«Το παιδί από τα Γιάννινα» «Il ragazzo di Jánina»

Βιβλίο του Λεωνίδα Μιχέλη

Γιάννενα 7 Απριλίου 2012 «Ξενοδοχείο Παλλάδιο»

   

Εδώ μπορείτε να δείτε την παρουσίαση σε πέντε βίντεο

     

Ολόκληρη η παρουσίαση όπως παρουσιάστηκε στον Γιαννιώτικο τύπο

τμηματικά σε πέντε  διαφορετικές ημερομηνίες

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Νέοι Αγώνες

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 20 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012

 



 

«Οι παλιοί νεκροί ξεφύγαν /

απ’ τον κύκλο και αναστήθηκαν /

και χαμογελάνε μέσα σε μια

παράξενη ησυχία»

Έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης στο «Μυθιστόρημα ΚΑ’». Μόνη, στο κέντρο του Απριλιάτικου ήλιου και του χρόνου, διαβάζω το βιβλίο του Λεωνίδα Μιχέλη «Το παιδί απ’ τα Γιάννινα» και καταλαβαίνω τι εννοεί ο ποιητής, όταν λέει ότι η ζωή δε χάνεται τόσο εύκολα και ο θάνατος έχει μια δική του δικαιοσύνη. Απ’ όλες τις προσπάθειες των ανθρώπων να χαραχτούν στην ιστορία, ή έστω στη μνήμη των συγχρόνων τους, θα διαρκέσει μόνο ό,τι είναι αληθινό. Όλα τα άλλα θα φέρνουν γέλιο ή συγκατάβαση. Διαβάζω, διαβάζω το παιδί από τα Γιάννινα και σχεδόν νιώθω τις παλιές ανάσες. Εδώ περπάτησαν, σ’ αυτόν τον δρόμο, εδώ ερωτεύτηκαν, - το ίχνος μιας Ελλάδας, μιας πόλης, που μνημειώνεται στο βιβλίο, κι είναι η Ελλάδα του πατέρα μας, της γειτονιάς που μεγαλώσαμε, κι ας ήταν άλλη, της δριμείας και καθαρής καταγωγής μας. Γυρίζω τις σελίδες με ειλικρινή συγκίνηση. Το είδος της συγκίνησης που υπάρχει στις φωτογραφίες της Βούλας Παπαϊωάννου ή του McCabe για την αθώα και σκληρή Ελλάδα των απλών ανθρώπων.

  

   

Το ίχνος μιας Ελλάδας, μιας πόλης, που μνημειώνεται στο βιβλίο

«Το παιδί από τα Γιάννινα»

 


 

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: ΑΝΝΑ ΔΕΡΕΚΑ

Σε αυτή την αμνήμονα, νεοπλουτική και παρενδυτική κοινωνία, όπου ο απλός κόσμος μεγαλοπιάνεται και σβήνει ενοχικά τη μνήμη του, αυτές οι μνήμες της πρόσφατης ζωής, είναι το νήμα που έσπασε, το κομμάτι του παζλ που λείπει για να θυμόμαστε από πού ερχόμαστε και ποιοι είμαστε. Well done! Ή σωστότερα, Ben Fatto, Λεωνίδα Μιχέλη.

Στιγμές, νιώθω πως ο Μιχέλης μας περιγράφει κάτι καφκικό! Τα χρόνια της αθωότητας με τις ροδιές και τις κυδωνιές στον κήπο, με την μαμή Πάσου και την τύχη των νεογέννητων που κρίνονταν από την ημέρα της εβδομάδας που γεννιότανε, με τις προκαταλήψεις και τα παγανιστικά, στιγμιότυπα. Με τις φωτιές, το καρναβάλι, τους καπνούς απ’ τα κομμένα κλαδιά της αμπέλου. Ξέρετε, η βαθιά (και απάλευτη) ρίζα των προκαταλήψεων είναι το γεγονός ότι τις γεννά η ανάγκη. Θυμήθηκα το ευφυές σενάριο του «Μέρες Οργής» του Ντράγερ.

Τα χρόνια της αθωότητας. Χρόνια που τα ‘ζησα αχνά κι εγώ – και όσο μεγαλώνω επανέρχονται από μια δεξαμενή, βυθισμένη κάπου. Διαβάζω, και είναι σα να ξεφυλλίζω ένα φωτογραφικό λεύκωμα.

Ο ίδιος μου είπε πως δεν έχει δώσει ζωή στους χαρακτήρες του βιβλίου μέσω διαλόγων, αλλά δημιουργώντας εικόνες. Εικόνες που διαδέχονται η μία την άλλη, σα στιγμιότυπα, σαν φωτογραφίες γεμάτες σύμβολα.

Δύο παρατηρήσεις: οι άνθρωποι, τότε, είχαν πιο διακριτά τα μέλη τους – κεφάλι, σώμα, χέρια, πόδια. Διαβάζω, βλέπω ή θυμάμαι; Θαυμάζω τις στάσεις του κορμιού τους (αβίαστες, «φυσικές»), θαυμάζω τα βλέμματα, θαυμάζω κυρίως τα δάχτυλα, τους σβέρκους, τα πόδια λυγισμένα σε κείνη την ποδηλατάδα του ήρωα του βιβλίου, Ζαφείρη, στην εξοχή, με την κοπέλα του στην σχάρα του ποδηλάτου. Τ’ αγγίγματα εκείνα, αλλά και τ’ άλλα στο χωριό του, στη Δωδώνη 13ων – 14ων ετών, η εντριβή της γυναίκας στο ασθενικό νεανικό κορμί, τα δάχτυλα της.

Τώρα οι άνθρωποι είναι ένα «πράγμα» χυτό, λικινιστικό, αδιαμόρφωτο. Τα μέλη τους είναι σαν ανιστόρητα, σαν ψεύτικα! Ίσως διότι κάνουν διστακτικότερες χειρονομίες – δεν είναι χέρια που θέλουν να πιάσουν άλλα χέρια…

Δεύτερον: μου φαίνεται ότι οι απλοί άνθρωποι ήξεραν τότε να χαίρονται και να διασκεδάζουν περισσότερο από τους φτωχούς του σήμερα. Το βλέπω στις σελίδες του Μιχέλη. Υπήρχε πενιχρότητα, ακόμα και πείνα, αλλά το βράδυ όλοι τραγουδούσαν στο δρόμο ή στην ταβέρνα. Λίγο κρασί και ένα κεφάλι τυρί από το βαρέλι αρκούσαν. Οι μεγάλες παρέες αγοριών και κοριτσιών στο βιβλίο, για παράδειγμα.

Ένας φίλος καλόγερος – ασκητής στο Ρήγιον της Καλαβρίας, που δεν ζει πια, ο Κοσμάς, μου έλεγε: «Υπάρχει η πλουτούσα ένδεια και ο ενδεής πλούτος. Εμείς απολαμβάνουμε την πλουτούσα ένδεια.» Νομίζω αυτός ο αφορισμός του καλόγερου, μας τοποθετεί σωστά, στο χρόνο του τότε και του σήμερα. Στον πλούτο του τότε και του σήμερα.

Τέτοια ξεγνοιασιά και κατάφαση προς τη ζωή, βρήκα αργότερα μόνο σε ελάχιστους φιλοσοφημένους ανθρώπους.

Υπάρχει εξήγηση: σήμερα οι φτωχοί δεν έχουν κόσμο μέσα τους. Τον έχει γδύσει η τηλεόραση. Δεν έχουν κουμάντο, δεν έχουν μέτρο, ούτε γείωση: τους έχει όλους διαλύσει ο φθόνος της γκλαμουριάς. Θέλουν να διασκεδάζουν όπως οι πλούσιοι, κι αυτό τους σέρνει σε συμπεριφορές γελοίες κι ένα είδος χαράς άχαρης. Σήμερα οι φτωχοί έχουν χάσει το τρομερό προνόμιο της απλότητας – που η ρίζα της είναι βαθιά, αρχαία, φτάνει στις πηγές της ελληνικής σκέψης. Είναι μέσα κι έξω σκυλεμένοι, ανερμάτιστοι, η ρίζα τους κομμένη, τα φοβερά εικονίσματα ξεκρεμασμένα, στην αντιπαροχή.

