ΓΙΑΝΝΕΝΑ  ΠΟΛΗ  ΤΩΝ  ΕΥΕΡΓΕΤΩΝ

Ένα κείμενο από το βιβλίο της Γεωργίας Σκοπούλη

"Αυτές που γίναν ένα με τη γη"

Τί τάθελα γώ τα κατσαρά μαλλιά !

Αριάδνη, 90 χρονών. Λούρος, Πρέβεζα.

31 Οχτώβρη 2006

 

Εμείς περάσαμαν κακή ζωή και το Κράτος δεν μας αποζημιώνει. Μας δίνει τριακόσια ευρώ. Τί να τα κάνομε; Δεν θέλεις να φας; να ντυθείς; Εμείς περάσαμαν κακή ζωή, αλλά τώρα που ήρθαν τα καλά να ζήσουμε και μεις λίγο καλύτερα, γεράσαμαν και δεν μπορούμε.

Ήμουν καί αγρότισσα καί γεωπόνος. Αμέσως καταλάβαινα με την πρώτη ματιά τι θέλει το δέντρο. Και λέω στα παιδιά μου, άμα σπούδαζα γεωπόνος θα γινόμουν. Είχα φυτέψει, μόνη μου, εκατόν πενήντα ελιές. Ήμουν παντρεμένη και είχα τα παιδιά μικρά τότε. Τώρα γίναν θερία κλαριά .

Γεννήθηκα το 1916 στο Πολύβρυσο. Είναι κάτω από το Ζάλογγο. Είχε τρεις-τέσσερις βρύσες και πολύ νερό, πολύ νερό. Εκεί πλέναμαν και τα ρούχα.

Ήμασταν εφτά αδέρφια, τέσσερα αρσενικά και τρεις κοπέλες. Και χήρεψε η μάνα νέα. Πόσο χρονών; Θα σε γελάσω, δεν ξέρω. Εγώ ήμουν η τελευταία. Έξι μηνών τότε.

Η Αριάδνη

Ο πατέρας σκοτώθηκε μόνος του, κατά λάθος. Ήταν χειμώνας, του Αγίου Αθανασίου, και πήγε να κόψει κλαριά για να φάνε τα βόδια που τα είχαμε για τ’ όργωμα. Ανέβηκε στο δέντρο, έκοψε το κλαρί και πέταξε κάτω το μαχαίρι, πού ήταν πολύ μεγάλο, ένα μέτρο περίπου, κι αυτό έπεσε όρθιο. Καθώς κατέβαινε από το δέντρο, γλίστρησε, γιατί ψιλόβρεχε και φόραγε κάτι γρουνοτσάρουχα αντί για παπούτσια, και καρφώθηκε πάνω στο μαχαίρι...

Πόσο σ’ ήθελα μωρ’ κοπέλα, νάρθεις να ιδείς την ιστορία μας και να την γράψεις! Πότε θάρθει αυτή η κοπέλα; έλεγα…

Στο σημείο που συνέβηκε αυτό ήταν ερημιά. Αλλά απ’ εκεί κοντά πέρναγαν δυο κοπέλες μ’ ένα μουλάρι, που είχε έναν κύπρο στο λαιμό. Ο πατέρας γνώρισε από το κουδούνισμα τίνος ήταν το μουλάρι και φώναξε: Ουρανία! Ουρανία! ελάτε δω. Αυτές φοβήθηκαν. Ο πατέρας το κατάλαβε και τους είπε: Είμαι ο μπάρμπα-Δημήτρης. Κίνησαν με το μουλάρι και τι να ιδούν! Το αίμα μούσκεψε τα χορτάρια κι αυτές άρχισαν να φωνάζουν. Κράταγε ακόμη ο πατέρας, και τους είπε να φέρουν το μουλάρι σιμά σε μια πέτρα για ν’ ανέβει. Προτού πεθάνω, έχω να σας πω ετούτο, είπε στα κορίτσια: Να πείτε στα παιδιά μου να μην έχουν μίσος με κανέναν. Μόνος μου σκοτώθηκα. Μετά ανέβηκε μόνος του στο μουλάρι. Δεν άφησε τα κορίτσια να τον βοηθήσουν. Πλημμύρισε το μουλάρι στο αίμα. Και τον παν στο σπίτι. Μόλις τον κατέβασαν πέθανε!

