Οι τέχνες
στην καθημερινότητα για την πολιτιστική έκφραση
και την τουριστική αναπτυξιακή προοπτική
Του Τριαντάφυλλου Σιούλη Δρ. Αρχαιολογίας
Αυτός ο ευλογημένος τόπος, με την ιδιομορφία του εδάφους του και
τις ειδικές κλιματολογικές συνθήκες, δεν έπαψε ποτέ να διαπρέπει και να
μεγαλουργεί σε πάρα πολλούς τομείς.
Ο νομός Ιωαννίνων δεν είναι μόνο τόπος με ιδιαίτερη προσφορά στα
Γράμματα. Οι καθημερινές ανάγκες, από παλιά, αλλά και το καλλιτεχνικό
αισθητήριο των απλών ανθρώπων της καθημερινότητας που είχε διαμορφωθεί
κάτω από τον συγκεκριμένο τρόπο ζωής και τις συγκεκριμένες
κλιματολογικές συνθήκες, τους έκανε να μετέρχονται διάφορα μέσα και
τρόπους για να λύνουν προβλήματα της καθημερινότητας. Το γεγονός αυτό
είχε σαν αποτέλεσμα να διακριθούν σε πολλούς τομείς και να ομιλούμε
εμείς σήμερα για παραδοσιακές μορφές τέχνης – επαγγέλματα, όπως η
ξυλογλυπτική, η αγιογραφία, η υφαντική, η αργυροχρυσοχοΐα και η
αρχιτεκτονική με την τέχνη της πέτρας και τους περίφημους πετράδες.
Από τα Βυζαντινά χρόνια διασώζονται αξιόλογα δείγματα ξυλογλυπτικής
τέχνης που ασκούν κυρίως λαϊκοί τεχνίτες, οι ξυλογλύπτες. Σχετική με την
επεξεργασία του ξύλου συντεχνία στο Βυζάντιο ήταν η των «ξυλοπρατών»,
των «το επάγγελμα του ξυλουργού ασκούντων, οι ματρικάριοι τότε
καλούμενοι», οι αποκαλούμενοι και «υλοτόμοι και δρυτόμοι» καθώς και οι
ασκούντες την τέχνη της ξυλογλυπτικής, που αποκαλούνται «εξελιγμένοι
τεχνίται ξυλουργοί
… », οι οποίοι «…. ήσαν τότε οι
του Διοκλητιάνειου θεσπίσματος sculptores ligni ‘‘οι γλύπται ξύλων’’, ων
μνεία ποιούνται τα Βασιλικά, οίτινες έγλυφον διάφορα οικιακά σκεύη εις
τας αρχοντικάς οικίας ή δια διαφόρων γλυφών εκόσμουν τα φατνώματα
αυτών».
Εκπληκτικά εκκλησιαστικά ξυλόγλυπτα
έργα σώζονται ως σήμερα,
συνθέσεις ενός πολιτισμού που εκφράζεται κυρίως μέσα από τον
εκκλησιαστικό χώρο. Περιοχές με ιδιαίτερη ανάπτυξη και ακτινοβολία της
τέχνης της ξυλογλυπτικής στον ευρύτερο Βαλκανικό χώρο, αλλά και
παραπέρα, αποτέλεσαν το Μέτσοβο και ο
Γοργοπόταμος (παλιότερα Τούρνοβο).
Παραλαμβάνουν τα πρότυπα για την τέχνη τους αρχικά από τα βυζαντινά
μαρμαρόγλυπτα (τέμπλα, άμβωνες, δεσποτικούς θρόνους κ.ά.) για να τα
μεταφέρουν στη συνέχεια στο ξύλο. Τα μεταβυζαντινά χρόνια ο ξυλόγλυπτος
διάκοσμος έφτασε να αποτελεί απαραίτητο και αναπόσπαστο στοιχείο της
λειτουργικής πράξης της εκκλησίας. Η μεγάλη ποικιλία των ξυλόγλυπτων
αντικειμένων που κοσμούν τους ναούς όπως τέμπλα, άμβωνες, δεσποτικοί
θρόνοι, προσκυνητάρια κ.ά., αποτελούν έργα από αισθητικής απόψεως,
πραγματικά αριστουργήματα, πολύτιμα κειμήλια του πολιτισμού μας.