Γύρισε ο Μιχέλης στην Ελλάδα, στα Ιωάννινα, ύστερα από εννιά χρόνια, μεταξύ δικτατορίας και μεταπολίτευσης, και ήταν μεταμορφωμένα. Διαβάζοντας τα ονόματα των δρόμων προσανατολίστηκε.

Αντιθέτως στις σελίδες του βιβλίου, διακρίνεις κάτι αρχοντικό, υπάρχει έρμα, κέντρο, εσωτερική ζωή, άνθρωποι ανθρωπένιοι – το αίμα έχει χαρά στις φλέβες.

Αυτοί είναι δύο λόγοι που κάνουν το βιβλίο σπουδαίο. Κι επίσης μια μαεστρία στο βλέμμα – το αισθητικό κατόρθωμα.

Ιστορεί μία φάση των Ελλήνων, που ήταν μετρημένοι, αυθόρμητοι και απονήρευτοι και από μια άποψη πιο ξέγνοιαστοι από τα χρόνια που ακολούθησαν.


 

Αργότερα, οι Έλληνες κέρδισαν πολλά άλλα, χάνοντας το βασικό.

Το συστήνω θερμά. Έχει τυπωθεί στην Ιταλία, με τρόπο εξαίρετο από έναν μικρό εκδοτικό οίκο, στη Ρώμη, που λέγεται Atmosphere Libri, και που ήθελε να ξεκινήσει μια καινούρια εκδοτική σειρά, κάτω από τον τίτλο «Dei immigrandi». Δηλαδή μετανάστες, που γράφουν όχι στη δική τους γλώσσα αλλά στην Ιταλική. Ο εκδότης έκανε τη σκέψη ότι αυτοί είναι οι καινούριοι Ιταλοί, που κάνουν πιο πλούσια την Ιταλική γλώσσα. Αυτή η σκέψη του Μάουρο Ντιλέο, καθόρισε την επιλογή του Μιχέλη: «Εγώ στην ηλικία που έχω, ο λογαριασμός είναι εύκολος να τον κάνει κανείς, τις πρωτογενείς μου ανάγκες, τις έχω ικανοποιήσει. Οπότε μου άρεσε το πνεύμα αυτού του μικρού οίκου, σε σχέση με τον άλλο της Πάδοβα, που το βιβλίο οπωσδήποτε, θα έκανε μεγαλύτερες πωλήσεις και έκανα το συμβόλαιο μ’ αυτόν τον μικρό οίκο».

Κάτι με σταμάτησε σ’ αυτήν την απόφαση του Μιχέλη. Το ότι είδε αλλιώς! Δες το αλλιώς. Εκεί που όλοι βλέπουν ένα πράγμα, κάνε μια ελαφρά μετατόπιση και δες την εικόνα με τον δικό σου τρόπο, παραφθαρμένη, έστω ανάποδα. Τόλμα να είσαι διαφορετικός.

Καλό είναι το κέρδος, αλλά ο Μιχέλης είδε την αχαρτογράφητη όχθη της ιδέας.

Ας δώσω την εικόνα και τη σκέψη, που μου δημιούργησε η απόφασή του:

Να αγαπήσεις τα κύματα, τον άνεμο, τα σύννεφα, το νερό, τα δέντρα και το φεγγάρι. Να μάθεις να τα βλέπεις. Είναι δύσκολο, γιατί σ’ αυτή τη λεπτή, αχαρτογράφητη όχθη καταλήγουν όλα τα ταξίδια, όλα τα νεύρα της ύπαρξης. Χωρίς αυτά η ζωή είναι εντελώς φτωχή.

Που να σε πάει το κότερο, αν δεν μπορείς να δεις το φως των άστρων στο κύμα; Γεννιέσαι πλούσιος, μη φτωχύνεις επί ματαίω.

Μια ευκαιρία στάθηκε για μένα, αυτή η έκδοση, για να θυμηθώ ότι η Ελλάδα ήταν πάντα μια χώρα προσφύγων και νομάδων. Κι αυτό δεν είναι κακό. Αντιθέτως.

Εκτιμώντας τόσο τις προθέσεις του Λεωνίδα Μιχέλη, έτσι όπως διαφάνηκαν από μια ωριαία συνέντευξη, όσο και το αποτέλεσμα στις 240 σελίδες του βιβλίου του «Il ragazzo di Jannina», προσδιορίστηκε η δική του έννοια της νοσταλγίας, ανέπτυξε τη δική του άποψη για τη νοσταλγία, κινούμενος εξ’ αρχής με τη μνήμη.

Σκέφτηκα έτσι, όλους όσους δεν έχουν πατρίδα, έχουν εκδιωχθεί, ονειρεύονται την επιστροφή, ωθούνται με τη βία στη μετανάστευση, μαραζώνουν στον ξένο τόπο, ή επιστρέφουν χωρίς ποτέ εντέλει να βρίσκουν μια πατρίδα.

Ο ιατρικός ορισμός της νοσταλγίας, που οδήγησε και τον Μιχέλη να γράψει για τα Γιάννινα, είναι το άλγος που προκαλεί η ανάμνηση της πατρίδας σε όσους «εξαναγκάζονται να ζήσουν μακριά της».

Απόδημος ο ίδιος, μιλά για το παρελθόν, ορίζοντας όμως ξανά τις μνήμες υπό το φως (ή το σκοτάδι) του σήμερα.

Γιατί το «όλος ο κόσμος μια ξενιτιά» ισχύει πάντα.

   

░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░

  

Νέοι Αγώνες

ΣΑΒΒΑΤΟ 21 - ΚΥΡΙΑΚΗ 22 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012

 

 

Η τομή που κάνει ο Μιχέλης είναι ότι φωτίζει έτσι τις θύμησες, ώστε να αποκαλύπτει τη διαχρονική τους σημασία.

Τονίζω, ότι η τέχνη μιλάει πάντα για το σήμερα, για τη σύγχρονη δυστοπία ή ουτοπία, ακόμη κι αν αναφέρεται στο παρελθόν.

Αφηγείται τις περιπετειώδεις ιστορίες μιας οικογένειας του περασμένου αιώνα στην οποία αντανακλώνται τρεις γενιές και η ιστορία ενός ολόκληρου λαού, του ελληνικού. Τα προσωπικά γεγονότα στην εξέλιξή τους περιπλέκονται με γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της Ελλάδος και της εποχής εκείνης.

Η σκέψη μου, κλείνοντας το βιβλίο, καταλήγει στον Καβάφη που αναθυμάται στο ποίημά του «Απ’ τις εννιά» πόσα χρόνια πέρασαν μέχρι να φτάσει 12 και μισή η ώρα. Γιατί εντέλει η πατρίδα είναι πάντα κρυμμένη μέσα μας, είμαστε πάντα μετανάστες του εσώτερου βίου μας. Και γι’ αυτό είναι απάνθρωπος ο ρατσισμός, γιατί αρνείται το μέσα των ανθρώπων.

   

   

Ο Μιχέλης έγραψε «το παιδί από τα Γιάννινα», για να κλειστεί ο κύκλος με δικαιοσύνη.
Σαν ένα restoration της πόλης, και των ανθρώπων της

ΑΠΟ ΤΗΝ: ΑΝΝΑ ΔΕΡΕΚΑ

Β’ ΜΕΡΟΣ


 

Ο Μιχέλης πίστεψε πως βρήκε το κλειδί του δωματίου, που έκρυβε τα κομμάτια που του έλειπαν για να συμπληρώσει το παζλ της ζωής του.

