Συνέντευξη της Άννας
Δερέκα με τον Λεωνίδα Μιχέλη.
Αφορμή το βιβλίου του
Λεωνίδα «Il Ragazzo di janina», «Το παιδί απ’ τα Γιάννινα».
Αναδημοσίευση από
την εφημερίδα Νέοι Αγώνες
www.neoiagones.gr
Πολιτισμός 08-09-10
Μαρτίου 2012&
Α΄ Μέρος
Συνέντευξη της Άννας Δερέκα με τον Λεωνίδα Μιχέλη στο Δημοτικό Ραδιόφωνο
Ιωαννίνων
Πρώτο μέρος
Δεύτερο Μέρος
Καλεσμένος σήμερα στη σελίδα ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, ένας παλιός
Γιαννιώτης, ο Λεωνίδας Μιχέλης. Εδώ έχω το μελάνι, να του
πάρω τα αποτυπώματα! Ιταλός ή Έλληνας; Γιαννιώτης ή
Μιλανέζος; Θα το καταδείξει η συζήτησή μας. Αφορμή γι’ αυτή
μας τη συνάντηση, ένα βιβλίο που έβγαλε ο κύριος Μιχέλης, το
τελευταίο του, διότι έχει κυκλοφορήσει ήδη τρία. Η Εταιρία
Λογοτεχνών και Συγγραφέων Ηπείρου θα παρουσιάσει ομού μετά
του Ελληνο-Ιταλικού Συνδέσμου Φιλίας, που προεδρεύει ο κ.
Γουλιέλμο Μπιάνκο, θα παρουσιάσει το βιβλίο: Il
Ragazzo
di
Janina»,
«Το παιδί από τα Γιάννινα». Αντιλαμβάνεστε ότι πίσω απ’ αυτόν
τον τίτλο, κρύβεται ή φανερώνεται ο κύριος Μιχέλης.
Ο Γιαννιώτης
συγγραφέας Λεωνίδας Μιχέλης αυτοβιογραφείται καλλιτεχνικά.
Φυλλομετρώ το βιβλίο, και μια παλιά συνέντευξη που
’δωσε ο συγγραφέας, στις 27Νοεμβρίου του 2011, και μέσω
αυτών, που εν πολλοίς έχουν στοιχεία βιογραφικά, προσπαθώ να
ξετυλίξω τον μύθο του βιβλίου που είναι και μύθος του
διηγηματογράφου, και τανάπαλιν. Οι διηγηματογράφοι, στο
μυαλό τους έχουνε μια ολόκληρη βιοτεχνία μεταποίησης ξένων
ονείρων και βλεμμάτων. Τα αρπάζουνε μόλις τα δούνε με τα
δικά τους μάτια, τα μεταμορφώνουνε στο χαρτί! Πλείστοι όμως
συγγραφείς, αυτοβιογραφούνται καλλιτεχνικά. Χρησιμοποιούσαν
καύσιμη ύλη για την τέχνη τους (όσο και αν η δράση
εκτυλίσσεται σε διαφορετικό κάθε φορά χωροχρόνο) περιστατικά
του βίου τους. Ξέρετε ότι σύμφωνα με μια πρόσφατη θεωρία,
ακόμα και η «Οδύσσεια» είναι αυτοβιογραφική; Ο Όμηρος –
λέει– δεν ήταν άλλος από τον ίδιον τον Οδυσσέα, ο οποίος,
επιστρέφοντας στην Ιθάκη, αποφάσισε να αφηγηθεί τις
περιπέτειές του. Γιαννιώτης, γεννημένος στη Μιχαήλ Αγγέλου…
Λεωνίδας Μιχέλης: Εγώ γεννήθηκα στη Μιχαήλ
Αγγέλου. Ο πατέρας μου γεννήθηκε στο Αλεποχώρι, σήμερα
λέγεται Μαντείο, 25 χιλιόμετρα από τα Γιάννινα. Εγώ το
καλοκαίρι όταν πήγαινα για διακοπές, πήγαινα για ένα
περίπατο, στο μαντείο της Δωδώνης. Τελείωσα το Γυμνάσιο στα
Γιάννινα. Στη Ζωσιμαία Σχολή.
Λεωνίδας Μιχέλης
Α. Δερέκα: Αυτά τα λένε πρώτα πρώτα, κύριε Μιχέλη,
διότι σηματοδοτούν την πορεία του ανθρώπου. Ήταν ένα πολύ
καλό σχολείο.
Λεωνίδας Μιχέλης:
Φυσικά, είμαι ακόμη συνδεδεμένος με τους παλιούς
συμμαθητές. Το περιοδικό «ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ» που βγαίνει, με την
ιστοσελίδα του φίλου μας Ναπολέοντα Ροντογιάννη. Όταν τελείωσα
το Γυμνάσιο, όχι επειδή ήμουνα από πλούσια οικογένεια, αλλά
θέλοντας να σπουδάσω, δεν υπήρχε άλλος τρόπος, παρά να βγω έξω.
