ΤΟ ΤΡΙΩΔΙΟ ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ ΤΟΥ ΧΘΕΣ
Βασίλης Π. Κονιτσιώτης
Στην άλλοτε μικρή και
γραφική πόλη μας, πριν ακόμη «εισβάλλει» ο «πολιτισμός» και η
τεχνολογική εξέλιξη, πριν το κέρδος υποκαταστήσει την ποιότητα και
ωραιότητα των θαυμαστών κήπων, των μικρών και γραφικών δρόμων της
πόλης και των πλατειών, όπου αναβίωναν για εκατοντάδες χρόνια -
ακόμη και στην φριχτή τουρκική σκλαβιά - τα έθιμα και οι παραδόσεις
της φυλής μας και ιδιαίτερα τα τοπικά έθιμα των Απόκρεω, της
Αποκριάς αποκαλούμενης από τους Γιαννιώτες που ήταν στενά
συνυφασμένη με την τελευταία Κυριακή πριν από την Τεσσαρακοστή.
Κυριακή που όλοι φτωχοί και πλούσιοι, οικογενειάρχες και
«μπεκιάρηδες», γευόταν κάθε είδους κρέατος. Ημέρα κατ’ εξοχήν της
κρεοφαγίας και της τυρόπιτας λίγο πρίν ακολουθήσει τεσσαρακονθήμερη
νηστεία και προσευχή μέχρι την Μεγάλη Εβδομάδα των Παθών και της
Αναστάσεως του Κυρίου. Λαογραφικά οι Απόκριες διασώζουν ακόμη και
στις μέρες μας, παρά την εισβολή ξενόφερτων ηθών και εθίμων της
Αποκριάς από την μακρινή Βραζιλία και τις χώρες τις Ευρώπης, τα
πατροπαράδοτα έθιμα τα οποία όλοι βιώσαμε στην παιδική μας ηλικία
και τα οποία μας ακολουθούν και μας συντροφεύουν, τι και αν πέρασαν
πολλά πολλά χρόνια από τότε.
τζιαμάλα στις γειτονιές στα Γιάννενα
Η εθιμολογία των
Απόκρεω στην πόλη μας συνδέεται άρρηκτα με τις φωτιές (τζαμάλες) που
άναβαν το βράδυ της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς και κρατούσαν
μέχρι την Δευτέρα τα ξημερώματα και που σήμερα επεκτείνεται το
άναμμά της μέχρι την πρωία της Τρίτης για λόγους παράτασης της
διασκέδασης και του κεφιού.
Μικροί και μεγάλοι
συγκεντρώνονταν γύρω από τις φωτιές με ξεχωριστή ο καθένας
μεταμφίεση αφού όλη την ημέρα γυρνούσαν την πόλη με χαρές και με
τραγούδια κυρίως αποκριάτικα με έντονο τον σαρκασμό και με
πειράγματα προς όλους, μετά από τις επισκέψεις στα σπίτια και τις
γειτονιές.
Κύριο χαρακτηριστικό
του εθίμου της Αποκριάς που έχει τις ρίζες του στα Ρωμαϊκά χρόνια
ήταν η ξέφρενη και άνευ αιδούς, πολλές φορές, διασκέδαση, με
πρώτιστο χαρακτηριστικό το γλέντι. Κύρια μεταμφίεση οι γαμπροί και
οι νύφες, οι αλλαγές φύλλου ως προς την εμφάνιση και όχι βέβαια ως
προς την… πεποίθηση όπως σήμερα συμβαίνει, αλλά και ένα πλήθος άλλων
μεταμφιεσμένων με απλά ποικιλόχρωμα ρούχα και με ειδικές στολές που
πολλές φορές για να τις ετοιμάσουν, οι ρέκτες του είδους έκαναν
πολλούς μήνες. Οι μεταμφιέσεις αυτές ήταν χειροποίητες, έργα των
νοικοκυρών που με τη φαντασία τους παρουσίαζαν όλα τα επαγγέλματα
από μία άλλη οπτική, κωμική και ξεκαρδιστική πολλές φορές εμφάνιση
επιστημόνων γιατρών, δικηγόρων, καθηγητών, ιερωμένων, χωρικών και
ανθρώπων με σωματικά προβλήματα τα οποία ετόνιζαν οι υποδυόμενοι
«μασκαράδες» με ξεχωριστή πειστικότητα.