Εγώ νομίζω, πως, κανείς δεν επιστρέφει ποτέ, σε καμιά πατρίδα – με την έννοια της γης που την ορίζει. Διότι στο μεταξύ έχουν αλλάξει τα πάντα: ο ίδιος, οι άλλοι, ο τόπος. Αντιθέτως, πρέπει να σκέφτεται ότι βρίσκεται πάντα στην πατρίδα του – την ψυχή του! – την οποία μεταφέρει, όπου κι αν πάει όπως η χελώνα το καβούκι της. Η ψυχή είναι η εσωτερική πατρίδα, που δεν έχει γη που να την ορίζει.

Πόσα πολλά θα είχα να πω, για τον «ανύπαρκτο τόπο» της πατρίδας!

Οι παρατηρήσεις μου, είναι περιφερειακές άλλωστε.

Το αποτέλεσμα είναι επιτυχημένο, γιατί αναμετρήθηκε με τη μνήμη, χωρίς να υποχωρήσει ούτε στιγμή σε εθνικιστικά ιδεολογικά στερεότυπα περί «ελληνικότητας», ούτε σε μια «νοσταλγία» καθαγιασμένη. Αντίθετα ανέδειξε τον πλούτο του πολιτισμού όπως γεννιέται μεταξύ άλλων και στη χώρα μας, στηριγμένος σε παγκόσμιες αξίες και νοήματα, πιάνοντας ένα νήμα, και ξεδιάλυνε τελικά με αισθητικό τρόπο το κουβάρι των νοηματοδοτήσεων και των λέξεων. Δεν είναι και λίγο…

- Πολλοί έχουν αναζητήσει τις ρίζες και τα χαρακτηριστικά της παγκόσμιας πολιτείας των γραμμάτων. Την καταγωγή του πνεύματος δηλαδή.

Επειδή κι εγώ άφησα έναν τόπο, τη Θεσσαλονίκη, για τα Ιωάννινα, όπως ο Μιχέλης τα Ιωάννινα για το Μιλάνο, λέω συχνά στον εαυτό μου: «Μη νοσταλγείς τίποτα. Η νοσταλγία είναι μια μορφή ευθανασίας».

Να βάλω και λίγο Ηράκλειτο; Ξέρουμε και οι δύο καλά πως δεν μπορείς να μπεις δύο φορές στα ίδια νερά του ποταμού. Ούτε μπορείς ν’ αγγίξεις δύο φορές τη φθαρτή ουσία στην ίδια κατάσταση, γιατί αυτή με την ορμή και την ταχύτητα που αλλάζει, σκορπίζει και πάλι  μαζεύεται, πλησιάζει και φεύγει. Στην αλλαγή βρίσκουν τα πράγματα ανάπαυση.

Ο Μπρεχτ κάπου υμνεί τη λησμονιά. Χωρίς αυτή, λέει, τα παιδιά ποτέ δεν θα κατάφερναν να φύγουν από τη μάνα τους. Να κόψουν τον λώρο πριν γίνει θηλιά. Αλλά ξέρω ελάχιστους που έχουν κόψει αυτόν το λώρο οριστικά.

Το μεγάλο τεστ κάθε ζωής είναι πως τοποθετείται απέναντι σ’ εκείνους που τη γέννησαν. Η λησμονιά μας βοηθάει μαζί με τις τρυφερότητες να ξεχάσουμε κι όλους τους άλυτους κόμπους. Αλλά όσο κι αν σκεπάζεις τα θέματά σου, υπάρχουν.

Η μνήμη κολλάει σαν τσίχλα στα παλιά χώματα. Κύκλοι ανοιγοκλείνουν, κάτι αποτρίμματα φράσεων: κάτι φωτογραφίες νεκρών. Τα ίχνη που λέει ο Μιχέλης, μέσα στο κουτί.

Οι Άγριες Φράουλες, του Μπέρκγμαν. Όλη αυτή η στασιμότητα των υδάτων, η άρνηση των νερών να τρέξουν με όλη τη λησμονιά του Μπρέχτ στην καταβόθρα του χρόνου, με έκανε να το ξαναδώ αλλιώς και το καημένο το παρελθόν μου. Μια κουρελού. Που πάνω της παίζουν τα άτακτα παιδιά – και γελάνε!

«Κάποιος που μου στάθηκε κοντά, και με συνόδεψε σ’ όλη τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού, του ταξιδιού του γραψίματος του βιβλίου, και είδε την επιμονή με την οποία προσπαθούσα να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου και μέτρησε την αγωνία όταν έχανα το νήμα των γεγονότων του παρελθόντος, ή έφτανα σε αδιέξοδο, μου είχε πει, ότι έπρεπε να θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό, που βρήκα το κλειδί του δωματίου, που έκρυβε τα κομμάτια που έλειπαν για να συμπληρώσουν το παζλ της ζωής μου».


 

Και είναι τυχερός πράγματι που μάζεψε τις σκόρπιες εικόνες του. Και βλέπει πως έκανε ένα βήμα μπροστά, γιατί το βράδυ βάζεις στο κρεβατάκι τους μικρά λευκά νοήματα χαράς να κοιμηθούνε, και το πρωί ξυπνάνε κάτι κτήνη, κάτι τέρατα, μέσα στο μίσος και στην κακεντρέχεια. Και άλλες φορές πας να χτενίσεις το λαδερό κεφάλι της πίστης και της Ευγένειας και ανακαλύπτεις ότι στις ρίζες τους έρπει η απιστία και η χυδαιότητα.

Πολλά γράφονται και για το άπιαστε άγραφο χαρτί του συγγραφέα!

Ο Μιχέλης έγραψε «το παιδί από τα Γιάννινα». Για να κλειστεί ο κύκλος με δικαιοσύνη. Να κάνει τη σύνθεση αυτών των παζλ της φαντασίας, που εμπεριέχουν πάντα τον έρωτα, το πένθος, τους οικείους. Εν πολλοίς αυτοβιογραφικός.

Τον βλέπω, σκυμμένο πάνω από τα λευκά χαρτιά, σαν να παρατηρεί κάτι ορατό. Συμπεριφέρεται σαν κάποιος που έκανε αυτό που είχε να κάνει και τώρα μαζεύει τα χαρτιά του, έτοιμος να φύγει. Μίλησε με τρόπο ταυτόχρονα αυστηρό και σωματικό. Εννοώ, η σοβαρότητά του δεν είχε την απόσταση του παρατηρητή, αλλά το κάψιμο της επαφής – τη βία ή τη θέρμη του αγγίγματος. Για να κλειστεί ο κύκλος με δικαιοσύνη. Δεν έχει νόημα να μετράμε τη δοσολογία της συνταγής που προκάλεσε αυτό το βιβλίο. Το βιβλίο  συντελέστηκε. Οπωσδήποτε, χρειάστηκε χρόνο ο Λεωνίδας Μιχέλης, να βρει την αιχμηρή ισορροπία. Χρειάζεται χρόνο το βλέμμα για να διαπεράσει τη συνείδηση και να της δώσει ένα μήνυμα δοκιμασμένο και συναισθηματικά.


 

Ένα διήγημα και ιστορικό, γύρω από σημαντικές πολιτικές ανακατατάξεις, που συνέβησαν τις ταραγμένες εποχές των άκρων: από την απελευθέρωση από τον Οθωμανική Αυτοκρατορία, τη Μικρασιατική Καταστροφή του ’22, τις ληστοσυμμορίες του ’30, τη Μετανάστευση, τη ναζιστική κατοχή και τον εμφύλιο, μέσα από τις ζωές των ηρώων.

«Το παιδί απ’ τα Γιάννινα», μ’ αρέσει, γιατί ποτέ δε σε κοιτάει στα μάτια, έχει αν παιγνιώδες ψεύδισμα, που δημιουργεί ένα χάσμα στον ειρμό, μια αναστάτωση κι εντέλει μια μικρή μαγεία. Είναι σαν κάτι ευχάριστους μπον βιβέρ που κάνουν πλάκες και ιλουζιονισμούς στις γυναίκες για να τις διασκεδάσουν, να τις βγάλουν απ’ το δρόμο τους και να τις φιλήσουν πίσω από τον ανθισμένο φράχτη. Οι ήρωες του Μιχέλη, έχουν αυτή τη λοξή και πληγωμένη ελαφρότητα μερικών προσώπων του Τσέχοφ.

