ΓΙΑΝΝΕΝΑ  ΠΟΛΗ  ΤΩΝ  ΕΥΕΡΓΕΤΩΝ


Αποχαιρετισμός στον σιδηροδρομικό σταθμό

ΣΩΒΙΝΙΣΤΙΚΟ (Δεκαετία του ’70)

 Του Τάσου Πορφύρη

Σ.Σ.: το τραγούδι προστέθηκε από εμένα.Ν.Ρ.

Γράμματα από τη Γερμανία - Μίκης Θεοδωράκης
Στίχοι: Φώντας Λάδης
Τραγούδι: Γιώργος Ζωγράφος
1-Χτες στη Βίλεμ Στράσε, 2- Έλληνες Τούρκοι Κι Ιταλοί, 3-Εμείς Οι Έλληνες Εργάτες

Εάν δεν παίζει με το άνοιγμα της σελίδας,
πατήστε το βελάκι για να ξεκινήσει!!!

Ο δρόμος πολυσύχναστος· κοντά στην Ομόνοια, βλέπεις. Ψησταριές, καταστήματα ειδών ευκαιρίας, πιάτσα για ταξί, πιάτσα για πουτάνες. Άλλες χοντρές, άλλες στέκες, όλες με το τσιγάρο στο στόμα ή στο χέρι και το βλέμμα προσποιητά ονειροπόλο. Στο πεζοδρόμιο άντρες τρίτης ηλικίας, έχοντας στην πλάτη τους τον πόλεμο του ’40, τον Εμφύλιο και ορισμένοι -παλιά γερά κόκκαλα- την εκστρατεία της Μικρασίας, χαζεύουν παίζοντας τα κομπολόγια τους.


Τάσος Πορφύρης  Βιογραφικό

Είναι ντάλα μεσημέρι -καλοκαιρινό- και μια μπόχα βγαίνει από τα καταστήματα -ψησταριές- που σου ’ρχεται να ξεράσεις. Είναι από τα κατεψυγμένα αρνιά Νέας Ζηλανδίας που τα αδειάζουν από το φορτηγό πρωί-πρωί, πετώντας τα στα πεζοδρόμια τυλιγμένα σε λινάτσες σαν κούτσουρα και κατευθείαν σε ηλεκτρικές σούβλες για να πουληθούν ως ντόπια Παρνασσού. Η ταμπέλα «Το παρόν κατάστημα υπόκειται εις αγορανομικόν έλεγχον ως προς τας τιμάς», με την αγγλική της μετάφραση «Prices are under police control», κρέμεται στη μέση της αίθουσας γεμάτη μυγοφτύσματα, δείχνοντάς μας τα σάπια της δόντια.

Τουρίστριες με ξεπλυμένα μάτια -κυρίως Γερμανίδες (τις ξεχωρίζεις από το άτονο βλέμμα τους το μοσχαρίσιο)- έρχονται κοπάδια-κοπάδια από την πατρίδα τους, την «καρτόφενλαντ», πέφτουν πεινασμένες στα φρούτα των μανάβικων, αράζουν στα εστιατόρια δείχνοντας τα μισοκαμένα μπούτια τους, παραγγέλνουν και περιμένουν το ψητό κι η χαρά μου δεν περιγράφεται σαν βλέπω τα γκαρσόνια με τις άσπρες ποδιές και τα μαύρα μουστάκια να κουβαλούν μερίδες Νεοζηλανδέζικου αρνιού και να τις εναποθέτουν ευλαβικά στο τραπέζι κι οι τουρίστριες να μουγκρίζουν από ευχαρίστηση και να γλείφονται λες και πρόκειται να γευθούν νέκταρ και αμβροσία.

Η μεγάλων διαστάσεων βουκολική τοιχογραφία καταλαμβάνει ολόκληρη τη μια πλευρά της αίθουσας και παριστάνει ένα καταπράσινο λιβάδι με το κοπάδι να βόσκει αμέριμνο -γνωρίζοντας πως κανένας δεν μπορεί να το οδηγήσει στα σφαγεία-, με τον τσομπάνο να παίζει τη φλογέρα του και τα σκυλιά να απολαμβάνουν τον ήχο της. Εν τω μεταξύ τα μαχαιροπήρουνα έχουν ανάψει. Η ρετσίνα ρέει από το μπουκάλι στα ποτήρια και στη συνέχεια στο λαρύγγι των τουριστριών και ό,τι συμπληρώνει την ευδαιμονία μου είναι η σκέψη πως θα τις πιάσει κανένα καραμπινάτο κόψιμο που δεν θα προλαβαίνουν να πηγαίνουν στην τουαλέττα. Κι αυτό να κρατήσει μέρες, να μην γίνονται καλά, παρ’ όλα τα γιατροσόφια με καφέδες χωρίς ζάχαρη, με λεμόνι, με όλα τα καταπότια. Να επιδεινώνεται η κατάστασή τους και να αναγκάζονται να διακόψουν τις διακοπές τους, να πάρουν των ομματιών τους και να  ξεκουμπιστούν μια ώρα αρχύτερα και μόλις πατήσουν το πόδι τους στη μοκέττα των αεροπλάνων της Λουφτχάνσα να τους περάσει, για να καταλάβουν πως δεν τους σηκώνει ο τόπος και να μην ξαναπατήσουν με τα βρωμοπόδαρά τους στο λιανό αρωματισμένο κορμί της πατρίδας.


