H ΛΑΪΚΗ ΑΥΤΟΓΡΑΦΙΑ

Του Θεόδωρου Γόγολου
Φιλόλογου Καθηγητή  

 Γεωργίας Σκοπούλη: Αυτές που γίναν ένα με τη γη

 

Το καλοκαίρι που μας πέρασε, φίλος καλός μου δάνεισε ένα μάλλον ογκώδες βιβλίο με την παρότρυνση: να το διαβάσεις. Προφανώς ήθελε να κάμψει τον δισταγμό μου και την κάποια αποστροφή μου γενικά προς τα πολυσέλιδα βιβλία. Στο εξώφυλλο μια σκηνή αγροτική, γνωστή φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα, ένας τίτλος μάλλον μακροσκελής και κάπως υπερβολικός και στο κάτω μέρος η ένδειξη: Δεύτερη έκδοση. Μέσα σε ένα χρόνο. Ομολογώ ότι το αντιμετώπισα με δυσπιστία. Σε μια εποχή που γίνονται ανάρπαστα τα προϊόντα της παραλογοτεχνίας πρέπει να είμαστε κουμπωμένοι. Ανοίγοντάς το, ωστόσο, βρέθηκα μπροστά σε ένα λιτό και σεμνό βιογραφικό. « Η Γεωργία Σκοπούλη, συγγραφέας του βιβλίου, γεννήθηκε το 1950 στην Πεδινή Ιωαννίνων, όπου και ζει από το 1989. Ασχολήθηκε με την δημοσιογραφία πάνω από είκοσι χρόνια. Τούτο είναι το δεύτερο βιβλίο της. Το πρώτο ήταν: «Μα, πρέπει να έχεις κάτι να πεις». Αυτό όλο κι όλο. Η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενα τη συναρπαστική περιπέτεια που μου επεφύλασσε η ανάγνωση των 400 σελίδων που ακολουθούσαν. Τις διάβασα απνευστί.

 Η Γ. Σκοπούλη είχε την έμπνευση να καταγράψει εξήντα οχτώ λαϊκές αυτοβιογραφίες 68 ηλικιωμένων γυναικών από όλη την Ήπειρο. Το είδος της λαϊκής αυτοβιογραφίας, όπως παρατηρεί στον πρόλογο του βιβλίου ο ομότιμος καθηγητής της Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Μιχάλης Μερακλής, ήταν ως τώρα περιφρονημένο στον τόπο μας. Η Γ. Σκοπούλη με το βιβλίο της ανοίγει το δρόμο προς αυτή την κατεύθυνση. Όταν μιλάμε για λαϊκή αυτοβιογραφία αναφερόμαστε σε αυτοβιογραφικές αφηγήσεις απλών, άσημων, λαϊκών ανθρώπων. Συνεπώς το είδος διακρίνεται από τα υπόλοιπα αυτοβιογραφικά είδη (απομνημονεύματα, αυτοβιογραφίες, ημερολόγια) επίσημων αξιωματούχων. Πολιτικών, στρατιωτικών, διανοουμένων, καλλιτεχνών κτλ. Ακόμη κι όταν το ύφος, η γλώσσα, η προφορικότητα του λόγου είναι λαϊκότροπα (π.χ τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη). Η λαϊκή αυτογραφία βλέπει τα πράγματα από τη μεριά του εξουσιαζόμενου, τα άλλα είδη που προαναφέρθηκαν λίγο πολύ αντιμετωπίζουν τα πράγματα από την πλευρά του ανθρώπου που διαθέτει κάποιο είδος κοινωνικής ισχύος.

 Οι ηλικίες των αυτοβιογραφούμενων γυναικών κυμαίνονται μεταξύ 70 και 90 χρόνων. Στη συντριπτική τους πλειονότητα είναι αγράμματες ή έχουν τελειώσει το δημοτικό. Οι περισσότερες, αν όχι όλες, είναι αγρότισσες ή, τουλάχιστον, σε κάποια φάση της ζωής τους ασχολήθηκαν με αγροτικές εργασίες. Τα ηλιακιακά τους δεδομένα συμπίπτουν με μια περίοδο γεμάτη δραματικά ιστορικά γεγονότα που συγκλόνισαν την πατρίδα μας και ιδιαίτερα την Ήπειρο. Ελληνοϊταλικός πόλεμος, κατοχή, αντίσταση, εμφύλιος, πρώτες δύσκολες μετεμφυλιακές δεκαετίες. Οι αφηγήσεις συνεπώς των γυναικών αποτελούν, εκτός άλλων, και πολύτιμες ιστορικές μαρτυρίες. Ένα βιβλίο λοιπόν άκρως ενδιαφέρον από ιστορική, κοινωνιολογική, λαογραφική και λογοτεχνική άποψη.

