ΤΡΕΙΣ ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ
ΝΑ ΣΑΣ ΓΡΑΨΩ
του Τάσου Πορφύρη
1ος:
Τι να σας πω. Αναλογίζομαι πόσο όμορφα θα ήταν την εποχή που ο
Βάρναλης έξυνε τα μολύβια του, τα ’βαζε στη σειρά στο γραφείο
πλάι από το πάκο με τις κόλλες διαγωνισμού -έτσι τις λέγαμε
τότε-, έπινε τον καφέ του τον πολλά βαρύ και όχι σε χοντρό
φλιτζάνι ρουφώντας τον θορυβώδικα, προσκαλώντας και πολλές φορές
προκαλώντας την έμπνευση να τον επισκεφτεί τα πρωινά στην
«Πρωία» που εργαζόταν. Τώρα για Η/Υ ούτε κουβέντα να γίνεται ·
κι η γραφομηχανή χειρός -μια μικρή ολοκόκκινη
Olivetti-
τα ’φτυσε. Αγόρασα λοιπόν μερικά μολύβια
Faber με γομολάστιχα στο πίσω μέρος και δυο ξύστρες. Μονάχα για την
αλληλογραφία μου χρησιμοποιώ στυλό μελάνης. Τα γεμίζω από ένα
δοχείο της
Pelican
γιατί δεν θέλω να τα αχρηστεύσω μια και είναι δώρο της αλησμόνητης Μάνας
μου. Γενικά αισθάνομαι, συγκριτικά με τους υπόλοιπους ανθρώπους
-ακόμα και με τις λατρεμένες μου εγγονές που τα δαχτυλάκια τους
πετάνε πατώντας τα πλήκτρα του Η/Υ-, σαν άνθρωπος των σπηλαίων.
Δεν παραπονιέμαι. Ίσα-ίσα, όταν απευθύνω ένα γράμμα-χειρόγραφο,
εισπράττω ευχαριστίες από τους αποδέκτες που τα φυλάνε όχι για
την λογοτεχνική τους αξία -που έτσι κι αλλιώς είναι
αμφισβητήσιμη- αλλά για την προσωπική -σχηματική- γραφή, όπως
επίσης -άκουσον, άκουσον- και για το πολυτονικό τους. Δεν είμαι
ο μόνος βέβαια που γράφω σε πολυτονικό αλλά όσο πάμε και
λιγοστεύουμε. Σκέφτομαι πως στο μέλλον αν φιγουράρουν τέτοια
γραφτά σε προθήκες επ’ ευκαιρία επετείων ή διαφόρων ιστορικών
γεγονότων θα προκαλούν τους επισκέπτες όχι μ’ ό,τι γράφουν αλλά
πώς το γράφουν. Τα σχόλια θα δίνουν και θα παίρνουν: Για κοίτα!
Το ένα γραφτό διαφέρει από το άλλο! Πόση ώρα χρειάστηκε για ένα
γράμμα δισέλιδο; Και διορθώσεις, παραπομπές, στριμωγμένες
ανάμεσα σε δυο γραμμές. Το μελάνι ν’ απλώνεται ένα γύρω και το
στυπόχαρτο να επεμβαίνει σώζοντας το γραφτό. Υπάρχουν γραφτά με
ωραία ευανάγνωστα γράμματα κι άλλα με κοφτερά όλο γωνίες και το
τελικό τους σίγμα στριμμένο σαν ουρά λαβωμένου φιδιού·
ανάλογα με τις διαθέσεις
του γράφοντος. Γνωρίζω ανθρώπους που ό,τι και να τους συμβεί, ο
γραφικός τους χαρακτήρας παραμένει ο ίδιος ενώ άλλοι που ο
χαρακτήρας τους υπακούει στις διαθέσεις της στιγμής, οι οποίες
αλλοιώνουν την αισθητική του χειρογράφου σε σημείο που να
αναρωτιέται κανείς αν είναι το αυτό πρόσωπο που έγραψε τα δύο
γράμματα. Και για να ’μαι ειλικρινής, προτιμώ αυτούς που
υποκύπτουν στις διαθέσεις της στιγμής που γράφουν και αφήνουν κι
ένα παράθυρο της ψυχής τους ανοιχτό ν’ αντικρίσουμε το τοπίο
της.