Ξυλόγλυπτα έργα όμως δεν έχουμε μόνο για εκκλησιαστική διακόσμηση και
χρήση, αλλά και για οικιακή διακόσμηση και χρήση. Αναφέρουμε για
παράδειγμα τα ταβάνια με τις σκαλιστές ροτόντες, τις μεσάντρες καθώς και
τις σκαλιστές ρόκες ή γκλίτσες κ.ά. Η τέχνη αυτή γνωρίζει τα τελευταία
χρόνια ιδιαίτερη ανάπτυξη, με τους ξυλογλύπτες να προσπαθούν να
διατηρήσουν το παραδοσιακό ύφος, το μέτρο και τη χάρη.
Παράλληλα η τέχνη της αγιογραφίας, κατ’
εξοχήν εκκλησιαστική τέχνη, αλλά και της ζωγραφικής με την
ευρύτερη έννοια, διακοσμητικής κατά κανόνα, γνωρίζει ιδιαίτερη ανάπτυξη
στον ευρύτερο Ηπειρωτικό χώρο και ειδικότερα στα χωριά Χιονιάδες
της επαρχίας Κόνιτσας και Καπέσοβο του Ζαγορίου, κυρίως
τον 18ο και 19ο αιώνα. Σε πολύ δύσκολες και ταραγμένες περιόδους οι
αγιογράφοι – ζωγράφοι ταξιδεύουν και αγιογραφούν φορητές εικόνες και
εικόνες τέμπλων, κάνουν τοιχογραφίες, μνημειώδη έργα σε καθολικά Μονών
και ενοριακούς ναούς, στηριγμένοι κυρίως στη μεγάλη βυζαντινή παράδοση.
Οι Χιονιαδίτες αγιογράφοι ακόμη και στις αρχές του 20ου
αιώνα ταξιδεύουν σε όλα τα Βαλκάνια και αφήνουν αξιολογότατα έργα σε
ναούς αλλά και σε κατοικίες με καταπληκτικά θέματα παρμένα από τη φύση,
την παράδοση, την ιστορία. Ειδικότερα όμως για τη ζωγραφική, η ευρεία
ύπαρξη χαρακτικών προτύπων από το ευρωπαϊκό μπαρόκ και ροκοκό
(λιθογραφίες και χαλκογραφίες) συνδέεται με την εμφάνιση και διάδοση
ορισμένων μοτίβων, που με το χρόνο κυριαρχούν. Αυτά με τη σειρά τους
αφομοιώνονται, αργά είναι αλήθεια και μετριάζονται από την έντονη
παραδοσιακή αντίληψη. Η ευκινησία των μπαρόκ και ροκοκό διακοσμητικών
στοιχείων, ο ρεαλισμός και η φυσιοκρατία, προσαρμόζονται στο τοπικό
λαϊκό χρώμα αλλά και στα παραδοσιακά βυζαντινά πρότυπα.
Οι Καπεσοβίτες αγιογράφοι ακμάζουν κυρίως τον 18ο και
το πρώτο μισό του 19ου αιώνα και περιοχή δράσης τους είναι ολόκληρος ο
βορειοδυτικός Ελλαδικός χώρος. Η τέχνη τους θεωρείται από τις
αξιολογότερες της συγκεκριμένης περιόδου στον Ορθόδοξο χώρο και τα
ζωγραφικά σύνολα που μας παραδίδουν από τα πλέον ολοκληρωμένα,
στηριγμένα στη βυζαντινή παράδοση, χωρίς όμως να τους λείπει η
πρωτοτυπία. Οι δυτικές επιδράσεις στους Καπεσοβίτες αγιογράφους είναι
περιορισμένες, αφομοιώνονται δε τόσο περίτεχνα στο συνολικό έργο, που
δεν διακρίνονται σχεδόν καθόλου.
