Μαριάννα Τζιαντζή:
«Το αηδόνι του τρένου» και άλλες
ιστορίες
Αναδημοσίευση από
diastixo.gr
Η μουσική του
Μίκη μας
«Παράπονο» προστέθηκε από τον
Ναπολέοντα Ροντογιάννη
«ευχαριστούμε για την παραχώρηση»
Εάν δεν παίζει με το άνοιγμα της σελίδας, πατήστε το βελάκι για να ξεκινήσει!!!
Με απόλυτη ευαισθησία και προσήλωση, σε και
προς τους πιο ευάλωτους κοινωνικά και οικονομικά ανθρώπους, η
πολύ καλή πεζογράφος Μαριάννα Τζιαντζή μάς χαρίζει μια συλλογή
διηγημάτων, την οποία αποδεχόμαστε συνολικά και με έντονη
συναισθηματικότητα, η οποία απορρέει ακριβώς από εκεί, δηλαδή
από την ανάγκη της δημιουργού να μιλήσει με βάση ερεθίσματα
τέτοιου τύπου. Πράγματι, καθαρίστριες, μοδίστρες, οικιακές
βοηθοί, επαίτες, μουσικά συγκροτήματα του δρόμου, συνταξιούχοι,
άνεργοι ηθοποιοί, άνεργοι εν γένει κ.ο.κ. γίνονται στα χέρια της
Τζιαντζή πρωταγωνιστές, όχι μόνο μυθιστορηματικά αλλά πολύ
περισσότερο της ζωής, από αυτούς ξεκινούν τα πάντα, αυτοί είναι
οι κατάλληλοι ήρωες, ώστε να αφουγκραστούμε έτι περαιτέρω τη
μοίρα τους, τα πιστεύω τους, τα όνειρά τους, τέλος, τα κρυφά
ιδανικά τους. Δείχνοντας η δημιουργός αυτού του είδους την υψηλή
ποιότητα έμπνευσης, ανασκαλεύει την προσωπικότητα τέτοιων ατόμων
και κατατάσσοντάς τους σε σημαντικές μονάδες στο παζλ της
βίωσης, στο σταυρόλεξο της ζωής, στο σκάκι της αγωνίας,
επιτυγχάνει μια τεράστια στοιχηματική πρόκληση να την κάνει
πράξη, δηλαδή το λούμπεν της κοινωνίας να έρθει στην επιφάνεια,
να βγει στον αφρό και παράλληλα να μας προβληματίσει (θέλω να
πιστεύω θετικά) ώστε η όποια μας μικροαστική λογική και αντίληψη
να αλλάξει, να μετακινηθεί. Και γενικώς μια αντίληψη με
προοδευτικό πρόσημο, όχι φυσικά φιλανθρωπικών αισθημάτων
προσέγγιση (κάτι που δεν το έχουν ανάγκη, αφού δεν υπολείπονται
σε τίποτα από όλους εμάς, ίσως μάλιστα και να διαθέτουν ταλέντα
που ούτε καν υποπτευόμαστε) αλλά μάλλον πλήρους εξομοίωσης,
πλήρους ένταξης, πλήρους συμμετοχής στα δρώμενα, τα κοινωνικά,
τα οικογενειακά, τα κοινοτικά.
