Πορφύρης Τάσος
Κείμενα του Ηπειρώτη Λογοτέχνη
"ΔΙΠΤΥΧΟ"
Στη λογοτεχνική συντροφιά της
Κόνιτσας
για το καλοκαίρι του 2000.
Τάσος Πορφύρης
Ι.
Αώος
Το κεφαλαίο
Άλφα με τα σκέλη του
φυτεμένα χωριστά, να ανταμώνουν στην κορφή σχηματίζοντας οξεία γωνία
μεταξύ τους. Στη μέση της διαδρομής τους μια δρένια γρέντα ενώνει τα
δύο μέρη, στηρίζοντάς τα, μην τυχόν κι ο άνεμος που καλπάζει
θυμωμένος απ’ το φαράγγι, τα γκρεμίσει. Αριστερά, ψηλά, μια ψιλή
ξεχασμένη απ’ την εποχή του πολυτονικού, μισοφέγγαρη σελήνη,
παραμυθιάζει το τοπίο.
Χαμηλότερα το
Ω-μέγα με τα θυμωμένα
νερά του καθώς κατρακυλούν από βράχους και σκέμπια στον ύπνο των
βελανιδιών, με την περισπωμένη αϊτό μ’ ανοιγμένες τις φτερούγες να
ισοζυγιάζεται στον ουρανό του, συντροφεύοντάς το στην πορεία του
καθώς ποτίζει δέντρα και ξεδιψάει αγρίμια ` τους υπηκόους του.
Κι από κοντά το
ο-μικρόν να κρατάει το
ίσον σε τούτο το πολυφωνικό τραγούδι του φαραγγιού, με παρτή τον
καταρράχτη που κατρακυλάει φουριόζος, και κλώστη τον άνεμο ν’
ανακατεύει φυλλωσιές και κόμες δρυάδων. Και καμιά άλλη φωνή δεν
γίνεται αποδεκτή κι όταν παρ’ ελπίδα ακουστεί, το φαράγγι την
επιστρέφει θυμωμένα, άγρια, επιτιμητικά ` δεν έχεις παρά να
δοκιμάσεις, για να εισπράξεις την οργή του. Μονάχα ό,τι λέγεται κάτω
από την ευθεία του ίσου επιτρέπεται, στο ύψος των ταπεινών
ανθισμένων λουλουδιών και τις αστραφτερές σταγόνες στα πέταλά τους
και λίγον άνεμο πάνω τους καθώς γέρνουν προς τη μεριά των νερών, μ’
εμπιστοσύνη. Όλο τούτο το θαύμα συμβαίνει ερήμην μας -πώς θάταν
αλλιώς θαύμα;-καθώς είμαστε μικρές κουκκίδες για λίγες ώρες,
παράσιτα που επωφελούνται από το ζωογόνο κλίμα, και τα ίχνη των
πελμάτων μας για λίγο και δυσδιάκριτα, πριν από τον άνεμο και τη
βροχή.
Τέλος, το τελικό
σίγμα, οφιοειδές και
συριστικό να ελίσσεται γλυστρώντας προς τις σπηλιές των πηγών όπου
σχεδιάζεται λεπτό προς λεπτό, μέτρο το μέτρο η διαδρομή του ποταμού.
Σε ποια σημεία θα τον ανταμώνουν παραπόταμοι και χείμαρροι, σε ποιες
οβίρες θα αποθέσουν οι πέστροφες τα αυγά τους, ποιους και πόσους
κάμπους θα ποτίσει και σε ποια δέλτα γαλήνιος και πλήρης εποχών
-σημαδεμένων από κεραυνούς κι έναστρες ευδίες -, θα ξεκουραστεί,
αφήνοντας καλάμια και πουλιά να τον κατοικήσουν, καθυστερώντας την
είσοδό του στη θάλασσα, την αλμυρή από τα δάκρυα των ναυαγίων.
ΙΙ.
Η κυρία Αγγελικούλα απ’ τη Μολυβδοσκέπαστο.
Ποιες πόρτες μας ανοίγεις Αγγελικούλα απ’ τη
Μολυβδοσκέπαστο, ποιες πόρτες;
Πόρτες παλιές ξύλινες, σφαλισμένες απ’ τον καιρό,
ταλαιπωρημένες από τη βροχή και τον άνεμο, ένα με τον κισσό και τη
σταυρωμένη μνήμη που πλέκονται πάνω της. Με το μαντήλι σου να
κρύβεις μαλλιά που ξεχύνονταν ως τη μέση και τη φωνή σου να ξυπνάει
λησμονημένα τραγούδια από κείνα τα λυπητερά του χωρισμού και της
απόγνωσης.
Και μ’ έναν χορό στα δυο -όταν το μοιρολόι
σφουγγίζει τα δάκρυά του από τον λυγμό για τους απόντες, και το
γυρίζει διακριτικά σε χορό- , ν’ αμπώχνεις τον καιρό, λιγοστεύοντας
την απόσταση από το αντάμωμα, λιγοστεύοντας και σένα την ίδια,
δίνοντας στον Μινώταυρο της ξενιτιάς χαψιές από το δικό σου το κορμί
για να μην τις πάρει απ’ τους δικούς σου.
Ποια σκέμπια σε σιγουρεύουν, ποιο θυμωμένο ποτάμι
σ’ αντριεύει, ποιος άνεμος καθαρίζει τα σωθικά σου από τις πίκρες
και νιώθεις λεύτερη;
Ποιος ερχομός βάζει μπουγάδα μ’ αλισίβα,
καθαρίζει το σπίτι, ποτίζει τον κήπο, ανθίζει τα φυτά, κρεμάει
αστραφτερές σταγόνες δρόσου στα πρωινά όνειρα καθώς καθυστερούνε
στην αυλή δοκιμάζοντας ντεμπίνες από την περγουλιά; Ποια ξερικά
χωράφια μετρούν τον πόνο σου γιατί το γέννημα βγαίνει λειψό απ’ τις
χαλικαριές τους;
Ας είναι ευλογημένα τα νερά του ποταμού που
ποτίζει τα καλαμποχώραφα κι η ζεστή μπομπότα -από τα χέρια σου
ζυμωμένη και ριγμένη στο φούρνο-, ακριβή λιχουδιά, νέκταρ κι
αμβροσία αντάμα. Κι όταν από απροσεξία μας έπεφτε κανένα κομμάτι στο
σιάδι, το παίρναμε διακριτικά -με ευλάβεια θάλεγα-, το φιλούσαμε και
το φέρναμε προσεκτικά στο στόμα.
Ποια σεντούκια με θησαυρούς μας ανοίγεις και
γεμίζει η κάμαρη μυρωδιές από φρούτα και ξεχασμένα φιλιά;
Ποιες κουρτίνες παραμερίζεις να φανούν η
Νεμέρτσκα και το Πάπιγγο,
αυτά τα βουνά που δεν
αστειεύονται;
Κι όταν έρθει η ώρα του αποχωρισμού, πυκνή αντάρα
ανηφορίζει απ’ την κοιλάδα κρύβοντας βουνά, δέντρα, σπίτια,
ανθρώπους και δάκρυα και μοναχά η κραυγή -μαχαιριά της Γιαγιάς
Γκαβάκως από τη Βήσσιανη ακούγεται για λογαριασμό όλων των Γιαγιάδων
και Μανάδων της Ηπείρου: Ούι, τα σκωτοπλέμονά μου, η μαύρη κι άλαλη!
Τάσος Πορφύρης
◄Πίσω στα κείμενα του Τάσου Πορφύρη