Τα ανθίβολα που η ΝΑΙ πρόσφατα απόκτησε των αγιογράφων από τους
Χιονιάδες και το Καπέσοβο, φανερώνουν την μεγάλη ακμή που είχαν φτάσει
και τη συνεργασία που αυτοί είχαν αναπτύξει.
Ταυτοχρόνως η περιοχή των Ιωαννίνων παρουσιάζει μία μακραίωνη παράδοση
στην επεξεργασία μετάλλων και στην αργυροχρυσοχοΐα. Η
ταραγμένη ιστορία της περιοχής, οι αλλεπάλληλοι κατακτητές, οι συνεχείς
εξεγέρσεις και επαναστάσεις των ντόπιων εναντίον των Οθωμανών
κατακτητών κατέστρεψαν πολύτιμα στοιχεία για ένα μεγάλο εύρος εκφάνσεων
της ζωής και της τέχνης. Επίσης, καθώς οι τεχνίτες δεν υπογράφουν τα
κοσμικά έργα τους, οι πληροφορίες που αντλούνται για την πορεία της
αργυροχοΐας στα Ιωάννινα προέρχονται είτε από γραπτές πηγές είτε από
τη μελέτη των εκκλησιαστικών έργων, τα οποία φέρουν επιγραφή και
υπογραφή (συνήθως) του τεχνίτη, οπότε είναι δυνατός ο προσδιορισμός της
προέλευσής τους.
Καταπληκτικά έργα εκκλησιαστικά, όπως εικόνες εγκοσμημένες (καλυμμένες
με ποδιά από ευγενές μέταλλο, συνήθως ασήμι), δισκοπότηρα, αστερίσκοι,
καντήλες, ευαγγέλια κ.λ.π., αλλά και αντικείμενα καθημερινής χρήσης όπως
εργαλεία και αγγεία, κακάβια, μαστραπάδες, ζώνες κ.λ.π., μαρτυρούν την
πολύ μεγάλη ακμή της τέχνης αυτής. Η ύπαρξη της συντεχνίας των
«χρυσικών» είναι γνωστή από τις αρχές του 17ου αιώνα αλλά επίσημα
στοιχεία υπάρχουν μόνο για τον 19ο. Ό,τι
ίσχυε για τους υπόλοιπους κλάδους ισχύει και εδώ. Δηλαδή η συντεχνία
ήταν κλειστή και για να πάρει κάποιος τον τίτλο του αρχιμάστορα, ώστε
να έχει το δικαίωμα να ανοίξει δικό του εργαστήριο, έπρεπε να
μαθητεύσει πρώτα για 3-4 χρόνια ως «τσιράκι», στη συνέχεια να χριστεί
κάλφας (βοηθός) και τέλος, όταν ο εργοδότης του το αποφασίσει, να λάβει
την πολυπόθητη άδεια. Κατά τη διάρκεια της μαθητείας ο υποψήφιος
τεχνίτης ήταν κάτω από τον απόλυτο έλεγχο του μάστορα στον οποίο
εργαζόταν και μαθήτευε, ενώ ακόμα και αν έφευγε από αυτόν δεν μπορούσε
κανείς άλλος να τον πάρει στη δούλεψή του. Στον 18ο αιώνα η τέχνη της
ασημουργίας συνεχίζει την πορεία της στην περιοχή των Ιωαννίνων, τόσο
στην πόλη όσο και στο Μέτσοβο, τους Καλαρρύτες και το Συρράκο. Στη
στροφή προς τον 20ο αιώνα, παρά την οικονομική δυσπραγία και την
πτώση της παραγωγής οι εναπομείναντες αργυροχόοι συνεχίζουν την
μακραίωνη παράδοση της πόλης.
