Νίκος Σκοπούλης: Ο Άνθρωπος

 ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2009

 

Ελένη Κουρμαντζή

Ομιλία από την παρουσίαση του βιβλίου στα Γιάννενα
την Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009 στην Παιδαγωγική Ακαδημία

 

Το βασικότερο όμως εφόδιο που είχα ήταν η αγάπη για το συνάνθρωπο, ιδιαίτερα για τον πάσχοντα και τον αδικημένο. Αυτό είναι η προίκα που φέρνει ο άνθρωπος μαζί του την ώρα που γεννιέται.

Νίκος Σκοπούλης

            Τον Νίκο Σκοπούλη μας παρουσιάζει η Γεωργία Σκοπούλη στο βιβλίο της Ο Γιατρός (εκδ. «Δωδώνη», Αθήνα 2009) με εκτενείς μαρτυρίες και στοιχεία βιογραφίας του εξέχοντος αυτού ανθρώπου και γιατρού. Οι μαρτυρίες αυτές, οι οποίες περιστρέφονται γύρω από την προσωπικότητα του Νίκου Σκοπούλη, τυγχάνουν εκτενείς και στη συνοχή τους αποδίδουν με εξαίρετο τρόπο τη δράση αυτού του «Ανθρώπου».

            Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο και προσπαθώντας να εμβαθύνουμε στα βιογραφικά αυτού του προσώπου, θα ξεκινήσουμε από την εφηβική του ηλικία. Φαίνεται ότι ήδη από αυτήν την ηλικία η ψυχοσύνθεση του Νίκου Σκοπούλη είχε αρχίσει να προσμετρά τις κοινωνικές συνθήκες, δηλαδή τη φτώχεια, την παραγωγική ανεπάρκεια και τις αρρώστιες που μάστιζαν τότε πολλά χωριά όλης της ελλαδικής επικράτειας, και φυσικά και αυτά της Ηπείρου. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος, όπως μαρτυρείται, στη συνήθη καθημερινότητα του αγροτικού περιβάλλοντος όπου ζούσε, διάβαζε διάφορα βιβλία. Και ασφαλώς δεν ήταν τυχαία και η μόρφωσή του, όταν ήδη πήγε στις τελευταίες τάξεις Δημοτικού σε σχολείο στα Γιάννενα, στη συνέχεια στο εδώ Σχολαρχείο και τέλος στην περιώνυμη για την εποχή της Ζωσιμαία Σχολή. Αλλά και ο πατέρας του είχε φθάσει ως το Σχολαρχείο στα Γιάννενα: Υπήρξε αυτός ο οποίος ουσιαστικά ώθησε τον γιο του να μορφωθεί.

            Επανερχόμαστε στην ψυχοσύνθεση του ατόμου: Στα νεανικά του χρόνια, λοιπόν, ο Νίκος Σκοπούλης θέλησε ενδόμυχα να βοηθήσει τον κοινωνικό του περίγυρο, και γι’ αυτό, πηγαίνοντας στην Αθήνα, θα έδινε εξετάσεις στη Γεωπονική Σχολή. Θα αποτύγχανε όμως, αλλά με την προτροπή του Βασίλη Ρακόπουλου, μετέπειτα συμφοιτητή του, έδωσε εξετάσεις και στην Ιατρική Σχολή, όπου και πέτυχε. Και εδώ θα ρωτήσουμε: Γιατί ο Νίκος δεν ήθελε να πάει για γιατρός; Μας το λέει ο ίδιος:

Σκέφτηκα, ένα αγροτόπαιδο σε ποια επιστήμη μπορεί να προκόψει; Για γιατρός ούτε κουβέντα να γίνεται· οι γιατροί ήταν στα Γιάννενα, παιδιά πλουσίων ταξιδεμένων, σπουδαγμένοι στο εξωτερικό, Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία… Ύστερα από πολύ σκέψη κατέληξα ότι ένας γεωπόνος θα πρόσφερε καλύτερα υπηρεσίες στον τόπο του, και έτσι αποφάσισα να δώσω εξετάσεις στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή.