Ήμουν η μικρότερη, κι ο μεγάλος αδερφός μου δώδεκα χρόνια μεγαλύτερος, και τον έλεγα πατέρα. Η μάνα μου ήταν φτωχιά και χήρα. Την σαρακοστή δεν με άρταινε, με κράταγε και μένα, δηλαδή δεν μου έδινε γάλα, τυρί, κρέας. Πέντε-έξι χρονών παιδάκι. Πήγα μια μέρα στα πρώτα μου ξαδέρφια και είδα να τρων γάλα. Α! μάνα... της λέω όταν γύρισα. Τι θες παιδί μου; μου λέει. Γιατί μάνα ο Θωμάς με την Διονύσω τρων γάλα και μένα δεν μου δίνεις; Α, παιδί μου αυτά έχουν πατέρα και συ δεν έχεις. Δεν έχω εγώ τον Σήφη πατέρα; Δεν τον έχεις πατέρα, τον έχεις αδερφό. Πατέρα- πατέρα τον έχω! Κι όταν γύριζε από το στρατό με άδεια, πατέρα-πατέρα τον φώναζα. Μ’ έπαιρνε αγκαλιά και μου έλεγε: Αδερφό μ’ έχεις! Αμέσως μετά η μάνα με πήρε στην αμασκάλη της και με πήγε στον τάλαρο και μ’ άρτυσε, μούδωκε τυρί. Γιατί της κακοφάνηκε που της μίλησα έτσι.

Τελείωσα το Δημοτικό στο Πολύβρυσο. Ξέρω γράμματα, διαβάζω, τώρα δεν βλέπω, αλλά μπορώ να παίρνω τηλέφωνα. Φτωχικά, βέβαια, περνάγαμε. Η μάνα χωρίς άντρα, χωράφια δεν είχαν, έσπερναν εδώ κι εκεί, όπου νάναι.

Μόλις μεγάλωσαν τ’ αδέρφια μου τέσσερα αγόρια και τρεις κοπέλες, δουλεύαμε όλοι. Τότε γίναμε νοικοκυραίοι. Βγήκε το Κράτος και μας έδωσε χωράφια κοντά στο Λούρο. Στ’ αγόρια, όταν γύρισαν απ’ το στρατό, έδωσαν από σαρανταπέντε στρέμματα, επειδή υπηρέτησαν στο στρατό. Στις κοπέλες από δεκαπέντε στρέμματα, επειδή ήμασταν ορφανές, για να παντρευτούμε. Και δώδεκα στη μάνα για την συντήρησή της. Φτιάξαμε μεγάλο βιος, γίδια, πρόβατα, γελάδια, γομάρια, μουλάρια. Α! δουλεύαμε πολύ, αφού είχαμαν χωράφια βάναμαν απ’ όλα. Τι καλαμπόκια, τι στάρια, πατάτες, κρεμμύδια, σκόρδα, τα πάντα.

Πέρασα καλά, και σε γάμους και σε πανηγύρια πηγαίναμε. Όταν ήμουν στο σχολείο, του Αγίου Δημητρίου, πηγαίναμε στο Ζάλογγο, παίρναμε μαζί μας ψωμί, τυρί, αυγά... Εκεί στο Ζάλογγο είχε ωραίο μοναστήρι, με πεντακόσια γιδοπρόβατα, ήταν πλούσιο μοναστήρι, αλλά το κατέστρεψαν. Ποιος; Οι Τούρκοι; Ακριβώς δεν ξέρω να σου πώ, θα σε γελάσω ό,τι και να σου πώ. Μετά βάλαν τ’ αγάλματα με τις γυναίκες που γκρεμίστηκαν από κει για να μην τις πιάσουν οι Τούρκοι, τις Σουλιώτισσες.

