Γεωμετρική τεκμηρίωση και τρισδιάστατη φωτορεαλιστική απεικόνιση
του πέτρινου τοξωτού γεφυριού του Κοκκόρου ή Νούτσου
στο Δήμο Κεντρικού Ζαγορίου
-
Ν. Κριθαράς, Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός Ε.Μ.Π.
-
Χ. Κριτσιωτάκη, Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός Ε.Μ.Π.
-
Ε. Μπακάλη, Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός Ε.Μ.Π.
-
Μ. Παπακώστα, Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός Ε.Μ.Π.
-
Α. Γεωργόπουλος, Καθηγητής Ε.Μ.Π. Εργαστήριο Φωτογραμμετρίας Ε.Μ.Π.
-
Δ. Μπαλοδήμος, Καθηγητής Ε.Μ.Π. Εργαστήριο Γενικής Γεωδαισίας Ε.Μ.Π.
Περίληψη
Η
εργασία αυτή πραγματοποιήθηκε το 1999, στο πλαίσιο της
συνεργασίας του Ε.Μ.Π. με το Δήμο Κεντρικού Ζαγορίου.
Αντικείμενό της ήταν η ανάπτυξη μεθοδολογίας για τη
γεωμετρική τεκμηρίωση πέτρινων τοξωτών γεφυριών και η
παραγωγή διανυσματικών σχεδίων με τη χρησιμοποίηση του
αναλυτικού φωτογραμμετρικού οργάνου στερεοαπόδοσης ADAM.
Για την
εφαρμογή της προτεινόμενης μεθοδολογίας επελέγη το γεφύρι
του Νούτσου ή Κοκκόρου, που βρίσκεται στο Κεντρικό Ζαγόρι,
μεταξύ των χωριών Δίλοφο και Κουκούλι. Πρόκειται για ένα
επιβλητικό μονότοξο γεφύρι που συνδέει δύο βραχώδεις όχθες
του Μπαγιώτικου ποταμού. Εχει υποστεί αρκετές φθορές με την
πάροδο του χρόνου και την επισκευή του ανελάμβαναν στο
παρελθόν συνήθως τα γειτονικά χωριά.
Τα
τελικά σχέδια που παρήχθησαν ήταν η οριζοντιογραφία σε
κλίμακα 1:200 και οι τρεις όψεις σε κλίμακα 1:50. Από τα
σχέδια προέκυψαν οι βασικές διαστάσεις του γεφυριού καθώς
και η τοποθέτησή του στο χώρο.
Με βάση
αυτά τα κλασικά προïόντα επιχειρήθηκε η φωτορεαλιστική
παρουσίαση του γεφυριού σε κατάλληλο περιβάλλον Ηλεκτρονικού
Υπολογιστή.
Geometric Documentation and 3D rendering
of the stone built bridge of Kokkoros or Noutsos
in the Municipality of Central Zagori
-
N. Kritharas, Rural & Surv. Engineer, NTUA
-
Ch. Kritsotaki, Rural & Surv. Engineer, NTUA
-
E. Bakali, Rural & Surv. Engineer, NTUA
-
M. Papakosta, Rural & Surv. Engineer, NTUA
-
Prof. A. Georgopoulos, Laboratory of Photogrammetry NTUA
-
Prof. D. Balodimos, Laboratory of general Geodesy, NTUA
Summary
This
work has been carried out in 1999, in the framework of the
co-operation of NTUA with the Local Authorities of the
Kentriko Zagori. Its main objective was the development of a
suitable methodology for the geometric documentation of the
stone built arched bridges. Vector drawings, with the use of
the ADAM analytical stereophotogrammetric instrument were
also produced.
As
object for the application of the proposed methodology the
bridge of Noutsos or Kokkoros was chosen. It lies within the
boundaries of the Kentriko Zagori, between the villages of
Dilofo and Koukouli. It is an imposing single-arched bridge
connecting the two rocky banks of Bagiotikos river. Time has
left its marks on the bridge and the repair works are
undertaken by the neighbouring villages.
The
final drawings produced included a plan at a scale of 1:200
and three elevations at a scale of 1:50. The basic
dimensionsand the geometric characteristics of the bridge
were determined from these drawings.