Πήγα λοιπόν στην Ιταλία, σπούδασα, πήρα το πτυχίο το ’65.
Σπούδασα Μηχανικός Ηλεκτρονικός. Γύρισα στις αρχές του ’66 για
το στρατιωτικό, έκανα 2μήνες, μου έδωσαν αναβολή λόγω υγείας.
Επρόκειτο να ξαναγυρίσω το ’68, το ’67έγινε το πραξικόπημα. Δε
συμφωνούσα με τους όρους και με την κατάσταση. Κάτι κάναμε έξω,
στο εξωτερικό. Οργανωθήκαμε, αλλά πάντα λίγο, όσο δεν είσαι μέσα
στην πατρίδα. Με άλλους φίλους, που ζούνε τώρα στο Μιλάνο, ιδίως
ένας Νικόλα Κροτσέτι, που είναι εκδότης στο Μιλάνο έχει εκδώσει
από τα πρώτα ποιήματα του Ρίτσου. Ένας άλλος, Μακρής λεγότανε,
Γιάννης Μακρής, έκανε για ένα φεγγάρι μετά, βοηθός στον μεγάλο
Αγγελόπουλου του σκηνοθέτη. Λοιπόν, για να μην τα πολυλογώ,
έμεινα εκεί, παντρεύτηκα μια Ιταλίδα, έκανα όλη μου την καριέρα
εκεί, έχω δυό κορίτσια, είμαι παππούς με τρία εγγόνια. Το
τελευταίο λέγεται Μύριαμ, κλείνει το χρόνο τώρα τον Μάρτιο. Ενώ
τα άλλα, Αλέξανδρος και Φίλιππας, είναι το ένα δεκατριών χρονών
και το άλλο οκτώ χρονών. Έκανα όλη μου την καριέρα στο Μιλάνο,
σε μια μεγάλη εταιρία τηλεπικοινωνιών, και τελείωσα διευθυντής
μιας μπίζνες γιούνιτ, κινητής τηλεφωνίας. Το ’98 επειδή η
εταιρία μου έκανε μια μεγάλη σύμβαση με τη
Siemens,
αλλά εμείς είμαστε όμως της γραμμής με την Έρικσον, επειδή
εργάστηκα 33 χρόνια, συν πέντε χρόνια εξαγόρασα του Πολυτεχνείου
συντάξιμα, ύστερα από 38 χρόνια εργασίας πήρα σύνταξη. Αλλά
επειδή είμαι μαθημένος να εργάζομαι, η
Olivetti
μου ζήτησε να πάω στη Νότια Αμερική να βρω ένα συνέταιρο,
ώστε να γίνει μια εταιρία που να κατασκευάζουν εκεί τα
κομπιούτερ. Γιατί η
Olivetti, τι έκανε; Κατασκεύαζε τα κομπιούτερ στην
Ιταλία, είχε εφτά κομέρσιαλ πρέντζ σε όλη τη Νότια Αμερική, και
έστελνε τα κομπιούτερ για να πουληθούν εκεί. Το πρόγραμμα, το
σχέδιο της Olivetti,ήτανε
να γίνει ένα εργοστάσιο με Ιταλούς και Νοτιο-Αμερικανούς, ώστε
να παράγονται εκεί. Εγώ διάλεξα την Αργεντινή, το Μπουένος
Άϊρες. Πήγα το ’99. Ύστερα από 6 μήνες δημιουργήθηκε αυτή η
εταιρία. Εγώ ήμουν πρόεδρος, Οπέρατιβ δηλαδή. Έζησα το2011 τη
μεγάλη οικονομική κατάρρευση της Αργεντινής. Ήμουν εκεί. Το 2004
γύρισα. Αλλά επειδή πάντα μου άρεσε η δουλειά μου, μ’ ένα φίλο
και συνάδελφο, κάναμε μια μικρή εταιρία, μεταφορά τεχνολογίας
απ’ την Ευρώπη στη Νότιο Αμερική. Σ’ αυτή την περίοδο, που κατά
τη γνώμη μου έκανα τα καλύτερα πράγματα στη ζωή μου, σαν
συνταξιούχους, με εισαγωγικά, έγραψα το πρώτο βιβλίο, που ήταν 7
διηγήματα. Μετά το δεύτερο, που είναι ένα μυθιστόρημα, στο
περιβάλλον, κοντά στην Καλαμάτα που πήγαινα διακοπές, μ’ ένα
φίλο που είχε μια βάρκα με πανί! Αλλά το βιβλίο, με το Βήτα το
κεφαλαίο, κατά τη γνώμη μου, είναι αυτό το τελευταίο, που όπως
είπατε ο τίτλος του είναι«Il
Ragazzo
di
janina»,
«Το παιδί απ’ τα Γιάννινα»|. Το οποίο δεν είναι αυτοβιογραφία,
όπως είχα πει στη συνέντευξη που μου είχανε κάνει. Λέω ότι η
συγγραφή αυτού του μυθιστορήματος, ήτα νένας τρόπος, από τη μία
να ξαναδώσω ζωή σε μερικά σημαντικά πρόσωπα και να περάσω ακόμη
λίγο χρόνο μαζί τους. Ενώ σε άλλες περιπτώσεις, έγινε ένας
τρόπος να φέρω κοντά ανθρώπους και χαρακτήρες, που στην
πραγματικότητα δεν είχα γνωρίσει. Οι χαρακτήρες και τα γεγονότα,
αν και έχουν μια αληθινή βάση, είναι φρούτο της φαντασίας μου.
