ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΤΑ ΙΩΑΝΝΙΝΑ
ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ

Του δρ. Γιώργου Σμύρη

Αρχιτέκτονα, Επίκουρου Καθηγητή στο Τμήμα πλαστικών τεχνών και Επιστημών της Τέχνης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

     Ο ύστερος 19ος αιώνας και οι αρχές του 20ου,   αποτελούν για την περιοχή των Ιωαννίνων, μια μεταβατική ιστορική περίοδο, στην διάρκεια της οποίας η γέννεση ενός κοινωνικού σχηματισμού, συμπλέκεται με την φθίνουσα πορεία ενός άλλου. Η αρχιτεκτονική και η πολεοδομία ως κατ' εξοχήν ανθρωπογενή έργα, αποτελούν το πεδίο δράσης και εφαρμογής των πολύπλοκων κοινωνικών διαδικασιών και η διερεύνηση της μορφής ένα ασφαλές κριτήριο επεξεργασίας των ανθρώπινων δραστηριοτήτων.

     Είναι αναγκαίο λοιπόν, να προσεγγίσουμε κατά το δυνατόν τον μηχανισμό οικονομία - κοινωνία - αρχιτεκτόνημα μέσα στην πολύπλοκη δομή που γεννάται στην πορεία της μετάβασης από τον


Γιώργος Σμύρης

φεουδαλισμό στην πρωτοβιομηχανική κοινωνία στις ευρωπαϊκές κτήσεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Έτσι θα πρέπει να ορίσουμε τις βασικές παραμέτρους και τον χρόνο εκκίνησης της ερευνάς μας που δεν μπορεί να είναι άλλος από  την ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης στις αρχές του 19ου και να συνδυάσουμε την αρχή αυτή με την έναρξη της ελληνικής επανάστασης και την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους καθώς και τον παράγοντα ανακατασκευής της πόλης πάνω στον υφιστάμενο ιστό της ή την αναγκαιότητα ριζικής τροποποίηση του με την προσθήκη δεδομένων που προκύπτουν από τις προαναφερόμενες δράσεις.

     Για να μπορέσουμε να ταυτίσουμε σωστά την εξέλιξη αυτή και να κρίνουμε τα αποτελέσματα, είναι αναγκαία η ανασκόπηση των μεθόδων και των δομικών εφαρμογών σε ολόκληρο τον 18° και των αρχών του 19ου σε ολόκληρη την Βαλκανική χερσόνησο.

     Διακρίνουμε τις παρακάτω χαρακτηριστικές συνιστώσες της παραγωγής του δομημένου χώρου στην περιοχή των Ιωαννίνων; η αστική συνιστώσα, που επιβάλλεσαι κυρίως από την «κατάκτηση» της εξουσίας από τις Ελληνικές δημογεροντίας στα μέσα του 18ου αι. και την αδυναμία της οθωμανικής διοίκησης να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του ρόλου της. Η εμπορική συνιστώσα που μορφώνεται παράλληλα με την κατά εποχή οικονομική κατάσταση και παρουσιάζει την μεγαλύτερη εναλλαγή στην σύνδεση του χώρου εργασίας εμπορίας - κατοικίας και πολεοδομικής εφαρμογής.

     Η αγροτοκτηνοτροφική συνιστώσα που συνεχίζει τις δομές του φεουδαλικού χαρακτήρα του δεσποτικού οθωμανικού κράτους, αναπαράγοντας ταυτόχρονα τους μηχανισμούς αυτοδιαχείρισης και διατήρησης της.

     Είναι ευνόητο ότι οι παραπάνω συνιστώσες είχαν την αντίστοιχη μετάφραση τους σε πολεοδομικό - χωροθετικό επίπεδο.

