Γράφει ο Τάσος Πορφύρης
«Το
βάφτισμα» του Δημήτρη Χατζή · μια ανάγνωση
Όταν
ο Χατζής αποφασίζει να μας συγκλονίσει, το μπορεί και σε οκτώ
σελίδες με τρία πρόσωπα κι ένα πουλάρι. Οι λέξεις
δυσκολοπρόφερτες, απελέκητες πέτρες βγαλμένες από τα μέσα
νταμάρια με κόπο και πόνο γι’ αυτό και καμιά δεν περισσεύει.
Στέργιος και πουλάρι, ένα. Όταν η μάνα φώναζε: _ Ω! Στέργιο,
πρώτο σήκωνε τ’ αυτιά το πουλάρι και χλιμιντρούσε
κι
ύστερα γύριζε προς το μέρος της ο γιος. Η φοράδα κουβαλούσε
δεμάτια στάρι απ’ το χωράφι για αλώνισμα. Το πουλάρι από κοντά
τριποδίζοντας · παίζοντας. Η απόφαση του πατέρα μουσγκωμένος
1
ουρανός · μ’ αστροπελέκι.
Δημήτρης Χατζής
Φώτο Πηγή: Γιώργος
Μ. Βραζιτούλης
_ Θα
σας πάρω, λέω τη φοράδα, είπε.
_
Για το δρόμο;
_
Είπαν θέλουν και κάρα…
_
Και στ’ αλώνι;
_ Το
πουλάρι.
_
Μικρό δεν είναι ακόμα Βαγγέλη;
_ Θα
βαστάξει · βαστάει αυτό.
_
Και ζάπι
2
ποιος θα το κάνει;
_
Από μένα καλύτερα αυτός.
Η
Γυναίκα, η Μάνα κατέβηκε στο κατώι, έβαλε σανό στη φοράδα, έβαλε
και στο πουλάρι. Καθώς γύρισε και την κοίταξε άρπαξε το κεφάλι
του και το ’σφιξε στα μαραμένα της στήθια. Όταν ανέβηκε στην
κάμαρη πήγε και στο παιδί που κοιμόταν. Το χάιδεψε κι αυτό μια
φορά. Σκέφτηκε το πουλάρι στ’ αλώνισμα κούτσικο
3
και
αμάθητο και το γιόκα με το καμουτσίκι · διπλή μαχαιριά.
Το
πρωί έζεψε τη φοράδα στο κάρο ο Βαγγέλης. Το παιδί στεκόταν
δίπλα του με το μακρύ καμουτσίκι -συνεχής απειλή- στο χέρι του.
Πίσω το πουλάρι, σαν μανάρι σαν ζαγάρι. Η Μάνα απ’ το παραθύρι
να βλέπει, καθαρά στην αρχή κι ύστερα θαμπά, τον Βαγγέλη, τον
Στέργιο, τη φοράδα και το αμάθητο πουλάρι. Τ’ αλώνι γεμάτο
δεμάτια λυμένα, απλωμένα στην επικράτειά του. Στη μέση το χοντρό
παλούκι μπηγμένο βαθιά · ο στρόυρας
4.
Μια χοντρή τριχιά με την μια της άκρη δεμένη στη λαιμαριά
5
του
πουλαριού και την άλλη στον στρόυρα. Ο Στέργιος με το καμουτσίκι
στο πλευρό και το πουλάρι τριπόδιζε: χόπλα-χοπ, ψυχούλα μου
κάνοντας γύρους στ’ αλώνι. Κι ήταν ακαλίγωτο
6
, οι
οπλές τρυφερές από το τρέξιμο στο χορτολίβαδα με τα μανούσια και
τις μπουρντένιες
7.
Κι
εκεί που ’τρεχε το πουλάρι και χαίρουνταν, ξαφνικά κοκκάλωσε:
_
Άιντε, Στέργιο… Τίποτα.
Κροτάλισε δυνατά το καμτσίκι στον αέρα. Το πουλάρι δε σάλεψε. Το
σήκωσε ψηλά μ’ όλη του τη δύναμη και το κατέβασε στα ιδρωμένα
καπούλια. Μια, δυο φορές. Τοπ πουλάρι τινάχτηκε ξαφνιασμένο · τα
μάτια του μεγαλωμένα, έκπληκτα, υγρά. Έκανε μια να σηκωθεί στα
πισινά του ποδάρια, φρούμαξε τρέμοντας ολόκληρο. Το παιδί είδε
τις χαρακιές στο ιδρωμένο κορμί του πουλαριού, πέταξε το
καμουτσίκι στα στάχυα, έτρεξε και τ’ αγκάλιασε στο στήθος. Το
πουλάρι χαμήλωσε το κεφάλι και το ’τριψε στο πρόσωπο του
παιδιού. Το παιδί δεν μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυά του κι
έκλαιγε με λυγμούς. Ο ήλιος όλο κι ανέβαινε. Το παιδί έσκυψε και
πήρε το καμουτσίκι. Πήγε από πίσω:
_
Άιντε Στέργιο.
Τ’
άλογο έσκυψε μια φορά τ’ ωραίο κεφάλι, ύστερα το τίναξε πίσω και
κάλπασε πάνω στα στάχυα.
_
Έι-Χω, φώναξε το παιδί κι η φωνή του χαρούμενη κι άγρια. Είχανε
βαφτιστεί και τα δυο. Είχαν ενηλικιωθεί. Ο Στέργιος άντρας · το
πουλάρι άλογο.
_ Έι-Χω, αντιλάλησε η
ρεματιά · ρίγησαν τα φύλλα των βελανιδιών, κρύφτηκαν οι
βερβερίτσες
8
στις
κουφάλες, έμειναν μετέωρες οι χειρονομίες των δρυάδων καθώς
βούρτσιζαν τα μακριά μαλλιά τους. Ο αητός ισοζυγίστηκε στον
ουρανό της χαράδρας και τα βουνά κράτησαν την ανάσα τους.
_
Έι-Χω!
1
μουσγκωμένος: συννεφιασμένος
και σκοτεινιασμένος αντάμα
2
ζάπι (τον κάνω ζάπι): τον
δαμάζω, τον καταβάλλω, τον νικώ
3
κούτσικο: μικρό στην ηλικία ή
στο δέμας
4
στρόυρας: παλούκι ξύλινο χοντρό,
μπηγμένο στη μέση του αλωνιού
5
λαιμαριά: δακτύλιος μάλλινος ή
πέτσινος, περασμένος στο λαιμό του ζώου, όχι τόσο χαλαρός ώστε
να φεύγει ούτε τόσο σφιχτός ώστε να δυσκολεύει την κίνηση του
λαιμού
6
ακαλίγωτο: χωρίς πέταλα · εδώ
λόγω ηλικίας
7
μπουρντένιες: άγρια σπαράγγια
8
βερβερίτσες: σκίουροι