Μια φαντασία που είχε τροφοδοτηθεί για χρόνια, από σκόρπια
ακούσματα, για τα οποία δεν είχα καταφέρει να βρω το λογικό
νήμα, που τα ένωνε. Και που ο χρόνος είχε συμβάλλει στο να κάνει
τα κενά πιο μυστηριώδη, και γι’ αυτό με πιο μεγάλη γοητεία.
Αναμνήσεις σκόρπιες, που με το πέρασμα του χρόνου, γίνονταν όλο
και πιο θολές. Κι άρχισαν να μπερδεύονται μεταξύ τους. Ο
Πλάτωνας έλεγε ότι «Η μνήμη είναι σαν έναν κέρινο εκμαγείο. Όσο
πιο μαλακό είναι το κενό, τόσο λιγότερο μένουν τα αποτυπώματα.
Με τον καιρό συσσωρεύονται το ένα πάνω στο άλλο και γίνονται όλο
και πιο αχνά. Μνήμες εύθραυστες ,που ξεγελούν αλλάζοντας σχήμα,
χρώμα και κατεύθυνση, τόσο που προσπαθώντας να τα ξεμπερδέψουμε,
δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε ποια είναι πραγματικά γεγονότα και
ποια είναι μέρος της φαντασίας μας».
Α. Δερέκα: Κάνοντας μια περίληψη, σκέφτομαι τους σταθμούς,
που σημάδεψαν το βίο σας: Δωδώνη. Χώρος ενεργειακός, χώρος που
σημαδεύει τον επισκέπτη, πόσο μάλλον αυτόν που έχει ρίζα εκεί.
Ιερός χώρος. Ιωάννινα. Το σπίτι στο κέντρο της πόλης, στη Μιχαήλ
Αγγέλου. Στη Ζωσιμαία Σχολή, μαθητής.
Λεωνίδας Μιχέλης:
Τότε δεν ήταν, με συγχωρείτε σας διακόπτω, σαν τη
σημερινή Μιχαήλ Αγγέλου. Ήταν τα σπίτια τα παλιά, τα
παραδοσιακά, με τα χαγιάτια, με τις σκάλες τους, με τους κήπους,
με τα κυδώνια, με το Ρόιδο, με όλα τα αρώματα και όλα τα
χρώματα. Που είχαν συμβάλλει να σημαδέψουν τις εποχές της
παιδικής μου ζωής. Πρώτα οι νέσπουλες, μετά τα κεράσια, μετά οι
μπούνες κ.λ.π., κ.λ.π.
Α. Δερέκα: Ποια δεκαετία αφήσατε την Ελλάδα;
Λεωνίδας Μιχέλης:
Εγώ έφυγα το ’58 με ένα καράβι από την Κέρκυρα. Διότι
δεν υπήρχε το λιμάνι της Ηγουμενίτσας. Είχα πάει με μια
βενζινάκατο στην Κέρκυρα και τελείωσα το ’65.
Β΄ Μέρος
«Το παιδί από τα
Γιάννινα», εξομολογείται:
«Το ’76 τα
Γιάννινα είχαν μεταμορφωθεί σε μια άγνωστη και ανώνυμη πόλη, για
μένα»
Λεωνίδας Μιχέλης:
Εγώ στην ηλικία που έχω, ο λογαριασμός είναι εύκολος να τον
κάνει κανείς, όπως συχνά λέω, τις πρωτογενείς μου ανάγκες, τις
έχω ικανοποιήσει. Οπότε μου άρεσε το πνεύμα αυτού του μικρού
οίκου, εκδοτικού οίκου, σε σχέση με τον άλλο της Πάδοβα, που το
βιβλίο οπωσδήποτε θα έκανε μεγαλύτερες πωλήσεις και έκανα το
συμβόλαιο μ’ αυτό τον μικρό οίκο. Και είμαι ευχαριστημένος, και
το λέω πάντα σε όλους, διότι και μείς που βγήκαμε, που φύγαμε
από την πατρίδα μας, όπως άλλοι που έχουν φύγει και έρχονται
εδώ, είμαστε κάτι το ομαλό. Δεν είμαστε κάτι το ανώμαλο! Αυτό
που γίνεται τον τελευταίο καιρό στη Μεσόγειο, με τον ακόμα πιο
νότια από μας, μετανάστες κ.λ.π., έχουνε δώσει κάπως μια
διαστρεβλωμένη εικόνα.