A
photorealistic visualization of the bridge within an
electronic environment was also attempted based on these
drawings
1. Τα Πέτρινα Γεφύρια της
Ηπείρου
Η
Ήπειρος και ειδικότερα το Ζαγόρι, λόγω της μορφολογίας του
αποτέλεσε τη βασική περιοχή κατασκευής των γεφυριών, που
βοήθησαν καταλυτικά στις συγκοινωνίες και στις μεταφορές
κατά τους περασμένους αιώνες. Ό,τι δημιουργήθηκε ήταν ένα
πάντρεμα της λαϊκής τεχνοτροπίας με το περιβάλλον.
Οι
άνθρωποι που αναλάμβαναν ένα τέτοιο έργο δεν ήταν ανάγκη να
αναζητηθούν μακριά. Η Ήπειρος αποτελούσε φυτώριο μαστόρων,
οι οποίοι, οργανωμένοι σε μπουλούκια, δούλευαν σε ολόκληρη
τη βαλκανική. Η εκτίμηση που έτρεφε γι’ αυτούς ο κατακτητής
ήταν πάντοτε μεγάλη και ανάλογα βέβαια και τα προνόμια που
τους παραχωρούσε.
Το
μπουλούκι, στο οποίο επικεφαλής ήταν ο Πρωτομάστορας,
απαρτιζόταν από κάθε λογής ειδικότητες: νταμαρτζήδες,
χτίστες, λασπητζήδες, μαρμαρογλύπτες, ξυλογλύπτες,
ζωγράφους, μικρά παιδιά –τσιράκια– αλλά και ζώα. Τα γεφύρια
αποτέλεσαν μια ξεχωριστή περίπτωση για τους παραπάνω
μαστόρους. Η ίδια η φύση της κατασκευής τους ήταν δεμένη με
πολλές δυσκολίες και προβλήματα, γι’ αυτό δημιουργήθηκαν
ειδικευμένες ομάδες τεχνιτών, οι περίφημοι Κιοπρούληδες (από
την Τουρκική λέξη kopru που σημαίνει γεφύρι).
Την
απόφαση για να φτιαχτεί ένα γεφύρι έπαιρνε κάποιο μεμονωμένο
άτομο ή και ολόκληρο χωριό. Στην πρώτη περίπτωση μπορεί να
επρόκειτο για κάποιον πλούσιο ή τούρκο αξιωματούχο ή κάποιον
που να είχε προσωπικό συμφέρον από την κατασκευή του
γεφυριού. Όπως ήταν φυσικό, εκείνον βάραινε η δαπάνη και για
ηθικό αντάλλαγμα το γεφύρι έπαιρνε αρκετές φορές το όνομα
του. Μάλιστα, μερικές φορές συναντώνται γεφύρια με δύο
ονόματα, το δεύτερο όνομα αναφέρεται συνήθως σε κάποιο
διπλανό χωριό ή τοποθεσία, αλλά μπορεί και μια μεταγενέστερη
επισκευή να άφησε το όνομα και του νέου χορηγού. Τέτοια
περίπτωση είναι το γεφύρι του Νούτσου ή Κοκκόρου, για το
οποίο θα γίνει αναλυτική αναφορά στη συνέχεια.
Όταν
συγκέντρωναν τα χρήματα, οι χωρικοί καλούσαν μερικούς
μαστόρους που είχαν δικά τους μπουλούκια και τους
ανακοίνωναν την πρόθεσή τους. Οι μαστόροι έπρεπε να
υποβάλουν συγκεκριμένο σχέδιο με τη μορφή του γεφυριού καθώς
και τη χρηματική απαίτησή τους. Αυτός που προκρινόταν άρχιζε
αμέσως τη δουλειά.
Η πρώτη
ενέργεια ήταν η επιλογή της πιο κατάλληλης θέσης για το
γεφύρι. Το πιο πρόσφορο μέρος ήταν κάποιο στένωμα του
ποταμού και μάλιστα με αρκετά βράχια. Εκεί μπορούσαν, ακόμα
και με ένα μόνο τόξο να ζεύξουν στέρεα το ποτάμι. Σε κάποιες
περιπτώσεις η θέση του γεφυριού επιβαλλόταν, από ευρύτερες
διοικητικές ή στρατιωτικές ανάγκες, να μη βρίσκεται σε
στενέματα βουνών, αλλά σε πεδινές εκτάσεις. Τότε, το μεγάλο
άνοιγμα καλυπτόταν με συνδυασμό πολλών τόξων. Έτσι
συναντώνται δίτοξα, τρίτοξα, ακόμη και δωδεκάτοξα γεφύρια.