Εκείνον τον καιρό οι κοπέλες δεν πήγαιναν πουθενά χωρίς τους γονείς τους. Έβλεπε τ’ αγόρι κι ανατρίχιαζε. Δεν σήκωνε μάτι, ούτε κι αυτός κοίταζε την κοπέλα. Άπαπαπα! Με τ’ αγόρια καμία σχέση. Μας σκότωναν τ’ αδέρφια. Τώρα; Μη ρωτάς, η σάρα και η μάρα... Κακιά και κείνη η ζωή, αλλά κακίτερη και τούτη. Για τις σχέσεις λέω...

Ήμουν παλιακιά κοπέλα, μ’ άρεγαν όμως και τα τραγούδια και οι χοροί και τα πανηγύρια. Διάολος με μάτια ήμουν. Αλλά και η φαντασία μου ήταν πάντα προς το καλύτερο. Είχα αργαλειό. Έφτιαξα μια προίκα από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι! Μαντανίες, φλοκάτες, απλάδια, κουβέρτες χοντρές. Δεν είχαμαν καλοριφέρια και κρυώναμαν. Και τα ρούχα που φοράγαμαν ήταν μάλλινα, υφαντά και πλεχτά. Έπλεκα μπλούζες, ζακέτες, και κότελα –δηλαδή φούστες. Και κάπου-κάπου, Λαμπρή ή Χριστούγεννα θα ψωνίζαμε και κανένα φορεματάκι, όχι πολλά πράματα. Δεν ήταν τα καλούδια που έχουμε τώρα. Για καλά παπούτσια φοράγαμε τσαρούχια κόκκινα με φούντες μαύρες, μεταξωτές. Για βρακιά είχαμαν άσπρα πανιά και τα δέναμαν πίσω μπρος με λουρίδες. Και για την περίοδο βάζαμαν πανιά μικρά, ό,τι βρίσκαμαν. Για ψώνια πάϊναν τ’ αδέρφια ή η μάνα στην Πρέβεζα ή στην Άρτα. Με τα πόδια μέχρι το Λούρο, και από κει πέρναγε ένα παλιό αυτοκίνητο και τους έπαιρνε.

Εικοσιπέντε χρονών παντρεύτηκα. Από προξενιό. Ήταν απ’ την Κρανιά. Στο χωριό δεν υπήρχαν γαμπροί, γιατί και η μάνα και ο πατέρας ήταν από κει και το χωριό μικρό και όλοι ήμασταν συγγενείς. Όλα ήταν ξαδέρφια μου. Το προξενιό τόκανε ο μπάρμπας μου, αδερφός της μάνας μου. Ο Στέλιος, ο γαμπρός, ήταν πάρα πολύ ωραίος. Όταν εγώ τον είδα τρελάθηκα! Και τον ήξερα, ερχόταν στον μπάρμπα του, τακτικά.

Όταν θα γινόταν η δουλειά ήρθαν στο σπίτι με τον γαμπρό, δεκαπέντε άτομα. Μπήκαν μέσα, πήγα κι εγώ με το δίσκο, τους χαιρέτησα, τους κέρασα, και μετά από λίγο έφυγαν. Μετά εμείς κάναμαν ένα χαρτί που έλεγε πόση προίκα είχα: Δεκαπέντε στρέμματα, τριανταπέντε σφαχτά γίδια και πρόβατα, κομό, μπαούλα, σιφονιέρες, ταψιά, τηγάνια, κατσαρόλες, απλάδια, φλοκάτες, μαντανίες, στρώσες, ρούχα... Φτιάξαμε τη Νότα, έτσι λέγανε αυτό το χαρτί, και τη στείλαμε να την δουν. Αν τους αρέσει, η Νότα, η προίκα δηλαδή, εντάξει! όλα καλά. Αν όχι, τη γύριζαν πίσω. Έγινε η δουλειά και σ’ ένα χρόνο παντρευτήκαμαν. Ερχούταν και βλεπόμασταν. Όχι να έχουμε αλισβερίσια, όχι βόλτα, άπαπα... Στο σπίτι μόνο και νάναι κόσμος, ποτέ μόνοι! Δεν κοτάγαμαν εμείς να κάνουμε τίποτε, άπαπα...

Ο γάμος έγινε στην Κρανιά. Με όργανα. Πολύς κόσμος. Κι εγώ με άσπρο νυφικό και πέπλο, και παπούτσια καλά. Έραψα και δεύτερο φόρεμα και μαντό και παλτό. Α! τάχαμαν αυτά, τάχαμαν! Τα ψώνια τα κάναμαν στην Πρέβεζα.