Σαν ένα restoration της πόλης, και των ανθρώπων της. Ξαναφαίνεται το ασημένιο φως που βγαίνει νομίζεις μέσα από τα πρόσωπα, τα μνημειωδώς λεπτουργημένα ταμπλό, βιβάν – εικόνες που είναι ισοδύναμες παλιών Γιαννιωτών ζωγράφων. Σαν πίνακες του Κενάν Μεσαρέ που δεν έχουν ίχνος παλαίωσης ή γραφικότητας.

░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░

  

Νέοι Αγώνες

ΤΕΤΑΡΤΗ 25 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012


 

Προτού πω δυο λόγια για το βιβλίο, θέλω να κάνω μια μικρή διευκρίνηση. Δεν είναι συνηθισμένη νομίζω η παρουσίαση ενός βιβλίου γραμμένο και δημοσιευμένο σε άλλη γλώσσα και μη μεταφρασμένο στην γλώσσα των παρισταμένων. Εξομολογούμε πως  μολονότι οι ισχυρισμοί των φίλων που είναι γύρω από αυτό το τραπέζι και κανενός άλλου από το κοινό που μπόρεσαν και διάβασαν το βιβλίο, με είχαν πείσει ώστε να γίνει η εκδήλωση αυτής της παρουσιάσεως, αυτή τη στιγμή νοιώθω λίγο αμήχανα και λίγη ενοχή γιατί δεν έγραψα αυτό το βιβλίο στην μητρική μου γλώσσα. Στο βάθος βάθος της καρδιάς μου έχω την ελπίδα να συναντήσω το ενδιαφέρον ενός Έλληνα εκδότη, καλύτερα ενός εκδότη από την Ήπειρο, ακόμη καλύτερα από τα Γιάννινα ώστε το βιβλίο να μεταφρασθεί και να δημοσιευθεί το βιβλίο στα Ελληνικά.

  

Λεωνίδας Μιχέλης: «Στο βάθος της καρδιάς μου έχω την ελπίδα να συναντήσω το ενδιαφέρον ενός Έλληνα εκδότη,
για το βιβλίο μου»

ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΜΙΧΕΛΗ


 

Αυτό το βιβλίο είναι κάτι που θα έπρεπε να έχω κάνει εδώ και καιρό. Η ιδέα ξεπήδησε από την σχέση μου με την μία από τις δύο μου κόρες και τον τρόπο τον οποίο έχει για να με προκαλεί. Έτσι γεννήθηκε η αιτία, ή ίσως απλά η δικαιολογία, αυτού του βιβλίου. Πιστεύω ότι όλα ξεκίνησαν προς το τέλος της δεκαετίας του ’70, όταν κατά την διάρκεια της Δικτατορίας δεν μπόρεσα να γυρίσω στην Ελλάδα για 9 συνεχόμενα χρόνια, τα οποία έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην γενικότερη απομάκρυνσή μου. Η οικοδομική μανία που είχε χτυπήσει τα Γιάννενα τα τελευταία χρόνια, τα είχε μεταμορφώσει σε μία άγνωστη και ανώνυμη πόλη. Μοναχά διαβάζοντας τα ονόματα των δρόμων κατάφερα να βρεθώ μπροστά στο σπίτι μου, ή, μάλλον εκεί όπου θα έπρεπε να ήταν το σπίτι μου. Ο κήπος της γιαγιάς μου, που από το σπίτι της έφτανε στο δικό μας και το περιτριγύριζε σαν μια αγκαλιά δεν υπήρχε πια. Η ροδιά και η κυδωνιά, που είχαν συμβάλλει με τα χρώματά τους να σημαδέψουν τις εποχές της παιδικής μου ηλικίας, είχαν χαθεί. Στη θέση τους υπήρχε μια τετραώροφη πολυκατοικία. Πίσω από αυτή την ανώνυμη πρόσοψη ένιωθα ότι κάπου εκεί θα ήταν κρυμμένη σε μια γωνιά η κοσμηματοθήκη που έκρυβε μέσα του την γνώση τού κάποτε. Έτσι από τότε δεν ξαναγύρισα. Συνέχιζα να ζω, να μεγαλώνω, να ωριμάζω, να κάνω παιδιά και τα παιδιά μου μεγάλωναν κι έκαναν δικά τους παιδιά, κι εγώ ένιωθα να γερνάω μετέωρος μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος που γινότανε με την σειρά του παρελθόν, αργά αλλά σταθερά. Όμως κάποια μέρα, έγινε ασυγκράτητη ανάγκη να ξαναχτίσω την πολιτιστική ταυτότητα που κουβαλούσα μέσα μου από τότε που ήμουνα μικρός, με όλα τα συναισθήματα που επακολουθούσαν, κι έμοιαζαν παγιδευμένα, κλεισμένα σ’ ένα δωμάτιο που είχε χαθεί το κλειδί. Σαν να τα είχα απωθήσει όλα. Όταν τελικά κατάφερα να τα ελευθερώσω, ένιωσα να είχα βρει ένα παζλ από το οποίο έλλειπαν κομμάτια.

Η συγγραφή αυτού του μυθιστορήματος ήταν για μένα, από τη μία, ένα τρόπος να ξαναδώσω ζωή σε μερικά σημαντικά πρόσωπα και να περάσω ακόμα λίγο χρόνο μαζί τους, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, έγινε ένας τρόπος να φέρω κοντά ανθρώπους και χαρακτήρες που στην πραγματικότητα δεν είχα γνωρίσει. Οι χαρακτήρες, και τα γεγονότα, αν και έχουν μία αληθινή βάση, είναι φρούτο της φαντασίας μου΄ μία φαντασία που είχε τροφοδοτηθεί για χρόνια από σκόρπια ακούσματα για τα οποία δεν είχα καταφέρει να βρω το λογικό νήμα που τα ένωνε και που ο χρόνος είχε συμβάλει στο να κάνει τα κενά πιο μυστηριώδη, γεμάτα μαγική γοητεία.

Αναμνήσεις σκόρπιες, που, με το πέρασμα του χρόνου γίνονταν όλο και πιο θολές και άρχιζαν να μπερδεύονται μεταξύ τους. Ο Πλάτωνας έλεγε ότι η μνήμη είναι σαν ένα κέρινο εκμαγείο όσο πιο μαλακό είναι το κερί τόσο λιγότερο μένουν τα αποτυπώματα. Με τον καιρό, συσσωρεύονται το ένα πάνω στο άλλο κα γίνονται όλο και πιο αχνά. Μνήμες εύθραυστες που μας ξεγελούν αλλάζοντας χρώμα, σχήμα και κατεύθυνση, τόσο, που, προσπαθώντας να τα ξεμπερδέψουμε δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε ποια είναι τα πραγματικά γεγονότα αι ποια μέρος της φαντασίας μας.

Κάποιος που μου στάθηκε και με συνόδεψε σε όλη τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού και είδε την επιμονή με την οποία προσπαθούσα να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου και μέτρησε την αγωνία που ένιωθα όταν έχανα το νήμα των γεγονότων του παρελθόντος ή έφτανα σε αδιέξοδο, για να συνειδητοποιήσω το επόμενο πρωί ότι οι λιγοστές σελίδες που είχα γράψει με είχαν πάει ένα βήμα μπροστά, μου είπε ότι έπρεπε να θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό, διότι πολλοί από αυτούς που είχαν επιχειρήσει ένα παρόμοιο ταξίδι βγήκαν νικημένοι και μαζί με αυτούς και οι ψυχαναλυτές τους αφού τους στάθηκε αδύνατο να βρουν το κλειδί του δωματίου που έκρυβε τα κομμάτια, τα κομμάτια που έλλειπαν για να συμπληρώσουν το παζλ της ζωής τους.