     Στο αστικό κέντρο εμφανίζονται τάσεις για αποθησαυρισμό και δημιουργίας κεφαλαιαγοράς, διάθεση για μόρφωση μέσα στο ευρύτερο κύκλωμα της διάθεσης της πληροφορίας και της επαφής με τα συμβαίνοντα στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο.  Πολεοδομικά η εικόνα είναι σαφώς πιο καθορισμένη. Κατατμήσεις των μεγάλων ιδιοκτησιών, εμπορευματοποίηση της γης και αύξηση της αξίας της, και εμφάνιση όρων όπως μεσοτοιχία, δημόσια ιδιοκτησία, οριζόντια ιδιοκτησία και δουλείες διαφόρων τύπων, όπως αερισμού, διέλευσης, φωτισμού, πυρκαγιάς και σταλαγμάτων. Έμφαση έχουν τα παραπάνω στα τμήματα της πόλης όπου η στενότητα του χώρου είναι απαραίτητα για την ύπαρξη της ίδιας της πόλης. Περιοχές  που έχουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι το κάστρο και ολόκληρο το τμήμα της πόλης που το περιβάλλει μεταξύ των σημερινών οδών Ανεξαρτησίας και ΚΑ Φεβρουαρίου,

     Η εμπορική συνιστώσα εμφάνιζε παράλληλα φαινόμενα με εκείνα της αστικής. Το συντεχνιακό καθεστώς με την πολυποίκιλη οικονομική και φορολογική «νομοθεσία» του, σιγά - σιγά επέβαλλε μια αξία και μια κοινωνική υποδομή που παρέσυρε   μαζί   της   μια   εξίσου   πολυποίκιλη   μορφολογία   και   διαρκώς τροποποιούμενη οικοδομική και πολεοδομική κατάσταση. Εμφανίζονται σαν όροι διάφορες δουλείες όπως όψη σε κοινόχρηστο χώρο, αποθήκη, εμπορική κίνηση καταστήματος (αέρας) και την μορφή των κατοικιών σε σύνθετη μορφή κατάστημα - κατοικία - δρόμος. Ανεξάρτητα από την πυκνοκατοίκηση ή όχι της πόλης εδραιώνονται εμπορικά κέντρα τα οποία αποτελούν και την αναγκαιότητα της μη τροποποίησης του ιστού της πόλης μέχρι τις μέρες μας, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες της κρατικής μηχανής γιαυτό. Ο πολεοδομικός ιστός εμφανίζεται σφικτός, απόλυτα προσαρμοσμένος στην μορφή και φύση του εμπορίου, λαμβάνοντας υπόψη τις κεντρικές οδικές αρτηρίες, την λίμνη, τους ακάλυπτους χώρους, ακόμα και τα στρατιωτικά κτίσματα της περιοχής.

     Η συνεχής συνδιαλλαγή επέβαλλε συγκεκριμένες μορφές κτισμάτων για τις οποίες θα αναφερθούμε παρακάτω.

     Τα τμήματα της πόλης που εμφάνιζαν τα χαρακτηριστικά της αγροτοκτηνοτροφικής συνιστώσας υπήρξαν ως επί το πλείστον οι πολυάριθμες οικιστικές συμπυκνώσεις στις παρυφές της πόλης. Γινόταν κατά τρόπο προσθετικό, ανάλογα με την γεωμορφολογία της περιοχής. Τα σημεία αναφοράς του στον πολεοδομικό ιστό ήταν τα ίδια που αποτέλεσαν και τα κριτήρια ίδρυσης τους: μετανάστευση, οδικός άξονας, τα γόνιμα εδάφη, οι εύκολες προσβάσεις και η προστασία τους. Ο πολεοδομικός ιστός στα τμήματα αυτά της πόλης εμφανίζεται χαλαρός, για να συμπιεστεί αργότερα με την ενσωμάτωση τους στο αστικό κέντρο.

     Παρόλες τις διαφορές στον τρόπο πολεοδόμησης και στην κοινωνική εικόνα των προαναφερομένων συνιστουσών στο χάραμα του 19ου αι. η μέθοδος κατασκευής και η δόμηση των κτισμάτων δεν διέφεραν μεταξύ τους σε σημείο που να επιβάλλεται και διαφορετικός τρόπος παρουσίασης για κάθε περίπτωση.

     Το συνολικό έργο αποτελεί προϊόν των τεχνιτών που αποκαλούμε ανώνυμους και λαϊκούς. Αντίστοιχα την μορφή της αρχιτεκτονικής τους σε ανώνυμη ή λαϊκή. Οι τεχνικοί αυτοί επιστήμονες τροφοδότησαν την δουλειά τους με τα μυστικά του επαγγέλματός τους, δομημένα κυρίως από τον συγγενική ή κληρονομική μαθητεία, αποκτώντας έτσι και την εποπτεία των προβλημάτων της. Η μακρά και διαρκής περιπλάνηση τους στον ευρύ βαλκανικό χώρο, βοήθησε στην διαμόρφωση της ορθής σκέψης και της κατάλληλης τεχνικής κατάρτισης, η οποία αναμορφούμενη και προσαρμοζόμενη κάθε φορά, επέβαλε με τον καιρό σωρεία μορφών  και τεχνασμάτων, χαρακτηριστικών της οικοδομικής στην πόλη.