Βασική
πρώτη ύλη ήταν ο σχιστόλιθος που αφθονεί στην περιοχή, ενώ
τη συνδετική ύλη αποτελούσε μίγμα τριμμένου κεραμιδιού,
σβησμένου ασβέστη, ελαφρόπετρας, χώματος, νερού και ξερών
χορταριών (κουρασάνι). Σε αρκετές περιπτώσεις για να
αυξήσουν την αποτελεσματικότητά του έριχναν μαλλιά ζώων και
ασπράδια αυγών.
Όπως
ειπώθηκε παραπάνω, η μορφή των γεφυριών ήταν συνήθως τοξωτή
με άνοιγμα από 30 έως 45 μέτρα και ύψος 20 έως 25 μέτρα.
Στην αρχή φτιαχνόταν η σκαλωσιά η οποία έπρεπε να
κατασκευάζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να ελαττώνονται οι
παραμορφώσεις του τόξου. Το χτίσιμο άρχιζε ταυτόχρονα και
από τις δυο μεριές προχωρώντας αργά προς την κορυφή, όπου η
επιτυχημένη ένωση ολοκλήρωνε το τόξο. Η μια πέτρα, κατάλληλα
διαμορφωμένη, ακουμπούσε πάνω και λίγο δίπλα από την άλλη,
με τέτοιο τρόπο ώστε το βάρος της κατασκευής να μεταφέρεται
στα άκρα της βάσης του τόξου. Εδώ φαίνεται και η σημασία του
“κλειδιού”, το οποίο είναι η πέτρα που έβαζε τελευταία ο
πρωτομάστορας στο τοξωτό μέρος και η οποία, λόγω της θέσης
της, στηρίζει ολόκληρο το γεφύρι. Με αυτόν τον τρόπο
εξασφαλιζόταν εντελώς εμπειρικά μια επιτυχημένη στατικότητα.
Το
οδόστρωμα που χρησιμοποιούσαν οι διερχόμενοι είναι αρκετά
στενό (2 έως 3 μέτρα) και ακολουθεί καμπυλωτή τροχιά
μιμούμενο σ’ αυτό τα ανεβοκατεβάσματα των αποκάτω του τόξων.
Είναι στρωμένο πάντα με καλντερίμι για να διαμορφωθεί, όταν
το ανέβασμα παραγίνεται απότομο, σε πλατύσκαλα με ελαφριά
κλίση. Επειδή η διέλευση παρουσίαζε αρκετό κίνδυνο
προσπάθησαν να τον μειώσουν τοποθετώντας στα άκρα, όρθιες
στενόμακρες πέτρες τις λεγόμενες αρκάδες (Μαντάς, Τα
ηπειρώτικα γεφύρια).
2. Το Γεφύρι του Νούτσου
ή Κοκκόρου
Ανάμεσα
στα χωριά Κουκούλι, Τσεπέλοβο και Δίλοφο, βρίσκεται το
γεφύρι περίπου 34 km από την πόλη των Ιωαννίνων (Εικόνα 1).
Ο λαϊκός τεχνίτης έχει κάνει έναν έξυπνο ελιγμό προκειμένου
να στηρίξει καλύτερα το έργο του και να το σιγουρέψει.
Θέλοντας να εκμεταλλευτεί το στένωμα του ποταμού και από
τους δύο διπλανούς κατακόρυφους βράχους ύψους περίπου 80
μέτρων, παρακάμπτει λίγο από την ευθεία του δρόμου και λόγω
έλλειψης χώρου χτίζει καλντερίμια που οδηγούν στην κορυφή
του τόξου παράλληλα προς την κοίτη.
Εικόνα 1: Το γεφύρι του Νούτσου ή Κοκκόρου
Πρωτοκατασκευάστηκε το 1750 με έξοδα του Νούτσου Κοντοδήμου
(γενικού πρόξενου του Ζαγορίου, για να ανακατασκευαστεί το
1768 από τον Νούτσο Καραμεσίνη από το Καπέσοβο. Όμως
επικράτησε να λέγεται και «Γιοφύρι του κυρ-Αλέξη», επειδή
αργότερα το επισκεύασε ο γιος του τελευταίου, Αλέξης
Νούτσος.