Α. Δερέκα:
Εντύπωση μπορεί να κάνει το γεγονός ότι γράψατε σε άλλη γλώσσα
από τη μητρική σας. Ασφαλώς δεν είστε ο μόνος. Διάβαζα ένα
βιβλίο πρόσφατα, «Η καταγωγή του πνεύματος» της Πασκάλ Καζανόβα,
που έχει ασχοληθεί μ’ αυτό το φαινόμενο. Μπορούμε να θυμηθούμε
τι παραδείγματα του Αξελού, του Κασοριάδη και του Παπαϊωάννου,
του Σεφέρη και βέβαια του Καζαντζάκη. Αναχωρώντας από την
εμφυλιακή Ελλάδα, οι τρεις θεωρητικοί γράφουν στη Γαλλική,
διδάσκουν στα γαλλικά πανεπιστήμια, δημιουργούν έργο χωρίς να
κρύβουν την απάρνηση της φυσικής τους πατρίδας. Δεν πρόκειται
για απλό ελιτισμό ή μια προδοσία της γενέτειρας, αλλά για
προσπάθεια να υπάρξουν στον «πραγματικό» χώρο και χρόνο του
πνεύματος. Αυτό συνεπάγεται απόσταση από τον παλαιό εαυτό τους
κατά πρώτο λόγο, από την κατάσταση της χώρας, από το επίπεδο του
ντόπιου πολιτισμού και βέβαια από την ιδία τη νεοελληνική γλώσσα
που δεν αποδίδει τα δέοντα. Χωρίς υπερβολή, ήθελαν να γλιτώσουν
από το ιστορικό ναυάγιο. Αντίθετα, οι δύο λογοτέχνες –θύματα κι
αυτοί του ψευδούς παρόντος της περιφέρειας –κατάφεραν με τον
τρόπο του ο καθένας, να παραμείνουν στη πάτρια, διεθνοποιώντας
την παρουσία του. Αυτό το δράμα, ανθρώπων δηλαδή που γύρισαν
κυριολεκτικά το μέσα έξω και πήραν όρκο κατά του εαυτού τους,
κατά της γλώσσας και της πατρίδας τους, ενσαρκώνεται στις
γνωστές περιπτώσεις του Μπέκετ και του Σιοράν, του Κάφκα και του
Μισώ, τις οποίες – ως τέκνα κι εμείς της περιφέρειας – μπορούμε
να αναφέρουμε. Με τη βαλερική ιδέα της λογοτεχνίας
χρηματιστηρίου, υπάρχει μια αξία που ονομάζεται «πνεύμα», όπως
και μια αξία που ονομάζεται πετρέλαιο, σιτάρι ή χρυσός. Κατά τον
Γκαίτε υφίσταται ένα εμπόριο ιδεών μεταξύ των λαών και μια
οικουμενική αγορά παγκόσμιων συναλλαγών. Ωστόσο, ενώ το χρήμα
κυκλοφορεί χωρίς να μεταφράζεται, το πνεύμα – προϊόν πάντα,
κάποιας γλώσσας – έχει τόπο καταγωγής, ακλόνητη ιδιομορφία και
στεγάζεται φυσικά σε κάποια πρωτεύουσα. Περιττό να πούμε ότι η
Παγκόσμια πολιτεία των γραμμάτων θυμίζει τις κοινωνικές
επαναστάσεις: πάντα γίνονται στις πόλεις. - Τι σηματοδοτεί το
γεγονός, για τον ίδιο το Λεωνίδα Μιχέλη, ότι έγραψε το βιβλίο
του στα Ιταλικά:
Λεωνίδας Μιχέλης:
Είναι αρκετά εύκολο να σας απαντήσω. Ήδη θα έχετε καταλάβει την
αστάθεια που έχω μιλώντας τα ελληνικά. Εγώ όπως είπα, έφυγα το
’58. Τα πρώτα χρόνια που σπούδαζα, δεν έκανα παρέα με Έλληνες.