     Η άριστη εκμετάλλευση, η οικονομία, η προσθετική ανάπτυξη και ο ελαστικός χώρος, ο βιώσιμος εσωτερικός υπαίθριος χώρος, η αρχή του θετικού νου, αποτελούν τα στοιχεία της ιδεολογίας του κτίσματος.

     Οι μέθοδοι που επικράτησαν στην οικοδομική της εποχής ήταν αδιάσπαστα συνδεδεμένες με εκείνες της όψιμης τουρκοκρατίας και κατ' επέκταση με τις αντίστοιχες μεσαιωνικές. Η τοξωτή μορφή είναι εκείνη που δίνει λύση στην ευπάθεια των υλικών του μεγάλου ανοίγματος. Το γεγονός ότι η απόσταση δύο παράλληλων λίθινων τοίχων δεν ξεπερνούσε τις περισσότερες φορές τα 4-4,5 μ. (όριο αντοχής σε κάμψη του κυπαρισσένιου κορμού που χρησιμοποιούνταν για την γεφύρωση τους), η ύπαρξη λιθοδομών ύψους μέχρι τα 12 μ. για λόγους αντοχής σε ανεμοπίεση και σεισμό, τόξα που δεν ξεπερνούσαν τα 3 - 3,5 μ., είναι στοιχεία που προδιαγράφουν την πρώτη αρχή του εμβάτη που προκύπτει από τις τυποποιημένες σχεδόν διαστάσεις στην συντριπτική πλειοψηφία των κτισμάτων στη πόλη. Το παραπάνω γεγονός βοήθησε στην τυπολογία των επί μέρους κτιριολογικών στοιχείων αλλά και των συνολικών συνθέσεων με τρόπο ώστε η εφαρμογή στερεότυπων διαστάσεων να αποτελεί την βάση της διαχρονικότητας των κατασκευών και την δυνατότητα χρήσης τους μέχρι σήμερα.

     Οι αρχές της εντοπιότητας και της οικονομίας είναι συναφείς με τα παραπάνω.Όλες οι φάσεις της κατασκευής της περιόδου αυτής παρουσίαζαν και τις σχετικές δυσκολίες που ξεκινούσαν από το σκάψιμο των θεμελίων, (στην πλειοψηφία τους οι θεμελιώσεις στο τμήμα της πόλης που βρέχεται από την λίμνη γινόταν σε ενισχυμένο με ξύλινους πασσάλους έδαφος), συνεχιζόταν στην εξεύρεση λίθων και ασβέστου για να μην αναφερθούμε στα υλικά επικάλυψης και τελειοποίησης της κατασκευής. Επόμενο ήταν να επικρατεί η οικονομία στην κατασκευή ως κυριολεκτική έννοια. Οικονομία στις μετακινήσεις των υλικών προς το έργο, τον αριθμό των χρησιμοποιούμενων κατασκευαστικών στοιχείων, στην απλοποίηση κατά την χρήση, χρήση υλικού από δεύτερο χέρι, καθώς και χρήση υλικών του άμεσου περιβάλλοντος όπως κονίες, καλάμια, φύκια κ.τ.λ.

     Παρόλο όμως που η εντοπιότητα κυριαρχούσε δεν ήταν πάντα δυνατόν ο τόπος να καλύψει όλες τις στοιχειώδεις ανάγκες του έργου. Η αναζήτηση των υλικών που έλλειπαν  σε άλλες περιφέρειες,  προσέδιδε πολλές φορές δραματικές διαστάσεις στο εγχείρημα της ανέγερσης. Σε αυτό το σημείο εντοπίζεται μια ιδιοποιός διαφορά μεταξύ των ιδιωτικών και των δημόσιων κτισμάτων στα Ιωάννινα.