 

Είναι αλήθεια. Το ταξίδι αφηγείται την ιστορία τριών γενιών, ακολουθώντας κατά κάποιο τρόπο βήμα, βήμα την ιστορία. Οι εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη σαν στιγμιότυπα, γεμάτες πολλές φορές με σύμβολα που έδιναν ζωή και εξυμνούσαν τα παγανιστικά έθιμα εκείνης της εποχής. Νομίζω ότι ο καθένας από εμάς κρύβει μέσα στην καρδιά και την ψυχή του ένα σωρό εικόνες και σύμβολα μέσα από τα οποία ο άνθρωπος κατανοεί τον εαυτό του.

Οι εικόνες που ξεπηδούν από τις σελίδες του βιβλίου δημιουργήθηκαν σιγά σιγά καθώς μου ερχόντουσαν στο μυαλό μου ένα ένα τα γεγονότα που χρησιμοποίησα για να διηγηθώ ένα μέρος της ιστορίας.

Όπως για παράδειγμα οι φωτιές κατά την διάρκεια του καρναβαλιού κοντά στην χειμερινή ισημερία (σελ.36).

Σε άλλα σημεία η εικόνα βγαίνει από την προσπάθεια να ανασυνθέσω ένα ιστορικό γεγονός όπως η αιχμαλώτιση / σύλληψη του παππού του Ζαφείρη από μεμονωμένους τούρκους στρατιώτες προς αποχώρηση (σελ.117).

Σε μερικά σημεία οι εικόνες του βιβλίου περιγράφουν κομμάτια της ζωής μου, ακριβώς όπως τα έζησα, όπως ό,τι συμβαίνει γύρω από την Λίμνη των Ιωαννίνων (σελ.60).

Ένας από του τίτλους που θα μπορούσε να πάρει αυτό το βιβλίο θα ήταν ακουαρέλες στο μπλε, ακουαρέλες σαν στιγμιοτυπες φωτογραφίες αλλά και γιατί το μπλε είναι λέξη και χρώμα πού επαναλαμβάνεται συχνά. Όπως και το όνομα του αφηγητή Ζαφείρης.


 

“Ο Ζαφείρης γεννήθηκε στις αρχές του πολέμου. Ένα όνομα που θύμιζε το βαθύ μπλε της πολύτιμης πέτρας, το ζαφείρι, λέξη πολύ πιθανά παρμένη από το αραβικό τζέφιρ που σήμαινε νικητής, εκπορθητής. Φωνάζοντάς τον με το όνομα η μητέρα του Σοφία, δεν ήταν σίγουρο αν από κάμωμα η από ηχόχρωμα της φωνής της, πολλές φορές έκανε να μοιάζει το “α” με “ε”. Έτσι το όνομά του άλλαζε, ακουγόταν, γινόταν Ζέφυρος, η προσωποποίηση του δυτικού ανέμου, παιδί του Αστραίου, του αστρόσπαρτου και της Ηούς, της αυγής. Εξ αιτίας αυτού του δεσμού θα γεννιόνταν κατά τον μύθο αργότερα, τα αθάνατα άλογα του Αχιλλέα του έπους της Ιλιάδας”.

Θέλω κάτι να πω και για τον εκδότη της Ιταλίας: Μου άρεσε οι ιμιγράντι, οι απόδημοι ,οι μετανάστες, η λογοτεχνία δει μιγράντι, των μεταναστών εκείνων που δεν γράφουν στην δική τους γλώσσα αλλά στην καινούργια γλώσσα, αποκαλώντας τους οι καινούργιοι ιταλοί, γιατί με αυτή την γλώσσα μεταφέρνουν τρόπους του λέγειν, σήματα, μακρινούς μύθους κλπ, και δίνουν λύμφη στην γλώσσα την ιταλική. Το σχέδιο και ο στόχος λοιπόν αυτού του εκδότη, μου άρεσε και δημοσίευσα μ’ αυτόν, μολονότι είχα ήδη υπογράψει ένα προσύμφωνο με έναν μεγάλο εκδότη του βορρά της Ιταλίας.

(Η ομιλία του κ. Λεωνίδα Μιχέλη, από την ημέρα της παρουσίασης του βιβλίου του, «Il tagazzo di Janina”, στις 7 Απριλίου 2012, στο Ξενοδοχείο ΠΑΛΛΑΔΙΟ).

░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░

 

Νέοι Αγώνες

ΠΕΜΠΤΗ 26 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012


Ειλικρινά, βρίσκομαι απέναντι Σας σε μία, ας το πούμε έτσι, ευάρεστη και ταυτόχρονα προνομιούχα θέση. Θα με ρωτήσετε αμέσως: «Για ποιο λόγο;». Θα Σας απαντούσα, χωρίς περιστροφές, ότι απλούστατα απόψε θα Σας μιλήσω για ένα Ιταλικό βιβλίο, το οποίο, θαρρώ, η πλειοψηφία από τους πάρα βρισκόμενους αδυνατεί να το έχει απολαύσει σ’ όλο το μήκος του στην Ιταλική γλώσσα. Σε λίγο, όμως, θα έχετε την ευκαιρία ν’ ακούσετε κάποια αποσπάσματα στην Ελληνική γλώσσα: Όμως, παρ’ όλα αυτά, δεν αναιρεί το γεγονός ότι όλο το κείμενο, προς το παρόν, παραμένει αμετάφραστο στα Ελληνικά. Συνεπώς, εν συντομία, θα Σας εκθέσω απόψε, σε αδρές γραμμές, εκείνα τα στοιχεία και εκείνες τις πλευρές που, σαν αναγνώστης, με εντυπωσίασαν.

Καταρχήν, Σας ομολογώ, ότι πριν από μερικούς μήνες δεν εγνώριζα καν το όνομα του συγγραφέα και, φυσικά, αγνοούσα εντελώς τα βιβλία του. Επειδή, « Ο νεαρός από τα Γιάννενα», αποτελεί το τρίτο του βιβλίο που κυκλοφόρησε στον Ιταλικό εκδοτικό χώρο. Πράγματι, προηγήθηκαν στο 2007 η συλλογή αφηγημάτων με τον Ισπανικό τίτλο «Los claveles del aire». Αργότερα, ακολούθησε στο 2009 το αφήγημα «L’agave di smeraldo», ενώ πέρυσι, το Νοέμβριο του 2011, εκδόθηκε «Ο νεαρός από τα Γιάννενα» (στα Ιταλικά «II ragazzo di Janind\ εκδόσεις Atmosphere Libri, Ρώμη).

O διωγμός των Παργινών, πριν από την Ελληνική επανάσταση του 1821, η μετεμφυλιακή Ελλάδα, η κόρη του Μουφτί Ισμέτ, σ’ ένα βιβλίο με νήμα, ούγια, και υφάδι

ΤΟΥ GUGLELMO BIANCO

Μετά, άρχισε να ξεδιπλώνεται το νήμα της γνωριμίας μου με το συγγραφέα, αφού διάβασα ένα δημοσίευμα της ποιήτριας Άννας Δερέκα στην τοπική Γιαννιώτικη εφημερίδα «Νέοι Αγώνες», την Παρασκευή 11 Νοεμβρίου του 2011, όπου παρουσίαζε το βιβλίο του Λεωνίδα Μιχέλη. Δεν Σας κρύβω την έκπληξη μου. Ταυτόχρονα, μου προξένησε και μου επέφερε μία φλογερή περιέργεια για να μάθω ποιος ήταν ο συγγραφέας, που ζούσε στην Ιταλία. Τότε, επικοινώνησα αμέσως με την ποιήτρια, η οποία, ευγενικά, με παρέπεμψε στον Κύριο Ροντογιάννη Ναπολέοντα που επιμελείται ένα δικό του Ηπειρωτικό ιστότοπο, ο οποίος πρόθυμος, μου παραχώρησε το τηλέφωνο του Κυρίου Μιχέλη. Εν ριπή οφθαλμού, ήρθα σ’ επαφή με το συγγραφέα και με ευγνωμοσύνη, αργότερα, μου ταχυδρόμησε τα βιβλία του. Η επαφή μας μετέπειτα συνεχίστηκε. Ηλεκτρονικά ανταλλάξαμε κάποιες απόψεις. Στα μέσα του μήνα Φλεβάρη, επιτέλους, γνωριστήκαμε και με την πολύτιμη συνδρομή της ποιήτριας Άννας Δερέκα αποφασίσαμε, από κοινού, αυτή την βραδινή εκδήλωση.

