώνει τα συναισθήματα και τις σκέψεις σ’ ένα φύλλο χαρτί.
Σε συνέντευξη στην
Katia
Sicuro λέει:
«Πράγματι έχω όλη μου τη ζωή σε ημερολόγια. Είναι τρομακτικό το ξέω.
Όμως με το γράψιμο αναπνέω καλύτερα».
Πόσο η γραφή των ημερολογίων μέσα στα χρόνια επηρέασε την
ποίησή της;
Η ίδια λέει:
«Έχω ειδικευθεί στο παρακινδυνευμένο και ρηξικέλευθο είδος της
εξομολογητικής γραφής. Ακολουθούσα το ρεύμα του υπερρεαλισμού από
πάντα».
Δεν είναι τυχαίο ότι ο
ποιητής Απόστολος Ζώτος την αποκάλεσε
«Το μωβ του υπερρεαλισμού
στην Ήπειρο».
Συγχρόνως επιβεβαιώνει ότι δίνει μεγάλη σημασία στη μελέτη:
«Το βιβλίο είναι ολόκληρος ο
κόσμος μου».
Έχει σπουδαία κουλτούρα που διαμορφώθηκε μέσα από βαθιά γνώση
των Ελλήνων και ξένων κλασικών.
Η ποιήτρια εξομολογείται σχετικά:
«Η αυγή με εύρισκε να ριγώ
ξενυχιτσμένη πάνω από τους Ρώσους κλασικούς στη βιβλιοθήκη του
πατέρα μου. Μου ταίριαζε η εποχή, η μελαγχολία, οι ήρωες, οι
χαρακτήρες.»
Σε άλλο σημείο της συνέντευξης αναφέρει κάτι το ασυνήθιστο:
«Από μικρή μου άρεσε να διαβάζω
λεξικά. Όπως άλλοι ξεκουράζονται με τα μυθιστορήματα, εμένα μου
αρέσει να διαβάζω λεξικά».
Σίγουρο είναι ότι σ’αυτή της την ιδιατερότητα έπαιξε το ρόλο
του, ο Μακεδόνιας Γυμνασιάρχης μαθηματικός Ιωάννης Τρυψιάννης, ο πατέρας
της ο οποίος συνήθιζε να μελετάει λεξικά, εικόνα που
παρουσιάζεται συχνά στα ποιήματα της ποιήτριας.
Η γη
ήταν νωπή ακόμα
από τη βροχή.
Ο πατέρας
όμως
καθόταν εκεί
στην πολυθρόνα του
με το φθαρμένο ύφασμα
κρατώντας
με δύναμη στα χέρια
το παλιό λεξικό
πούκριβε λέξεις
με νοήματα ξεχασμένα
που τον κρατούσαν
άγρυπνο.
Ίσως γι’
αυτό
τον αγαπούσα
τόσο πολύ
άοπλος
άοπλος
πολεμούσε το θάνατο.
Έλεγε ο πατέρας της αστειευόμενος:
«Έγινες ποιήτρια, επειδή εγώ είμαι μαθηματικός. Τα ποιήματά σου
είναι συνέχεια των μαθηματικών μου».
Το πατρικό της όνομα είναι Τρυψιάννη. Το Δερέκα το απέκτησε
από το σύζυγό της Στέλιο Δερέκα, αρχιτέκτονα και ζωγράφο με τον οποίο
απέκτησε τρεις κόρες, τις
αρχιτέκτονες Ξανθίππη και Δέσποινα, καθώς και
τη γλύπτρια Αγγέλα.
Σε μία συνέντευξη μιλάει γι’ αυτές:
«Θέλησα να τους μεταδώσω σαν χρέος αυτά που πήρα από τους γονείς μου.
Τις μεγάλωσα με την παρουσία μου και τα παραμύθια».
Ο πατέρας της Ιωάννης
Τρυψιάννης Γυμνασιάρχης μαθηματικός από την Έδεσσα και συνεργάτης
της Εφημερίδας Ελληνικός Βορράς είχε πάθος με τη μελέτη των
άστρων.
