ΕΠΟΧΕΣ
ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ
Μελέτες για την Κριτική του 19ου και του 20ού αιώνα
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Γεωργία Λαδογιάννη
Επ. Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, τμήματος Φιλολογίας
Εκδόσεις Μανδραγόρας
Οι Εποχές της Κριτικής
περιέχουν κεφάλαια από την ιστορία της κριτικής και προβάλλουν
τα στάδια που ακολούθησε ο ελληνικός στοχασμός για να ορίσει τη
λογοτεχνία. Εστιάζουν σε κριτικούς διαλόγους και πραγματεύσεις
θεμάτων που βρέθηκαν στο κέντρο του ενδιαφέροντος της εποχής
τους, στο χρονικό διάστημα μιας εκατονταετίας περίπου, από το
δεύτερο μισό του 19ου
αιώνα μέχρι την περίοδο του μεσοπολέμου.
Γεωργία Λαδογιάννη
Σταθερό στοιχείο, σε όλες τις
περιόδους αυτής της αναζήτησης, είναι η επικοινωνία με πηγές που
θεωρήθηκαν πρότυπα για κάθε διερεύνηση αισθητικού ζητήματος. Ο
Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης και όλη η σειρά των κριτικών των
νεότερων χρόνων, με αιχμή τους θεωρητικούς των ευρωπαϊκών
ρευμάτων, είναι οι αισθητικές προϋποθέσεις των Ελλήνων κριτικών
που ‘δοκιμάζονται’ πάνω στα ελληνικά παραδείγματα και
προσαρμόζονται στις οικείες αναζητήσεις. Από την άποψη αυτή τα
κείμενα της ελληνικής κριτικής είναι τεκμήρια μιας παρατεταμένης
συνομιλίας με σημαντικές πηγές της λογοτεχνικής ιστορίας και
θεωρίας. Κυρίως όμως είναι τεκμήρια μιας ιστορίας των αισθητικών
ιδεών που ανέπτυξε η ελληνική κριτική και, συνακόλουθα, του
διαλόγου και της επίδρασης που άσκησε τόσο στην ίδια τη
λογοτεχνία όσο και στο γούστο των εποχών.
Μια πρώτη περίοδος ‘συζήτησης’ που
απασχολεί την παρούσα έκδοση, στο πρώτο μέρος, τοποθετείται στην
εποχή που αρχίζει να αρθρώνει τον κριτικό της λόγο η νέα γενιά
λογοτεχνών και κριτικών, όπως είναι ο Δημήτριος Βερναρδάκης και
ο Σπυρίδων Βασιλειάδης. Ο διάλογος πραγματοποιείται στο
περιβάλλον της ‘διδασκαλίας’ του ακαδημαϊκού λογοτεχνικού κανόνα
και επιδιώκει, παρά την αμφισβήτηση της ακαδημαϊκής κριτικής, να
‘διδάξει’ και αυτός με τη σειρά του, το εθνικό δράμα. Οι
συνομιλητές αντιπροσωπεύουν δύο εκφάνσεις του ρομαντισμού του
19ου αιώνα που θα τις ενώσει ο ρομαντικός νεοκλασικισμός και οι
κοινές τους πηγές. Ο πατριωτισμός του εθνικού δράματος είτε
εκφράζεται μέσω μιας ιστορικοκεντρικής πραγμάτευσης, όπως
προτείνει ο Βερναρδάκης, είτε μέσω ενός ηθικολογικού
κοινωνισμού, όπως πιστεύει ο Βασιλειάδης, αποβαίνει το κοινό
χρέος, πάνω στο οποίο θα ‘συνεργαστούν’ κλασικισμός και
ρομαντισμός. Στο μεταξύ η ‘συζήτηση’ ανοίγει ένα πλούσιο
θεματολόγιο με κύριες πηγές τη γερμανική ρομαντική θεωρία, το
γαλλικό νεοκλασικισμό, το θετικισμό του Ταιν και την κοινωνική
κριτική των Γάλλων σοσιαλιστών.
Η αναζήτηση μιας λογοτεχνίας με κοινωνική ή/και εθνική
λειτουργικότητα δεν είναι αποκλειστική μιας μόνο εποχής.