            Και δεν είναι -συγκινητικά- τυχαίο ότι ο Νίκος Σκοπούλης, όταν τελείωσε την Ιατρική δεν εγκαταστάθηκε στα Γιάννενα ως «τυπικός» επαγγελματίας, αλλά στο χωριό του, στην Πεδινή, θέλοντας να βοηθήσει τον πάσχοντα αγροτικό κόσμο. Γράφει ο ίδιος:

Το Πάσχα του 1933 γιατρός στο χωριό! Απίστευτον αλλά αληθές. Σ’ ένα χωριό που τό ‘δερνε η αγραμματοσύνη, η φτώχεια και η κακομοιριά. Να το δω και να μην το πιστέψω.

            Εδώ όμως ας κάνουμε μία αναδρομή: Ο Νίκος σύχναζε στην Αθήνα με Ηπειρώτες και Γιαννιώτες, με τους Βασίλη Ρακόπουλο και Γιώργο Νιάρο, που τους είχε συμμαθητές στο Γυμνάσιο, τον Μιχάλη Βελιαρούτη, τον Νίκο Μπαλτογιάννη και τον Βαγγέλη Κωστοπάνο, ξάδελφό του. Όλοι τούτοι οι φοιτητές υπήρξαν αριστερίζοντες ή αριστεροί. Φαίνεται ότι ακριβώς τότε ο Σκοπούλης προσανατολίζεται προς την Αριστερά. Είναι βέβαια και το περιβάλλον, πέρα και από την προδιάθεση, το οποίο τον ωθούσε σε αυτή την πορεία. Αναφέρει ο ίδιος:

Τις ημέρες που ήμασταν στο ξενοδοχείο στην οδό Αθηνάς, στο μπαλκόνι, περνούσε μια κηδεία και όταν έφτασε κάτω από το ξενοδοχείο σταμάτησε λίγο και ακούστηκε ένας ύμνος: «πέσατε θύματα αδέρφια εσείς…». Ρωτήσαμε τον καμαρότο τον μπάρμπα Γιάννη τι συμβαίνει. Σκοτώσανε έναν εργάτη σε μια διαδήλωση που κάναν οι εργάτες για το 8ωρο και ν’ αυξηθούν τα μεροκάματα. Το γεγονός αυτό μου έφερε μια ψυχική αναστάτωση και πολλά ερωτηματικά: τι έγκλημα έκανε ο εργάτης αυτός και τον σκότωσαν;

Στο Πανεπιστήμιο διαμάχες τότε μεταξύ των φοιτητών· σε δημοτικιστές και καθαρευουσιάνους. Τότε γνώρισα και τους Γιαννιώτες φοιτητές, το Θωμά Σιούλη και το Νίκο Παπαδιαμάντη, που ήταν οργανωμένοι αριστεροί και δημοτικιστές. Έντυπα: Νέοι Πρωτοπόροι, Ριζοσπάστης και άλλα… Μέσα στα έξοδα και μία δραχμή την ημέρα για το Ριζοσπάστη, ένα φύλλο δισέλιδο σε όχι καλό χαρτί.

            Λίγο πριν από την Κατοχή, το 1937, εγκαταστάθηκε στα Γιάννενα, προφανέστατα, γιατί στην Πεδινή δεν υπήρχαν οι κατάλληλες ιατρικές βοηθητικές υποδομές, όπου και στα Γιάννενα πλέον συνέχισε το φιλανθρωπικό του έργο. Ο πόλεμος του 1940 τον βρίσκει οργανωμένο στο Αγροτικό Κόμμα του Μυλωνά και ύστερα στο ΕΑΜ και στην «Αλληλεγγύη». Οι κατοχικοί ιταλοί συνέλαβαν τον Σκοπούλη -προφανώς κατόπιν κάποιας τυπικής «καταγγελίας», κλασικής για την εποχή- και τον φυλάκισαν στο Μεσολόγγι. Τότε, από τους πλέον γνωστούς γιατρούς στα Γιάννενα, υπήρξαν και οι αριστεροί Πέτρος Αποστολίδης, μετέπειτα στιγμιαία Δήμαρχος επί ΕΑΜ στα Γιάννενα, Βασίλης Ρακόπουλος, Γεώργιος Μελανίδης, και άλλοι, που ανήκαν όλοι στον κύκλο των φιλόπτωχων γιατρών. Από αυτές τις προσωπικότητες, ας αναφέρουμε τον Βασίλη Ρακόπουλο και επίσης ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο που αφορά τον Γιώργο Μελανίδη και τον Νίκο Σκοπούλη.