Λέει για κείνον:
«Ήταν δυνατός και πράος
με δίδαξε να παρατηρώ τη φύση και να γεωμετρώ τη ζωή μου».
Η μητέρα της Δέσποινα
Καλογιάννη από παλιά αρχοντική οικογένεια της Θεσ/νίκης ήταν
ζωγράφος. Πρόεδρος του Λυκείου Ελληνίδων και του ισχυρού Ασύλου του
Παιδειού, επί σειρά ετών.
Αναφέρει για κείνη:
«Ήταν πολύ δυναμική, πραγματική εκπρόσωπος της μητριαρχαίας με
ταλέντο σε πολλά πράγματα.
Μας δίδαξε την τελειότητα και τον τρόπο να φέρεις τον εαυτό
σου στα όρια».
Η παρουσία της μητέρας επανέρχεται συχνά στο έργο της.
« … Το τραπέζι του
μεσημεριανού φαγητού στον Κήπο, κάτω από τις μηλιές. Για τους
περαστικούς φίλους το στόλιζε με γιασεμιά του Ιουνίου. Στις πιατέλες
με τα θαλασσινά ταξίδευαν οι ωκεανοί. Και ο πατέρας να ρίχνει τις
σκέψεις του δίχτυα να πιαστούν τα όνειρά της.
Μαγεμένο το τραπέζι
κάτω από τη φυλλωσιά της μηλιάς. Στα ασημένια κουτάλια ρουφούσαμε
την ψαρόσουπα της μητέρας με το άγριο
μάραθο σαν γιατρικό. Ο
πατέρας για τη μοναξιά της καρδιάς. Εγώ για τη φυγή, για το ταξίδι
και η μητέρα να μας κρατήσει για πάντα στην εποχή με τις χίμαιρες.
Τρωτή μητέρα. Με τους
άσπρους της ώμους κάτω από το γαλάζιο της φουστάνι με την πολύ σούρα
στη μέση. Εκείνο το μεσημέρι που δοκίμαζε όλα τα σκουριασμένα
κλειδιά, να μπει στο σκοτεινό κελάρι, για κείνο το κόκκινο κρασί.
Στολισμένη με τα
βραχιόλια, με φωνές βιολοντσέλων, παρακαλούσε την πόρτα ν’ ανοίξει.
Γιόρταζε τους χρυσούς
γάμους της. Κι έφερε μέσα στα εύθραστα χέρια της εκείνο το κόκκινο
κρασί από το σκοτεινό κελλάρι. Τα άσπρα χέρια της ακόμα σκονισμένα
από το μπουκάλι. Σκονισμένα από τα άγουρα σταφύλια, καθώς τα
καθάριζε από τα φύλλα. Λερωμένα από το χώμα καθώς φύτευε το αμπέλι ο
νεαρός μας γείτονας και έσκυψε να βοηθήσει.
Τρωτή μητέρα. Πάνω σε
κανενός τον καθρέφτη δε χτύπησε ώστε να δούμε πόσο μεγάλη ή μικρή
είναι η σκιά της…»
Η Άννα Δερέκα ζει και εργάζεται από το 1974 στα Γιάννενα ως
δημοσιογράφος και παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών αρχικά στο κρατικό
ραδιόφωνο και αργότερα στην ιδιωτική ραδιοφωνία.
Ας δούμε χρονολογικά
την πορεία της:
Από την ίδρυση του Δημοτικού Ραδιοφώνου είναι υπεύθυνη Πολιτιστικών
εκπομπών. Χαρακτηριστική εκπομπή της
«Αλκοόλ από μαύρα τριαντάφυλλα».
Σήμερα είναι συντάκτρια πολιτιστικών τοπικής ημερήσιας εφημερίδας
(Νέοι Αγώνες).
Μοναδικά και εξαιρετικά σε ποιότητα τα Σαββατιάτικα ένθετά της όπου
καταγράφονται οι λόγιοι και καλλιτέχνες της Ηπείρου, κάτω από τον
τίτλο «Ήπειρος ο Πολιτισμός
μας».
Τιμήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 1980 στην
ΑΙΘΟΥΣΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. Η
ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ, μια φορά το χρόνο, σε
επίσημη εκδήλωση τιμά καλλιτέχνες που διακρίθηκαν. Έτσι
το 1980 τίμησε την Άννα Δερέκα για το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς
μαζί με το Σπύρο Ευαγγελάτο
()για την οργάνωση της Λυρικής Σκηνής στη Θεσσαλονίκη και το
Μουσικοσυνθέτη Γ. Χατζηνάσιο).
Το 1982 ο
Κώστας Τσαούσης από την εκπομπή «Τυπωμένες
σελίδες» της κρατικής τηλεόρασης, παρουσίασε με κολακευτικά
λόγια την ποιήτρια και το έργο της.
Συμμετείχε στο πρόγραμμα
Ευρωπάλια ’82 που ήταν αφιερωμένο στην Ελλάδα.
Από την αίθουσα Τέχνης των Βρυξελλών έστελνε ανταποκρίσεις-άρθρα σε
τοπική εφημερίδα κάτι μοναδικό για την Ήπειρο και την εποχή.
Είναι τακτικό μέλος της
Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Αθηνών από το 1984, ανήκει επίσης
στην Εθνική Εταιρεία Λογοτεχνών Αθηνών και είναι
μέλος της τετραμελούς
συντακτικής ομάδας των φιλολογικού περιοδικού ΦΗΓΟΣ.
Η Ένωση
Φωτογράφων Ελλάδος, το 1995, στην Αθήνα παρουσίασε την
ποιήτρια μέσα από μια οπτικοακουστική έκφραση.
Συμμετείχε με διαφορετικούς τρόπους και για αρκετά χρόνια στις
εκδηλώσεις του Ευρωπαϊκού
Κέντρου των Δελφών. Ενδεικτικά αναφέρω ότι στην κλειστή
συγκέντρωση με θέμα «ΤΟ ΛΕΥΚΟ
ΧΑΡΤΙ» συμμετείχε με τους: Λούλα Αναγνωστάκη, Γιώργο Χειμωνά,
Ιάνη Ξενάκη, Φρανσουάζ Ξενάκη, Στέφανο Βασιλειάδη, Γιάννη
Παπαϊωάννου.
Η Άννα Δερέκα συνεργάστηκε επίσης, για μία περίοδο περίπου 10 ετών,
με το Κέντρο Σύγχρονης
Μουσικής Έρευνας της Αθήνας, με συνεργάτες τον ιδρυτή του
Κέντρου Ιάνη Ξενάκη, το συνθέτη
Στέφανο Βασιλειάδη και τον
αρχιτέκτονα-μουσικολόγο Γιάννη
Παπαϊωάννου. Συμμετείχε μαζί με τους παραπάνω, σε μεγάλες καλλιτεχνικές
εκδηλώσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έτσι, όταν το
1992, στο Παλέρμο της Σικελίας, πραγματοποιήθηκε η
«Μεσογειακή Σύνοδος Μουσικής»
μία τεράστια συνδιοργάνωση των Υπουργείων Πολιτισμού Ελλάδος και
Ιταλίας, η Άννα Δερέκα υπήρξε η διοργανώτρια της Σύσκεψης (Cordiratori
dei
programi)
Ακόμη, όταν το 1993,
οργανώθηκαν οι «Γιορτές
Τέχνης» για σαράντα μέρες,
στο Γλυπτό θέατρο της
Αιξωνής, στο Πολιτιστικό Κέντρο Γλυφάδας, από το Κέντρο Ερευνών
Σύγχρονης Μουσικής, η Άννα Δερέκα με τη συνεργασία
του Αρχιτέκτονα Μουσικολόγου
Γιάννη Παπαϊωάννου και του Μουσικολόγου
- Συνθέτη Στέφανου
Βασιλειάδη, σχεδίασε και υλοποίησε ένα πρόγραμμα φιλόδοξο και πολυσύνθετο.
Εκείνο όμως που περνά στην αθανασία την Άννα Δερέκα είναι η ποίησή
της, άλλωστε και τα πεζά της χαρακτηρίζονται ποιήματα κατά τον όρο
του Ρεμπώ.