Διότι το πρόβλημά μου ήτανε να τελειώσω όσο το δυνατόν
γρηγορότερα. Και για να τελειώσω, έπρεπε να συλλάβω τη γλώσσα
την Ιταλική, όσο περισσότερο ήταν δυνατόν. Διότι το
επαναλαμβάνω, η οικογένειά μου δεν ήτανε πολύ εύπορη. Οπότε κάθε
μήνα που εγώ ήμουνα έξω και σπούδαζα, σκεφτόμουνα και
καταλάβαινε, τι σήμαινε αυτό για τους γονείς μου. Μ’ αυτή τη
διαδικασία, για μια στιγμή άρχισα να σκέφτομαι ιταλικά. Τα 7
χρόνια της δικτατορίας, άλλα δύο της μεταπολίτευσης, διότι
κηρύχτηκα ανυπόταχτος, έπρεπε να παρουσιαστώ το ’68, μου’ χανε
βγάλει ένταλμα συλλήψεως, και το ’76, δύο χρόνια μετά την
μεταπολίτευση, είχε βγει ένας νόμος για τους Έλληνες που ήτανε
έξω και είχανε δράση, εξαγόρασα τους υπόλοιπους μήνες του
στρατιωτικού. Αυτό διήρκησε 7 χρόνια της δικτατορίας, συν δύο,
ως που να τακτοποιηθεί. Οπότε η γλώσσα μου ήταν σα να είχε μπει
σ’ ένα θησαυροφυλάκιο και αμυνότανε ζητώντας την ευκαιρία.
Α. Δερέκα:
Αυτό το βιβλίο, λέτε κάπου, ήταν μια ανάγκη σύνδεσης, με τον
τόπο, και τους ανθρώπους. Ακόμη κι αν σκέφτεστε και γράφετε στα
Ιταλικά, από πίσω υπάρχει ο Έλληνας, ο Γιαννιώτης, ο Δωδωναίος
Λεωνίδας Μιχέλης.
Λεωνίδας Μιχέλης:
Ο οποίος πάει να συμβιβαστεί με τον παλιό τον Μιχέλη.
Α. Δερέκα:
Αυτό τι βιβλίο λοιπόν, να πούμε ότι είναι μια γέφυρα, ένα χέρι
που δίνεται στον παλιό εαυτό σας. Εσείς χρησιμοποιείτε την
έκφραση «ένα κλειδί με το οποίο άνοιξε το δωμάτιο που ήταν
κλεισμένο». Άλλοι ανοίγουν την πραγματικότητα για να βρουν το
αόρατο που κρύβεται μέσα της, κι άλλοι ανοίγουν το αόρατο για να
βρουν το πραγματικό. Εσείς μέσα από το βιβλίο «Il Ragazzo di
Jannina», φέρατε κοντά το παρελθόν σας, το συμφιλιώσατε με το
παρόν.
Λεωνίδας Μιχέλης:
Κάποιος που μου στάθηκε κοντά, και με συνόδεψε σ’ όλη τη
διάρκεια αυτού του ταξιδιού, του ταξιδιού του γραψίματος του
βιβλίου, και είδε την επιμονή με την οποία προσπαθούσα να βάλω
σε τάξη τις σκέψεις μου, και μέτρησε την αγωνία όταν έχανα το
νήμα των γεγονότων του παρελθόντος, ή έφτανα σε αδιέξοδο, για να
συνειδητοποιήσω ότι οι λιγοστές σελίδες που είχα γράψει, με
είχαν πάει ένα βήμα μπροστά, μου είχε πει, ότι έπρεπε να θεωρώ
τον εαυτό μου τυχερό. Διότι πολλοί από αυτούς που είχαν
επιχειρήσει ένα παρόμοιο ταξίδι, βγήκαν νικημένοι, και μαζί μ’
αυτούς και οι ψυχαναλυτές τους, αφού τους στάθηκε αδύνατον, να
βρουν το κλειδί του δωματίου, που λέγαμε προηγουμένως, που
έκρυβε τα κομμάτια που έλειπαν για να συμπληρώσουν το πάζλ της
ζωής τους.
Α. Δερέκα:
Το βιβλίο του κ. Λεωνίδα Μιχέλη, που στάθηκε αφορμή γι’ αυτή τη
συζήτηση, θα παρουσιαστεί από την Εταιρία Λογοτεχνών και
Συγγραφέων Ηπείρου, και τον λληνοΙταλικό Σύλλογο Φιλίας
Ιωαννίνων, στις 7 Απριλίου, 7 η ώρα, στο ξενοδοχείο Παλλάδιον.
Έχει ενδιαφέρον, πέρα από τα άλλα το βιβλίο, γιατί αφορά και μια
εποχή των Ιωαννίνων, που χάθηκε ανεπιστρεπτί δυστυχώς,
τουλάχιστον σαν εικόνα εξωτερική, αλλά μένει πάντα ως εσωτερική
εικόνα στις καρδιές των ανθρώπων και του κ. Μιχέλη. Έτσι στάθηκε
αφορμή γι’ αυτό το βιβλίο. Στάθηκε τυχερός, διότι βρήκε το
κλειδί, και βρήκε και το θησαυροφυλάκιο, που μέσα του κρυβόταν η
γλώσσα, η μνήμη, οι δικοί του προσφιλείς άνθρωποι και εικόνες.