            Ο Βασίλης Ρακόπουλος συνελήφθη μαζί με τον αδελφό του στα Γιάννενα το 1944 και κατέληξε ως όμηρος στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Μελκ. Υπήρξε και αυτός ένας άλλος φιλάνθρωπος γιατρός, ο οποίος φρόντισε, μέσα σε αυτές τις απόλυτα δύσκολες και τραγικές συνθήκες, πολλούς συγκρατούμενούς του, και όχι μόνον ιατρικά, ώστε να μπορέσουν να επιζήσουν σε αυτό το στρατόπεδο. Γράφει ο συγκρατούμενός του Χάιντς Σαλβατώρ Κούνιο (Έζησα το Θάνατο, Θεσσαλονίκη 1982):

Μια αγαθή τύχη έφερε στο νοσοκομείο του Μελκ τον Έλληνα ιατρό Ρακόπουλο. Στάθηκε προστάτης των Ελλήνων και έσωσε πολλούς από βέβαιο θάνατο. Με το χαμόγελο στα χείλη, την ευχάριστη ομιλία του, έκανε τις πιο δύσκολες εγχειρήσεις. Ποτέ δεν άφηνε τον κατάδικο να δοκιμάσει οποιοδήποτε πόνο. Κάθε Έλληνας -έστω κι αν οι άλλοι γιατροί δεν τον δεχόταν-, που κατέφευγε στον Ρακόπουλο, θά ‘βρισκε σ’ αυτόν συνδρομή, φροντίδα και άμεση εισαγωγή στο νοσοκομείο.

            Ήταν και αυτός ένας φιλάνθρωπος γιατρός, ο Ρακόπουλος, όπως και ο Σκοπούλης, οι δύο άλλοτε συμφοιτητές της Ιατρικής.

            Και τώρα ένα επεισόδιο που αφορά τους γιατρούς Μελανίδη και Σκοπούλη, κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής, όπως το απογράφει ο Χρήστος Ρογκότης (Το Γρεβενίτι στην Αντίσταση, Γιάννενα 1998), γιος ενός άλλου αγωνιστή γιατρού, του Δημητρίου Ρογκότη. Ο Δημήτριος Ρογκότης υπήρξε υπεύθυνος του Νοσοκομείου του ΕΛΑΣ στο Γρεβενίτι, αλλά και ο ίδιος προσεβλήθη τον Μάιο του 1944 από εξανθηματικό τύφο. Μη υπάρχοντος άλλου γιατρού στην περιοχή, στέλλεται μήνυμα στα Γιάννενα για θεραπεία του άρρωστου γιατρού Ρογκότη. Οι γιατροί των Ιωαννίνων κινητοποιούνται, και ο Μελανίδης εντέλλεται από τους συναδέλφους του, ως γερμανομαθής, να συνεννοηθεί με τον Στρατηγό Hubert Lanz, Διοικητή του 22ου Σώματος Στρατού, για τη μεταφορά του ασθενούντος ιατρού Ρογκότη στα Γιάννενα. Ως εκ του φυσικού, ο στρατηγός Lanz, ακούγοντας ότι ο ασθενών γιατρός βρίσκεται στο Γρεβενίτι, και κοιτώντας τον χάρτη, απαγορεύει στον Μελανίδη να πάει εκεί, γιατί, «Στο Γρεβενίτι είναι ληστές», δηλαδή αντάρτες. Και όπως συνεχίζει στην αφήγησή του ο Χρήστος Ρογκότης:

Η λύση στο πρόβλημα έρχεται ανέλπιστη! Άλλος ένας ιεραπόστολος της Ιατρικής, ο αείμνηστος Νίκος Σκοπούλης δίνει τη λύση! «Θα πάω εγώ χωρίς άδεια των Γερμανών». Ακολουθώντας το ίδιο εφιαλτικό δρομολόγιο επάνω από το Μιτσικέλι, φθάνουν [αυτός με ένα συνοδό] στο Γρεβενίτι ύστερα από δύο μέρες.

Και όπως το τέλος έρχεται,

Το βραδάκι της 24.5.44, ο άνθρωπος που τόσους βοηθούσε και έσωσε, [o Δημήτριος Ρογκότης] πέθανε ουσιαστικά αβοήθητος!

