Βιβλίο
της Ελένης Δεληδημητρίου - Τσακμάκη
«τα δέντρα που δεν ρίζωσαν»
Βιογραφικό Σημείωμα
Η Ελένη
Δεληδημητρίου - Τσακμάκη γεννήθηκε στο Ζαγγλιβέρι
Θεσσαλονίκης. Μεγάλωσε στην Κατερίνη στα μαύρα χρόνια του
παγκοσμίου πολέμου. Παντρεύτηκε σε ηλικία 17 ετών και
απόκτησε δυο κόρες και έναν γιο.
Η οικονομικές δυσκολίες την ανάγκασαν να φύγει μαζί
με τον άντρα της το 1961 για τη Γερμανία. Συνταξιούχος
σήμερα ζει μόνιμα στο Μόναχο μαζί με την οικογένειά της και
μοιράζει την ζωή της ανάμεσα στις δυο πατρίδες. Την αγάπη
της για το γράψιμο την ανακάλυψε σε ηλικία 54 χρόνων, όταν
πια είχε ξεφύγει από την αγωνιώδη αναζήτηση πόρων επιβίωσης
και των πολλών οικογενειακών υποχρεώσεων.
Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών εδώ και δέκα χρόνια και
έρχεται στην Ελλάδα μόνο για μερικούς μήνες. Με την ευκαιρία
αυτή θα μας μιλήσει σήμερα για τον Ελληνισμό της Γερμανίας και
για τα πρώτα δύσκολα χρόνια της εγκατάστασης των Ελλήνων εκεί.
Μέχρι τώρα έχει εκδώσει δέκα βιβλία:
-
«πάνινη κούκλα»
-
«η απόφαση που δεν πάρθηκε»
-
«ο Άρης το παιδί του μετανάστη»
-
«τα δέντρα που δεν ρίζωσαν»
-
«Μαμά να ξανάρθεις»
-
«ταξιδιάρικα πουλιά»
-
«Στους Δελφούς με τον Ηνίοχο»
-
«το μπουκάλι που ταξίδευε» και
-
«ο Ασροπαλαμίδας ο προστάτης των ζώων»
Αρκετά από αυτά βραβεύτηκαν μεταξύ αυτών και «Τα
δέντρα που δεν ρίζωσαν» από την πόλη Μονάχου. Επίσης έχει γράψει
τρία θεατρικά από τα οποία τα δύο παίζονται στη Γερμανία, από
τον θίασο που έχει δημιουργήσει η ίδια.
Το εξώφυλλο
του βιβλίου
Αποσπάσματα από τα δέντρα.
Βρισκόμαστε
λοιπόν στην δεκαετία του 1960.
Μπροστά στο οικονομικό αδιέξοδο και στην πίεση που
ασκούσε το εργατικό δυναμικό της χώρας μας για εύρεση εργασίας,
η Ελλάδα υπογράφει το 1960 σύμφωνο συνεργασίας με τη Γερμανία.
Έτσι, νέοι από 18-35 ετών, -μόνο αυτές τις ηλικίες
προέβλεπε η συμφωνία- παιδιά που έζησαν και ανδρώθηκαν μέσα στη
φρίκη του πολέμου, δελεασμένοι από τ’ αγαθά που υπόσχονταν η
μακρινή Γερμανία, χωρίς πολλούς ενδοιασμούς και χωρίς
εναλλακτικές λύσεις άλλωστε, ετοιμάζονται για τη μετανάστευση.
Υπογράφουν συμβόλαιο εργασίας για ένα χρόνο και ύστερα από
εξονυχιστικές ιατρικές εξετάσεις από Γερμανούς γιατρούς, για
επιβεβαίωση της καταλληλότητας τους από απόψεως υγείας,
αναχωρούν από το χωριουδάκι τους για το άγνωστο, γεμάτοι
προσδοκίες, ελπίδες και όνειρα, φτωχοί όμως από εμπειρίες κι όλα
εκείνα τα απαραίτητα για τις καινούργιες μάχες που τους
περίμεναν.
Τίποτε πια δεν τους κρατούσε τους
νέους, δεν σκέφτηκαν ούτε γονείς, ούτε παιδιά, ούτε τίποτα και
βούτηξαν στα βαθιά νερά κι ας μην ήξεραν κολύμπι. Πήγαν λοιπόν
και σκορπίστηκαν σε όλες τις γωνιές της Γερμανίας, και η μόνη
χαρά τους ήταν ο φάκελος με το βδομαδιάτικο.