Θέλω να ρωτήσω εάν μέσα από την πορεία του γραψίματος, ανακάλυψε
αλήθειες για τον εαυτό του, αρετές και πάθη, όπως συνήθως
συμβαίνει μέσα από τη διαδικασία της τέχνης, που λειτουργεί
δίκην ψυχανάλυσης, δίκην ψυχοθεραπείας, λυτρωτικά και οδηγεί σε
απελευθέρωση συναισθημάτων. Γνώρισε καλύτερα τον εαυτό
του μέσα από τη διαδικασία του γραψίματος του συγκεκριμένου
βιβλίου, που γυρνάμε γύρω γύρω του, σήμερα;
Λεωνίδας Μιχέλης:
Οπωσδήποτε. Το ταξίδι όπως είπατε, η πορεία αυτού του βιβλίου,
αφηγείται την ιστορία τριών γενεών. Δεν έχει δώσει ζωή στους
χαρακτήρες το βιβλίο μέσω διαλόγων, αλλά δημιουργώντας εικόνες.
Εικόνες που διακατέχονται η μία την άλλη σαν στιγμιότυπα, σαν
φωτογραφίες γεμάτες σύμβολα, που έδιναν ζωή και εξυμνούσαν
παραδείγματος χάρη, τα παγανιστικά έθιμα εκείνης της εποχής. Οι
φωτιές, το καρναβάλι, οι καπνοί όταν καιγότανε αυτοί που
κλαδεύαμε από το αμπέλι. Η γιαγιά μου έλεγε, όταν ο καπνός είναι
έτσι, θα συμβεί αυτό, θα συμβεί το άλλο κ.λ.π. Νομίζω ότι ο
καθένας από μας, κρύβει μέσα στην καρδιά και στην ψυχή του, ένα
σωρό εικόνες και σύμβολα. Μέσα στα οποία ο άνθρωπος κατανοεί τον
εαυτό του. Τώρα, δεν θέλω να ξεκαρφώσω τον Γιούνκ, που έλεγε
αυτά. Αλλά, ακριβή απάντηση, δεν μπορώ να σας δώσω. Νομίζω όμως
ότι ο καθένας μας, όταν καθίσει και σκεφτεί κάτι, πάντα βρίσκει
κάτι το καινούριο. Ή κάτι που ήτανε,
αλλά ποτέ δεν το είχε συνδυάσει με άλλα πράγματα. Και
είμαι της γνώμης, ότι όταν αυτό συμβαίνει, ο καθένας μας γίνεται
καλύτερος. Μεγαλώνει. Μεγαλώνει, όχι με το νόημα ότι γεράζει, με
το νόημα ότι γίνεται πιο σοφός. Μολονότι σοφός, είναι βαριά
λέξη.
Γ΄ Μέρος
Λεωνίδας Μιχέλης:
«Νιώθω λιγάκι ένοχος, γιατί αυτό το βιβλίο το ‘χω γράψει στα
Ιταλικά και όχι στα Ελληνικά»
Οι γυναίκες είναι οι
πρωταγωνίστριες του ρομάντζου. Είναι γυναίκες δυνατές,
γενναιόκαρδες, και με τον δικό τους τρόπο συναισθηματικές.
Γυναίκες που μέσα από την φαινομενική ευθραυστότητα τους
αποκόμισαν την ενέργεια για να μην υποκύψουν οι ίδιες μαζί με
τους άνδρες τους και συχνά για να νικήσουν. Η αφήγηση ακολουθεί
το «βήμα» της Ιστορίας, «κοιτάζει» τα γεγονότα που συνοδεύουν
την απελευθέρωση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και εκείνα που
ακολουθούν την μικρασιατική καταστροφή του 1922: το μεγάλο
προσφυγικό δράμα, οι ληστοσυμμορίες της δεκαετίας του 1930 που
δρούσαν με καταφύγιο και ορμητήριο τις υπαίθρους, οι
μεταναστεύσεις, η ναζιφασιστική κατοχή και στο τέλος ο εμφύλιος
πόλεμος με θύματα και καταδιώξεις αδελφοκτόνες. Γεγονότα,
συμβάντα που άφησαν αλλού πληγές, αλλού μεγάλες ελπίδες και
μεγάλες ιδέες. Και τα μεν και τα δε άφησαν πάντα ακέραιους και
αλάβωτους τους εμπλεκόμενους.
Α. Δερέκα:
Για την αναφορά στα παγανιστικά, μου έκαναν πρωτογενή εντύπωση
διάφορα γεγονότα. Όπως για τη μεγαλόσχημη Μαμή – Πάσου, και τις
συνήθειές της.