            Ο Νίκος Σκοπούλης, καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής, συνεχίζει έργο του στα Γιάννενα, και σε μερικές περιπτώσεις στις «εκτός ελέγχου ζώνες» από τους γερμανούς, όπου, εάν συλλαμβανόταν, θα κινδύνευε η ζωή του. Η ημέρα της Απελευθέρωσης από τους κατακτητές τον βρίσκει στη Ζίτσα, στο σπίτι του μέλλοντα πεθερού του Σωτήρη Δαγκλή.

            Και όμως, αυτός ο Σκοπούλης, μετά την Απελευθέρωση, υποβάλλεται σε αλλεπάλληλες φυλακές και εξορίες. Μία άθλια κατάσταση επικρατούσε τότε στην ύπαιθρο, όπως την περιγράφει αυτόπτης μάρτυρας της εποχής, ο Κων/νος Νικολαΐδης, διδάσκαλος:

Και ήταν μεγάλο γεγονός ο ερχομός του γιατρού στα χωριά… Στην ύπαιθρο εκείνα τα χρόνια, η φτώχεια, η εκμετάλλευση του μόχθου δεν κρύβονταν. Οι μάνες μας πέθαιναν στη γέννα μέσα στα χωμάτινα δωμάτια. Οι πνευμονίες το χειμώνα, η ελονοσία το καλοκαίρι. Οι κτηνοτρόφοι μας προπωλούσαν το γάλα από το καλοκαίρι της προηγούμενης χρονιάς και έπαιρναν από τον έμπορο το καπάρο, για ν’ αγοράσουν μια πλόσκα λάδι, ποδομή των παιδιών τους, ένα μαντήλι για ποδιά για τη θυγατέρα…

            Στην άμεση μεταπολεμική περίοδο είχαν αρχίσει οι διώξεις ενός μεγάλου τμήματος του ελληνικού πληθυσμού για ιδεολογικούς λόγους, και η ύπαιθρος υπέφερε και γι’ αυτό, εκτός της φτώχειας και της εξαθλίωσης λόγω και των συνεπειών της γερμανικής Κατοχής.

            Ήδη από το 1943, ο Νίκος Σκοπούλης συλλαμβάνεται και μεταφέρεται στις φυλακές του Μεσολογγίου, κατόπιν κατηγορίας που υπέστη σε Ιταλούς για τη συμμετοχή του στο ΕΑΜ και στην αντίστοιχη οργάνωση «Αλληλεγγύη». Αλλά και το 1946 υφίσταται δίωξη και φυλακίζεται στις φυλακές του Άη-Κοσμά στα Γιάννενα και στη συνέχεια εξορίζεται στη Ζάκυνθο, την Ικαρία, τη Μακρόνησο και στον Άη-Στράτη (μαζί με τον γιατρό Μελανίδη, τον πεθερό του διδάσκαλο Σωτήρη Δαγκλή και τον Πάνο Μαρνέλη). Λειτουργεί ως ένας εξαίρετος γιατρός των στρατοπέδων, όπως λειτούργησε και ο γιατρός Βασίλης Ρακόπουλος στο στρατόπεδο του Μελκ της Γερμανίας. Καταθέτει η Άννα Κοκκίνη – Δαγκλή:

Τον είχα γνωρίσει στην εξορία στη Ζάκυνθο το 1947. Ήμασταν δέκα γυναίκες σε εφτακόσιους άντρες. Ο γιατρός είχε νοικιασμένο δωμάτιο. Ήμασταν κάπως ελεύθεροι εκείνη την εποχή. Το πρωί βγαίναμε και το βράδυ δίναμε το παρόν. Είχα μάθει ότι ήταν και ο Σκοπούλης εκεί. Έπαθα μια αδενοπάθεια τότε, πήγα με κοίταξε, μού ‘δωσε θεραπεία, και δεν τον ξαναείδα. Τότε λέγανε ότι είναι ο γιατρός του νησιού, δεν υπήρχε άλλος.