Αν ήταν η εποχή που είναι τώρα, που γνωρίζονται τα παιδιά με τις κοπέλες, δεν πάϊνα εγώ στην Κρανιά! Τα πράγματα τάδα πολύ ανώμαλα. Από την πρώτη στιγμή που πήγα νύφη, καλά θάταν νάφευγα αμέσως! Όχι, δεν είχα πάει όταν ήμουν αρραβωνιασμένη, και δεν ήξερα πώς ήταν. Δεν μ’ άρεσε ο τόπος, το σπίτι. Δεν μ’ άρεσαν οι άνθρωποι. Βρήκα πεθερά, πεθερό, κουνιάδα δεκαπέντε χρονών. Μέναμε στο ίδιο σπίτι αλλά σε ξεχωριστό δωμάτιο. Εμείς ήμασταν πιό ευγενήδες, θάρχονταν ο φίλος θα ξέραμε πώς να του φερθούμε, πώς να τον περιποιηθούμε. Και πιό καλύτερη ήταν η ζωή μας. Όταν ήμουν αρραβωνιασμένη ήρθε η πεθερά στο σπίτι, ήταν κι αυτή απ’ το Πολύβρυσο, και μου είπε: Παιδί μου, μη κοιτάς τα κατσαρά μαλλιά του Στέλιου! Δεν ζεις εσύ στην Κρανιά. Εσύ είσαι καλομαθημένη. Αλλά πού ν’ ακούσω εγώ! Το Στέλιο να πάρω εγώ και ας είμαι σε μια καλύβα...

Αλλά “μετά έρχονται τα π’λιά”, που λέει και η παροιμία. Μετά έρχεται ο νους και καταλαβαίνεις. Λες καμιά φορά “παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είν’ και μπαλωμένο”. Και είναι και σωστό. Τι τάθελα εγώ τα κατσαρά μαλλιά; Eνώ δεν είχα τάλλα; Τους ανθρώπους, τα πανηγύρια, το καλό το φαγοπότι, τα ρούχα τα καλά; Ήμασταν αλλιώς, άλλη ζωή. Αυτά τα περίχωρα, από το ποτάμι και πέρα, δεν τάχαμε και σε τόσο υπόληψη, δεν είναι σαν και μάς. Εγώ όμως πήγα.

Λοιπόν, παντρεύτηκα τον Οκτώβριο. Τον Μάη καήκαμε. Ήταν ο πόλεμος. Ογδόντα σπίτια κάηκαν στην Κρανιά. Εδώ, απ’ το Λούρο, παραπονέθηκαν στους Γερμανούς ότι οι Κρανιώτες τους κλέβουν τα ζώα. Έρχονταν οι Γερμανοί και πέταγαν φωτοβολίδες. Ήρθε εντολή να φύγουμε. Θα σας κάψουν, κίνδυνος μεγάλος, είπαν. Μόνο νερό πήραμε και από ρούχα ό,τι είχαμε επάνω μας. Πριν φύγουμε, είχαμε φκιάξει καταφύγιο κάτω στο υπόγειο του σπιτιού μας. Είχαμε σκάψει, με την κουνιάδα μου, και κρύψαμε ένα δικό της κι ένα δικό μου μπαούλο με τα πιο καλά μας πράγματα. Όμως δεν τα σκεπάσαμε καλά. Δεν είχαμε πολύ χώμα, και κάηκαν κι αυτά όπως όλα τ’ άλλα: Λάδια, κρασιά, τυριά, τα πάντα. Και η προίκα ολόκληρη. Εμείς μέρα-νύχτα φεύγαμε όσο γινόταν πιο μακριά...