Λεωνίδας Μιχέλης:
Η Μαμή – Πάσου! Έτσι λεγότανε η γυναίκα αυτή που ξεγεννούσε.
Αυτή με ξεγέννησε. Νομίζω στην ηλικία τη δικιά μου, μεγαλύτερα ή
μικρότερα, έχει ξεγεννήσει πολλά παιδιά.
Α. Δερέκα:
Δεν είναι βέβαια η Μαμή το Παγανιστικό στοιχείο! Μου έκανε
εντύπωση που λέγατε, το παιδί που γεννιόταν για παράδειγμα την
Τετάρτη, ήταν άτυχο! Αυτός που γεννιόταν Σάββατο, τυχερό, κι
ούτω καθεξής!
Λεωνίδας Μιχέλης:
Την Πέμπτη ήτανε τυχερός, την Κυριακή θα γινότανε πλούσιος. Ήταν
όλη η διαδικασία που έκανε αυτή η κυρία, που την έλεγαν κι εγώ
εξακολουθώ να την λέω «η Μαμή – Πάσου». Έβαζε τη λεχώνα με το
κεφάλι προς την Ανατολή και τα πόδια προς τη Δύση. Διότι η
θεωρία της ήτανε, ότι ο κόσμος και η ίδια η κοσμογονία, έρχονταν
απ’ την Ανατολή προς τη Δύση. Κι αυτό διευκόλυνε και τη λεχώνα
και το παιδί που θα γεννιόταν.
Α. Δερέκα:
Ένα Φενκ – Σούϊ της εποχής!
Λεωνίδας Μιχέλης:
Εγώ τη θυμάμαι σαν τώρα. Ήταν μια γυναίκα τεράστια. Ήταν
σωματώδης. Είχε μια μεγάλη ζώνη και ένα σάλι που σταύρωνε
μπροστά, για να κουβερνάρει το στήθος, γιατί ήταν πολύ αγχωτικό!
Και όταν εμείς βγαίναμε από την εκκλησία, τη συναντούσαμε, και η
μητέρα μου, έλεγε: «αυτή είναι η μαμή που σε γέννησε». Κι εγώ
ήμουν αναγκασμένος να πλησιάσω να της δώσω το χέρι. Κι αυτή όπως
έσκυβε, το στήθος της…
Εικόνες!
Α. Δερέκα:
Γράφετε για τη δομή των σπιτιών, που καθόριζε και τη σχέση των
ανθρώπων. Η γιαγιά, κι ο κήπος της που αγκάλιαζε το δικό σας
σπίτι. Η προίκα που δόθηκε, και έχτισε η κόρη το σπίτι της, στο
οικόπεδο. Πως η οικογένεια ομονοούσε ή όχι, ανάλογα με τους
γαμπρούς και τις νύφες που έρχονταν στο σπίτι. Η κλειστή
κοινωνία του σπιτιού, μέσα στην ήδη κλειστή κοινωνία του τόπου,
τότε, στη δεκαετία του ’50.
Λεωνίδας Μιχέλης:
Η οικογένεια ήταν μεγάλη. Ζούσαμε σ’ αυτό το σπίτι, που ήτανε
στο βάθος του κήπου. Σπίτι στενόμακρο. Μ’ έναν μεγάλο κήπο
μπροστά. Ο κήπος ήταν πιο ψηλά απ’ το δρόμο. Είχε μια σκάλα που
ανέβαινε. Και όταν γύρισα ύστερα από τα εννιά χρόνια, μεταξύ
Δικτατορίας και Μεταπολιτεύσεως, ήταν μια εποχή που η οικονομική
μανία που είχε χτυπήσει τα Γιάννινα, τα είχε μεταμορφώσει. Μιλώ
για το ’76. Εγώ έλειπα από το ’67 που έγινε το πραξικόπημα.
Είχαν μεταμορφωθεί τα Γιάννινα, σε μια άγνωστη και ανώνυμη πόλη
για μένα. Μοναχά διαβάζοντας τα ονόματα των δρόμων, κατάφερα να
βρεθώ μπροστά στο σπίτι μου. Ή μάλλον εκεί που θα έπρεπε να ήταν
το σπίτι μου. Ο κήπος της γιαγιάς μου, που απ’ το σπίτι της,
όπως είπατε, έφτανε στο δικό μου. Γιατί το τελευταίο μέρος το
δεξιό, είχε δοθεί προίκα στη μητέρα μου. Αυτός ο κήπος που το
περιτριγύριζε σαν μια αγκαλιά, δεν υπήρχε. Η ροδιά και η
κυδωνιά, που είχαν συμβάλλει με τα χρώματά τους να σημαδέψουν
τις εποχές της παιδικής μου ηλικίας, είχαν χαθεί. Στη θέση τους
υπήρχε μια
πολυκατοικία. Ανώνυμη,
τετραώροφη πολυκατοικία. Πίσω απ’ αυτή την ανώνυμη πρόσοψη,
κάπου θα ήταν κρυμμένη σε μια γωνία, η κοσμηματοθήκη, που έκρυβε
μέσα της, τη γνώση του κάποτε. Έτσι από τότε, δεν ξαναγύρισα για
πολλά χρόνια, Συνέχιζα να ζω, να μεγαλώνω, να ωριμάζω, να κάνω
παιδιά και τα παιδιά μου μεγάλωναν και έκαναν δικά τους παιδιά.
