Ευάγγελος Γρ. Αυδίκος

Καθηγητής Λαογραφίας

Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

 

Γεωργία Σ. Σκοπούλη

Αυτές που γίναν ένα με τη γη

Δωδώνη, Αθήνα 2007, σελίδες 403.

 

(ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου,
που έγινε στην Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων στις 17 Μαΐου 2007)

 

          Παίρνοντας στα χέρια μου το βιβλίο της Γεωργίας Σκοπούλη, έριξα μια γρήγορη ματιά στα περιεχόμενα. Με εντυπωσίασαν οι τίτλοι κι έμεινα αρκετή ώρα. Είχα την αίσθηση, άλλοτε ότι είχα μπροστά μου λαϊκά αποφθέγματα βγαλμένα με κόπο από τον καθημερινό αγώνα με τη Ηπειρώτικη φύση, πως ήταν ό,τι έμεινε από το στράγγιγμα της πέτρας και το ξάκρισμα του πουρναριού· άλλες φορές πίστευα πως είχα μπροστά μου τίτλους διηγημάτων· κάποτε έκλινα προς την άποψη πως ήταν οι τίτλοι τραγουδιών που έσμιγαν τη χαρά με τη λύπη, που γύριζαν τα τραγούδια της χαράς σε μοιρολόγια. Στο τέλος, κατέληξα πως ήταν και τα τρία μαζί. Πρωτίστως, ήταν οι τίτλοι ζωής των Ηπειρωτισσών που κράτησαν όρθιο τον τόπο, που έσκαψαν τη λιγοστή γης με τα νύχια τους, που κυριολεκτικά την πότισαν με το αίμα και τον ιδρώτα τους.


Αυδίκος Ευάγγελος  

Καθώς ξεκίνησα να γράφω τις πρώτες προτάσεις κι έφτασα στα τελευταία λόγια, διάβαζα φωναχτά τις λέξεις, για να πειστώ πως δεν παρασύρομαι σε κοινοτυπίες και μεγαλοστομίες για το ρόλο της γυναίκας, που τόσο συχνά τα βρίσκουμε σε αφιερώματα και σε περισπούδαστες αναλύσεις. Καθώς προχώραγα το διάβασμα, ένιωθα το χέρι των πρωταγωνιστριών να υψώνεται 68 φορές θυμίζοντάς μου ότι οφείλω να είμαι συγκρατημένος. Αναδύεται από τις σελίδες ένας συγκρατημένος, βουβός πόνος για τα πάθη της γυναικείας φύτρας που δε χρειάζεται ο ομιλητής να τον νοθέψει με επιτηδευμένη λεξιθηρία. Επιπλέον, οι 68 συμποσιαστές της Γεωργίας Σκοπούλη έχουν μια λιπόσαρκη αξιοπρέπεια στην εξιστόρησή τους που ενισχύεται από το φόβο πως δεν θα τις πιστέψουν οι αναγνώστες, οι ακροατές τους. «Ό, τι και να πούμε στους νέους απ’ αυτά που ζήσαμε δεν μας πιστεύουν. Παραμύθια είναι, λένε» (220). Οι 68 ιστορίες αποτελούν ψηφίδες ενός κόσμου που σβήνει. Είναι ποιήματα μιας εποχής όπου οι πρωταγωνίστριες αργάστηκαν με τον καθημερινό μόχθο, άμαθες από λόγια. Από τα μικράτα τους ανέλαβαν ευθύνες και η κατάθεσή τους στον πολιτισμό ήταν ο ιδρώτας και ο αδιάκοπος αγώνας. Για τούτο νιώθουν αμήχανες μπροστά στο ντεφτέρι της Σκοπούλη.