Στα 1910
έπαθε σοβαρή ζημιά και το επισκεύασαν τα γύρω χωριά
Κουκούλι, Καπέσοβο, Βραδέτο, Τσεπέλοβο μαζί με το τούρκικο
δημόσιο. Τότε διέθεσε μικρό πόσο και κάποιος Γρηγόρης
Κόκκορης από το Κουκούλι, ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης ενός
νερόμυλου δίπλα στο γεφύρι (εκμεταλλεύτηκε την ορμή του
νερού στο στένεμα μεταξύ των βράχων), τον οποίο συνέφερε η
αποκατάσταση των ζημιών του γεφυριού για να έχει πελάτες από
την απέναντι όχθη. Έτσι από την εισφορά του αυτή, από
διάφορες μικροδιορθώσεις που του έκανε συχνά, αλλά κυρίως
λόγω της θέσης του μύλου του, το γεφύρι έμεινε γνωστό ως
“του Κοκκόρου”.
Το 1977
το γεφύρι έπεσε θύμα κάποιας φήμης που κυκλοφορούσε στην
περιοχή. Για να βρουν κάποιο θησαυρό που από τον εμφύλιο
ήταν θαμμένος κοντά του, κάποιοι κατέστρεψαν τμήμα του
καλντεριμιού του, που ευτυχώς διόρθωσε η αρχαιολογική
υπηρεσία.
Το
γεφύρι συνδέεται με μια παράδοση που αναφέρει ότι
λειτουργούσε ως δοκιμασία για τους ζωοκλέφτες της περιοχής.
Η πληροφορία αυτή (που δεν είναι όμως διασταυρωμένη)
αναφέρει πως όσοι ήταν ύποπτοι για ζωοκλοπή και δεν το
παραδέχονταν τους υποχρέωναν να περάσουν το γεφύρι όταν το
ποτάμι ήταν γεμάτο με μια γίδα στον ώμο. Αν τα κατάφερναν
σήμαινε πως ήταν αθώοι και αφήνονταν ελεύθεροι. Αν όμως
πνίγονταν σήμαινε πως ήταν ένοχοι και είχαν, ήδη, λάβει την
τιμωρία τους (Μαντάς, Το γεφύρι και ο
ηπειρώτης).
3.
Γεωμετρική Τεκμηρίωση
Η
διαδικασία συλλογής, επεξεργασίας, απόδοσης και καταχώρησης
στοιχείων (φωτογραφιών, θρύλων, παραδόσεων, αρχιτεκτονικών
μεθόδων) για το κάθε μνημείο ονομάζεται τεκμηρίωση. Πιο
συγκεκριμένα η γεωμετρική τεκμηρίωση των μνημείων αφορά την
καταγραφή της θέσης, της πραγματικής υπάρχουσας μορφής, του
σχήματος και του μεγέθους του σε επίπεδο τριών διαστάσεων
(Μακρής 1999).
Οι δύο
μέθοδοι γεωμετρικής τεκμηρίωσης μνημείων είναι οι:
-
Τοπομετρικές
-
Τοπογραφικές και Φωτογραμμετρικές
Στη
συγκεκριμένη εργασία χρησιμοποιήθηκαν τοπογραφικές και
φωτογραμμετρικές μέθοδοι, οι οποίες είναι και οι
πλεονεκτικότερες από πλευράς ακρίβειας, προσαρμοστικότητας
και ευελιξίας, ταχύτητας, ασφάλειας, αποδοτικότητας και
οικονομίας σε σχέση με τις τοπομετρικές μεθόδους. Για τη
γεωμετρική τεκμηρίωση του συγκεκριμένου γεφυριού
προγραμματίστηκε να παραχθούν μια κάτοψη–οριζοντιογραφία σε
κλίμακα 1:200 και τρεις όψεις τομές του γεφυριού σε κλίμακα
1:50. Παραλλήλως προγραμματίστηκε να γίνει μια προσπάθεια
φωτορεαλιστικής οπτικοποίησης σε ψηφιακό περιβάλλον.