2ος:
Ήτανε τότε που η Μυρτώ σπούδαζε φωνητική μουσική στο Ελληνικό
Ωδείο -πρώην
Löttner-
στην οδό Φειδίου αρ. 3. Το ωδείο σταμάτησε να λειτουργεί εκεί το
1971 και δεν ξανανοικιάστηκε το κτίριο από τότε. Λέγεται ότι
ανήκει στην Εθνική Τράπεζα ή στο Ταμείο των υπαλλήλων της. Αν
περάσεις βραδάκι που η κίνηση είναι περιορισμένη, μπορείς και να
ακούσεις τραγούδια του Αντίοχου Ευαγγελάτου που τα φέρνει
κύματα-κύματα η μνήμη όπως και συνθέσεις για πιάνο του Μάριου
Βάρβογλη.
Τα απογεύματα που περνούσα να πάρω τη Μυρτώ, πήγαινα
νωρίτερα απ’ το προκαθορισμένο ραντεβού με σκοπό να βρεθώ γωνία
Χαριλάου Τρικούπη και Φειδίου όπου στο ισόγειο μια μεγάλη
αίθουσα είχε νοικιαστεί σε εταιρεία δακτυλογράφων. Ο θόρυβος από
το πληκτρολόγημα στις μηχανές (Remington,
Olivetti
και άλλες) δημιουργούσε την εντύπωση μιας εν προόδω μουσικής
σύνθεσης. Δεν χόρταινα να ακούω. Προχωρούσα και λίγα βήματα πιο
πέρα μπροστά στις προθήκες ενός υποδηματοποιείου, κάνοντας πως
κοιτάζω τα υποδήματα, απολαμβάνοντας και από απόσταση τη
«μελωδία» που ξεχυνόταν από την αίθουσα με τις μηχανές. Το
γράψιμο με τη γραφομηχανή είχε αντικαταστήσει ένα μεγάλο μέρος
των χειρογράφων. Στη βοήθεια της γραφομηχανής έτρεχαν οι
δικηγόροι, ορισμένοι συγγραφείς, επιχειρηματίες, υπάλληλοι
υπουργείων και κυρίως οι του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Θυμάμαι
όταν είδα το φιλμ «Ο πολίτης Κέιν» όπου σκηνοθέτης και
πρωταγωνιστής ήταν ο ίδιος ο Όρσον Ουέλλες. Υπάρχει μια σκηνή
όπου ο Κέιν ανοίγει μια πόρτα μιας πελώριας αίθουσας απ’ όπου
ξεχυνόταν ένας δαιμονισμένος θόρυβος από εκατοντάδες
γραφομηχανές επί το έργον. Μόλις ύψωσε το χέρι του, μια απότομη
πηχτή σιωπή γέμισε την αίθουσα, από εκείνες που μπορούσες να τις
κόψεις με το μαχαίρι . Ήρθε στη μνήμη μου μια άλλη σιωπή σ’ ένα
τοπίο του Πηλίου από έναν στίχο της «Κίχλης» του Σεφέρη:
«Πώς σταματούν κι όλα μαζί
τα τζιτζίκια». Βαριά σιωπή πάνω στα δέντρα, τα σπίτια, τη
θάλασσα.