Αθήνα Μεγάλος Λιμός 1941 1942

Είναι βέβαια κι εκείνοι οι άλλοι, ηλικιακά ώριμοι, που κατεβαίνουν την Πανεπιστημίου προς την Ομόνοια με ύφος δήθεν ανέμελο, κουστουμαρισμένοι, φορώντας ακριβά ρολόγια και δαχτυλίδια, αγκαζέ με στολισμένα λουκάνικα Φραγκφούρτης, ενώ ψάχνουν με το ψυχρό βλέμμα τους για γνωστές γωνίες, κτήρια, γραφεία, εκεί που περνούσαν τις ώρες τους, καταστρώνοντας τα σχέδια για τα ανομολόγητα εγκλήματά τους σε βάρος των ανθρώπων που πέθαιναν κατά δεκάδες κάθε μέρα κι ερχόταν το κάρο της Δημαρχίας να τους μαζέψει για να θαφτούν σε ομαδικούς τάφους. Κατά τα άλλα, εκτελούσαν διαταγές!


Μανόλης Γλέζος Λάκης Σάντας Κατεβάζουν τη σβάστικα από το βράχο της Ακρόπολης τη νύχτα της 30ής προς 31 Μαΐου 1941.

Πώς έρχονται τα πράγματα, Θεέ μου! Αυτοί οι ηττημένοι, να ’σου και πάλι νικητές με τις ανέσεις τους, τα λεφτά τους και τη δεύτερή τους Άνοιξη κι εμείς, πεινασμένοι ακόμα και φουκαράδες, να πολεμούμε όλη μέρα για το μεροκάματο και τα λεφτά να μην φτάνουν, να ρίχνουμε την υπερηφάνειά μας, ρημαγμένοι όσοι απομείναμε από τον Εμφύλιο και να φορτωνόμαστε στα τραίνα πάλι -τότε γιατί μας ανάγκασαν, τώρα οικεία βουλήσει- ζητώντας δουλειά, κοπάδια-κοπάδια στις φάμπρικες για να επιτευχθεί το γερμανικό θαύμα, ένα θαύμα που ξεπήδησε από τη δική μας κόλαση. Τα παιδιά να μεγαλώνουν μακριά μας στην Πατρίδα, κοντά στην αδερφή, στη θεία, στη γιαγιά. Το γράμμα ερχόταν αραιά και πού ανορθόγραφο από τη γιαγιά: Ιγίαν έχομεν το αυτό ποθούμεν κε διμάς. Μάθετε η Μαριάνθη πίγε σκολιό, πρότη δημοτικού… Όλη νύχτα η Μάνα πλάνταζε στο κλάμα και την άλλη μέρα στο εργοστάσιο με μάτια πρησμένα. Ό,τι περίσσευε, ήταν για ένα οικοπεδάκι στην Πατρίδα. Ούτε θέατρο, ούτε κινηματογράφος, ούτε μπυραρίες. Αν αποφάσιζε κάποιος γκάσταρμπάιτερ -βλέπετε, μας είχαν τοποθετήσει και σε επίπεδο· δεν ήμασταν όποιοι κι όποιοι εργάτες, μονάχα που δεν υπήρχαν άλλοι που να κάνουν τις πιο βαριές και ανθυγιεινές δουλειές εκτός από μας, τους Γιουγκοσλάβους και τους Τούρκους, που κι αυτοί γκάσταρμπάιτερς αποκαλούνταν-, αν κάποιος λοιπόν απ’ αυτούς που προανέφερα αποφάσιζε να πάει στον κινηματογράφο μία στις τόσες, το μετάνιωνε πικρά γιατί από την κούραση τον έπαιρνε ο ύπνος στην αίθουσα· έχανε και το έργο και τα λεφτά του.

Έτσι οι Έλληνες εργάτες και οι συνάδελφοί τους άλλων χωρών, δουλεύοντας για το θαύμα, έβαζαν τα θεμέλια για μια καινούργια, απεριόριστης διάρκειας, υποδούλωσή τους στον παλιό κατακτητή τους· πώς το είπε ο ποιητής μας; Ήρθαν ντυμένοι «φίλοι» αμέτρητες φορές οι εχθροί μου το παμπάλαιο χώμα πατώντας. Και το χώμα δεν έδεσε με τη φτέρνα τους. Μακάρι να ’χει δίκιο στους οραματισμούς του και κάποτε να παν στα τσακίδια, από κει που ήρθαν. Αλλά με την κομπίνα της Κοινής Αγοράς, ήρθε κι έδεσε η μαρμελάδα κι αγοράζουν στρέμμα το στρέμμα την ελληνική γη· άρχισαν από τα νησιά και προχωρούν στην ενδοχώρα, ανεβαίνουν και στα ψηλά, φτάσαν και μέχρι το Πάπιγκο, μας μόλυναν και τον Βοϊδομάτη -το ποτάμι με το καθαρότερο νερό της Ευρώπης, απ’ όπου μπορείς να πιεις-· για πόσον καιρό άραγε ακόμα; Και θα ’ρχονται μπουλούκια-μπουλούκια οι απόγονοι των κατακτητών, των ψυχρών εγκληματιών, των ανενδοίαστων τραμπούκων, των βδελυρών υπανθρώπων. Θα φιλοξενούνται σε ξενοδοχεία, θα περιδρομιάζουν σε εστιατόρια, θα βρωμίζουν το χώμα μας που θρέφει σκίνα, κουμαριές, δεντρολίβανο, δυόσμο, θυμάρι κι άγρια μέντα για να μεθούν τα όνειρά μας!