Έγινε
αρχικά τοποθέτηση των φωτοσταθερών (σημεία ελέγχου) στο προς
αποτύπωση αντικείμενο και στη συνέχεια ιδρύθηκε
ένα ανεξάρτητο
δίκτυο. Κατόπιν γίνανε τα αυτοσχέδια υπαίθρου και
μετρήθηκαν τα φωτοσταθερά ή και τοποσταθερά ώστε να τους
δοθούν συντεταγμένες με βάση το δίκτυο. Ακολούθησε η λήψη
των μετρητικών φωτογραφιών, αλλά και άλλων ερασιτεχνικών οι
οποίες συνήθως αποδεικνύονται πολύ χρήσιμες κατά τη
διαδικασία απόδοσης στο γραφείο. Πριν την λήψη των
μετρητικών φωτογραφιών είχε αποφασιστεί η γεωμετρία λήψης
τους, δηλαδή το ποσοστό επικάλυψης (στα στερεοζεύγη), τη
βάση λήψης, τη γωνία στροφής, το λόγο βάσης-προς-απόσταση
ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν.
Μετά
ακολούθησαν οι εργασίες γραφείου. Σ’ αυτές έγιναν οι
υπολογισμοί των κορυφών του πολυγωνομετρικού δικτύου, των
φωτοσταθερών και τοποσταθερών (σημείων ελέγχου) καθώς
επίσης και τα σφάλματα προσδιορισμού τους, αλλά και οι τυχόν
στροφές τους στο σύστημα λήψης των φωτογραφιών. Επίσης, αφού
πραγματοποιήθηκε η εμφάνιση των φωτογραφιών και η διαδικασία
παραγωγής των διαθετικών, βάσει των συντεταγμένων των
σημείων ελέγχου που απεικονίζονται σε αυτές, έγινε ο
εξωτερικός προσανατολισμός τους.
Με αυτά
τα αποτελέσματα και με βοηθητικά στοιχεία όλα τα παράγωγα
των μετρήσεων υπαίθρου ξεκίνησε η απόδοση των σημείων
λεπτομερειών του αντικειμένου με το όργανο απόδοσης που είχε
επιλεγεί. Συγκεκριμένα αποδόθηκαν (Σχήμα 1 και 2):
Σχήμα 1: Η κάτοψη της ευρύτερης περιοχής
-
το περίγραμμα του γεφυριού
-
το περίγραμμα της καινούριας γέφυρας
-
τα περιγράμματα των τοίχων, του παραθύρου, της σκάλας και της βάσης του γεφυριού
-
η λιθοδομή (επιλεκτικά στη βόρεια όψη)
-
το φυσικό έδαφος
-
τα βράχια
-
οι σπηλιές
-
τα σοβατισμένα τμήματα του γεφυριού
-
περίγραμμα της βλάστησης
Τα
τελικά σχέδια (Σχήμα 3) έπρεπε να υποστούν επιπλέον
επεξεργασία ώστε να μετατραπούν σε δισδιάστατα, να τονιστούν
κάποιες λεπτομέρειες, να μπουν βοηθητικά στοιχεία, να
εμπλουτιστούν αρχιτεκτονικά κ.τ.λ..
4.
Προβλήματα εργασιών
Τα
προβλήματα στις εργασίες υπαίθρου για τις αποτυπώσεις
μνημείων γενικότερα είναι πολλά και ποικίλλουν αναλόγως του
αντικειμένου, της θέσης του και ειδικώς του περιβάλλοντα
χώρου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η γεωμετρία του
αντικειμένου επέβαλε ανομοιογενή κατανομή στην τοποθέτηση
των φωτοσταθερών, η οποία προκάλεσε προβλήματα μετέπειτα
στην διαδικασία του προσανατολισμού στο γραφείο. Αυτό
ξεπεράστηκε με την τοποθέτηση φωτοσταθερού σε κοντάρι κάτω
από το τόξο του γεφυριού, δηλαδή στο “κενό” τμήμα στο κέντρο
του αντικειμένου, το οποίο χρειάστηκε ιδιαίτερη προσοχή από
την στιγμή της λήψης των φωτογραφιών μέχρι την μέτρησή του
ώστε να μην μετακινηθεί και αλλάξουν οι συντεταγμένες του.
Επίσης η
θέση του ορίου της γραμμής που φτάνει το νερό του χειμάρρου
είναι ασαφής με αποτέλεσμα να οριστεί κατ’ εκτίμηση.
Σχήμα 3: Νότια όψη και τομή του γεφυριού
5. Η
Γεωμετρία του Γεφυριού
Tα
τελικά σχέδια περιέχουν μετρητική πληροφορία, οπότε από αυτά
μπορούν να υπολογιστούν οι βασικές διαστάσεις του
αντικειμένου.