Αν και διαμόρφωσε τη συγγραφική της προσωπικότητα μακριά από την
Ήπειρο, συνδέεται άμεσα με τον τόπο μας μέσα από τα βιώματα της
ώριμης περιόδου της ζωής της.
Το έργο της εντάσσεται εξ ολοκλήρου στην Ηπειρωτική Λογοτεχνία και
τα Γιάννενα κατέχουν ξεχωριστή θέση.
Έχει
εκδόσει 16 ποιητικές συλλογές. Οι 8 για το εμπόριο και οι
άλλες 8 είναι συλλεκτικές χειροποίητες εκδόσεις…
Η πρώτη εμφάνιση σηματοδοτείται από τη συλλογή
«Φθινοπωρινό θάρρος» το 1977
στην οποία περιέχονται ποιήματα από το προσωπικό της ημερολόγιο.
Ποιήματα σε ελεύθερο στίχο σιωπηρά αποκηρυγμένα από την ποιήτρια.
Το 1979 εξέδωσε τα «69 ποιήματα
αγάπης» που καθιερώνουν πανελλήνια την ποιήτρια.
Η απόφαση της Ακαδημίας Αθηνών ότι τα
«69 ποιήματα αγάπης» είναι το καλύτερο βιβλίο στην ποίηση για το
έτος 1979, δημοσιεύεται στην εφημερίδα
«ΤΟ ΒΗΜΑ» ως είθισται.
Ο δικός μας πεζογράφος Δ.
Χατζής γράφει: «Στα 69
ποιήματα αγάπης βρίσκεις το αίσθημα και την έκφραση μιας αληθινής
ποιήτριας». Όχι
τυχαία λοιπόν προσκλήθηκε δύο φορές
(1980-1981) στο Πανεπιστήμιο
Columbia της Νέας Υόρκης σε
Παγκόσμια συνάντηση γυναικών-ποιητριών όπου η Άννα Δερέκα εκπροσώπησε τις Ελληνίδες ποιήτριες.
Το 1983 βγαίνει η πρώτη συλλογή με σύντομα πεζά και τίτλο:
«Με πόσους τρόπους γεννήθηκα
από το κεφάλι ενός θεού».
Το 1986 συνθέτει το «Αίμα πηγμένο
επάνω» που αντιπροσωπεύει το δρόμο της κάθαρσης μιας πόρνης.
Το 2000 κυκλοφορεί η συλλογή
«Υδάτινες φλέβες» στην οποία βρίσκουμε πεζά ποιήματα γραμμένα
για τη λίμνη των Ιωαννίνων και τις γυναίκες που έπνιξαν σ’ αυτήν.
Σε κριτικό κείμενο της εποχής, γνωστής φιλολόγου των Ιωαννίνων
αναφέρεται: «Η Άννα Δερέκα
σαν νάτανε ταγμένη από τη μοίρα αυτή μια Θεσσαλονικιά νάρθει στα
Γιάννενα δύο αιώνες μετά τον πνιγμό των γυναικών και της Φροσύνης
για το πνευματικό τους μνημόσυνο, Γενάρη του 2001».
Και είναι γεγονός πως ολόκληρη έκδοση με ποιήματα για τούτες τις
πνιγμένες δεν ξαναγράφτηκε.
Το 2005 κυκλοφορεί η συλλογή
«Επάργυρον» με πεζά
ποιήματα για δρόμους και ανθρώπους της πόλης.
Σημειώνω: Στάσις Άγιος-Νικόλαος, Οδός Αβέρωφ,
Η Υποθετική Υπάλληλος της ΕΗΜ, Διεθνές κ.ά.
Εδώ πρέπει να προσθέσω πως ο κοσμήτορας τότε,
καθηγητής Ερ. Καψωμένος την ημέρα της ταφής της αείμνηστης
Ελευθερίας Νικολαΐδου, αντί επικηδείου διάβασε απόσπασμα από το πεζό-ποίημα της
Άννας Δερέκα. «Η Υποθετική
Υπάλληλος της ΕΗΜ». Ένα χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε η συλλογή
«Στάσις Άγιος Νικόλαος»
με πεζά και ποιήματα που οριοθετούν τη στροφή της και τη σύνδεσή της
με την αρχαιοελληνική παράδοση «ζώντων τε και τεθνεώντων» όπως
επισήμανε σε ομιλία του για την ποιήτρια ο καθηγητής Ερ. Καψωμένος.