     Μετά την ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης στις αρχές του 19ου αι. άρχισε σιγά - σιγά η ανοικοδόμηση από τις χαμηλές συνοικίες γύρω από το κάστρο.

     Η κρατική παρέμβαση του Ομέρ πασά να ανοικοδομήσει το κατεστραμμένο βιοτεχνικό και εμπορικό  κέντρο,  αποτελεί την πρώτη πιθανή  προσπάθεια επέμβασης του κράτους στην ιδιωτική κατασκευή. Πιθανόν μία τυποποίηση ισόγεια καταστήματα των οδών Βύρωνος - Καλάρη και Ανεξαρτησίας να οφείλεται σε αυτή την παρέμβαση. Η τυποποίηση έγκειται στην επανάληψη της διάστασης 3,5 μ. στο ύψος της όψης, πλάτος το πολύ 4 μ. και βάθος ανάλογο του οικοδομικού τετραγώνου. Η αναγκαιότητα της επέκτασης των κτισμάτων εξ' αιτίας της αύξησης της κίνησης μέσα σε αυτό, ακολουθεί την αρχή της προσθετικής ανάπτυξης. Ένας βασικός χώρος που γεννήθηκε   από την κατασκευαστική δυνατότητα αποτέλεσε το κύτταρο ζωής   μέσα σε αυτό και στη συνέχεια η επέκταση του στις τρεις διαστάσεις, σχεδόν αθροιστικά, επέφερε στο    σύνολο τον κτισμάτων την αρχιτεκτονική τους μορφή.

     Η πυρκαγιά του 1869 που αποτελεί την δεύτερη ουσιαστική πολεοδομική κρατική παρέμβαση, ελάχιστα αλλοίωσε τον τρόπο δόμησης και την μορφολογική ενότητα του πολεοδομικού ιστού. Ελάχιστοι δρόμοι δημιουργήθηκαν και ελάχιστες μορφολογικές ανακατατάξεις φέρουν την ταυτότητα της εποχής. Αυτές εντοπίζονται κυρίως στην εμφάνιση ευρωπαϊκών αντιλήψεων στην εξωτερική διαμόρφωση κυρίως των όψεων των οικοδομών και στην ογκοπλαστική διάρθρωση των κτιρίων. Η ιδιωτική κατοικία, εκτός της επώνυμης, έμεινε σχεδόν στα ίδια επίπεδα. Το συνεχές σύστημα απόλυτα συνδεδεμένο με την εμπορευματοποίηση της  γης, βρίσκει την ακριβή του εφαρμογή.

      Εδώ θα πρέπει να σταθούμε για λίγο στην γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στον απελευθερωμένο ελλαδικό χώρο. Το 1832 ιδρύεται το Ελληνικό βασίλειο, δημιουργώντας ταυτόχρονα μια ολόκληρη σειρά από επιπτώσεις για την υπόλοιπη μη απελευθερωμένη Ελλάδα. Αυτές εντοπίζονται κυρίως στην ανατροπή των εξαρτήσεων των διαφόρων πολιτειών από τα φυσικά οικονομικά - πολιτιστικά και κοινωνικά κέντρα τους, που η οριοθέτηση των συνόρων έβγαλε έξω από επίσημες ελληνικές διαδικασίες όπως για παράδειγμα τη Θεσσαλονίκη και τα Ιωάννινα. Επίσης εντοπίζονται στην δημιουργία νέων αστικών κέντρων όχι νομιμοποιημένων με κριτήρια φυσικά, αλλά με αντίστοιχα τεχνικά όπως για παράδειγμα το όνομα , η αρχαία αίγλη κ.τ.λ, αλλά και στην αποδυνάμωση των ίδιων των εντός των συνόρων πολιτειών από την οικονομική και κοινωνική τους επάρκεια, από την στιγμή που εντάχθηκαν σε νέο διαφορετικό συγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης με καινούργια κέντρα αναφοράς. Αυτά τα χαρακτηριστικά που επηρεάζουν την κοινωνική υποδομή της πόλης των Ιωαννίνων και την πιθανή εθνική της συνείδηση, σε συνδυασμό με την επικείμενη κατάρρευση του οθωμανικού κράτους, δημιουργούν μία «γιαννιώτικη» διοίκηση και μία  «γιαννιώτικη» συνείδηση που αφήνει την σφραγίδα της στα οικοδομήματα της εποχής.