Μια άλλη μαρτυρία, του Γιώργου Νέου από το Νησί των Ιωαννίνων:

Όταν γύρισε ο Σκοπούλης από τη Μακρόνησο, τα χέρια του ήταν σημαδεμένα από τις αλυσίδες για να μην το σκάσει! Εφτά ώρες έκαναν να έρθουν, πώς θα το έσκαγαν; Γιατρέ, είσαι καλά; τα χέρια τά ‘δα, έχεις και πυρετό βλέπω…

 

            Το μαρτύριο των εκτοπίσεων διακόπτεται το 1954, και στο ίδιο έτος παντρεύεται. Συνεχίζει το έργο του, ενώ ταυτόχρονα υποβάλλει υποψηφιότητα ως βουλευτής της ΕΔΑ. Η δημοτικότητα που είχε ο Νίκος Σκοπούλης είχε ως αποτέλεσμα να τον ψηφίσουν ακόμη και τα πιο απόμακρα χωριά του νομού Ιωαννίνων. Μαρτυρία του Βασίλειου Πάκου:

Στις εκλογές του ’58 βρέθηκε στην Καταμάχη ένας ψήφος στην Αριστερά! Δεν είχε ξαναγίνει ποτέ αυτό! Ούτε ακόμη και τώρα [ενν. 2008]. Ελάχιστοι οι αριστεροί. Οι προύχοντες του χωριού, λοιπόν, άρχισαν να ψάχνουν, να ρωτούν. Πήγε και ο αστυνόμος και ρώταγε κι αυτός. Οπότε βγαίνει ο μπαρμπα – Βαγγέλης ο Μηλιώνης και λέει: «Τι θέλεις καπετάνιε; Εγώ ψήφισα το Σκοπούλη γιατί μού ‘σωσε τη ζωή! Ήμουν στην πλατεία στα Γιάννενα διπλωμένος στα δυο από τον πόνο. Είχε σπάσει η σκωληκοειδίτιδα. Τυχαία πέρναγε ο Σκοπούλης από κει και με πήγε κατευθείαν στο Νοσοκομείο»…

Παραθέτουμε εδώ τρεις από τις ενδεικτικά καταγραμμένες μαρτυρίες:

            Άρτεμις Παπαϊωάννου:

Ήταν ο Σκοπούλης. Με είδε, και την άλλη μέρα πήγα στο ιατρείο για να μου κάνει εξετάσεις. Λεφτά δεν μου πήρε. Τότε ήμασταν φτωχοί, εγώ δούλευα μοδίστρα. Μετά συνέχιζα να πηγαίνω τα παιδιά. Την πρώτη φορά που πήγα το παιδί, του έδωσα λεφτά. Όταν άνοιξα το φάκελο με τη συνταγή βρήκα μέσα και τα λεφτά που του είχα δώσει! Πολλές φορές μου έδινε και τα φάρμακα. Έβλεπε ότι δεν είχα.

Η γυναίκα αυτή δούλεψε στο σπίτι του Σκοπούλη για δεκαπέντε χρόνια.

            Αντρέας Ντάφλος:

Θυμάμαι, μια φορά ήμουν στην αίθουσα αναμονής και περίμενα τη σειρά μου. Ήταν μια γυναίκα με το παιδί της, κράταγε και δυο κότες. Για πούλημα τις έχεις; τη ρωτάω. Όχι για το γιατρό, για τη βίζιτα, δεν έχω λεφτά. Μπήκε στο γιατρό και ξαναβγήκε με τις κότες. Τι έγινε; την ρωτάω. Δεν τις κράτησε, βράσ’ τες, μου είπε, να τις φάει το παιδί να δυναμώσει που είναι καχεκτικό από την πείνα, και μού ‘δωσε και λεφτά για τα φάρμακα!

            Αρετή Ρεγκούτα:

Κι εγώ του δίνω το βιβλιάριο να μου γράψει τα φάρμακα, και αφού τον ρώτησα αν έχει σύμβαση με το Δημόσιο για την αμοιβή του τον άκουσα να λέει, Όχι. [Του είχαν παύσει λόγω φρονημάτων τη σύμβαση με το Δημόσιο]. Τον ρώτησα, τι σας οφείλω; Για ν’ ακούσω, Τίποτε· έχεις χρήματα για ν’ αγοράσεις τα φάρμακα; Αντί να πληρώσω το γιατρό, να πάρω και χρήματα για τα φάρμακα! Λες και μου χρωστούσε…

Αργότερα, όταν ήρθα με μετάθεση στα Γιάννενα… όλοι έλεγαν πως σαν το γιατρό Σκοπούλη δεν πέρασε και ίσως δεν θα περάσει ποτέ κάποιος τόσο καλός άνθρωπος, τόσο γιατρός. Ο Άγιος των φτωχών ανθρώπων.