Άλλες 8 συλλογές είναι χειρόγραφες και σε περιορισμένο αριθμό
αντιτύπων.
Έχει σημασία να θυμηθούνε εδώ το Σεφέρη, όταν τύπωνε 500 αντίτυπα
και έλεγε: «μα τόσο πολλοί
είναι αυτοί που θα με διαβάσουν». Η κατά Σεφέρη διάθεσή της για
τους λίγους αλλά τους πολύτιμους αποδέκτες της ποίησης την οδήγησαν
σε μία σειρά χειροποίητες εκδόσεις.
Επάργυρον 1991
Το Παραβάν 1992,
Αλκοόλ από μαύρα τριαντάφυλλα 1992,
Ανεμοδείκτης 1993,
Χρωματοποποιείον 1993,
Ο χρόνος του Έρωτα 1994,
Ανεμοδείκτης ΙΙ το 1999,
52
κυματάκια που άφησε το πλοιάριο-ολόκληρη η αθωότητα της λίμνης 1999.
Έργα της παρουσιάστηκαν σε πολλούς χώρους, συμπεριλήφθηκαν σε
ανθολογίες και μελοποιήθηκαν από Έλληνες συνθέτες. Συγκεκριμένα:
Το 1993 στη
Θεσσαλονίκη στις παραστάσεις
«Αίγλη-Γενί Χαμάμ» τα ποιήματα της Άννας
Δερέκα αποτελούν μέρος πολύτεχνης έκφρασης.
Κορωνίδα της αναγνώρισης του έργου της υπήρξε η τιμητική βραδιά που
της αφιερώθηκε την 1η
Ιουνίου 1994, στο Ηρώδειο.
Υπό την
αιγίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας έγινε η παρουσίαση του
σκηνικού ποιήματός της
«Χρησμοί
- Εξαναγκαστική πορεία,
πρώτη», από το βιβλίο της «Αλκοόλ
από μαύρα τριαντάφυλλα». Το έργο γράφτηκε για αφηγητές, σκηνική
δράση, μικρό οργανικό σύνολο και σολίστ. Τη σκηνοθετική επιμέλεια
είχε ο Σταύρος Τσακίρης, με ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου. Στο ρόλο του
αφηγητή ήταν η ίδια η ποιήτρια.
Το Αγγλικό
BBC τον Ιούλιο του 2003
κινηματογραφεί την Άννα Δερέκα παρά τη λίμνη, η οποία αναβιώνει με
το λόγο της μέσα από το βιβλίο
«Υδάτινες φλέβες», τον
πνιγμό της Φροσύνης και των 17 γυναικών. Είναι ένα ωριαίο επεισόδιο
για την εκπομπή «Θρύλοι του
κόσμου» με σκηνοθέτιδα την περίφημη
Colette
Tomson.
Το
σπουδαστικό έτος 2003-2004 στο Πανεπιστήμιο της
Lecce στο Τμήμα Γλωσσών και
Λογοτεχνίας εκπονήθηκε Διδακτορική διατριβή από
την Ιταλίδα μεταπτυχιακή φοιτήτρια
Katia
Sicuro
πάνω στη ζωή και το έργο της ποιήτριας.
Η διατριβή είχε τον τίτλο:
«Άννα Δερέκα, η
ποιήτρια. Η ζωή της ανάμεσα στη κραυγή και τη σιωπή», «ANNA
DEREKA,LA
POETESA.
LA SUA VITA TRA URLO E SILENCIO».
Τιμήθηκε σε τεράστια εκδήλωση από το Δήμο της
Lecce
και το Πανεπιστήμιο της πόλης στο
πλαίσιο της διοργάνωσης
«Ποιητές της Μεσογείου» η οποία το
2004 ήταν αφιερωμένη στην
Ελλάδα.