Σε πέντε μέρες, ένα βράδι, πήγε ο Στέλιος στο χωριό, είχαν φύγει οι Γερμανοί, τα βρήκε όλα καμένα. Βγαίνω κι εγώ με την συνυφάδα σε μια ραχούλα, κοιτάμε κάτω δεν φαινόταν κανένας. Ένα κι εμείς το παίρνουμε για κάτω. Πήγα και βρήκα το Στέλιο, έξω από το καμένο σπίτι. Καθόταν στεναχωρημένος, με τα μάτια κατακόκκινα. Κάθομαι δίπλα, του χαϊδεύω το κεφάλι και του λέω: Μη στεναχωριέσαι. Εμείς νάμαστε καλά και θα τα φκιάξουμε πάλι. Ούτε μούπε τίποτα, ούτε κι εγώ του είπα. Αυτός δεν μίλαγε καθόλου. Πάω στο καταφύγιο. Τι να δω! Μια λουρίδα μισοκαμένη από την καλύτερη μαντανία, που την κένταγα, στον αργαλειό, ένα ολόκληρο μήνα! Βάζω μια φωνή μέχρι τον ουρανό! Μαζεύτηκαν οι γυναίκες: Στέλαινα, Στέλαινα, μην κάνεις έτσι... Δεν θέλω κανέναν, έλεγα, μόνο τη μάνα και τ’ αδέρφια μου που τάφτιαχναν... Ο κόσμος έλεγε: Πώς δεν αυτοκτόνησε αυτή η γυναίκα! Τόση προίκα! Και νιόπαντρη! Μη το συζητάς, κοπέλα μου, πολύ βιο, πολύ βιο. Και δεν μας αποζημίωσαν ποτέ και για τίποτε...

Πέρασε ένας χρόνος και ήρθαμε στο Λούρο, να κάτσουμε δω. Ο Στέλιος ήταν ράφτης, νοίκιασε ένα μαγαζάκι κι έβαλε τη μηχανή μέσα. Βρήκαμε κι ένα παλιοσπιτάκι για να μείνουμε. Φτώχεια. Φτώχεια, σου λέω. Είχαν καεί τα πάντα. Να μην τα θυμάμαι αυτά. Δεν θέλω! Ο Στέλιος δούλευε στο μαγαζί κι όλες τις ευθύνες του σπιτιού τις ανέλαβα εγώ. Και ήμουν και γκαστρωμένη στην πρώτη κοπέλα! Μου πέθανε. Κορυφαία πλεμονία. Είχαμε γιατρό τότε εδώ, τον Λογοθέτη απ’ τα Λέλοβα, δεν μπόρεσε να την σώσει. Κρύωσε το μωρό, ερχόταν μουσαφίρηδες κι άφηναν την πόρτα ανοιχτή. Άντε εγώ να τους περιποιηθώ πέρα-δώθε, δεν έβαζα σημασία, αλλά και το σπίτι ήταν ένα παλιοκάλυβο με χίλιες τρύπες...

Δούλεψα σκληρά. Φύλαξα πρόβατα, κατσίκια, γουρούνια, κότες, και τί δεν φύλαξα! Πώς να μεγάλωνα τέσσερα παιδιά; Ευτυχώς τα ζώα ήταν κοντά στο σπίτι, είχα ένα καλύβι εκεί κοντά. Θέριζα, σκάλιζα, πήγαινα μια ώρα με τα πόδια και άλλη μία να γυρίσω. Όταν μεγάλωσαν λίγο τα παιδιά τ’ άφηνα μόνα τους, και είχε την έννοια κι ο Στέλιος. Αυτός δεν μάλαζε τίποτε στο σπίτι, ούτε μαγείρεμα ούτε τίποτε. Όλα μόνη μου. Εγώ είχα απ’ όλα: αγκινάρες, λάχανα, πατάτες, ντομάτες, κολοκύθια, τι ήθελε η καρδιά σου! Ήμουν πολύ άξια και πολύ έξυπνη γυναίκα και μ’ άρεγαν όλα. Ήθελα να τάχα όλα! Δεν μούλειπε τίποτε. Νερό στο σπίτι δεν είχαμε. Βάλε πόσο νερό έπρεπε να κουβαλάω από τα πηγάδια! Να πλύνω, να μαγειρέψω, να ξεσκατώσω τέσσερα παιδιά! Η πλάτη μου είχε πάθει μεγάλη ζημιά. Έπαθα και ξηρά πλευρίτη από το βάρος και από το νερό που χυνόταν απάνω μου κάθε μέρα. Τυραγνιστήκαμαν πολύ. Όλος ο κόσμος τυραγνίστηκε. Με τα λυχνάρια ήμασταν, φώτα δεν είχαμαν. Πηγαίναμαν για ξύλα στο βουνό και τα φορτώναμαν στο κορμί. Το ζαλίκι μέχρι κει πάνω! Άλλες φορές, πολλές γυναίκες μαζί κόβαμαν ξύλα με το τσεκούρι, στο παραλίβαδο απέναντι από το Λούρο, για το τζάκι, και το μαγείρεμα. Αυτά τα φορτώναμε στα τρακτέρ και πληρώναμε για την μεταφορά.