 

Θα ήθελα στο σημείο αυτό να καταθέσω και εγώ μια δική μου προσωπική μαρτυρία, εκτός των μαρτυριών του βιβλίου, η οποία έχει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, για το ξεχωριστό ενδιαφέρον αυτού του ανθρώπου στα θέμα της μόρφωσης. Εκτός του ιατρικού, ότι σε μια περίσταση στη δεκαετία του 1950 ο γιατρός θεράπευσε την αδερφή μου από εχινόκοκκο, το 1960 πλήρωσε κάποιες δόσεις διδάκτρων μου στο γνωστό Ινστιτούτο Αγγλικών της πόλης μας. Ο Νίκος Σκοπούλης ήταν φίλος του πατέρα μου, και ο πατέρας μου βρισκόταν τότε, ως αυτοκινητιστής, σε μόνιμη ανεργία…

            Και πάλι εξορία για τον Νίκο Σκοπούλη το 1967. Το γιατί, εξηγείται από το γεγονός ότι ο Σκοπούλης, ως άνθρωπος και γιατρός είχε τεράστια εκλογική δύναμη. Τον ψήφιζαν όχι μόνον αριστεροί της ΕΔΑ, αλλά και κεντρώοι και δεξιοί. Το 1958 πήρε 18.000 ψήφους και βγήκαν δύο βουλευτές της ΕΔΑ, ο Σκοπούλης και ο Χριστογιώργος, και ο Σκοπούλης επανεξελέγη ως βουλευτής και το 1964.

            Χρυσάνθη Αναγνώστου:

Εικοσιμία Απρίλη του 1967 το πρωί βγήκα ν’ αγοράσω ψάρια. Έξω από τη λέσχη αξιωματικών συναντάω έναν φίλο από την Ηγουμενίτσα, ήταν με αυτοκίνητο, σταματάει και μου λέει: Τρέξε να πεις στο θείο να φύγει να κρυφτεί, έγινε δικτατορία! Πήγα τρέχοντας, του το είπα. Σηκώνουμε το τηλέφωνο, κομμένο! Το ιατρείο γεμάτο κόσμο. Δεν έφυγε.

Μετά κάμποση ώρα χτυπάει το κουδούνι. Ανοίγουμε. Ήταν η Ασφάλεια.

 

            Το Βιογραφικό της εξορίας: Λευκάδα, Γυάρος, Λέρος, Φυλακές Αβέρωφ. Ο Σκοπούλης στη Γυάρο έπαθε έμφραγμα. Τον μετέφεραν στις φυλακές της Λέρου, και μετά στο εκεί νοσοκομείο, και στη συνέχεια στις φυλακές Αβέρωφ. Του ζήτησαν να κάνει δήλωση αλλά δεν έκανε. Ο Νίκος Σκοπούλης, τώρα, είναι και ο ίδιος ασθενής, όταν κάποτε αυτός ήταν ο γιατρός της εξορίας.

            Και λίγα για την οικογένεια: Παντρεύτηκε το 1954 την Αφροδίτη, της γνωστής για διώξεις που υπέστη οικογένειας Δαγκλή. Απέκτησε δύο παιδιά, ένα κορίτσι και ένα αγόρι. Η οικογένεια Σκοπούλη ζει σε υπερένταση και στις μέρες του 1967, όταν παίρνουν ξανά για εξορία τον Νίκο Σκοπούλη και τη γυναίκα του Αφροδίτη.

            Τις στιγμές αυτές τις καταγράφουμε ως εικόνα στη μαρτυρία της Χρυσάνθης Αναγνώστου:

Από την επόμενη, κάθε μέρα ερχόταν και χτύπαγαν το κουδούνι. Έψαχναν τη θεία. Εμείς πρώτα την κρύβαμε στο υπόγειο, την σκεπάζαμε με διάφορα κουτιά, και μετά ανοίγαμε…