Οι ειδικές κλιματολογικές συνθήκες, όπως προαναφέραμε, αλλά και το
καλλιτεχνικό αισθητήριο των ντόπιων κατοίκων είχαν σαν συνέπεια να
αναπτυχθεί ιδιαίτερα και άλλη μια παραδοσιακή μορφή τέχνης – επάγγελμα
που είχε σχέση με το υφαντό. Το υφαντό αποτελεί κρίκο
που συνδέει την παράδοση με το σήμερα. Είναι φορέας ιδεών και τεχνικών
που παραδίδονται από γενιά σε γενιά και από εποχή σε εποχή. Αλλά
ταυτόχρονα, σαν λαϊκή τέχνη, αποτελεί έκφραση ψυχής των απλών ανθρώπων
που είναι οι δημιουργοί. Η υφαντική είναι συνυφασμένη με την ίδια τη ζωή
και την καθημερινότητα. Οι Μοίρες στην Ελληνική Μυθολογία είναι υφάντρες
που καθορίζουν την ζωή και την τύχη των ανθρώπων, η Κλωθώ που γνέθει το
νήμα της ζωής, η Λάχεση που
μοιράζει τους κλήρους και η Άτροπος που έκοβε το νήμα της ζωής για τον
καθένα. H εξέχουσα θέση στην οποία έφτασε η υφαντική στην περιοχή του
Νομού Ιωαννίνων αντανακλάται ακόμη και σήμερα στις σύγχρονες σχολές
υφαντουργίας που ιδρύθηκαν στο Νομό, υπό την αιγίδα κυρίως του
Ε.Ο.Μ.Μ.Ε.Χ αλλά και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας σε περιοχές όπως το
Δελβινάκι, το Μέτσοβο, τα Κάτω Πεδινά. Σήμερα υφαντά και στολές μπορεί
να δει ο κάθε ενδιαφερόμενος σε αίθουσες λαογραφικών Μουσείων όπως στο
Λαογραφικό Μουσείο Ιωαννίνων, στο Λαογραφικό Μουσείο Μετσόβου, στο
Λαογραφικό Μουσείο Κάτω Μερόπης, στην Στρατινίτσα, Ζάβροχο, Λαογραφικό
Μουσείο Πωγωνιανής, και αλλού. Πολλά υφαντά υπάρχουν σε ιδιωτικές οικίες
τα οποία δεν αποτελούν εκθεσιακό, αλλά χρηστικό είδος.
Στην περιοχή της Ηπείρου και ειδικότερα του νομού των Ιωαννίνων
διέπρεψαν κατά τους προηγούμενους αιώνες και οι μαστόροι της
πέτρας, αυτοί που, όπως ισχυρίζονταν, χτίσαν τον κόσμο
ολόκληρο. Έφτιαξαν περίφημα έργα και υπήρξαν δημιουργοί του συνόλου του
δομημένου περιβάλλοντος. Έχτισαν παραδοσιακούς οικισμούς, γεφύρια,
εκκλησίες, σπίτια, τζαμιά,
μύλους, βρύσες κ.ά. Οι ομάδες των Ηπειρωτών μαστόρων προέρχονταν κατά
κανόνα από περιοχές της Κόνιτσας, τα γνωστά μαστοροχώρια, όπως η
Βούρμπιανη και η Πυρσόγιαννη καθώς επίσης από τα χωριά Χιονάδες,
Μόλιστα, Πεκλάρι (Πηγή), Κεράσοβο, Κορτίνιτσα (Νικάνωρ), Γκρισμπάνι
(Ελεύθερο) αλλά και από τα χωριά των Τζουμέρκων όπως Πράμαντα,
Μελισσουργοί, Κτιστάδες, Ραφταναίοι, Αμπελοχώρι, Άγναντα, Γουργιανά,
Κουκούλια, Γραικικό, Μιχαλίτσι, Χουλιαράδες, Πετροβούνι και Βαπτιστής.
Μέσα από τα ισνάφια (μπουλούκια) των Ηπειρωτών μαστόρων και τις
περιοδείες τους, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας και για πέντε
αιώνες, σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο, τη Βαλκανική χερσόνησο και το
Άγιο Όρος, η βυζαντινή τεχνική παράδοση και ικανότητα επιβίωσε,
προσαρμοσμένη πάντα στις ειδικές τοπικές συνθήκες και στο πνεύμα της
εποχής. Οι μαστόροι είναι αυτοί που αποφασίζουν για τα περισσότερα
στοιχεία των έργων που καλούνται να κατασκευάσουν, όπως για παράδειγμα
των ναών και όταν αναφέρονται «εις το παλαιόν ύφος» γνωρίζουν καλά την
τυπολογία, τους τρόπους δομής και τις αρχιτεκτονικές μορφές των
βυζαντινών ναών.