Τα θέματα λοιπόν της διηγηματογράφου
Τζιαντζή έρχονται από τα κατώτερα (θεωρητικά) στρώματα της
κοινωνίας, απ’ τα καφενεία, τον ηλεκτρικό (που εξυπηρετεί
χιλιάδες ανθρώπους καθημερινά από και προς τη δουλειά τους, άρα
εκεί βρίσκονται και οι πλέον έχοντες ανάγκη), από στούντιο
μοδιστρικής όπου η ταλαντούχα γυναίκα ζει το βιοποριστικό της
όνειρο ντύνοντας τις πιο εκλεκτές πελάτισσες, από σπίτια όπου ο
Τούρκος προμηθεύει με μαϊμού τσάντες καθωσπρέπει μεσοαστές, όπου
ο Ρώσος έχει το κατάλληλο φάρμακο για κάθε νόσο πίσω από έναν
πάγκο της λαϊκής, όπου το αηδόνι του τρένου θέλει να κελαηδήσει
ελεύθερο και όχι στριμωγμένο σε κοστούμια σε λάθος μαγαζιά, όπου
μια σχεδόν αμύητη Ελληνοαμερικανίδα βρίσκεται να πλένει κάλτσες
μεταναστών, όπου μια άλλη μεσοαστή οργανώνει γεύματα για
αστέγους, όπου τέλος μια ερωτική σχέση και μια παράλληλη άσκηση
βίας δίνει το χρώμα της σύγχρονης Αθήνας, της πόλης των ανέργων,
των προσφύγων και όσων ξεχάστηκαν σχεδόν και από τον ίδιο τον
Θεό. Αυτούς τους ανθρώπους αγαπά, συμπονεί και από αυτούς
εμπνέεται η διηγηματογράφος Μαριάννα Τζιαντζή και αυτούς
παρουσιάζει, παίζοντας ανάμεσα στο συμβάν, στην πραγματική
δηλαδή ιστορία την οποία γνωρίζουμε όλοι, και στο μυθοποιητικό,
το παραμυθιακό επιστέγασμα, ούτως ώστε το λογοτεχνικό αποτέλεσμα
να αποτελεί μια μείξη του γεγονότος με τη φαντασία προκειμένου
να λειτουργήσει, να προσαρμοστεί, να συγκινήσει, να συγκλονίσει,
εν τέλει, παρότι η ίδια δε δραματοποιεί τις καταστάσεις, ακόμη
και τις πιο τραγικές, απεναντίας, επιχειρεί με έναν τρόπο μάλλον
ανάλαφρο, χαλαρό αλλά γεμάτο σκηνές, εικόνες και συνεικόνες που
κυριολεκτικά εντυπωσιάζουν, να ολοκληρώνει με φυσικότητα.
Το ύφος παίρνει πάντα το χρώμα του
κομματιού που περιγράφεται, ωθώντας το προς μια απολαυστική
σχέση με τον δέκτη, ενώ η γλώσσα, απλή και κατανοητή, σύγχρονη
και λιτή, πετυχαίνει όχι μόνο να δώσει χρώμα στην αφήγηση, αλλά
επιπλέον να δημιουργήσει συνιστώσες και όψεις μιας μοντέρνας και
υποψιασμένης τέχνης.
Μαριάννα Τζιαντζή
Η δημοσιογραφική πένα της Τζιαντζή
συμπλέοντας θαυμάσια με τη λογοτεχνική της εκδοχή ασφαλώς και
φέρνει εις πέρας ένα είδος γραφής (για να περάσουμε στην τεχνική
εκφοράς των πεζών που συζητάμε) το οποίο προσελκύει όχι μόνο την
προσοχή, αλλά και το ψυχικό περιεχόμενο. Άρα, η ατμόσφαιρα
(γιατί στο «Έρχεται ο Τούρκος!» και στη συνέχεια «Έρχεται ο
Ρώσος!» η συγγραφέας επιστρατεύει όλα της τα χιουμοριστικά
εφόδια, χαρίζοντας αισθητικά ευχάριστη διάθεση στην ανάγνωση)
είναι ουσιαστικά ουδέτερη –όχι με την έννοια ότι δεν παίρνει
θέση, αλλά γιατί δεν επιθυμεί να τραγικοποιήσει τα ζητήματα τα