Επανέρχεται στις αρχές του 20ού αιώνα (19081909) με την ίδια
έμφαση αλλά με νέο περιεχόμενο. Ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος, σε
μια εποχή ήδη πυροδοτημένη από τις ιδεολογικές συγκρούσεις της
διανόησης –και όχι μόνο-επιχειρεί να περιγράψει το κοινωνικό
δράμα, κρίνοντας τα έργα δύο αντιπροσωπευτικών τάσεων της
δραματουργίας της εποχής του, του θεάτρου ιδεών (όπως οι
Αλυσσίδες του Δ. Ταγκόπουλου) και του αστικού δράματος (όπως
ο Αρχιτέκτων Μάρθας του Π. Νιρβάνα). Στο εγχείρημα του
Χατζόπουλου, όπου ψηλαφείται η παράδοση της θετικιστικής
κριτικής του Ροΐδη, διασταυρώνονται ρεύματα ιδεολογικά
διαφοροποιημένα αλλά με κοινή την αντιαστική κοινωνική τους
τοποθέτηση και την αμφισβητησιακή τους διάθεση. Στην ιστορία της
κριτικής, η πρώτη αυτή απόπειρα μεταφοράς της σοσιαλιστικής
προβληματικής σε μια θεωρία για το δράμα δεν καταφέρνει να δώσει
συνεπείς θεωρητικά λύσεις σε όλα τα ζητήματα∙ μοιάζει σαν ένα
εκκρεμές που κινείται ανάμεσα στο συμβολισμό και το ρεαλισμό,
όπως και ανάμεσα στον ιδεαλισμό, το θετικισμό και τη
σοσιαλιστική κριτική.
Το εξώφυλλο του βιβλίου
Είναι φυσικό σε εποχές με έντονες ιδεολογικές
ανακατατάξεις να παρουσιάζεται μεγαλύτερο το ενδιαφέρον για το
τι λέει ένα λογοτεχνικό έργο, για το περιεχόμενό του, παρά για
τις τεχνικές και τις δομικές του συμβάσεις. Εξάλλου, η
δυναμικότητα της δραματουργίας των αρχών του 20ού αιώνα, που
έκανε την κριτική να αισθάνεται πολύ αισιόδοξη για το μέλλον του
θεάτρου, οφείλεται κατά κύριο λόγο στο νέο της περιεχόμενο. Γι’
αυτό και η κριτική δυσκολεύεται να απομακρυνθεί από την
αφηγηματική οντότητα του δραματικού κειμένου και να δει την
θεατρική του πλευρά. Κι αυτό βρίσκει γενικότερη ισχύ. Στην
ιστορία της κριτικής θεωρούμε αντιπροσωπευτικό αυτής της στάσης
το άρθρο του Παλαμά «Για το δράμα όχι για το θέατρο» (1907). Η
θέση όμως αυτή του Παλαμά θα αλλάξει αργότερα, κατά την περίοδο
του μεσοπολέμου, όταν θα αλλάξει την κριτική του μέθοδο. Το
αισθητικό περιβάλλον της νέας πραγμάτευσης ονομάζεται από τον
Παλαμά «ρομαντικός παμποιητισμός» και στην κριτική πράξη
σημαίνει τη μετακίνηση της οπτικής γωνίας από τη συμβατική
λογοτεχνική φόρμα (πεζό, ποίημα, δράμα) προς την κοινή συστατική
οντότητα, που είναι η γλώσσα. Η μελέτη της γλώσσας και της δομής
της κάνει τον Παλαμά να δει ότι η σκηνή αποκαλύπτει κρυμμένες
δυνατότητες της γλώσσας. Η «ποιητικότητα» του δράματος φαίνεται
να εννοείται σαν μια linguistic performance, όπου ενεργοποιείται
η αισθητικά προσλαμβανόμενη ύλη της γλώσσας: ο ήχος, η μουσική,
η προφορικότητα. Η προσέγγιση αυτή φέρνει τον Παλαμά πολύ κοντά
σε αναλύσεις της σύγχρονης θεωρίας της λογοτεχνίας. Θα
κωδικοποιούσαμε ως εξής τα κύρια σημεία αυτής της προσέγγισης:
α. η κίνηση από τη λογοτεχνία προς τον υποκριτή, β.η κίνηση από
το συγγραφέα στον σκηνοθέτη, γ. η κίνηση από την ανάγνωση στην
παράσταση, δ. η κίνηση από τον αναγνώστη στο θεατή. Συνοπτικά,
θα λέγαμε ότι η αλλαγή της μεθόδου σήμαινε την μετακίνηση «από
το δράμα του εγκεφάλου», κατά τη φράση του ίδιου του Παλαμά,
προς το θεατρικό δράμα, στο οποίο βρίσκονται ενωμένα η νοητική