     Η ευρωπαϊκή παρουσία, αν και όχι έντονα καθιδρυμένη στην περιοχή, θεώρησε τον τόπο σαν ρομαντικό λάφυρο η σαν αναβιωμένη κλασσική σκηνογραφία.

     Παράλληλα όπως συμβαίνει σε κάθε κοινωνία που αρχίζει να οργανώνεται, παρουσιάστηκε η ανάγκη προτύπων. Η νεοελληνική αστική τάξη κατέφυγε στο ένδοξο παρελθόν για να βρει ερείσματα και πηγές. Στα Ιωάννινα, την διοικητική, κοινωνική και αστική πρωτεύουσα της Ηπείρου, συγκεντρώθηκαν όλα τα δημογραφικά στοιχεία που συγκροτούσαν την λεγόμενη άρχουσα τάξη της περιοχής. Η ευάριθμη οθωμανική αυλή αλλά και η συνειδητοποιημένη ελληνική άρχουσα τάξη προσπάθησαν να κυριαρχήσουν στην βιτρίνα του δημόσιου βίου, δεχόμενες με σχετική ευκολία την επίδραση των δυτικών προτύπων, μέσω των πλησιέστερων γεωγραφικά ελληνικών κέντρων. Οι εκπρόσωποι του μεγαλοεμπορικού κόσμου με τις διεθνής επαφές εμπλούτισαν την μεγαλοαστική στρωμάτωση της γιαννιώτικης κοινωνίας, φέρνοντας μαζί τους εκτός από την οικονομική τους ευμάρεια, βαθιές κοινωνικές εμπειρίες που αποκτήθηκαν μέσα από μακρόχρονες αστικές τριβές. Η παραπάνω σύνθετη εικόνα βρήκε τον ελληνοποιημένο νεοκλασικισμό σαν μέσω έκφρασης στον τομέα της διαμόρφωσης του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος της πόλης. Η κατάσταση αυτή θα επικρατήσει μέχρι την απελευθέρωση της πόλης στα 1913.

     Ο νεοκλασικός ρυθμός που ήταν ουσιαστικά προϊόν του ρομαντικού ευρωπαϊκού κινήματος, είχε δικό του παλμό και δική του ζωή. Ας εξετάσουμε τώρα πως έγινε και ο ρυθμός αυτός εδραιώθηκε όχι μόνον στην ελεύθερη Ελλάδα, αλλά και σε ανύποπτες περιοχές, που ήταν ακόμη κάτω από οθωμανική διοίκηση. Η εξήγηση πρέπει να αναζητηθεί στην τυπική λειτουργία του μηχανισμού επικράτησης της ιδεολογίας της κυρίαρχης τάξης και της αντίστοιχης διάδοσης της συνθηματολογίας της στα υπόλοιπα αστικά στρώματα. Στο ξεκίνημα η νεοπαγής κοινωνία ακολούθησε τα δυτικά πρότυπα σε ότι έχει να κάνει με τα εξωτερικά κοινωνικά γνωρίσματα. Το ίδιο και με τον χώρο κατοικίας. Τα δυτικά κτίσματα παρείχαν ψευδαίσθηση ελληνικότητας, Επιπλέον ικανοποιούν την νεοαποκτηθείσα αστική νοοτροπία και καλύπτουν ενδόμυχες απαιτήσεις μέσα από την  μορφή. Οι μικροαστοί, οι έμποροι, οι βιοτέχνες, οι εργάτες δεν ήταν δυνατόν να μείνουν αμέτοχοι μπροστά σε αυτό που η κυρίαρχη τάση είχε σταδιακά ασπαστεί. Έτσι μιμούνται το νεοκλασικό μέγαρο αφού δεν μπορούν να το φθάσουν.

     Αναπαράγουν με χρώμα στον τοίχο ορθομαρμαρώσεις και καταργούν τα μη απαραίτητα διακοσμητικά στοιχεία. Φτιάχνουν τα κυμάτια, τις προεξοχές, τις γλυφές κ.τ.λ. με γύψο και σοβά με γιδότριχες. Αντικαθιστούν τα βαριά μαρμάρινα μέλη με κεραμικά ή ξύλινα αντίστοιχα. Έτσι εμφανίζονται οι κλειστές αυλές, ο ανοικτός περιμετρικός διάδρομος, οι εσωτερικές τζαμαρίες, τα πλακάκια σταδάπεδα η συμμετρία  στις  όψεις,   η   ορθολογική   συμμετρική   κάτοψη,   η ομοιομορφία των κατόψεων των ορόφων το συνεχές σύστημα δόμησης, η διαμόρφωση συνεχών όψεων επί των οδών και οι εξωτερικές και εσωτερικές  σκάλες. 