Ό,τι τους λύνει τη γλώσσα είναι η μοναξιά και η ανάγκη για μεταλαβιά. Στη μοναξιά είναι εγκιβωτισμένες όλες οι αφηγήσεις. Μοιάζει να έχουν τεχνουργηθεί από κοινό τεχνίτη της μυθοπλασίας. Είναι, όμως, η κοινή ζωή που άφησε τα ίδια ίχνη. Από νωρίς το ξημέρωμα ως αργά το βράδυ στο πόδι. Να υπηρετήσουν πεθερικά, κουνιάδια, προγόνους, άντρες, παιδιά, σόγια. Και στο τέλος νά ’ρχεται τούμπα η ζωή και να μένουν μόνες. Στην καλύτερη περίπτωση, με το γέροντά τους. Στη χειρότερη, μόνες. Με την πόρτα μισόκλειστη, μετρώντας το χρόνο πάντα ανάποδα. Μόνο τις διακοπές, ιδίως το καλοκαίρι, η πόρτα ανοίγει διάπλατα και το σπίτι γεμίζει με φωνές. «Καλά περνάω. Αλλά μόνη.», λέει η μία. «Άμα χάσεις το σύντροφο... κλείνει η πόρτα και δεν ξανανοίγει.», συμπληρώνει μια δεύτερη.

Οι 68 αφηγήσεις χαρακτηρίζονται από δραματική ένταση που κορυφώνεται με το τέλος της συνέντευξης. «Γέρασα κόρη μ’, γέρασα. Τι έκαναν αυτά τα χέρια! Κούτσκα ντιπ μάζευαν ξύλα, σκάλιζαν, έπλεναν... Τώρα δεν κάνω τίποτε. Είμαι μοναχή μου μέχρι να πέσει ο ήλιος, να κρυφτεί –τότε έρχεται ο άντρας μου– και συνέχεια φοβάμαι. Άμα ακούω κάτιτις, τρέμω. Τα σκυλιά δεν δαγκώνουν. Και δεν τα φοβούνται. Είδες; (...) Και μου λέει ο γέρος μου: Μην πας μακριά και μου πεθάνεις και δεν θα μπορώ να σε βρω!» (105).

Ο φόβος της μοναξιάς, όχι του θανάτου, κούρνιασε στις ψυχές των 68. Ο φόβος που έφερε ο καινούργιος κόσμος. Ο ήχος της απουσίας. Έχουν γραφτεί μελέτες κοινωνιολογικές, λαογραφικές, ανθρωπολογικές γι αυτό το θέμα. Για τα έρημα χωριά και τους παππούδες και τις γιαγιάδες που ζουν με την προσμονή. Κάποιες απ’ αυτές καρτέραγαν όλη τη ζωή τον άντρα που έλειπε στα πρόβατα, στο μεροκάματο, στον πόλεμο, στην εξορία. Μα τούτη τη φορά είναι εντελώς μόνοι. Δεν ακούγεται τίποτε. Κι αυτό είναι πιο βαρύ. Ασήκωτο. «Η ζωή περνάει με άνθρωπο, δεν περνάει με πλούτη.» (184). Θα αδικούσαμε την ογδοντάχρονη αν χαρακτηρίζαμε σοφή την κουβέντα της. Θα ήταν μια κοινότυπη φράση. Είναι η οξύνοια του λαϊκού ανθρώπου που μπορεί να παραμερίζει τις φιοριτούρες και να εκφράζεται με ακρίβεια και με εικόνες. Είναι αυτό που κάνει τον καθηγητή Μερακλή στον πρόλογο του βιβλίου να κατατάξει στον ποιητικό λόγο τις αφηγήσεις των γυναικών. Είναι ένα σχόλιο, όπως θα λέγανε οι διανοούμενοι, πάνω στις παρενέργειες του τεχνολογικού πολιτισμού που αποδόμησε τον κοινωνικό ιστό.

Ο φόβος της απουσίας του ήχου, λοιπόν. «Κάθε βράδι τα σκέφτομαι. Φεύγει ο ύπνος και μετά το μυαλό γκιζιράει. Είναι και η μοναξιά που σε τρώει…» (113). Το μυαλό γκιζιράει στα περασμένα. Είναι η μνήμη που βαραίνει μπροστά στη μοναξιά του παρόντος. «Όταν είμαι μόνη, πλέκω και δεν θυμάμαι τίποτε. Αν σκεφτώ κάτι, μπερδεύω το πλέξιμο.» (27). Ένα κουβάρι η ζωή των πρωταγωνιστριών που αναθυμούνται τα περασμένα, όχι γιατί βρίσκονται στο γύρισμα της ζωής τους.