Πέρα απ’ αυτά τα σύντομα χρονογραφικά υπομνήματα, ας επιστρέψουμε τώρα στο βιβλίο. Λοιπόν, μόλις μου έπεσε στα χέρια μου, αμελλητί το διάβασα. Θα Σας έλεγα, μονορούφι. Σχεδόν απνευστί. Προσωπικά, η ανάγνωση του αποτέλεσε κυριολεκτικά μία αποκάλυψη: Καταρχάς, για την χυμώδη και ύστερα για την γλαφυρότατη Ιταλική γλώσσα. Αυτοστιγμεί, κατέληξα στην άποψη ότι αντίκρυ μου συναπάντησα ένα νέο Ιταλό συγγραφέα. Έναν συγγραφέα που λεπτομερώς και συνάμα διεξοδικά μεταχειρίστηκε άψογα το ιδίωμα μου, την Ιταλική γλώσσα.

Στην ίδια στιγμή, ξετυλίγοντας τα 53 κεφάλαια του βιβλίου αντίκρισα ιστορίες που έβριθαν από πρόσωπα και κατακλύζονταν από καταστάσεις για μένα εντελώς άγνωστες. Όντως, ολόκληρος ο καμβάς του έργου ξεκουβαριάζει προσωπικές στιγμές. Ξεδιπλώνει συλλογικά γεγονότα. Ξετυλίγει ατμόσφαιρες ενός εφήβου, στο όνομα Ζαφείρη, κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1950 έως το 1958, όταν ο πρωταγωνιστής, αναχώρησε για σπουδές στην γειτονική Ιταλία. Ενώ ο έφηβος μεγαλώνει, ταυτόχρονα, παρακολουθούμε τα ιστορικά δρώμενα της πόλης των Ιωαννίνων. Ακολουθούμε τα δραματοποιημένα ελληνικά θέματα της εποχής και στο παγκόσμιο στίβο, τα οποία συνυφαίνονται γύρω από τον πρωταγωνιστή. Επιπλέον, ο συγγραφέας εξιστορεί πηχυαία ιστορικά επεισόδια που σημάδεψαν την πόλη, όπως το χρονικό της ανέγερσης του Κάστρου. Ακόμη, αναφέρει θλιβερά, οδυνηρά γεγονότα που άφησαν ανεξίτηλα σημάδια στην Ήπειρο (όπως ο διωγμός των Παργινών, πριν από την Ελληνική επανάσταση του 1821) και επηρέασαν καθοριστικά την νεώτερη και μετεμφυλιακή Ελλάδα.

Τώρα, από το πυκνό περίγραμμα και το πηχτό συγκείμενο του έργου θα εστίαζα δύο θεμελιακά στοιχεία: Από μία πλευρά, ο ιστός, το υφάδι, το αστικό και το πολεοδομικό δίχτυ της πόλης και από την άλλη η παρουσία, η εμφάνιση των γυναικείων μορφών.

Όσον αφορά εκείνη την αραχνοκεντημένη και την αραχνοΰφαντη δομή της πόλης, σήμερα, έμειναν μερικά απομεινάρια. Δρόμοι σκονισμένοι. Πλατειούλες ηχηρές, όπου διέλαυναν βροχηδόν και σωρηδόν φωνές. Και κυρίως κατοικίες με κήπους. Λουλουδιασμένες που ευωδίαζαν. Μοσχοβολούσαν σ’ όλα τα μήκη των δρόμων. Ευφραινόταν τα ρουθούνια των περαστικών: Εντούτοις, εκείνων των χειροποίητων εστιών και των οικοδομικών πλεγμάτων τίποτε δεν υφίσταται πια. Ίσως, θα μπορούσαμε να τα ιχνηλατήσουμε παρατηρώντας φωτογραφίες της εποχής εκείνης, από τα οποία, προσωπικά, οσμίζομαι εκείνες τις ανθρώπινες περιστάσεις. Οσφραίνομαι εκείνες τις δαιδαλώδεις ανθρώπινες διαδρομές. Μυρίζω εκείνες τις κατάστικτες ανθρώπινες συγκινήσεις.

Παρόλ’ αυτά, ο συγγραφέας, ακατάπαυστα οιστρηλατημένος, σκιαγραφεί διεξοδικά τις αεικίνητες και τις περιπλανητικές οδοιπορικές μεταβάσεις των πρωταγωνιστών στους δρόμους εκείνους και ο αναγνώστης τους ακολουθεί ως συν-πρωταγωνιστής, θα τολμούσα να πω, ως συνδαιτυμόνας της αφήγησης.

Το δεύτερο σκέλος σχετίζεται με την έντονη, την θερμή και την διάπυρη παρουσία της θηλυκής μορφής. Θηλυκές ιδιοσυστασίες, όμορφες και ελκυστικές. Θηλυκές προσωπικότητες, ιδιοφυείς, εξαιρετικές, όπως η μητέρα Σοφία και η γιαγιά Βάγια του πρωταγωνιστή. Θηλυκές θωριές που έγειραν τα πρώτα σκιρτήματα του αναδυομένου, παλλόμενου έρωτα. Θηλυκές φιγούρες που σάλευαν. Κλόνιζαν. Τράνταζαν το βίο του εφήβου. Θηλυκές εμφανίσεις που αυλάκωσαν βαθιά τον ενδόμυχο κόσμο του Ζαφείρη. Θηλυκές μορφές που του ξεθηλύκωσαν μύριες απορίες. Θηλυκά χέρια που του ξεδίπλωσαν αναρίθμητους συλλογισμούς για την ζωή του. Θηλυκές χειρονομίες που τον βοήθησαν να σχεδιάσουν τα μελλοντικά του βήματα.

Για ν’ αναφέρω κάποια ονόματα, Σας υπενθυμίζω, την Κατερίνα, την Μάρτα, την Μυρτώ ή την κόρη του Μουφτί Ισμέτ. Ακόμη, θα μνημόνευα το κορίτσι με το όνομα Λεωνόρα-Μπέμπα, για την οποία διαθέτουμε μία γραπτή μαρτυρία της που, όμως, δεν συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο που απόψε παρουσιάζουμε. Αντίθετα, συγκαταλέγεται στο πρώτο βιβλίο του συγγραφέα που εκδόθηκε το 2007. Πρόκειται για μία συλλογή αφηγημάτων και συγκεκριμένα στο τελευταίο διήγημα, όπου κάποια στιγμή, συναντάμε ένα γράμμα της Μπέμπας που έστειλε στο συγγραφέα-πρωταγωνιστή, που παρεπιδημεί στην Ιταλία για τις πανεπιστημιακές σπουδές του. Στο γράμμα, μεταξύ άλλων, το κορίτσι, θα Σας το διαβάζω, όπως, ακριβώς γράφει, αναπολεί: «την τελευταία συνάντηση μας και την απότομη διακοπή της ιστορίας μας». Και συνεχίζει εξομολογώντας ότι «μου λείπεις και περισσότερο μου λείπουν οι μακρές συζητήσεις μας». Κλείνοντας το γράμμα η Μπέμπα του «εύχεται καλή σταδιοδρομία και ένα καλότυχο ταξίδι στην ζωή του»: Υποπτεύομαι ότι οι τελευταίες λέξεις της, ίσως, πυροδότησαν ένα ξέσπασμα. Προξένησαν ένα υπερχείλησμα: μία νηοπομπή δακρύων. Δάκρυα πυκνόρρευστα. Δάκρυα που την ρίγωσαν. Δάκρυα που της ρυτίδωσαν τα ροδοκόκκινα μάγουλα της ωσάν στερνή υπογραφή της.