     Είναι εντυπωσιακή η εικόνα της προσεταιρισμένης νεοκλασικής φόρμας από τις μεγάλες μάζες σε έκταση και βάθος. Αετώματα στις εισόδους των εμπορικών στοών, στρογγυλοί φεγγίτες πάνω από πόρτες, φουρούσια κάτω από τα πιο απλά ακόμη μπαλκόνια, ο έντονος χρωματισμός των τοίχων και των κουφωμάτων, τα τραβηχτά επιχρίσματα στην στέψη, ο συμμετρικός όγκος των κτιρίων -δημόσιων και ιδιωτικών- η αυστηρότητα, η συμμετρία η ακριβής σχέση των πλήρων και των κενών, τα υπερυψωμένα ισόγεια, έρχονται να συνδυαστούν με την αρχιτεκτονική αναγκαιότητα του καστρόμορφου συμπαγούς ισογείου και των δουλειών, που χαρακτηρίζουν την γειτνίαση των ιδιοκτησιών. Αυτή ήταν η εικόνα της πόλης στις αρχές του 20ου αι. στην πόλη των Ιωαννίνων.

     Το μόνο που μπορεί να ενσωματωθεί είναι το έργο των επώνυμων πλέον αρχιτεκτόνων στην δύση του οθωμανικού κράτους. Θα πρέπει να σταθούμε στο έργο τού δημοτικού μηχανικού αρχιτέκτονα Περικλή Μελίρρυτου στην δημαρχία των Χρήστου Σακελάριου και Γιαγιά Βέη. Το έργο του επεκτείνεται τόσο σε δημόσια όσο και σε ιδιωτικά έργα. Το σημερινό ταχυδρομείο (προγενέστερο οθωμανικό παρθεναγωγείο του 1904), η παλαιά Ζωσιμαία σχολή, τα δημοτικά Λουτρά η Καπλάνειος και Ελισαβέτειος σχολή με θρησκευτικοκεντρική διάθεση, πιθανότατα η Εμπορική σχολή και η Παπαζόγλειος Υφαντική σχολή είναι μερικά από τα δημόσια κτήρια που φέρουν την υπογραφή του. Ως ιδιωτικά έργα μπορούμε να αναφέρουμε το κτίριο Μουλαϊμίδη, την οικία Γκολέτση όπου φιλοξε-νούνταν το Γερμανικό προξενείο, την οικία Παρλαπά, και την κατεδαφισθείσα οικία Μάκρη. Στην προσπάθεια της η τουρκική διοίκηση να συστηματοποιήσει την αυθαίρετη δόμηση της πόλης στα πλαίσια ενός γενικότερου προγράμματος αναμόρφωσης των τουρκικών πόλεων, ο Δήμαρχος Χαιρεντίν Πατσιαντά Μπέης καλεί τους αδελφούς Μπερνασκόνι, που εκπονούν το πρώτο ρυθμιστικό σχέδιο της πόλης. Από αυτή την στιγμή και μετά μπορούμε να μιλάμε για σοβαρή κρατική παρέμβαση στην δόμηση της πόλης και την χάραξη των οδών.

     Το σχέδιο των Μπερνασκόνι έρχεται να συμπληρώσει ο Γάλλος πολεοδόμος Εμπράρ μετά την αποπεράτωση του σχεδίου της Θεσσαλονίκης γύρω στα 1920.