Ολόκληρη η μέρα της
τελευταίας Κυριακής ήταν αφιερωμένη στο χορό, στο τραγούδι και στα
πειράγματα αλλά και στο πατροπαράδοτο «γαϊτανάκι» του οποίου άνδρες
και γυναίκες της γειτονιάς προσπαθούσαν να πλέξουν τις κορδέλες τις
πολύχρωμες, στον ιστό που τοποθετούσαν σε κεντρικό σημείο της
πλατείας της κάθε γειτονιάς.
Τα ξύλα για τις φωτιές
το βράδυ της Κυριακής δεν τα παραχωρούσε βέβαια τα χρόνια εκείνα η
Δημοτική αρχή, αλλά οι πιτσιρικάδες της κάθε γειτονιάς που
επισκέπτονταν από μέρες πριν τα σπίτια και προμηθευόταν ξύλα και
παλιά έπιπλα άχρηστα κλπ, καιόμενα είδη και βέβαια από «επισκέψεις»
στο δάσος και στα περίχωρα όπου μάζευαν όσα ξύλα και κούτσουρα
βρισκόταν καταγής από τις χειμερινές μπόρες.
Τα «μπουλούκια» των
μασκαράδων γυρνούσαν από γειτονιά σε γειτονιά με γεμάτες τις τσέπες
χαρτοπόλεμο και σερπαντίνες που πολλές φορές κατασκευάζονταν «οίκοι»
και «ιδίαις δαπάναις» από παλιά τετράδια που υπομονετικά έκοβαν με
το τρυπητήρι τον γνωστό σε όλους «διακορευτή».
Το άναμμα της φωτιάς
ήταν πραγματική ιεροτελεστία αφού μετά την προεργασία, που ήταν το
σκάψιμο μιας μεγάλης λακκούβας, την τοποθέτηση μέσα σε αυτή ξηρά
χόρτα και μικρά και λεπτά ξυλάκια, τα «τσάκνα» και μετά πιο πάνω τα
λίγο πιο χοντρά για να καταλήξει η πυραμίδα των ξύλων στα κούτσουρα.
Γύρω από αυτές τις
φωτιές που υποκαθιστούσαν τα βράδια της Αποκριάς το ελλιπέστατο σε
θέρμανση μαγκάλι με τα κάρβουνα στο σπίτι, ήταν ότι έπρεπε για
μικρούς και μεγάλους η ζεστή ατμόσφαιρα γύρω από την φωτιά, το
γλέντι, ο χορός και το τραγούδι και τα ποτά που έρρεαν άφθονα την
βραδιά αυτή αποκλειστικά προνόμιο των μεγάλων έως πολύ μεγάλων
γειτόνων και περαστικών, την κρύα Αποκριάτικη νύχτα.
Μεγάλος συναγωνισμός
μεταξύ των γειτονιών της πόλης που διατηρείται μέχρι τις μέρες μας
και η άμιλλα για την καλύτερη και πλουσιότερη φωτιά αλλά και αυτή
που προσείλκυε περισσότερο κόσμο, με βραβεία και έπαθλα που
συνίσταντο κυρίως σε μία «εύφημο μνεία» που ικανοποιούσε τους
διοργανωτές και ανέβαζε τις «μετοχές» της γειτονιάς για ένα ολόκληρο
χρόνο.