 Με τις αφηγήσεις τους μετατρέπουν την ιστορία από σχήματα (πολιτικά, στρατιωτικά, οικονομικά) σε ανθρώπινα δράματα. Με λόγο λιτό, δωρικό, χωρίς μελοδραματισμούς και υπερβολές, ζωντανεύουν τα γεγονότα πάντα σε σχέση με τον πάσχοντα άνθρωπο. Η ιστορία ιδωμένη από κάτω, από τη θέση του εξουσιαζόμενου και του θύματος. Παράδειγμα η συγκλονιστική αφήγηση της κυρά- Περσεφόνης από το Κομμένο της Άρτας:

 

Όταν πήγαν οι Γερμανοί στο σπίτι μας, βγήκε η μάνα όξω με ένα τσεκούρι, για να γλιτώσει τα παιδιά της. Τη σκότωσαν. Κάψανε το σπίτι. Και τα αδέρφια μου κάηκαν. Κι ο ένας βρέθηκε κάτω απ’ το γιούκο. Είχε κρυφτεί εκεί μέσα στα ρούχα. Τα παιδιά γίναν κάρβουνα. Τα ξεχώρισαν απ’ το μπόι.

 

Η συναισθηματική σχέση τους με τα γεγονότα σπάνια δίνεται με σχόλια και χαρακτηρισμούς. Περισσότερο ακούγεται σαν ένας υπόκωφος λυγμός στο υπόστρωμα της καθαυτό εξιστόρησης. Δεν έχω ακούσει για παράδειγμα πιο εκρηκτικά συναισθηματικό στο υπόστρωμά του λόγο, χωρίς στην επιφάνεια του να έχει ίχνος συναισθηματισμού, από τούτον της Κονιτσιώτισσας γιαγιάς:

 

Και μάθαμε για το χαμό των αδερφών μου. Και του εαμίτη και του εδεσίτη. Από τίνος χέρι τάχα νά ’πεσαν. Μπορεί κι απ’ του άντρα μου. Μπορεί κι απ’ τ’ αδερφού μου

 

Από άποψη λαογραφική και κοινωνιολογική όλες οι αφηγήσεις είναι ένας θησαυρός. Μέσα απ΄ αυτές αναδεικνύεται η θέση της γυναίκας στην αγροτική κοινότητα, οι ασχολίες της, οι αντιλήψεις για τους ρόλους της, οι παιδεμοί της. Παρακολουθεί κανείς μια πληθώρα ηθών, εθίμων, τραγουδιών να ζωντανεύουν στη ροή του λόγου τους. Και μη βιαστείτε να κρίνετε τη θέση της γυναίκας στα πλαίσια αυτά από τη φεμινιστική οπτική γωνία. Θα ήταν μια απλοϊκή και σχηματική θεώρηση. Στη συντριπτική τους πλειονότητα μιλούν με λιτή τρυφερότητα για το σύντροφό τους. Ιδίως τώρα που πέρασαν τα χρόνια και νυχτώνει:

 

Κοίτα μη φεύγεις μακριά. Θα μου πεθάνεις και δε θα σε βρίσκω.