Θα υπογράμμιζα, ως εκ τούτο, ότι η αφορμή για την συγγραφή του βιβλίου «Ο νεαρός από τα Γιάννενα» προέκυψε από μία άλλη θηλυκή παρουσίαση: Την πρόκληση του την προξένησε, ίσως και διεμήνυσε μία από τις κόρες του. Μία αφορμή που, μάλλον, θα μπορούσε ν’ αποτελέσει μία οπή για να ξεχειλίσουν, μετέπειτα, όλες εκείνες οι μύχιες συγκινήσεις. Ένα άνοιγμα για να ελευθερωθούν εκείνα τα καταχωνιασμένα συναισθήματα για να ορμήξουν, αργότερα, στο εσώτατο καμβά του συγγραφέα.

Εν πάσει περιπτώσει, μνημονεύω τούτα τα γνωρίσματα επειδή θεωρώ ότι η επεξεργασία του μυθιστορήματος, επιπλέον, η διεργασία του και η διάπλαση του παριστάνονται, κατ’ εμέ, σαν μία διαδικασία ύφανσης διαμέσου ενός συγγραφικού αργαλειού.

Δηλαδή το νήμα, η ούγια, το υφάδι, το πλέγμα, το δίχτυ του περιγράμματος της υπόθεσης ενορχηστρώνουν ατμόσφαιρες. Διευθετούν εντάσεις. Ρυθμίζουν παρορμητικές ζυμώσεις τις οποίες ο δημιουργός βίωσε.

░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░

  

Νέοι Αγώνες

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012


  

Όντως, είμαι πεπεισμένος ότι η συγγραφή του έργου εμφανίζει μία περαιτέρω υφολογική και παραπάνω γλωσσολογική διαστρωμάτωση, η οποία αναδύεται στην διαμόρφωση των προτάσεων. Για να είμαι κατανοητότατος: Παρομοιάζω ολόκληρη αυτή την συστηματική σειρά γραπτών και διανοηματικών ενεργειών σαν να βρίσκομαι απέναντι σ’ ένα είδος παλίμψηστου.

Με άλλα λόγια, αναφέρομαι ουσιαστικά για τα αρχαία χειρόγραφα γραμμένα σε πάπυρο ή περγαμηνή πάνω στα οποία η πρώτη γραφή έχει αποσβηστεί για να γραφτούν εκ νέου. Επομένως, εκείνα τα σβησίματα συναισθηματικού περιεχομένου, τα οποία συσσωρεύτηκαν στο ενδόμυχο υπόστρωμα του συγγραφέα, αποτελούν εκείνα τα νήματα των ιστοριών του, που ο ίδιος ο συγγραφέας τα ψηλάφισε. Τα θώπευσε. Τα έψαυσε και τελικά τα αλίευσε: Πρόκειται, νομίζω, για μία εκκολαπτική και ολόκληρη κοίτη που τράνευε. Τράνταζε ν’ αναβληθεί.

O διωγμός των Παργινών, πριν από την Ελληνική επανάσταση του 1821, η μετεμφυλιακή Ελλάδα, η κόρη του Μουφτί  Ισμέτ, σ’ ένα βιβλίο με νήμα, ούγια, και υφάδι

ΤΟΥ GUGLIELMO BIANCO

B’ μέρος

Έσειε. Από οπού ξέζεψε μία φουσκοδεντριά. Όπου, χορευτά διαδοχικοί φθόγγοι ήταν έτοιμοι να συνθέσουν. Όπου, κυοφορούμενες λέξεις έσμιγαν σε σπαρταριστές κλωστές. Όπου αδιάσπαστες ροές προτάσεων ανυπομονούσαν να χυθούν πάνω σ’ ένα φύλλο χαρτί. Όπου τα λεπτεπίλεπτα συναισθηματικά υλικά του δημιουργού λαχταρούσαν, ακόμη, να πλέξουν ένα συγκερασμό συγκινήσεων. Για να ξεκουμπώσουν, στο τέλος, ένα κείμενο. Για να ξεθηλυκώσουν, εν τέλει, μία ιστορία. Για να κλώσουν, τελικά, μία μακρόσυρτη, μερωμένη γραπτή λιτανεία κόμβων ζωής και ονείρου.

Σ’ αυτό το σημείο, θα έλεγα, ακόμη, ότι πρόκειται για μία βιογραφική ανάπλαση. Όταν χρησιμοποιώ την «λέξη-αύλακα» «βιογραφία», μέσα στην οποία επαμφοτερίζονται και αιωρούνται μακρόχρονες διάστικτες αμφισημίες, την χειρίζομαι με όλη την εμβρίθεια και το εύρος της σημασίας της. Επειδή η «γραφή» συσχετίζεται με το «βίο» του καθενός. Ο Ηράκλειτος, παρεμπιπτόντως, στην αρχαιότητα, την ίδια λέξη, «βίο», την εντάσσει στην σημασιολογική έννοια του «τόξου», το οποίο χαρίζει ακόμη και το θάνατο, ειδάλλως, «Ο γιορτινά ντυμένος Θάνατος», όπως τον αποκαλεί η Ελληνίδα συγγραφέας Ζυράννα Ζατέλη, στο βιβλίο της «Ηδονή στον κρόταφο», στις σελίδες 80 και 151. Υπό αυτή την προσέγγιση, η «βιο γραφία», μου φαίνεται, αποκτά ανάγλυφες προεκτάσεις και, ταυτόχρονα, προσδίδει νέες δυνατότητες ερμηνείας και ανάγνωσης τού έργου.

Επιπροσθέτως, το βιβλίο του Μιχέλη δύναται να γίνει αφορμή να τον αντιληφθούμε ως μία νοσταλγική αναπόληση. Και εδώ, για άλλη μία φορά, χρειαζόμαστε να είμαστε συνετοί στη χρήση του όρου. Λόγω του ότι, η νοσταλγία συνδέει τον «νόστο» ως διακαές ταξίδι επιστροφής μαζί με την σπαρακτική αίσθηση του «άλγους», δηλαδή του «πόνου».

Ένας πόνος που λικνίζεται. Παλινδρομεί όταν πλησιάζει τον επιθυμητό χώρο επιστροφής. Και, συνάμα όμως, απομακρύνεται ακαριαίος, επιτρέψτε μου, από εκείνη την ενδόμυχη παλίμψηστη εστία του δημιουργού.

Ένας πόνος που, υποπτεύομαι, απορρέει μάλλον από την οριστική αποκόλληση του οικογενειακού περίγυρου του συγγραφέα. Ένας πόνος, τον οποίο με κόπο τον μπόλιασε, αργά και μ’ επιμονή, σ’ ένα νέο γλωσσικό και καθημερινό Ιταλικό πλαίσιο ζωής. Ένας πόνος που βέβαια αμβλύνθηκε. Ένας πόνος που κατευνάστηκε. Μαλάκωσε. Ένας πόνος που απέκτησε νέες διαστάσεις εκφραστικότητας. Κατακτώντας μία αναζωογονητική ποιητική παραστατικότητα στην Ιταλική γλώσσα.

Επιπλέον, ένας πόνος που σηματοδότησε μία νέα ορεογραφική, κεντητική ταυτότητα. Δαντελωτή. Μια ταυτότητα ποικιλτική. Ξομπλιασμένη. Περαιτέρω, θα την αποκαλούσα, μεταχειρίζοντας γλυπτικούς όρους, μία ταυτότητα ταγιαρισμενη. Σμιλευμένη. Μία ταυτότητα γλυφή. Ακόμη, μία ταυτότητα επισφαλή. Εύθρυπτη. Μία ταυτότητα που, φρονώ, υφίσταται συγχρόνως μία διαπλάτυνση. Ένα εμπλουτισμό: Και τούτη την ένδειξη την διαβλέπω, την εντοπίζω στο πλούσιο, ευέλικτο και στο εμπεριστατωμένο Ιταλικό λεξιλόγιο του.