Αναρωτήθηκα · γιατί να μην γράψει κάποιος συνθέτης ένα έργο
όπως: «Κοντσέρτο για γραφομηχανή και ορχήστρα»;
Μήπως είχε γράψει και δεν το ’ξερα; Ρώτησα τη Μυρτώ ·
όχι, δεν ήξερε. Η απάντηση ήρθε από τον μεγάλο γιο μου, τον
Κωστή, μαζί μ’ έναν δίσκο
DVD:
«The
typewriter
Concerto»
του
Leroy
Anderson
(1908-1975), διάρκειας 2 πρώτων λεπτών ακριβώς. Ο σολίστ
καθισμένος μπροστά σ’ ένα τραπέζι που χωρούσε μόνον μια
γραφομηχανή και πλάι του στο πόντιουμ ο μαέστρος με την μπαγκέτα
στο χέρι έτοιμος να διευθύνει την συμφωνική ορχήστρα που
βρισκόταν σε στάση αναμονής. Γελάκια πνιχτά ακούγονταν από το
ακροατήριο ώσπου ο χειριστής της γραφομηχανής, προφανώς
υπακούοντας σε νεύμα του μαέστρου, πάτησε αρκετές φορές ένα
πλήκτρο · προφανώς να δώσει στην ορχήστρα τη νότα «λα»! Τα
-τρανταχτά τώρα- γέλια προέρχονταν από την ορχήστρα μέχρι που ο
εξάρχων έβαλε τα πράγματα στη θέση τους παίζοντας με το βιολί
του τη σωστή νότα. Θυμήθηκα τον «Μαθητευόμενο Μάγο» του Ντυκά.
Το κύριο βάρος βέβαια έπεφτε στον μαέστρο και την ορχήστρα μιας
και η πληκτρολόγηση δεν είχε καμιά ανταπόκριση σε μουσική νότα ·
ήταν απλά ένας θόρυβος. Προφανώς ο συνθέτης διέγραψε με τον
τρόπο του τη γραφομηχανή από όργανο ορχήστρας και μάλιστα
σολιστικό! Δεν θυμάμαι πού έχω διαβάσει τη γνώμη ενός
μουσικοκριτικού για το επάγγελμα του Διευθυντού Ορχήστρας: εάν
μεταξύ πόντιουμ και ακροατηρίου υπήρχε τοποθετημένο ένα παραβάν,
τότε το επάγγελμα του Διευθυντού Ορχήστρας θα ήταν όχι τόσο
επιθυμητό.
Καθώς
γράφω αυτές τις αράδες με μολύβι μαύρο
Faber
No.2
με ενσωματωμένη γομολάστιχα στο ένα άκρο το, αναρωτιέμαι αν θα
γραφτεί και κανένα κοντσέρτο για
e-mail
καθώς η ιδιόχειρη γραφή -το χειρόγραφο- αποτελεί πια ένα
παλαιολιθικό παρελθόν και η γραφομηχανή μια τρυφερή ανάμνηση.
Πιστεύω πως δεν θα γραφτεί τίποτα καθώς τα e-mails γράφονται στα
μουλωχτά -στη ζούλα που λέμε- χωρίς έστω και ελάχιστο θόρυβο,
σαν χάδι. Καταργείται η ακοή και προβάλλεται η όραση που
απολαμβάνει εικόνες σπάνιων χρωματικών συνδυασμών σε όλα τα
φορητά ηλεκτρονικά μαραφέτια που κατακλύζουν τις αγορές · «και
τι δεν θα ’δινα για ένα τάμπλετ» αναφωνεί νεαρά, υποψήφιο θύμα
της τεχνολογίας. Ευτυχώς δεν ονοματοποίησε τις προσφορές
συνοδευμένες και από οπτικές παραστάσεις και δεν γίναμε μάρτυρες
ανεπιθύμητων -ή επιθυμητών- σκηνών.
Σιγά-σιγά αποκλείουν απ’ τη ζωή τους το ασπρόμαυρο χρώμα. Όλη
του την κλίμακα από το υποτυπώδες γκρι έως το βαθύ μαύρο. Όλη
του τη διάθεση από την ελαφρά μελαγχολία έως το έρεβος της
απελπισίας. Αυτή η πλαστή πραγματικότητα, το περίσσευμα των
χρωμάτων, σηματοδοτούν και μιαν αλλαγή προς τη φωτεινότητα, την
πανδαισία τους. Αυτή η πλαστογράφηση της πραγματικότητας, κυρίως
του τοπίου, στο όνομα της ολοκληρωτικής κατάκτησης των χρωμάτων
και των συνδυασμών τους, είναι παρακινδυνευμένη γιατί το γκρίζο
με τις παραλλαγές του ενεδρεύει και είναι έτοιμο να
αποκαταστήσει την χρωματική τάξη στο όνομα μιας πραγματικότητας
που είναι πιο φιλική και πιο ειλικρινής προς τα
αισθήματα.