     Η απελευθέρωση του 1913 δημιουργεί την ανακατάταξη των ιδιοκτησιών αλλάζοντας γρήγορα χέρια. Το μισό και πλέον του Τουρκικού πληθυσμού, πουλά τις ιδιοκτησίες του ή τις εγκαταλείπει προσωρινά για να επανέλθει με το θέμα των ανταλλαγών αργότερα. Στις αρχές του 1914 εγκρίνεται από την διοίκηση το πρώτο επίσημο πολεοδομικό σχέδιο που αφορά κυρίως στην νομοθέτηση των πολεοδομικών γραμμών. Το δημοτικό συμβούλιο προβαίνει σε σειρά αποφάσεων που αφορούν κυρίως στην κατεδάφιση των ψηλών τοίχων περίφραξης για λόγους  υγιεινής και στη χωροθέτηση των δημόσιων λειτουργιών.  Η έκδοση οικοδομικών αδειών αποτελεί πλέον βασική πολεοδομική προϋπόθεση.

     Η νεοσυσταθείσα ελεύθερη πια γιαννιώτικη κοινωνία εξακολουθεί να διατηρεί τα χαρακτηριστικά της ιδιαίτερα στην οικοδομή, παρά τον μαρασμό του συντεχνιακού καθεστώτος Ο αρχιτεκτονικός ρυθμός ταυτίζεται πλέον με την υπόλοιπη Ελλάδα. Η πρώτη αυτή περίοδος που χαρακτηρίζεται από την ολοκλήρωση του εκλεκτικιστικού ελληνοποιημένου νεοκλασικισμού κατά κάποιο τρόπο αποτελεί την εισαγωγή στην πολιτιστική έκρηξη του Μεσοπολέμου. Εκφραστής αυτής της ζύμωσης στην αρχιτεκτονική ήταν ο Αριστοτέλης Ζάχος, ο οποίος με τρία έργα στην πόλη και ένα στην περιφέρεια έδωσε το στίγμα της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής. Η Ακαδημία, η οικία Πάλλη που κατεδαφίστηκε, το Καμπαναριό του Αρχιμανδρειού στην πόλη και το συγκρότημα της Βελλάς, χαρακτηρίζουν τις αρχές της δομικής παραγωγής αγγίζοντας την βυζαντινή και μεταβυζαντινή παράδοση μέσα από την ελληνική πραγματικότητα. Ο αρχιτέκτονας Ζουμπουλίδης πιστός στα διδάγματα του Ζάχου σχεδιάζει το Δημαρχιακό μέγαρο δένοντας πιο αυστηρά το στοιχεία της θρησκευτικοκεντρικής αρχιτεκτονικής. Παράλληλα η πολιτεία προχωρά σε συνεχόμενες ρυθμίσεις με το σχέδιο Μελιγγάνου 1928-30 (που ίσχυσε σχεδόν μέχρι το 1955) και την ατυχή πράξη του Τσατσαρούνου πάνω σε σχέδια του.

     Από εδώ και εμπρός τα αποτελέσματα είναι ορατά. Επιγραμματικά θα αναφέρουμε τα αρχιτεκτονικά κινήματα και του εκφραστές τους.

     Ο Μοντερνισμός με τον Πάτροκλο Καραντινό στο Μητροπολιτικό μέγαρο και στην νέα Ζωσιμαία σχολή. Στο ίδιο κίνημα ο Στάικος με το ξενοδοχείο Παλλάδιο. Στην μεσοπολεμική ρασιοναλιστική αρχιτεκτονική ο Μολφέσης με το Ακροπόλ, και το γραφείο Δοξιάδη με το Τοσίτσιο. Ο διάδοχος του Μελύρρητου, Αλιέας εκφράζει κυρίως την Μεσοαστική μοντέρνα οικοδομή. Έργα του οι οικίες Βακόλα, Καππά, Αφών  Γιάννη,  Λαζαρίδη, Κωστούλα (ΕΟΜΕΧ). Οι νέες τάσεις βρίσκουν εκφραστή τον Άρη Κωνσταντινίδη με το Αρχαιολογικό Μουσείο την Όαση και μερικώς το Ξενία.

     Δύο σκέψεις ας αποτελέσουν τον επίλογο της εργασίας αυτής.

     Το δομημένο περιβάλλον που διαμορφώθηκε έτσι ώστε να εξυπηρετεί τις τρέχουσες ανάγκες της κοινωνικής ομάδας που το χρησιμοποιεί, δεν είναι τίποτε άλλο από την υλοποίηση του κοινωνικού πλαισίου που εφαρμόζεται. Τι γίνεται όμως όταν το πλαίσιο υπόκειται σε αμφισβήτηση.

 

 
        αριθμός επισκεπτών