Στο τέλος, θαρρώ ακράδαντα, ότι ο Λεωνίδας Μιχέλης εμφανίζεται ως μία νέα Ιταλική συγγραφική φυσιογνωμία. Και δεν θα υπερέβαλα αν Σας έλεγα ότι στέκομαι απέναντι σε μία σύγχρονη Ιταλική ποιητική μορφή, η οποία από μία πλευρά εμπλουτίζει και από την άλλη προσφέρει νέα πνοή στα Ιταλικά λογοτεχνικά δρώμενα.

Γι’ αυτούς του λόγους, «Ο νεαρός από τα Γιάννενα» αξίζει να μεταφραστεί στα Ελληνικά. Και όποιος θα το επιχειρήσει, με κόπο και με φροντίδα, οφείλει να προσδώσει ακριβώς όλο το παραστατικό, το εύγλωττο και όλο το εύρος του αφηγήματος.

Εν κατακλείδι, αναμένω, σύντομα, μία άλλη συγγραφική απόπειρα από το συγγραφέα. Δεν αμφιβάλλω, μάλιστα, είμαι σίγουρος ότι, κάποια στιγμή, θα είμαστε πάλι για μία ακόμη φορά μαζί να το παρουσιάσουμε. Για να το σχολιάσουμε λεπτομερώς. Και, οπωσδήποτε, για να το απολαύσουμε ακόμη με πλήρη ευφροσύνη, γηθοσύνη και κατάμεστη χαρά.

░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░

  

Το παιδί από τα Γιάννινα

Ή καλύτερα «Il ragazzo di Janina»

Αναδημοσίευση από Ηπειρωτικό Αγώνα ΤΕΤΑΡΤΗ 23 ΜΑΪΟΥ 2012

Της ΛΟΥΚΙΑΣ ΤΖΑΛΛΑ

Ένα οδοιπορικό στα Ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας (θα δημοσιευθεί προσεχώς στην εφημερίδα) περιλαμβάνει και την παρουσίαση του βιβλίου του Γιαννιώτη Λεωνίδα Μιχέλη με τον τίτλο «Το παιδί από τα Γιάννινα».

Το βιβλίο παρουσιάστηκε σε αίθουσα του Ελληνόφωνου δήμου του Τζολίνο και στο μουσείο Καστρομεντιάνο του Λέτσε.

Η παρουσίαση έγινε στα Ιταλικά, όπως και στην Ιταλική γλώσσα είναι γραμμένο το σύγγραμμα. Πρωτότυπος τίτλος «Il ragazzo di Jannina»


  

Οι Ιταλοί που βρίσκονται στην αίθουσα καταλαβαίνουν πολύ καλά τους ομιλητές, ενώ εμείς διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική παρουσίαση από εκείνες που μας έχουν συνηθίσει εδώ. Οι ομιλητές στο πάνελ ανταλλάσσουν απόψεις γύρω από αυτά που εμπεριέχονται στο πόνημα, συμφωνούν, διαφωνούν. Η ονομασία της πόλης μάλιστα προκαλεί και εντάσεις, αν είναι Ιωάννινα ή Γιάννινα.

Το ακροατήριο το αποτελούν επίσης Έλληνες (εμείς οι επισκέπτες του Σαλέντο) και οι Ελληνόφωνοι της Κάτω Ιταλίας.

Ήταν δύσκολο, έως και επίπονο, να είμαστε καθηλωμένοι και να παρακολουθούμε επί δυο σχεδόν ώρες την παρουσίαση, αφού οι περισσότεροι από μας δεν καταλαβαίνουμε τη γλώσσα.

Μεταξύ των παρουσιαστών και η καθηγήτρια Ισαβέλλα Μπερναντίνι.

Μπορεί να μη γνωρίζαμε τη γλώσσα, όμως μας δόθηκε η ευκαιρία τόση ώρα να παρατηρήσουμε προσεχτικά πρόσωπα κι εκφράσεις και να διαβάσουμε μέσα από αυτές.

Δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε αυτό το παιδί, το σημερινό ενήλικα, το Λεωνίδα που ξεκίνησε έφηβος από την πόλη τα δύσκολα χρόνια και να φέρουμε μπροστά μας δικούς μας ανθρώπους που έφυγαν και δεν γύρισαν πίσω. Κι έμειναν με τη μεγάλη νοσταλγία (όπως κι εκείνος) και το όνειρο πως κάποτε μπορεί να ζήσουν και πάλι στην πατρίδα. Ίσως στα στερνά τους. Μα ούτε αυτό τελικά δεν γίνεται. Γυρίζουν πίσω σαν επισκέπτες, ξένοι στον ίδιο τους τον τόπο, τον οποίο δεν αναγνωρίζουν.

Τα Γιάννενά τους δεν είναι εκείνα που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν. Τους είναι άγνωστα κι απόμακρα, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας διαπιστώνει μετά από απουσία 7 χρόνων, τότε τα χρόνια της χούντας.

Ο Λεωνίδας Μιχέλης έχει την τέχνη να γράφει. Κι έτσι γράφει ένα ακόμη βιβλίο. Ιλ Ραγκάτσο ντι Γιάννινα. Νοσταλγία, πόνος, πισωγύρισμα ή ένα νέο αντάμωμα με όλα εκείνα που τον συνέδεσαν με τη Μιχαήλ Αγγέλου, με τη Ζωσιμαία σχολή, με τα Γιάννενα, με τους ανθρώπους του, με τη νιότη του τελικά. Είναι ο ίδιος ή ο ήρωάς του ο Ζαφείρης;

Η Πάσου η μαμή που ξεγέννησε τη μάνα του, όταν ήρθε η ώρα να ανοίξει εκείνος τα μάτια στον κόσμο, τα χαγιάτια, η γιαγιά, ο μπαξές με τις κουμπλιές και τις σκαμνιές και τις γλυκύτατες μπούνες.

Ο ίδιος ο συγγραφέας μετά από μια περιπλάνηση σε Ιταλία και Αργεντινή μετέωρος μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, όπως ο ίδιος λέει, ξαναγυρίζει πίσω με αυτό του το πόνημα.

Στο οπισθόφυλλο μεταξύ των άλλων διαβάζουμε: «Η αφήγηση της περιπετειώδους ιστορίας μιας οικογένειας του περασμένου αιώνα στην οποία αντανακλώνται τρεις γενιές και η ιστορία ενός ολόκληρου λαού, του ελληνικού. Ένα ρομάντζο μέσα σε μια ιστορική κορνίζα και μια διήγηση ικανή να εισαγάγει τον αναγνώστη αυτοστιγμεί στην ουσία της αφήγησης οδηγώντας τον στα παραμεθόρια της περιοχής της Ηπείρου, στα Γιάννινα του 1950… Κι οι γυναίκες είναι πρωταγωνίστριες του ρομάντζου, δυνατές γενναιόκαρδες και με το δικό τους τρόπο συναισθηματικές. Γυναίκες που μέσα από τη φαινομενική ευθραυστότητά τους, αποκόμισαν την ενέργεια για να μην υποκύψουν οι ίδιες μαζί με τους άνδρες τους και συχνά για να νικήσουν».

Μεγάλη ελπίδα και προσμονή του Λεωνίδα Μιχέλη να βρεθεί ένας Έλληνας εκδότης, ώστε να αναλάβει με μια καλή μετάφραση να εκδώσει το βιβλίο του. Το ευχόμαστε.

ΛΟΥΚΙΑ ΤΖΑΛΛΑ

    

 
τον φάκελο «βιβλίο»
   τον διαβάσανε:
  

      αριθμός επισκεπτών