 

Η Γεωργία Σκοπούλη έχει επίγνωση των δυσκολιών του εγχειρήματος να μεταφέρει στο χαρτί τις προφορικές αφηγήσεις των ηρωίδων της. Όσο εύκολη υπόθεση φαίνεται, τόσο δύσκολη είναι στην πραγμάτωσή της. Το επιχείρησαν σπουδαίοι τεχνίτες του λόγου και με τις επεμβάσεις τους προέκυψε τις περισσότερες φορές ένας καλοσιδερωμένος λαϊκότροπος λόγος. Η Σκοπούλη δεν μπήκε σε αυτόν τον πειρασμό. Άλλωστε στόχος της δεν ήταν να μετατρέψει τις ιστορίες των γυναικών της σε λογοτεχνήματα. Σεβάστηκε σε γενικές γραμμές το λόγο των αφηγητριών της. Προσπάθησε να αποδώσει την προφορικότητά του. Παράλληλα φρόντισε να είναι αφηγήσεις αναγνώσιμες. Έτσι αφαίρεσε τα στοιχεία εκείνα της προφορικότητας (παύσεις, επαναλήψεις κτλ.), καθώς και τους πολλούς ιδιωματισμούς της τοπολαλιάς που θα δυσχέραιναν την ανάγνωσή τους. Οι επεμβάσεις αυτές δεν αλλοιώνουν τη φυσικότητα και τη λαϊκότητα του λόγου, ούτε το ύφος της κάθε αφηγήτριας. Η στάση αυτή διασώζει και τις περισσότερες αρετές του λαϊκού λόγου και αναδεικνύει την λογοτεχνική του αξία. Λόγος μικροπερίοδος, παρατακτικός, κυριαρχία του ρήματος και του ουσιαστικού, ύφος απλό και λιτό, αποφθεγματικότητα και θυμοσοφική στάση απέναντι στα πράγματα, αφήγηση κατά κανόνα ευθύγραμμη. Λόγος που γέρνει πολλές φορές προς τη μεριά τις ποίησης, όπως σωστά παρατηρεί ο Μερακλής:

 

Εγώ πια δε θυμάμαι τραγούδια. Τα τραγούδια τα γύρισα. Τα’ καμα μοιρολόγια

 

Εγώ τώρα συντάζομαι να πάω σ’ άλλο κόσμο.

 

 Συχνά η αφήγηση τους διακόπτεται για να απευθυνθούν προς τη συγγραφέα:

 

Μωρέ, έλεγα, θα νά ’ρθει εκείνη η κοπέλα να της τα πω;

 

Οι αφηγήσεις τους είναι εξομολογήσεις εκ βαθέων λυτρωτικές. Τώρα που τις περισσότερες τις ζώνει η μοναξιά αισθάνονται την ανάγκη να «πουν τα λιγοστά τους λόγια πριν η ψυχή τους σηκώσει πανιά». Εντύπωση επίσης προκαλεί η απόσταση που κρατάνε ορισμένες αφηγήτριες από τα γεγονότα που έζησαν. Σαν να μη συνέβησαν σ’ αυτές τις ίδιες. Σαν να πέτρωσαν μέσα τους τα χρόνια και τα πράγματα, όπως και η ψυχή τους.

Τελειώνοντας την ανάγνωση είχα την αίσθηση ότι άκουγα ένα μακρόσυρτο πολυφωνικό μοιρολόγι. Η μια το άρχιζε για να το συνεχίσουν με τη σειρά τους οι επόμενες.

Κλείνοντας τη σύντομη αυτή παρουσίαση θα ήθελα να συγχαρώ την κ. Σκοπούλη και να την ευχαριστήσω γιατί διέσωσε ένα αυθεντικό κομμάτι της Ηπείρου που χάνεται, ένα κομμάτι της γνήσιας Ελλάδας που χάνεται και παραχωρεί τη θέση της στην αλλοτριωμένη εικόνα του καιρού μας.

 

Θεόδωρος Γόγολος

Φιλόλογος Καθηγητής

Νοέμβριος 2008

 

Από την παρουσίαση του βιβλίου στην εκδήλωση του Συλλόγου Ηπειρωτών Βορείων Προαστίων Αττικής την 1 /11/ 2008 στο Δημοτικό Θέατρο Πεύκης, με το ανέβασμα και του έργου από το Θεατρικό Εργαστήρι Πρέβεζας «Την αγαπήσαμαν κι εμείς».

Το βιβλίο της γεωργίας Σκοπούλη "Αυτές που γίναν ένα με τη γη"►

 
τον φάκελο «βιβλίο»
   τον διαβάσανε:
  

      αριθμός επισκεπτών