Τέλος τα νεότερα χρόνια (19ο αιώνα και πρώτο μισό του 20ου) οι μαστόροι
της πέτρας με τα συνεργεία που διαθέτουν ταξιδεύουν σε κάθε γωνιά της
ελληνικής επικράτειας και σ’ όλη τη βαλκανική χερσόνησο. Από την
Κόνιτσα, το Ζαγόρι και την Βόρεια Ήπειρο ως τα Επτάνησα, από την
Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Θράκη ως το Άγιο Όρος, από τα Τζουμέρκα
και την υπόλοιπη Ήπειρο ως τη Στερεά Ελλάδα, την Εύβοια και την
Πελοπόννησο και φτάνουν σε πολλές περιοχές του κόσμου, όπως για
παράδειγμα Ασία, Αφρική κ.α.
Με τα ταξίδια τους, την ιστορία και την τεχνική τους διαμορφώθηκε η
αισθητική της Ελλάδος των τελευταίων αιώνων. Οι κατασκευές τους με τις
σπάνιες αρχιτεκτονικές τους αρετές, έχουν καλλιτεχνική αξία και
αποτελούν εφόδιο για την αισθητική ανάπλασή μας.
Σημαντική παράμετρος όλων αυτών είναι η συνέχεια. Ακόμη και σήμερα
μπορεί κανείς να βρει απλούς ανθρώπους, καθημερινούς και ανεπιτήδευτους,
οι οποίοι ασχολούνται με τα επαγγέλματα αυτά ή παραδοσιακές μορφές
τέχνης όπως μπορούμε ταυτοχρόνως να πούμε. Στηριζόμενοι στην πλούσια
παράδοση και αφουγκραζόμενοι τις σημερινές καθημερινές ανάγκες,
συνεχίζουν, επαναλαμβάνοντας όχι ένα παρελθόν στείρας συντήρησης δίκην
folklore, αλλά ενώ καλύπτουν καθημερινές ανάγκες, συνεχίζουν μια πλούσια
παράδοση και ταυτόχρονα καινοτομούν και δημιουργούν πρωτότυπα έργα.
Δίνουν έτσι νέα πνοή σε όλες αυτές τις μορφές τέχνης – επαγγέλματα,
μεταφέροντας από το πολύ σπουδαίο παρελθόν – και εδώ έγκειται ένας
σπουδαίος λόγος για την καταγραφή και παρουσίαση όλων αυτών που
προαναφέραμε – αξίες όπως η αρμονία, η χάρη, το μέτρο κ.λ.π.
Η προβολή των παραδοσιακών αυτών επαγγελμάτων και των παραγώγων τους
είναι ευθύνη και καθήκον όλων. Είναι ένας έμμεσος τρόπος προβολής της
εξέλιξης του ελληνισμού. Μπορεί αν είναι επιτυχημένη να αποτελέσει
σημείο αφετηρίας για τουριστική και πολιτιστική ανάπτυξη. Για να συμβεί
όμως αυτό θα πρέπει να δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες και
προϋποθέσεις για την συλλογή, μελέτη, αξιολόγηση και στο τέλος συντήρηση
και προβολή των ίδιων των αντικειμένων αλλά και των τεχνικών παραγωγής
τους.
Η ανάδειξη όλων αυτών υπήρξε μια πρόκληση για πολλούς λόγους, όπως
καταλαβαίνει κανείς, και η ΝΑΙ έπραξε πολύ σοφά να παρουσιάσει αυτή την
πλούσια πολιτιστική έκφραση σε όλες της τις μορφές για να μαθαίνουν οι
νεώτεροι, να συνεχίζουν και να αξιοποιούν οι ειδικοί πάνω σε κάθε μορφή
τέχνης – επάγγελμα, αλλά
ταυτοχρόνως και για μια τουριστική αναπτυξιακή προοπτική για τον τόπο
αυτό.
Τριαντάφυλλος Σιούλης
Δρ.
Αρχαιολογίας