Έτσι, το
ύψος του γεφυριού από τη σημερινή κοίτη προέκυψε 13.30m
(Σχήμα 4), το μήκος του 36.40m, και το πλάτος του 2.675m,
ενώ καθαρό πλάτος του καλντεριμιού στο ψηλότερο τμήμα του
γεφυριού είναι 2.460m.
Σχήμα 4: Η γεωμετρία του γεφυριού
Το πιο
χαρακτηριστικό τμήμα του γεφυριού είναι το τόξο του. Για τον
υπολογισμό των στοιχείων του προσαρμόστηκε κύκλος ακτίνας R=
12.510m. Διαπιστώθηκε ότι ο κύκλος αυτός προσαρμόζεται πολύ
καλά στο τόξο αφού μόνο σε μία του θέση αποκλίνει από το
τόξο 20 cm. Η επίκεντρη γωνία του κύκλου που αντιστοιχεί στο
τόξο του γεφυριού είναι 180.4194g
Επίσης,
υπολογίστηκε το ύψος των δύο κατακόρυφων βράχων που
βρίσκονται δεξιά και αριστερά από το γεφύρι. Ο ψηλότερος
είναι 83.50m από το έδαφος, και ο άλλος 64.50m περίπου.
6.
Τρισδιάστατη φωτορεαλιστική απεικόνιση
Ο όρος
ηλεκτρονική απεικόνιση αναφέρεται στην ψηφιακή αναπαράσταση
του αντικειμένου, δηλαδή στη δημιουργία ενός τρισδιάστατου
μοντέλου που να το προσομοιώνει. Ο φωτορεαλισμός αντιστοιχεί
στην επένδυση του μοντέλου με τα κατάλληλα υλικά και στη
χρήση του κατάλληλου φωτισμού, ώστε το μοντέλο να είναι
αληθοφανές και φυσικό.
Υπόβαθρο
για τη δημιουργία του μοντέλου προσομοίωσης του γεφυριού
αποτέλεσαν πέντε ψηφιακά σχέδια, ένα δισδιάστατο και τέσσερα
τρισδιάστατα. Στο δισδιάστατο σχέδιο απεικονίζονται στοιχεία
που αντιστοιχούν στην προβολή του γεφυριού και του αμέσως
περιβάλλοντα χώρου του σε οριζόντιο επίπεδο. Τα υπόλοιπα
σχέδια είναι διανυσματικά, και στα τρία απεικονίζονται οι
όψεις του γεφυριού, ενώ στο τέταρτο παρουσιάζεται η σκάλα
που οδηγεί από το καλντερίμι στον καινούριο δρόμο.
Το
τρισδιάστατο μοντέλο δημιουργήθηκε σε τρία στάδια, με χρήση
των ιδιοτήτων του σχεδιαστικού πακέτου AutoCAD R14. Αρχικά
έγινε επεξεργασία των διανυσματικών σχεδίων, και επιλογή των
στοιχείων που ήταν απαραίτητα για τη δημιουργία του
μοντέλου. Στη συνέχεια έγινε, βάσει των ομόλογών τους
σημείων, η σύνδεση των πέντε ανεξάρτητων σχεδίων. Τέλος,
δημιουργήθηκαν οι γραμμές που περιγράφουν το αντικείμενο και
οι επιφάνειες που το προσομοιώνουν.
Στο
αντικείμενο της εργασίας αυτής δεν ήταν εφικτή η εφαρμογή
της κλασικής μεθόδου για την προσομοίωσή του, διότι οι
γραμμές και οι επιφάνειές του δεν ήταν δυνατό να
αντικατασταθούν με κανονικές μαθηματικές γραμμές και
επιφάνειες. Για το λόγο αυτό σχεδιάστηκαν οι γραμμές που
αντιστοιχούν στα βασικά περιγράμματα του αντικειμένου, καθώς
επίσης και γραμμές που αντιπροσωπεύουν χαρακτηριστικές
εσοχές και εξοχές των όψεών του, και βάσει αυτών
υλοποιήθηκαν οι αντίστοιχες επιφάνειες.
