Γιαννιώτικες ιστορίες
Ο Νίκος Μπλέτσος μας έστειλε το παρακάτω κείμενο,
για τους λήσταρχους Ρετζαίους, που είναι και διαχρονικό.
Είναι κείμενο του Γιάννη Κ. Τρεμπέλη
Το άρθρο αναφέρεται στα χρόνια μετά το 1915 και γράφτηκε 80 περίπου χρόνια
μετά.
"Ας θυμούνται οι παλιότεροι και ας μαθαίνουν οι
νεώτεροι".
Παλιές Γιαννιώτικες Αναμνήσεις
από Γιάννη Κ. Τρεμπέλη
Παλαιού Γιαννιώτη
Αφορμή για να ασχοληθώ με τους λήσταρχους
Ρετζαίους, Γιάννη και Θύμιο, οι οποίοι ευθύνονται στο ότι έκαναν 98 φόνους
και ληστείες, είναι η σημερινή αθλία κατάστασης που επικρατεί εις την
ύπαιθρο χώρα και περισσότερο στα αστικά κέντρα όπου ο βίος κατέστη αβίωτος,
και συμμορίες Ελλήνων και ξένων κακοποιών Αλβανών, Ρουμάνων κ.λ.π.
λυμαίνονται την χώρα μας. Φονεύουν και οργιάζουν, τα παντός είδους ναρκωτικά
διακινούνται και δηλητηριάζουν την νεολαία μας.
Πέρασαν περίπου 80 έτη από τότε που οι
Ρετζαίοι, Γιάννης και Θύμιος τα δύο αυτά κάκιστα αδέλφια, αιματοκυλούσαν την
υπαίθριο χώρα με βιασμούς, φόνους και ληστείες καθώς και απαγωγές όπως το
μικρό παιδί του Γιαννιώτη Εβραίου Μαραμένου, πολύ πλουσίου και το
απελευθέρωσαν, παίρνοντας ως λύτρα μεγάλο χρηματικό ποσόν. Η ιστορία τους,
ως μου είχε διηγηθεί ο μακαρίτης ο πατέρας μου, έχει ως εξής:
Οι αδελφοί Ρεντζαίοι γεννήθηκαν εις το χωριό
Ανώγι, επάνω εις τον Ορεινό όγκο όπου ο ποταμός Λούρος, στα Πλατανάκια. το
χωριό πολύ ορεινό και η μόνη ασχολία των κατοίκων η κτηνοτροφία. Αφού
ενηλικιώθηκαν τα δύο αδέλφια, το έτος 1915, πήγαν στρατιώτες και υπηρετούσαν
εις τον 5ον λόχο του Συντάγματος της Μεραρχίας Ιωαννίνων, εις τον Ακραίο.
Μια μέρα εμφανίζεται εις τον Λοχαγό, ένας
ψηλόσωμος στρατιώτης και ζητά ακρόαση ζητώντας διήμερο άδεια, τόσο γι' αυτόν
καθώς και για τον αδελφό του Θύμιο, επιδεικνύοντας ένα τηλεγράφημα του θείου
του, αδελφού του πατέρα του, όπου έγραφε ότι: «ο πατέρα σας εφονεύθει και να
έλθετε αμέσως στο χωριό». Ο Λοχαγός τους έδωσε την διήμερο άδεια και εκεί
αντιμετώπισαν νεκρό τον πατέρα τους, φονευθέντα υπό αγνώστων. Τότε
παραβίασαν την άδεια τους και αποφάσισαν να βγουν στο κλαρί, κηρυχθέντες εν
τω μεταξύ λιποτάκτες παρά της Μεραρχίας. Το μίσος δια τον φόνο του πατέρα
τους, ήτο μεγάλο και αμέσως άρχισαν φόνους, βιασμούς, ληστείες. Κατόρθωσαν
έτσι σε κάθε χωριό να έχουν πληροφοριοδότες, τους οποίους πλήρωναν αδρά για
να κάνουν την δουλειά τους. Δυστυχώς συνεργάτες των Ρεντζαίων, ήσαν εκτός
των χωρικών, άνθρωποι κατέχοντες υψηλές θέσεις εις την κοινωνία, εις την
Αστυνομία - Γενική Διοίκηση, και ευυπόληπτοι πολίτες. Μετά την σύλληψη των
Ρεντζαίων και την εκτέλεση τους, εις το Νησάκι Βίδο Κερκύρας, όπου άλλοτε
ήταν Αγροτικαί Φυλακαί (εκεί εκτελέστηκαν), πολλοί τότε εθεάθησαν να έχουν
οικονομική επιφάνεια μεγάλη ενώ πριν τα οικονομικά τους ήσαν ελάχιστα.