Η λαμπρή εκδήλωση έγινε στο
Castello
de
Carlo
V, η ποιήτρια εκπροσώπησε την
σύγχρονη ποίηση της Ελλάδας.
Την παρουσίαση του έργου της μαζί με εξέχουσες προσωπικότητες του
Πανεπιστημίου και του Δήμου έκανε ο κοσμήτορας τότε,
καθηγητής της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων κ.
Ερατοσθένης Καψωμένος
καθώς και η Βαρώνη Ισαβέλλα
Μπερναντίνι καθηγήτρια της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας στο
Πανεπιστήμιο της Λέτσε.
Με αφορμή το μεγάλο εορτασμό
του Αγίου Νικολάου στο Μπρίντιζι, το 2006, ο Δήμος τίμησε την
ποιήτρια και παρουσίασε το βιβλίο
«Στάσις Άγιος Νικόλαος».
Με αφορμή την τιμητική εκδήλωση στο Δημαρχείο της πόλης,
η
RAI παρουσιάζει σε ωριαία εκπομπή την ποιήτρια η οποία εξομολογείται
πώς εμπνεύστηκε τη συλλογή ποιημάτων
«Στάσις Άγιος Νικόλαος»,
από ένα μικρό κοιμητήριο των Ιωαννίνων
(Άγιος Νικόλαος Κοπάνων).
Τον Αύγουστο του 2008 η ποιήτρια τιμάται στο Μεγάλο Φεστιβάλ
Κουλτούρας «Διάλογος Τέχνης»,
(DialogAr[t]e). Τέσσερις ποιητές
εκπροσωπούν τις χώρες τους στο μεγάλο Ιταλικό Θεσμό
«Ποιητές της Μεσογείου».
Από την Ελλάδα η Άννα Δερέκα.
Το
Φεβρουάριο του 2009 εκλέγεται Πρόεδρος της
Εταιρείας Λογοτεχνών και Συγγραφέων Ηπείρου και αναλαμβάνει τη
Διεύθυνση του περιοδικού
«Ηπειρωτικά Γράμματα».
Το έργο της γνωστό Πανελλήνια, σχολιάστηκε από πνευματικούς
ανθρώπους κι έγινε αντικείμενο ευμενούς κριτικής. Επιλεκτικά και
αποσπασματικά αναφέρω:
Ο Ερ.
Καψωμένος, ομότιμος καθηγητής σήμερα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων στην παρουσίαση του έργου της στο
Castello
di
Carlo
V
ανέφερε:
«Υπάρχει μια μυθοπλασία της
μνήμης και της νοσταγλίας που διαχέεται παντού σ’ όλη την παραγωγή
και συνιστά ένα βασικό παράγοντα μυθολογίας. Η μυθολογία αυτή
τροφοδοτείται από ένα ακατάπαυστο ή ζωηρό διάλογο της αφηγήτριας, με
τους χαμένους που κατοικούν τον αλλοτινό κόσμο της μνήμης, ένα κόσμο
που μένει ζωντανός και ενεργητικός μεσα από τη μνήμη των προσώπων,
πιο πραγματικός από την πραγματικότητα.»
Ο Ρένος
Αποστολίδης έγραψε: «Θέλω να σου πω
- κι άκου εμένα! Όχι
κάποιους άλλους που δεν ξέρω αν μπορούν να πιάσουν τους τόσο
βαθύτατους πόνους σου
- πως είσαι πολύ, πάρα
πολύ αληθινή…
Δεν κάθονται να σε
διδάξουν από έδρας στο Πανεπιστήμιο μπας και ειδοποιήσουν για κάτι
τα έρμα, τ’ άτυχα παιδιά;»
Η Ισαβέλλα Μπερναντίνι
καθηγήτρια της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της
Lecce
αναφέρει:
«Ποια στοιχεία διαφοροποιούν
την Άννα Δερέκα; Υπερρεαλιστική γραφή μέσα σε μία θεματολογία που
κινείται ανάμεσα στον Έρωτα και το θάνατο. Για την Άννα Δερέκα δεν
υπάρχουν ζώντες και τεθνεώτες, πραγματικό και φανταστικό. Πείθεται
ότι και οι νεκροί ζουν. Ζώντας αυτή τη ζωή, ζει μια άλλη, τη
φανταστική που γι’ αυτήν είναι πραγματική ζωή».