Στα Γιάννενα, στην
πόλη μας, συνέπιπτε τις περισσότερες φορές η γιορτή της Αποκριάς με
τις γιορτές της απελευθερώσεως της πόλεως από τους Τούρκους, που
γιορτάζεται στις 21 Φεβρουαρίου. Τα γλέντια της Αποκριάς έσμιγαν με
την πατριωτική έξαρση και τα αποκριάτικα τραγούδια με το γλυκό
τραγούδι της λευτεριάς «Τα πήραμε τα Γιάννενα…» Άλλωστε οι εποχές
εκείνες ήταν πολύ κοντά στην απελευθέρωση και οι περισσότεροι των
κατοίκων, έζησαν και βίωσαν την μαύρη σκλαβιά και την δουλεία. Οι
ονομαστές σε όλη την Ελλάδα φωτιές της Αποκριάς των Ιωαννίνων ήταν
πόλος έλξεως όλων των Γιαννιωτών αλλά και σήμερα πολλών επισκεπτών
από όλα τα μέρη της Ελλάδος. Οι φημισμένοι μαχαλάδες του Κάστρου,
του Κουρμανιού, της Σιαράβας, της Καλούτσιανης, της Καραβατιάς των
Ζευγαριών, της Λούτσας και του Πλάτανου έδιναν όψη παραμυθένια στην
πόλη. Αποκριάτικα τραγούδια έδιναν και έπαιρναν όπως ο «Χαραλάμπης»,
«Ξύλα για τις απόκριες…», «Πως στουμπίζουν το πιπέρι…» κ.α.
Τα χόρευαν γύρω από
τις φωτιές οι μασκαρεμένοι άνδρες και γυναίκες κρύβοντας τα
χαρακτηριστικά του προσώπου τους με μαντήλια, με μάσκες, και με
γανώματα που τους έκαναν αγνώριστους ακόμη και στους στενούς
συγγενείς τους.
Τα ξημερώματα της
Καθαράς Δευτέρας σε πολλές συνοικίες αλλά και στα σπίτια επικρατούσε
το έθιμο του σφιχτοβρασμένου αυγού που δενόταν με ένα σπάγκο και
αφού το βούταγαν στο γιαούρτη το περιέφεραν σαν θυμιατήρι κοντά στα
ανοιχτά στόματα όσων μετά την κρασοκατάνυξη ήταν σε θέση να το
αρπάξουν. Όλη την νύχτα της Αποκριάς κανένας δεν κοιμόταν. Όλοι στο
γλέντι και στο χορό, όλη στην «κραιπάλη» της Αποκριάς όλοι στο
γλεντοκόπι που γινόταν με «έξω καρδιά» και χωρίς παρεξηγήσεις, μια
φορά τον χρόνο, όλοι μαζί οι Γιαννιώτες σαν ένας άνθρωπος
αγαπημένοι, γλεντούσαν σύμφωνα με πατροπαράδοτα, γνήσιοι απόγονοι
των παλαιών Γιαννιωτών που σήμερα δυστυχώς έχουν μείνει ελάχιστοι
αφού την πόλη των Γραμμάτων κατέκλυσαν ξένοι, οι οποίοι από μακρού
χρόνου πολιτογραφήθηκαν Γιαννιώτες και κατά δήλωσή τους κατάγονται
από την πόλη αυτή και την διοικούν.
Την Καθαρά Δευτέρα όλα
τελείωναν. Οι φωτιές αφήνονταν να σβήσουν. Οι χοροί σταματούσαν. Τα
υπολείμματα του γλεντιού οι σερπαντίνες και οι χαρτοπόλεμοι
περίμεναν τον οδοκαθαριστή που περνούσε την άλλη μέρα με το κάρρο
και μάζευε τις στάχτες. Άρχιζε η περίοδος της Μεγάλης Σαρακοστής.
Κανένας την εποχή εκείνη μικρός ή μεγάλος δεν διενοείτο να αρτηθεί.
Η νηστεία ήταν μια πραγματικότητα και όποιος την παρέβαινε ένιωθε
τύψεις και ενοχές.
Σήμερα δεν μπορεί
δυστυχώς να γίνει λόγος για νηστεία και… προσευχή. Ακόμη και η
Μεγάλη Παρασκευή είναι για πολλούς μία ημέρα που τρώγονται τα πάντα
ακόμη και ψητά τα οποία οι κάποιοι, τηρώντας τα προσχήματα,
βαπτίζουν νηστίσιμα.
Οι φωτιές (Τζιαμάλες) που ανάβουν σήμερα στις γειτονιές στα Γιάννενα