Κι εγώ ένιωθα να γερνάω μετέωρος μεταξύ του παρελθόντος και του
παρόντος. Που γινότανε με τη σειρά του παρελθόν, αργά αλλά
σταθερά. Όμως κάποια μέρα, η ανάγκη να ξαναχτίσω την πολιτιστική
ταυτότητά μου, που κουβαλούσα μέσα μου, από τότε που ήμουνα
μικρός, με όλα τα συναισθήματα που επακολουθούσαν και έμοιαζαν
παγιδευμένα, κλεισμένα όπως είχαμε πει, μ’ αυτό το κλειδί. Όταν
τελικά το κατάφερα, συμφιλιώθηκα με τον εαυτό μου. Έγινα πιο
ώριμος, και πιο καλύτερος. Γιατί όταν κανείς ζει, κάτι σαν κι
αυτό που έζησα εγώ, γράφοντας αυτό το βιβλίο, δεν μπορεί, παρά
να γίνει καλύτερος, και προς τον εαυτό του και προς τον κόσμο,
που είναι κοντά του.
Α. Δερέκα:
Θέλω να δω στο πρόσωπό σας, το είδος της λύτρωσης, ή της χαράς,
όταν παρουσιαστεί το βιβλίο στα Γιάννινα. Νιώθω πως μεγάλη
συγκίνηση θα’ ναι η παρουσίαση στον τόπο σας, ανάμεσα στους
λίγους εναπομείναντες δικούς σας ανθρώπους. Οι γονείς σας δε
ζούνε πια. Βρίσκετε τις ρίζες σας και ξανασυστήνεστε!
Λεωνίδας Μιχέλης:
Αυτό φυσικά μου δίνει μεγάλη χαρά. Νομίζω ότι θα με συγκινήσει
πολύ, αλλά με αγωνιά και πολύ. Πρώτα πρώτα διότι νιώθω,
βλέποντας το θέμα από μια άλλη άποψη, νιώθω λιγάκι ένοχος, γιατί
αυτό το βιβλίο το’ χω γράψει στα Ιταλικά και όχι στα Ελληνικά.
Αλλά εξήγησα προηγουμένως ότι δεν ήταν δυνατόν, διότι το
εργαλείο της γλώσσας, 54 χρόνια τώρα, με απομάκρυνε. Νιώθω
λιγάκι ένοχος, διότι παρουσιάζω ένα βιβλίο που είναι σε άλλη
γλώσσα. Αλλά στο βάθος της καρδιάς μου, αυτή η παρουσίαση δεν
είναι, να το πω έτσι, με λέξεις όχι μετρημένες, ούτε μεγαλομανία
δικιά μου, να παρουσιάσω το βιβλίο μου στην πατρίδα μου, στην
πόλη μου, ούτε το κάνω για φιγούρα, για να πουν, «κοίταξε…». Στο
βάθος της ψυχής μου, υπάρχει η ελπίδα, μετά απ’ αυτή την
παρουσίαση, να βρεθεί ένας εκδότης Έλληνας, προτιμητέος
Ηπειρώτης, ακόμα καλύτερα απ’ τα Γιάννινα, ώστε να τυπωθεί αυτό
το βιβλίο. Έτσι θα κλείσει ο κύκλος.
Α. Δερέκα:
Στην πρώτη μικρή παρουσίαση του βιβλίου σας, μέσα από την
εφημερίδα μας, δείξανε πολλοί Γιαννιώτες ενδιαφέρον. Υπάρχει
εξάλλου στα Ιωάννινα, μια μικρή παροικία Ιταλοθρεμμένων που θα
ενδιαφερθούν.
Λεωνίδας Μιχέλης:
Εγώ παίρνω την ευκαιρία κυρία Δερέκα, να ευχαριστήσω και
δημοσίως, αρχίζοντας από τον
Ναπολέοντα Ροντογιάννη,
που το ξεκίνησε όλο αυτό στην ιστοσελίδα του,
ιδίως εσάς που κάνατε
την πρώτη παρουσίαση στην εφημερίδα, κάναμε επίσης ωριαία
συνέντευξη στο Δημοτικό
Ραδιόφωνο, και σήμερα μέσω των φύλλων της εφημερίδας. Επίσης
να ευχαριστήσω τον φίλο
Γουλιέλμο Μπιάνκο.