οποία την απασχολούν–, και αν η λέξη ουδέτερη ίσως να μην
ακούγεται καλά, θα έλεγα προαιρετικά προσωπική. Το ύφος παίρνει
πάντα το χρώμα του κομματιού που περιγράφεται, ωθώντας το προς
μια απολαυστική σχέση με τον δέκτη, ενώ η γλώσσα, απλή και
κατανοητή, σύγχρονη και λιτή, πετυχαίνει όχι μόνο να δώσει χρώμα
στην αφήγηση, αλλά επιπλέον να δημιουργήσει συνιστώσες και όψεις
μιας μοντέρνας και υποψιασμένης τέχνης. Άρα και με το τέχνασμα
το οποίο παρατηρείται προς το τέλος του βιβλίου, όπου οι ίδιοι
ήρωες γίνονται πρωταγωνιστές σε συνεχόμενα διηγήματα (δίνοντας
έτσι μια εντύπωση σπονδυλωτού μυθιστορήματος) έτσι ώστε να
γίνεται φανερή ακόμη μια ιδιότητα της Τζιαντζή, αυτή δηλαδή της
μυθιστοριογράφου, το τελικό αποτέλεσμα όχι απλώς ικανοποιεί, όχι
απλώς συνδράμει προς μια πιο εξειδικευμένη παράθεση, όχι απλώς
τοποθετεί τη συγγραφέα στις υψηλότερες κλίμακες του σύγχρονου
τρόπου εκφοράς, αλλά επιπλέον φανερώνει μια τεχνική λόγου άκρως
εκλεπτυσμένη, καθόλου νοσταλγική, πάντα επίκαιρη και εν τέλει
ψυχαγωγικά δυνατή.
Η Μαριάννα Τζιαντζή δημοσίευε στη στήλη
της, την όχι ακριβώς δημοσιογραφική αλλά μάλλον ως κυριακάτικο
χρονογράφημα, για αρκετά χρόνια στην Καθημερινή, ενώ συνεχίζει
με άρθρα της για πάνω από τριάντα χρόνια στο Πριν και στην
Εφημερίδα των Συντακτών από το 2016. Παράλληλα έχει δημοσιεύσει
δύο (με την παρούσα) συλλογές διηγημάτων και δύο μυθιστορήματα.
Έργο το οποίο δεν θα έλεγε κανείς τεράστιο, σίγουρα όμως
εμβληματικό. Ιδίως η συλλογή διηγημάτων Την άλλη φορά, Μαργαρίτα
(1983) και το μυθιστόρημα Παπούτσια για πέταμα (1990) όχι μόνο
τράβηξαν την προσοχή ειδημόνων και αναγνωστικού κοινού αλλά
συζητήθηκαν αρκετά, κατατάσσοντας τη συγγραφέα σε
ό,τι καλύτερο διαθέτουμε στον χώρο της πεζογραφίας. Αλλά και το
υπό συζήτηση, με το οποίο επανέρχεται μετά το μυθιστόρημα Αντίο
στις αυλές των θαυμάτων (2016), πέντε χρόνια αργότερα, συνεχίζει
μια πορεία ποιοτικών καταθέσεων, πράγμα που γίνεται αντιληπτό
από τις πρώτες σελίδες και προχωρώντας στο ψαχνό και φτάνοντας
στην έξοδο, η οποία και αποφασίζει να δέσει μέσα της όλους τους
ήρωες που παρήλασαν, όλους τους αντιήρωες που μέσω αυτής
βρέθηκαν στον αφρό, έστω συμβολικά, έστω με μυθοποιητικές
παραμέτρους. Έτσι (και για όσους παρακολουθούν την αυστηρότητα
με την οποία διαβάζει, κριτικάρει και προτείνει προς ανάγνωση η
συγκεκριμένη πένα), η ουσία είναι πως η Μαριάννα Τζιαντζή
αποτελεί έναν ακρογωνιαίο λίθο σε αυτό που ονομάζουμε
πεζογραφία, σύγχρονης και υψηλής στάθμης, στη χώρα μας και
αξίζει τον κόπο να την ακολουθήσουμε πιότερο για τη δημοκρατική
της κράση, τάση και υπόσταση.