Είναι το μπέρδεμα που έφερε ο καινούργιος κόσμος και οι νέες σχέσεις μπροστά στις οποίες σαστίζουν, κουνώντας τους ώμους με απορία. Οι 68 γυναίκες συμπρωταγωνίστριες της Σκοπούλη απορούν μπροστά στον κόσμο όπου τις έκανε να χάσουν τον ντορό γύρω από τον οποίο οργάνωσαν τη ζωή τους. Χάθηκε το ζύγι. Αυτές που πάλεψαν με κάθε αναποδιά, αναμετρήθηκαν με αντιξοότητες, φυσικές κα κοινωνικές, στέκουν απορημένες στο αναποδογύρισμα του κόσμου. «Τώρα οι νέοι δεν χορεύουν, δεν τραγουδάνε με το στόμα, όπως εμείς. Άλλοι λέν τραγούδια γι αυτούς...» (225). Δεν τά ’χουν με τη νιότη. Άβολα νιώθουν με τους νέους τρόπους που έφερε η νέα εποχή, αυτή που τις έκανε να σιωπήσουν. Αυτής της εποχής θύματα, παρατηρούν, είναι και οι νέοι. Έχασαν τη φωνή τους. Είναι θύματα όλοι του καινούργιου κόσμου που, σαν νεράιδα του παλιού καιρού, επιβάλει την αφωνία στους ανθρώπους. «Τώρα στρώνουν τραπέζι, τρων και πίνουν στα βουβά. Δεν ξέρουν να γλεντήσουν.» (148).

Οι γυναίκες της Σκοπούλη δεν είναι μίζερες. Σπαθάτες και τσεκουράτες όταν χρειαστεί. Γενναιόδωρες. Ανεκτικές με τους άλλους. Το ντεφτέρι της Σκοπούλη είναι μια ευκαιρία να τακτοποιήσουν τους λογαριασμούς με όλα όσα έζησαν. «Όμως τώρα εγώ ξομολοήθκα και ξιπάθησα!» (55), αποκρίνεται μια απ’ αυτές. Θα μπορούσε να είναι η τελευταία φράση σ’ όλες τις ιστορίες. Είναι η μεταλαβιά τους. Μεταλαμβάνουν τω αχράντων μυστηρίων της ζωής τους. Κλείνουν τους λογαριασμούς με το παρελθόν. Γι αυτές η συζήτηση ήταν εξομολόγηση στο ντεφτέρι της Σκοπούλη. Μίλησαν για όσα ποτέ, ενδεχομένως, δεν ξεστόμισαν. Για τα λόγια που η βιωτή δεν τους άφησε να πουν. Για τους καημούς που συγκρατούσαν. Για τα παράπονα που έπνιγαν.

Οι 68 γυναίκες, όμως, είχαν την τύχη να αναλάβει την εξομολόγησή τους μια ευαίσθητη ιεροφάντης. Η Γεωργία Σκοπούλη. Περιόρισε στο ελάχιστο τη δική της παρουσία. Το σκηνικό λιτό σαν το ηπειρώτικο τοπίο. Πάνω στη σκηνή, στο κέντρο της, στέκουν οι 68 γυναίκες. Η Σκοπούλη φροντίζει να κρύβει τη δική της συμβολή. Πρωταρχικός της στόχος να ακουστούν οι γυναίκες, να ξεπαθιάσουν. Με τον τρόπο αυτό ανασαίνουν οι ιστορίες που ακούγονται σαν ένας ανασασμός που ώρες ώρες φουντώνει και μετά καταλαγιάζει, παρακολουθώντας τις γυναίκες στη θύμησή τους.

 

Τα 68 κείμενα είναι αφηγηματικό κέρασμα της Σκοπούλη στο αναγνωστικό της κοινό. Είναι σα να τους κερνάει γλυκό του κουταλιού, που αφήνει τη στιγμιαία γευστική ηδονή στο λαρύγγι. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργούν και οι 68 ιστορίες. Καθεμιά της και ένα γλυκό του κουταλιού. Μόνο που κάποιες φορές αλλάζει το γλυκό. Τις πιο πολλές φορές είναι ξινόπικρο. Ποτέ δεν γίνεται πετιμέζι.

Στην υγειά σας.

 το βιβλίο της Γεωργίας Σκοπούλη

 

 
τον φάκελο «βιβλίο»
   τον διαβάσανε:
  

      αριθμός επισκεπτών