3ος:
Ανατρέχοντας στα προ εβδομηκονταετίας δρώμενα σας πληροφορώ
ότι στη Μέση Εκπαίδευση -και Κυρίως στις Μέσες Εμπορικές Σχολές-
υπήρχε μάθημα καλλιγραφίας. Ειδικά πενάκια, καλαμάρια γεμάτα
μελάνι, στυπόχαρτα. Ένας απόφοιτος Μέσης Εμπορικής Σχολής
μπορούσε να δώσει εξετάσεις για την τότε Ανωτάτη Εμπορική Σχολή,
τώρα Α.Σ.Ο.Ε. ή να προσληφθεί ως λογιστής σε εμπορικές
επιχειρήσεις. Ένα από τα κυριότερα προσόντα του υποψήφιου
λογιστού ήταν η καλλιγραφία · δια λόγους αισθητικής και κυρίως
του ευανάγνωστου του πράγματος ώστε να μην υπάρξει περίπτωση να
παρεξηγηθεί έστω και ένα γιώτα που θα έμοιαζε κάπως με ήτα ή
ύψιλον. Επί πλέον -κυρίως- να μην δημιουργήσει το δυσανάγνωστον
της γραφής προβλήματα εγκυρότητας του γραπτού, οπότε θα υπήρχε
περίπτωση τυχόν αναθεώρησής του. Αυτό σήμαινε χάσιμο χρόνου με
συνέπεια χάσιμο χρήματος. Στο εμπόριο αυτά είναι ισοδύναμα. Τώρα
φαντάζομαι πως κάθε θρανίο έχει και το τάμπλετ του. Και από
ορθογραφία, πώς τα πάνε; Κανένα πρόβλημα, μου λέει ο μεγάλος μου
γιος, ο Κωστής · αν υπάρξει ορθογραφικό λάθος, επεμβαίνει
αυτόματα ο ορθογράφος του Η/Υ και το διορθώνει πάραυτα. Ούτε
γάτα, ούτε ζημιά λοιπόν.
Ευγνωμονώ τους φίλους, τους ομότεχνους τους αγαπημένους, τους
αναγνώστες του έργου μου, που είχαν την καλοσύνη να μου γράψουν
-και όσους μου γράφουν ακόμα- και μπορώ ώρες-ώρες να ξεφυλλίζω
τον φάκελο -απ’ το θησαυροφυλάκιο- και να μυρίζω τα αρώματα μιας
εποχής, θαρρείς κι έχω ταξινομήσει σε φάκελο σελίδα-σελίδα
αποξηραμένα λουλούδια απ’ την πατρίδα. Όπως ο συνταξιούχος
δάσκαλος Κώστας Λαζαρίδης απ’ το Κουκούλι Ζαγορίου -φίλος του
Βασίλη Φανίτσιου- καθώς μάζευε λουλούδια από τη χαράδρα του
Βίκου και τα ταξινομούσε σε φακέλους που βρίσκονται στο μουσείο
του χωριού του. Τα γραφτά τους αναπαύονται στις σελίδες τους.
Πριν τα αδράξουν τα διάφορα μηχανήματα και τα περάσουν από τους
μύλους της ομοιομορφίας αφαιρώντας τα στοιχεία της
ιδιαιτερότητάς τους που δεν συνιστά βέβαια παρανόηση ή άλλη
αβαρία του κειμένου. Εκείνο που χάνεται παντελώς είναι η ομορφιά
τους, η άμεση σύνδεση με το μέσα μας, που κάνουν υποφερτή αυτήν
την ισοπέδωση, την απέραντη έκταση που καλύπτει τα πάντα.
Τάσος
Πορφύρης, Μάρτιος 2015