φαντασία, η φαντασία των αισθήσεων και οι παραστατικές τέχνες
της σκηνής.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου έχει ως αντικείμενο την ποίηση και
την πεζογραφία μέσα από την οπτική των απόψεων που διαμορφώνει ο
συμβολισμός και τα ρεύματα του μοντερνισμού, τόσο για τα έργα
της εποχής τους όσο και για έργα και αισθητικά ρεύματα
παλαιότερα. Έτσι, ο ρεαλισμός φαίνεται να συγκεντρώνει το
ενδιαφέρον της κριτικής για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ύστερα
από την περίοδο της ακμής του. Οι πιο ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις
του ρεαλισμού γίνονται μέσα στο πεδίο του συμβολισμού και των
νεοτερικών ρευμάτων. Ο Γιάννης Ψυχάρης και ο Τέλλος Άγρας
αναδεικνύονται σε θεωρητικούς ενός νεο-ρεαλισμού. Εννοείται,
βέβαια, ότι έχουν διαφορετική αφετηρία, πρότυπα και πηγές για
την ανάπτυξη της κριτικής τους σκέψης. Κοινό χαρακτηριστικό του
αναστοχασμού περί ρεαλισμού είναι ο συγκρητισμός της κριτικής
και των δύο κριτικών. Ο Ψυχάρης παρακολουθεί το θετικισμό και
την κριτική της ψυχολογικής ερμηνείας αλλά ουσιαστικά αυτά
ενσωματώνονται στη δεσπόζουσα ρομαντική παράδοση και το
συμβολισμό. Ο Άγρας ασχολείται επανειλημμένα με το θέμα του
ρεαλισμού. Αφορμή είναι το καβαφικό κείμενο που αντιστέκεται
στις γνωστές μεθόδους ερμηνείας. Το θέμα το επαναπροσεγγίζει και
με αφορμή τον Καρυωτάκη αλλά και την κριτική της πεζογραφίας του
Κ. Χατζόπουλου, του Χρηστομάνου, του Παπαδιαμάντη κ.ά.
Ρεαλισμός, ρομαντισμός και συμβολισμός σε μια διαρκή
αλληλοδιείσδυση, από όπου προκύπτουν οι νέες αισθητικές
δυνατότητες που χρειάζεται η νεοτερική τέχνη, αποτελούν τη βάση
του νεο-ρεαλισμού στην κριτική του Άγρα. Ανάλογα και η κριτική
του μέθοδος είναι ένα κράμα από τις μιμητικές θεωρίες του
Αριστοτέλη μέχρι τις νεοτερικές θεωρίες του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα,
όπου ιδιαίτερη θέση έχουν οι αναφορές στο Φλωμπέρ. Το εγχείρημα
του Άγρα έχει αξία και για έναν ακόμη λόγο, γιατί ξεφεύγει από
τους «αποκλεισμούς» της μεσοπολεμικής κριτικής, ιδιαίτερα της
δεκαετίας του 1930. Αντίθετα, ο Άγρας ψάχνει την ουσία της
τέχνης σε μια αισθητική χωρίς σύνορα, όπου οι διαφορές και οι
αντιθέσεις γίνονται η καλλιτεχνική ύλη για την ανανέωση και της
λογοτεχνίας και της κριτικής.
Ο γόνιμος προβληματισμός χαρακτηρίζει και το
νέο κριτικό Κώστα Βάρναλη, αντικρούοντας το μεταφυσικό
δογματισμό του Γιάννη Αποστολάκη, στην κριτική του για το έργο
του Διονυσίου Σολωμού. Μαζί με τον Παλαμά, ο λόγος των τριών
κριτικών καταγράφει την πρόσληψη του Σολωμού στην πρώτη δεκαετία
του μεσοπολέμου και προοιωνίζεται τις μεγάλες αντιθέσεις και
συγκρούσεις απόψεων και προσώπων που θα φανούν στις αρχές της
επόμενης δεκαετίας. Ο Σολωμός, πέρα από τις διαφορετικές
προσλήψεις που προκαλεί αναδεικνύεται ως θέμα στο πλαίσιο των
αισθητικών αναζητήσεων και αναθεωρήσεων της εποχής. Για τον
Παλαμά και τον Βάρναλη, ιδιαίτερα, έχουν σημασία τα θέματα του
λυρισμού, η σχέση του με το ολοκληρωμένο ή το αποσπασματικό
έργο, η γλώσσα, η σχέση με την ιταλική και τη γερμανική
λογοτεχνική και θεωρητική παράδοση.
