"ΓΙΑΓΙΑ ΜΕ ΠΟΝΑΣ"
του Ηπειρώτη Τάσου Πορφύρη
Τάσος Πορφύρης
Καταχείμωνο. Το υπνοδωμάτιο στο εξοχικό σκέτο ψυγείο. Τα
παράθυρα κλειστά αλλά οι μελωδίες από το πάρτυ στο γειτονικό
κέντρο ακούγονταν κύματα-κύματα καθώς τα έφερνε ο βοριάς.
Άναψε
το φως και μου είπε: Στη ντουλάπα έχει κουβέρτες και μαξιλάρια ·
βολέψου. Θα μπορούσες να μείνεις μαζί μας από του να ξεπαγιάσεις
εδώ, χωρίς θέρμανση. Πάντα υπάρχει καιρός ν’ αλλάξεις γνώμη.
Όχι, ξανάπα. Ήρθα από την Αίγινα να τον δω, το ’χαμε
κανονίσει καιρό τώρα. Έζησα αρκετές ώρες αγκαλιά με τ’ όνειρο.
Και κείνος δεν ήρθε. Προτιμώ μια καταστροφή από την «καλοπέραση»
μερικών ωρών. Θα ξημερώσει · δύσκολα, αλλά θα ξημερώσει.
Την
άφησα στο σπίτι και γύρισα στο γλέντι. Χορευτική μουσική από
δίσκους 331/3 στροφών ή 45. Αγκαλιά, φιλιά και γέλια.
Κάποιος φώναξε: «Χιονίζει!».
Τρέξαμε
όλοι στη τζαμαρία της σάλας. Καθαρίζαμε με τις παλάμες τις
γυάλινες επιφάνειες που είχαν θαμπώσει από τις ζεστές
εξομολογήσεις · έπεφτε ένα ήσυχο χιόνι στα φώτα του κήπου, στα
δρομάκια ανάμεσα στα σκίνα, στους κορμούς των πεύκων από τη
βορεινή τους πλευρά. Μείναμε άφωνοι αρκετή ώρα. Τόσο ποθούσε η
ψυχή μας κάτι από ψηλά!
Επιστροφή στα φαγητά με τη ρετσίνα και τα βλέμματα να
λαμποκοπάνε. Οι καρδιές ανοιχτές, οι εξομολογήσεις όσο κρατούσε
η Νύχτα. Κι όταν άρχισε να φέγγει, η μεγάλη κατσαρόλα με γάλα
γίδινο απ’ τη Σταμάτα στη ζεστή ακόμα μαντεμένια κουζίνα. Όταν
πήρε βράση το γάλα ένα πλόχερο αλάτι από τον μπάρμπα-Μήτσο για
να το γλυκάνει. Με τη μεγάλη κουτάλα γέμιζε ένα-ένα τα κύπελλα
των ξενύχτηδων που περνούσαν από μπροστά του. Μετά από κάθε
ρουφηξιά ένα «άιιι!» μακρόσυρτο, δείγμα ευχαρίστησης. Μ’ ένα
μπρίκι σκεπαστό έφτασα στο σπίτι. Τη βρήκα ντυμένη, έτοιμη πίσω
από την πόρτα. «Έλα, πιες το! Θα σου κάνει καλό!». Το ήπιε με
βουλιμία · «ευχαριστώ» είπε.
Όσοι
είχαν δικά τους αυτοκίνητα ξεκίνησαν τραγουδώντας και
κορνάροντας. Οι υπόλοιποι περίμεναν να ξεκινήσει το λεωφορείο
των 7 για Αθήνα κι εγώ με τη φίλη μου, των 7 για Πειραιά. Το
καράβι απέπλεε στις 8.30 για Αίγινα · προλαβαίναμε.
Μόλις
ανεβήκαμε στο λεωφορείο και καθίσαμε στο διπλό κάθισμα, έγειρε
το κεφάλι της στο ώμο μου και την πήρε ο ύπνος. Χρειάστηκε να
την ξυπνήσω όταν φτάσαμε στον Πειραιά. Είχαμε καιρό για έναν
καφέ και τσιγάρο στο καφενείο του λιμανιού. Η θάλασσα ήρεμη και
τα καράβια με τις σιαγόνες ανοιχτές έτοιμα να καταπιούν για
πρωινό αυτοκίνητα και επιβάτες.
Έφτασε
η ώρα. Σφίξιμο των χεριών, χωρίς κουβέντες. Γιατί όπως έλεγε κι
ο γέρο- Πάουντ: «Τι φελάνε τα λόγια, δεν φελάνε τα λόγια. Δεν
έχουν τα πράγματα τελειωμό μες στην καρδιά μας». Ανέβηκε ο
καταπέλτης με θόρυβο κι έκλεισε με πάταγο η μέσα πόρτα της, παρ’
όλο που το περίμενε. Έμειναν έξω απ’ τη ζωή της στιγμές που την
ομορφαίναν. Απαρηγόρητος περίμενα ν’ ανέβει στο κατάστρωμα.
Ακούμπησε στο παραπέτο κι ύψωσε το ένα της χέρι για
αποχαιρετισμό · είμαι σίγουρος πως έκλαψε αλλά δεν μπορούσα να
το διακρίνω από την απόσταση, ούτε εκείνη.
Σαράντα
χρόνια αργότερα τυχαία συνάντηση στην έκθεση φωτογραφίας ενός
κοινού φίλου. Ελάχιστες σπίθες -έτσι νόμιζα- και λίγες λέξεις:
«Τι κάνεις; Καλά κρατιέσαι!».
Κι εσύ!
Από πού
κρατιόταν δεν μπορούσα να καταλάβω · όλα τους είχαν σωριαστεί σε
ερείπια.
Τα
χέρια του φίλου σε γροθιές βαθειά στις τσέπες του τζάκετ. Της
φίλης, κρατώντας τα χέρια της εγγονής σφιχτά:
Γιαγιά
με πονάς!
Απρίλης 2014