Τέλος ο λογοτέχνης και
κριτικός Γιώργος Οικονόμου γράφει για τη συλλογή
«Επάργυρον»:
«Τα διηγήματα της
Άννας Δερέκα είναι γραφή σημαντική. Χωρίς ν’ αφίστανται
τροποποιώντας και παραπλέοντας ως προς τη μορφή τους, τη δεδομένη
αισθητική αντίληψη αρχιτεκτονικής πεζού λόγου, αποσπούν αμέσως την
προσοχή σου με το ασυνήθιστο ποιητικό ρίγος και το διυλισμένο πάθος
που εκλύουν.
Ενυπάρχει
εδώ, σε όλο, σχεδόν, το μήκος της αφήγησης, μέσα σ’ αυτό που
ενεργοποιεί και φορτίζει τις λέξεις και την έκφραση, η αναχώρηση και
η βασανιστική διαδρομή· η καταβύθιση, θα έλεγα, στο απολεσθέν και το
αδικαίωτο μιας ξεχωριστής ψυχής που δείχνει να κινδυνεύει απ’ την
ίδια την ειαισθησία της.
«…ιχνογραφεί, χωρίς να το αισθάνεται, το μάταιο, με ίσκιους, μορφές
και εικόνες που δεν έχουν ευκρινές περίγραμμα».
«Η Άννα
Δερέκα, μετά απ’ την πολύχρονη θητεία της στην ποίηση, όπου
εντυπωσίασε ξανά με τον ερωτισμό της, επανέρχεται πάντα, με την
απώλεια και ξεκομμένη πάντα, με την απώλεια και τη θλίψη της για
τους νεκρούς· τ’ αγαπημένα πρόσωπα, την εποχή και τους ασπασμούς,
σαν τελευταίους αποχαιρετισμούς, καθώς χαμηλώνει το φως του
δειλινού».
«Είναι
πράγματι, ασυνήθιστη εκδοχή αυτή η γραφή. Φεύγει
και χάνεται συνεχώς με οδηγό τη μνήμη και τα όνειρα πάντα,
αναζητώντας την κρυμμένη εστία, όπου σιγοκαίει και αιωρείται παντού,
γύρω και μέσα και ψηλά, η τέφρα απ’ τους νεκρούς και τους
αγαπημένους.
Και φεύγει
με τη μεταφυσική ιερότητα και την ομορφιά της αθώας ψυχής που δεν
αισθάνεται και δεν ξέρει, ότι αυτή η δίχως ελπίδες αναχώρηση και
περιπλάνηση μέσα στο πολύτιμο που έχει πλέον χαθεί, αυτό το
μνημόσυνο για τους σπασμούς του ερωτικού σώματος και της μετέωρης
αφής του, είναι το έσχατο και το μοναδικό που μπορεί να τη
δικαιώσει, ως αθώα ψυχή που θυμάται και πάσχει.
Επιτρέψτε μου να κλείσω επαναλαμβάνοντας τα λόγια
του Γ. Οικονόμου, σαν να
είναι δικά μου: «Και πρέπει,
νομίζω να ευχαριστήσουμε την Άννα Δερέκα, γιατί μας ξαναθυμίζει πόσο
αληθινή και πόσο μαγική μαζί, έρχεται απ’ τα βαθιά, απ’ τον ιερό
τόπο και μας χαϊδεύει η αύρα της μουσικής και του αποχαιρετισμού απ’
τους αγαπημένους που χάσαμε, όταν τη φωνή και τις λέξεις κινεί,
ορίζει και θερμαίνει η ευαισθησία της προίκισης».
Του Τάσου Γιάννου, Φιλολόγου
Προέδρου του Συνδέσμου Φιλολόγων Ιωαννίνων