Ο Παλαμάς είναι ένας κόμβος στα
ελληνικά γράματα και στα κριτικά του κείμενα συναντώνται ο 19ος με τον 20ό αιώνα∙ η μακρά
παράδοση που μεταφέρει συνεχίζει να δίνει το παρόν και μέσα στο
μεσοπόλεμο, παρ’ ότι είναι εποχή της αμφισβήτησης και της ρήξης.
Ο έμπειρος καλλιτέχνης και μελετητής Παλαμάς προώθησε την
κριτική παράδοση πολύ πιο πέρα από εκεί που έφτασε η ποίησή του
και την έκανε γόνιμη αφετηρία για τους νεότερους κριτικούς. Ο
Τέλλος Άγρας είναι ένας από αυτούς, που η κριτική του βγαίνει
από την παράδοση του Παλαμά για να ξανοιχτεί όμως στην πιο
ανοίκεια ποιητική έκφραση, όπως του Καβάφη, την οποία θα
μελετήσει επανειλημμένα και θα είναι η νέα εμπειρία για να
διαμορφώσει το πλούσιο αισθητικό κράμα με το οποίο θα μπορεί να
εξηγεί τις εκδοχές του μοντερνισμού στη λογοτεχνία (ποίηση και
πεζογραφία). Με τον Άγρα η κριτική μας ιστορία έχει ήδη αφήσει
πίσω της τους αποκλεισμούς που απαιτούσε η επιλογή μιας
αισθητικής θεωρίας. Σημαντική μορφή που ακολουθεί τον ίδιο δρόμο
των συγκλίσεων και των απρόσμενων για την εποχή του συνθέσεων
είναι η κριτική προσωπικότητα του Νικόλα Κάλας. Ο Κάλας
αντιπροσωπεύει το δυναμισμό της κριτικής των ρηξικέλευθων τάσεων
της δεκαετίας του 1930. Η κριτική του λογοτεχνικού έργου είναι
το αποτέλεσμα μιας πλούσιας εμπειρίας από το συγκερασμό
επιστημονικών μεθόδων, όπως του μαρξισμού και της ψυχανάλυσης,
και καλλιτεχνικών εκφράσεων, όπως του κινηματογράφου, της
ζωγραφικής, της κοινωνικής ανατροπής και του υπερρεαλισμού.
Δημιουργεί έναν αντικανόνα στην ποίηση, με εκφραστές ποιητές των
‘ρήξεων’: τον Κάλβο, τον Καβάφη, τον Παπατσώνη. Και επίσης ένα
νέο κριτικό κανόνα, με κριτήριο την πρόσληψη του μοντέρνου, που
εκπροσωπούν οι: Δημαράς, Νικολαρεϊζης, Κάλας.
Με τον Κάλας η κριτική πιο σταθερά
πλέον προσανατολίζεται στο ίδιο το κείμενο και ζητά ‘την
αλήθεια’ στην εσωτερική του ουσία, διερευνά μέσα στο δικό του
σύμπαν εκείνο που κινητοποιεί τη φαντασία. Μέσα στην ίδια,
ωστόσο, δεκαετία συνεχίζει η παλιά ιδεαλιστική παράδοση που στο
πρόσωπο του Κων. Τσάτσου φιλοδοξεί να ανανεώσει το κύρος της με
την προβολή της φιλοσοφικής τεκμηρίωσης της ιδεαλιστικής άποψης
για τα αισθητικά ζητήματα. Η κριτική του Τσάτσου εκείνη την
εποχή συναρτάται στενά με την εμφάνιση (και την αισιοδοξία) των
λογοτεχνών που από την αρχή της δεκαετίας, μέσα από το περιοδικό
Ιδέα, επιχειρούν να επιβάλλουν την παρουσία τους ως
ομάδας με το όνομα «γενιά του 1930» και με έντονο τον (αστικό)
ιδεολογικό χαρακτήρα στις αισθητικές τους προτιμήσεις.
Ο παρών τόμος κλείνει με τις
πρώτες αποτιμήσεις του έργου δύο σημαντικών εκπροσώπων της
νεοελληνικής φιλολολογίας του 20ού αιώνα, του Γιώργου
Αλισανδράτου και του Κώστα Στεργιόπουλου, που με τις αρχειακές
έρευνες και τις εκδοτικές εργασίες φέρνουν στο φως νέο υλικό και
λύνουν φιλολογικά ζητήματα κατόπιν εξαντλητικής έρευνας και με
υποδειγματική τεκμηρίωση.