Για την
απόδοση φωτορεαλισμού στο μοντέλο χρησιμοποιήθηκε το
πρόγραμμα 3D Studio MAX R2.5. Με χρήση των ιδιοτήτων του
προγράμματος
έγινε η επένδυση του μοντέλου, τοποθετήθηκε ο κατάλληλος
φωτισμός και τέλος δημιουργήθηκε εικονική κίνηση. Τα υλικά
που χρησιμοποιήθηκαν για την επένδυση προήλθαν από
φωτογραφίες του γεφυριού. Το αποτέλεσμα αυτής της
προσπάθειας ήταν ένα ψηφιακό video της διαδρομής πάνω από το
γεφύρι (Εικ. 2).
7.
Αξιολόγηση τελικών προϊόντων
Η
εργασία αυτή αποτέλεσε έναν πολύ χρήσιμο πιλότο για να
καταδειχθούν αφενός οι δυνατότητες των σημερινών μεθόδων
γεωμετρικής τεκμηρίωσης για την αντιμετώπιση αντίστοιχων
προβλημάτων και αφετέρου να διαπιστωθεί η ανάγκη ευρύτερης
εφαρμογής τους και η δημιουργία βάσης δεδομένων με το
σχετικό υλικό, διαθέσιμο σε κάθε ενδιαφερόμενο μελετητή.
Εικόνα 2: Τμήμα του ψηφιακού βίντεο
Το
παραγόμενο από το AutoCAD τρισδιάστατο προϊόν είναι
καθαρά εικονιστικό, με μικρή μετρητική αξία, και το 3D
Studio MAX R2.5 αποτελεί το μέσο για την ρεαλιστική απόδοση
του αντικειμένου προσδίδοντας του στοιχεία εικονικής
πραγματικότητας.
Τα
διανυσματικά σχέδια συνιστούν ένα επαρκές υπόβαθρο, διότι
περιλαμβάνουν πλήρη ποσοτική πληροφορία σχετικά με τη θέση
του αντικειμένου στον περιβάλλοντα χώρο και τη γεωμετρία
του, καθώς και ποιοτική πληροφορία που σχετίζεται με τα
θεματικά χαρακτηριστικά του αντικειμένου.
Το
υπόβαθρο αυτό μπορεί να εφαρμοστεί σε μια πληθώρα εργασιών,
όπως είναι οι αρχιτεκτονικές, οι αρχαιολογικές και οι
στατικές. Μπορούν δηλαδή να προκύψουν θεματικοί χάρτες με
βάση τις χρονολογικές περιόδους κατασκευής του αντικειμένου,
την ύπαρξη διαφορετικών υλικών και επισκευάσιμων τμημάτων,
την τεχνοτροπία της λιθοδομής κ.τ.λ.. Παράλληλα, μπορούν να
δώσουν πληροφορία σχετικά με τη στατικότητα του γεφυριού
(π.χ. κατανομή του βάρους μέσω του τόξου).
Έχει
ενδιαφέρον η σύγκριση των διανυσματικών σχεδίων με τα
εικονιστικά προϊόντα. Διαπιστώνουμε ότι τα δεύτερα
παράγονται με μεγαλύτερη ταχύτητα και ότι η ανάγνωσή τους
είναι πιο εύκολη από κάποιους που δεν είναι εξοικειωμένοι με
τους συμβολισμούς των σχεδίων. Στα διανυσματικά σχέδια ο
χρήστης μπορεί να προσθέσει επιπλέον πληροφορία, ενώ στα
εικονιστικά κάτι τέτοιο δεν ενδείκνυται. Και στις δύο
περιπτώσεις απαιτείται για την καλύτερη εμφάνιση του τελικού
προϊόντος κάποια επεξεργασία. Στην περίπτωση των γραμμικών
σχεδίων την εργασία αυτή αναλαμβάνει ο αρχιτέκτονας, ενώ
στην περίπτωση των εικονιστικών προϊόντων ο γραφίστας. Το
κόστος είναι σχεδόν το ίδιο και στις δύο περιπτώσεις.
Βιβλιογραφία
Μακρής,
Γ.Ν., 1999. Αποτυπώσεις Μνημείων. Σημειώσεις, ΤΑΤΜ, ΕΜΠ
Μαντάς,
Σ. Ι.,1984. Τα ηπειρώτικα γεφύρια, Τεχνικές Εκδόσεις.
Μαντάς,
Σ.Ι., 1987. Το γεφύρι και ο ηπειρώτης, Τεχνικές Εκδόσεις.