Ο απόπατος λοιπόν της Ευρώπης είχε χτιστεί και περίμενε τους καλοφαγάδες του που δεν άργησαν να τον επισκέπτονται και που, χρόνο με τον χρόνο, θα πολλαπλασιάζονται όπως οι οργές μας! Όμως η μνήμη δεν μας αφήνει μονάχους, μας συντροφεύει πολλές φορές στάζοντας φαρμάκι στις καρδιές μας όπως τα λόγια του πρωθυπουργού -του πουροφάγου- της γηραιάς Αλβιώνος: Οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες! Πήρε και βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για την Ιστορία του -τρομάρα του-! Και τα λόγια του πρωθυπουργού -καθηγητή Πανεπιστημίου-: Η Μακρόνησος είναι ο νέος Παρθενώνας. Και του πρωθυπουργού των στρατοδικείων και των εκτελέσεων στον δημοσιογράφο που είχε το θάρρος (ή το θράσος) να τον ρωτήσει για τη στάση της Ελλάδας πάνω σ’ ένα σοβαρό εθνικό θέμα· εκείνος που δεχόταν τα τρυφερά τσιμπήματα στο μάγουλο από την Φρειδερίκη του απάντησε ανενδοίαστα: Θα συμβουλευτώ το αφεντικό και θα σας απαντήσω αύριο. Το αφεντικό ήταν ο Άγγλος πρέσβης!

Άφησα για το τέλος το γράμμα ενός μετανάστη που έστειλε στους δικούς του με τις εντυπώσεις από την πρώτη μέρα στην Γερμανία:

Το τραίνο σταμάτησε απόγευμα σ’ έναν άγνωστο σταθμό. Κατεβήκαμε κρατώντας τις αποσκευές μας. Ένας Γερμανός ανέλαβε να μας οδηγήσει στον προορισμό μας. Κι αυτός ήταν ένα πελώριο ξύλινο κατασκεύασμα με μια πελώρια πόρτα διπλή, χωρίς παράθυρα, σε 10 λεπτά απόσταση από τον σταθμό. Άνοιξε η πόρτα και μπήκαμε μέσα όπου υπήρχαν δύο σειρές μονά κρεβάτια με κουβέρτες πάνω τους. Κανένα άλλο έπιπλο. Μονάχα κατά διαστήματα βρύσες με νεροχύτες και 4 τουαλέττες. Απ’ το ταβάνι κρέμονταν σε καλώδια κατά διαστήματα 5 ηλεκτρικοί λαμπτήρες. Διακόπτες δεν φαίνονταν πουθενά. Μας πρόσφεραν ψωμί με λουκάνικα για βραδινό. Από την κούραση ξαπλώσαμε για ύπνο. Στο πρωτοΰπνι, ακούστηκαν δυνατά περιοδικά χτυπήματα στην πόρτα. Ξαφνιαστήκαμε! Τι συμβαίνει ρε γαμώτο; αναρωτηθήκαμε. Ήταν απλό: κάρφωναν την πόρτα με χοντρές σανίδες. Ο πιο υποψιασμένος φώναξε: μας καρφώνουνε την πόρτα μην το σκάσουμε! Να πάμε πού; Για πλιάτσικο ένα γύρω; Αυτή ήταν η πρώτη μέρα ή μάλλον η πρώτη νύχτα στη Γερμανία. Σας φιλώ όλους, Γιώργος.

Τάσος Πορφύρης

**************************************

Υ.Γ. Ναπολέοντα Ροντογιάννη: Τη νύχτα της 20ης προς 21ης Απριλίου 1967, εγώ μαζί με την παρέα μου, τον Φίλιππα, την Ιωάννα και έναν άλλο Γιαννιώτη ακούγαμε τον Γ. Ζωγράφο σε μια μπουάτ στην Πλάκα. Στις 2 η ώρα περίπου περάσαμε το Σύνταγμα και μετά από το σπίτι μας ακούσαμε τα τανκς να κατεβαίνουν προς το Σύνταγμα. Ακολούθησε η επτάχρονη τυραννία.

**************************************


Στο σιδηροδρομικό σταθμό του Witze-Steinforde
  
  

Στους δρόμους της Γερμανίας

    

      αριθμός επισκεπτών