Τα παιδιά μου τα μεγάλωσα καλά, ποτέ δεν έμειναν νηστικά, ποτέ δεν ήταν βρώμικα και απεριποίητα. Μολογάει ο Λούρος για την καθαριότητά τους... Και μεγάλωσαν. Τα δυο σπούδασαν κιόλας και τα άλλα δύο έχουν καλές δουλειές. Και παρακαλάω νάναι αυτά καλά με τις οικογένειές τους. Εγώ γέρασα. Καλά είμαι, έρχονται τα βλέπω, και το χειμώνα πάω στην κόρη μου στα Γιάννενα.

Με τον άντρα, όχι! Δεν πέρασα καλά. Έτσι που τον έβλεπα, έμοιαζε σαν Άγιος. Δεν ήταν. Είχε ζήσει και στην Αθήνα, όπου έμαθε να ράβει, και στην Πρέβεζα. Ήταν πιο εξελιγμένος από μένα. Αλλά κι εγώ ήμουν πιο εξελιγμένη από τις άλλες γυναίκες. Στο Πολύβρυσο μ’ είχαν σαν την καλύτερη απ’ όλο το χωριό! Όμως δεν με λογάριαζε! Δεν συμφωνάγαμαν. Εγώ ήμουν πιο έξυπνη και του έλεγα έτσι κι έτσι, αυτός έλεγε όχι. Ήθελε να γίνεται το δικό του. Δεν λέω, λοξοκοίταγε κιόλας... Όμως δεν μ’ άφηνε να πάω πουθενά. Να μην με δει χτενισμένη και ωραία ντυμένη, όπως ήμουν από τη μάνα μου μαθημένη!. Μούφερνε τους μουσαφιραίους χωρίς να με ειδοποιεί, για νάχω πιο συμμαζεμένο το σπίτι, να ντυθώ κι εγώ, να φτιαχτώ. Οι μουσαφιραίοι να φάνε θέλουν, δεν θέλουν να ιδούν, έλεγε.

Μια μέρα γένονταν ένας βλάχικος γάμος, σε καλύβια, λίγα ήταν τα σπίτια τότε δω. Και λέω: Δεν πάω κι εγώ να δω την νύφη; Πήγα την είδα και γρήγορα-γρήγορα γύρισα. Τον βρήκα στο σπίτι! Άλλες φορές αργούσε να γυρίσει. Αυτή τη μέρα και τι δεν άκουσα!

Πέρασα κακιά ζωή. Δεν είχα άντρα εγώ. Δεν μολογιούνται αυτά που πέρασα. Πάντα ήθελε να κάνει το δικό του. Δεν υπολόγισε από τι σπίτι με πήρε! Στο χορό έμπαινε μόνος του, εμένα δεν μ’ έπαιρνε. Απ’ όταν παντρεύτηκα δεν πήγα πουθενά, πουθενά. Όλο σπίτι και δουλειές, δουλειές. Μια ζωή δουλειές κι ευθύνες.

Δεν τα μαρτύραγα στ’ αδέρφια και στη μάνα. Ήμουν η μικρότερη και με είχαν στα όπα-όπα. Θα στεναχωριόταν πολύ. Τί μπόρεγα να κάνω; Τίποτα. Είχα τα παιδιά.

Εγώ δεν κοίταξα το μυαλό. Κοίταξα τα νιάτα, την ομορφιά. Τα κατσαρά μαλλιά...

 το βιβλίο της Γεωργίας Σκοπούλη ►

      αριθμός επισκεπτών