Για τους αδελφούς Γιάννη και Θύμιο Ρέντζιου, η
οικογένεια μου έχει προσωπικό βίωμα και σας παραθέτω την κάτωθι ιστορία, η
οποία είναι πραγματική. Το σπίτι μας στην συνοικία Σιαράβα, είναι πολύ
παλαιό, κτισμένο τον Ι7ον αιώνα στην θέση Ταμπάκικα, όπου επί 3 αιώνες
ευδοκιμούσαν τα Βυρσοδεψία, προσφέροντας εις την πόλη των Ιωαννίνων πολλά
χρήματα από το εμπόριο των δερμάτων. Όλα τα σπίτια - βυρσοδεψία και τα
σφαγεία, ήταν πλησίον του νερού, διότι τα νερά ήτο απαραίτητα δια τον
καθαρισμό των δερμάτων. Το βυρσοδεψείο μας αντί παραθύρων προς το δρόμο της
λίμνης, σημερινής οδού Γαριβάλδη, υπήρχε μία μικρή πολεμίστρα και η
εξωτερική πόρτα από χονδρό ξύλο, επενδυμένη με φύλλο σιδερένιο και μεγάλα
σιδερένια καρφιά. Έτσι είχε αρκετή ασφάλεια, διότι δεν υπήρχαν φώτα στην
λίμνη και ήτο άκρως επικίνδυνη η κυκλοφορία την νύχτα. Στην κατάσταση αυτή
ήτο μέχρι το έτος 1952, έκτοτε το μετατρέψαμε σε κατοικήσιμα δωμάτια
συνέχεια έχουμε και το πατρικό μας, επίσης σπίτι συνεχόμενο του
βυρσοδεψείου, όπου μεταξύ τους υπάρχει μεγάλη αυλή, 80 μέτρων, όπου
κρεμούσαμε τα δέρματα στον ήλιο για να στεγνώσουν.
Η μητέρα μου την εποχή των Ρεντζαίων ήτο
μοδίστρα, "τηρζίνα" γιαννιώτικα, με μεγάλη πελατεία τόσο στα Γιάννενα, καθώς
και στα περισσότερα βλαχοχώρια, έχοντας πολλές μαθήτριες «καλφάδες» και
έφτιαχνε προικιά.
Την εποχή εκείνη, πολλοί Ηπειρώτες από τα
Βλαχοζαγόρια, ήσαν ταξιδεμένοι στην Ρουμανία ασχολούμενοι με το εμπόριο της
ξυλείας, μεταξύ αυτών ήτο και ένας ξυλέμπορος από το Γρεβενίτι, πολύ
πλούσιος, ο οποίος ήλθε στο χωριό του για να παντρευτεί και να επιστρέψει
μετά πάλι, στις επιχειρήσεις του στην Ρουμανία. Οι αδελφοί Καππά, Χαρίλαος
και Βασίλειος, υπέδειξαν την μητέρα μου την καλύτερη μοδίστρα για να φτιάξει
την προίκα, στην μέλλουσα σύζυγό του. Ο μεν μνηστήρας, εγκαταστάθει εις το
ξενοδοχείο Αβέρωφ επί της Κεντρικής Πλατείας και απέναντι του ωρολογίου, η
δε μνηστή του έμεινε εις το σπίτι μας, ώστε και να κάνει καθημερινά πρόβα.
Οι Ρεντζαίοι πληροφορηθέντες, ότι η
μνηστή του Ξυλεμπόρου, μένει στο σπίτι μας, μια νύχτα αργά το βράδυ ήλθαν
και κτυπούσαν την πόρτα του βυρσοδεψείου, για να κάνουν την απαγωγή και να
ζητήσουν χρήματα αρκετά για να την απελευθερώσουν. Η θέσης του βυρσοδεψείου,
ήτο ιδανικός τόπος για να πραγματοποιήσουν τα σχέδια τους. Σκότος και νερά
τους ευνόησαν. Έτρεξε η μητέρα μου να δει
τι συμβαίνει και χωρίς να την καταλάβουν, ήτο ξυπόλυτη, ήλθε και
άκουσε τη συνομιλία τους και κατάλαβε ότι ήταν οι Ρεντζαίοι. Φόβος και
τρόμος την έπιασε, αλλά ήτο και θαρραλέα γυναίκα τότε τους ρώτησε τι θέλουν
και μας ανησυχούν αυτή την ώρα; Της απήντησαν να ανοίξει να μπουν μέσα να
δουν τον ξυλέμπορο, ο οποίος είναι χωριανός και συγγενής τους και έχουν
μεγάλη ανάγκη να τον δουν προσωπικά. Η μητέρα μου τους είπε πως δεν μπορεί
να τους ανοίξει είναι νύχτα και πως δεν είναι δω τα πρόσωπα που ζητάνε και
να πάνε στο ξενοδοχείο να τα ανταμώσουν. Τότε αυτοί την απείλησαν ότι θα
βάλουν φωτιά και θα κάψουν το βυρσοδεψείο και τους απήντησε η μητέρα μου
κάντε ότι θέλετε, ενώ συγχρόνως έτρεξε και πήρε το ζεύγος και τούς πήγε
απέναντι από το σπίτι μας στην οικογένεια Γ. Παπλωματά, για να τους
προστατεύσει. Έτσι η απαγωγή δεν έγινε. Την άλλη μέρα το ζεύγος ζήτησε την
προστασία της Αστυνομίας και η οποία τους φυγάδευσε με ασφαλή συνοδεία
χωροφυλάκων μέσον Πρεβέζης, έφυγαν και εγκαταστάθηκαν εις Ρουμανία. Εν τω
μεταξύ η μητέρα μου, έφτιαξε την προίκα, την οποία
οι συγγενείς του ζεύγους, μετέφεραν εις το Βουκουρέστι της Ρουμανίας.
Γιάννης Κ. Τρεμπέλης