Δεν μπαίνανε μέσα, απλά ρωτάγανε πού είναι, κι εμείς τους λέγαμε δεν είν’ εδώ. Κάποιος μας είχε πει ότι αν περάσουν τρεις τέσσερις μέρες δεν θα την πάρουν. Κάθε βράδυ χτυπάγανε το κουδούνι και ακούγαμε μηχανές που μαρσάρανε. Φοβόμασταν και κοιμόμασταν όλοι, εγώ, η θεία και τα παιδιά, στο ίδιο κρεβάτι. Νομίζω την Πέμπτη το πρωί χτύπησαν το κουδούνι και αυτή τη φορά μπήκαν μέσα, έψαξαν το υπόγειο, ανέβηκαν επάνω και άρχισαν να ψάχνουν τα δωμάτια. Η θεία είχε κρυφτεί πίσω από μια πόρτα, δεν την είδαν, και ξεκίνησαν να φύγουν. Όμως ένας απ’ αυτούς είδε την κόρη της, που έτριψε τα χέρια της από ευχαρίστηση που δεν την είδαν, ξαναγύρισε πίσω και την βρήκε…

Είπαν στη θεία να ετοιμαστεί και αυτοί κουβέντιαζαν μεταξύ τους. Τι κάθεσαι; μου λέει ο διοικητής· ετοιμάσου κι εσύ. Θα πάρουμε και το κορίτσι είπε η θεία, εννοούσε την Φωτεινή. Ο Γιάννης είχε πάει μαζί με την αδερφή του Γιατρού και την ανεψιό του, το Γιάννη Μπαλτογιάννη, να τον δούνε στη Λευκάδα όπου και τους είχαν μεταφέρει.

            Ο γιατρός Σκοπούλης στην ουσία από το 1943 έως και το 1974 υπήρξε ένας από τους χιλιάδες διωκόμενους έλληνες. Η ηρεμία του ιδίου και της οικογένειάς του επανέρχεται μετά την πτώση της Χούντας το 1974.

Κυρίες και Κύριοι,

            Η Γεωργία Σκοπούλη στο βιβλίο της με τον τίτλο Ο Γιατρός, παραθέτει 130 μαρτυρίες. Η αξία των μαρτυριών αυτών έγκειται στο γεγονός ότι αναφέρονται στο συμβαίνον (στον ενεστώτα), δηλαδή στο καθημερινό γεγονός, το γενικό, το επαναλαμβανόμενο· και όχι στο συμβάν (στον αόριστο), δηλαδή στο μοναδικό, το σπάνιο, ή το πρωτάκουστο γεγονός… Μέσα από τις μαρτυρίες παρουσιάζεται ένα ολοκληρωμένο προφίλ του ανθρώπου και γιατρού Νίκου Σκοπούλη, καθώς και η εμφανής, σε κάθε στιγμή της ζωής του, ιδεολογία. Και επειδή αυτές οι μαρτυρίες τυγχάνουν μαρτυρίες απλών ανθρώπων, τύπων και όχι χαρακτήρων, είναι άμεσες και χωρίς καμμία σκοπιμότητα, περιγράφουν ζωντανά και με παραστατικό τρόπο πραγματικά γεγονότα που αφορούν την απόλυτη και καθημερινή προσωπικότητα και παρουσία του. Μια παρουσία που είναι αναπόσπαστη από την κοινωνία της ίδιας της εποχής, αλλά και της πόλης μας. Είναι αυτοί οι μάρτυρες οι οποίοι αρχίζουν τον λόγο τους με την άμεση πρόταξη, «Α, για τον Σκοπούλη θέλεις να σου πω;…».

            Η αποτίμηση αυτού του βιβλίου έγκειται στην αξιολόγηση ότι η βιωματική καταγραφή της Ιστορίας, είναι η ίδια η νεοελληνική Ιστορία μας… Και με την αμεσότητα που διαθέτει αυτή η καταγραφή γίνεται εύληπτη στο ευρύ αναγνωστικό κοινό, χωρίς να χρειάζονται «λεξικά» για να την ερμηνεύσεις. Είναι η ζωντανή αλήθεια! Είναι η ζωντανή αλήθεια για έναν πραγματικό αλτρουιστή.

            Ο Νίκος Σκοπούλης δεν έγραψε για τον εαυτό του τίποτε άλλο πέρα από το σκάρωμα μιας απλής αυτοβιογραφίας, αλλά γι’ αυτόν έγραψαν οι απλοί άνθρωποι…

            Σας ευχαριστώ.

 Ιωάννινα, 22 Νοεμβρίου 2009

Πίσω στην παρουσίαση του βιβλίου στα Γιάννενα

 
τον φάκελο «βιβλίο»
   τον διαβάσανε:
  

      αριθμός επισκεπτών