Πότε έφευγε ο άντρας μόνος του κι αργότερα έπαιρνε τη
γυναίκα του, και πότε γινόταν το αντίθετο. Όσο για τα παιδιά,
αυτά ήταν τα αθώα θύματα, που πλήρωναν το βαρύτερο τίμημα της
μετανάστευσης. Έμεναν πίσω στερημένα της μητρικής και πατρικής
ζεστασιάς, στα χέρια ευτυχώς των γιαγιάδων και των παππούδων ή
των θείων τους.
Σαν εμπορεύματα έφθαναν οι ξένοι στη Γερμανία, στη
δεκαετία του 60. Τα τραίνα γεμάτα, έμπαιναν στο σταθμό του
Μονάχου κι άφηναν εκεί το φορτίο, που κατανεμόταν σε ομάδες και
στη συνέχεια κατευθυνόταν στα εργατικά παζάρια, ανάλογα με τα
συμβόλαιά τους, που ήταν ασφαλώς συντεταγμένα στα μέτρα του
ισχυρού, με το κατώτερο ημερομίσθιο και χωρίς τις έννοιες, τα
δικαιώματα και παροχές που απολάμβαναν οι γερμανοί εργάτες.
Αυτοί οι ξένοι «Gastarbeiter», οι φιλοξενούμενοι εργάτες
όπως τους ονόμασαν, ήταν υποχρεωμένοι να εργαστούν οπωσδήποτε
ένα χρόνο στο εργοστάσιο που προέβλεπε το συμβόλαιο τους, και
τον επόμενο χρόνο να αναζητήσουν εργασία με ευνοϊκότερους όρους.
Αυτό βέβαια βόλευε περισσότερο τους Γερμανούς, γιατί έτσι δεν
αποκτούσαν δικαιώματα οι ξένοι και στην περίπτωση που δεν ήταν
πολύ αποδοτικοί, μπορούσαν να τους αντικαταστήσουν με άλλα
φθηνότερα εργατικά χέρια. Βόλευε όμως και τους ξένους αυτό,
γιατί τους αποδέσμευε από την υποχρεωτική παραμονή στην ίδια
εργασία και έτσι τους έδινε την δυνατότητα να ξαναγυρίσουν στα
σπίτια τους ή να βρούνε μια καλύτερη δουλειά.
Ατέλειωτες οι περιπέτειες των
μεταναστών, ατέλειωτα τα προβλήματα τους στην ξενιτιά, ατέλειωτα
και τα ταξίδια τους, για να βρεθούν έστω για λίγο κοντά στα
παιδιά και τις οικογένειές τους.
Οι πρώτοι μετανάστες ήταν όλα
παιδιά που μεγάλωσαν σε μια εποχή
δύσκολη, μέσα στη φτώχεια, στην ανέχεια και στην
αγραμματοσύνη. Τίποτε δεν ήταν εύκολο γι’ αυτούς και το ξέρανε,
πως ο δρόμος της ξενιτιάς δεν ήταν ρόδινος, αλλά μόνο μια λύση.
Ήθελαν να ξεφύγουν από την ανέχεια και τις στερήσεις, να
διεκδικήσουν τα στοιχειώδη για τη ζωή και για το μέλλον των
παιδιών τους. Σαν θείο δώρο ανοίχτηκε ο δρόμος της Γερμανίας και
τον ακολούθησαν. Από τη μια χαιρόντουσαν που έφευγαν, και από
την άλλη κομματιαζόντουσαν που άφηναν πίσω τα παιδιά τους που
έκλαιγαν, και τους γέρους γονείς τους με ένα φορτίο στην πλάτη
τους.
Τι ξέρανε τότε οι άνθρωποι αυτοί, για την Ελληνογερμανική
συμφωνία που υπογράφτηκε, για την προσωρινή απασχόληση Ελλήνων
εργατών, αφού πουθενά δεν είδανε να αναφέρονται οι όροι για την
προστασία των εργατών. Ακούσανε για την ισχυρή χώρα, φάμπρικες,
δουλειές, αρκετά χρήματα, και τρέξανε για να εξασφαλίσουνε ένα
μεροκάματο.
Πουλούσαν
ότι είχαν και δεν είχαν, κατεβαίνανε στις μεγαλουπόλεις για να
υπογράψουν ένα συμβόλαιο εργασίας και να φύγουν. Οι Γερμανοί
γιατροί τους περνούσαν από ψιλό κόσκινο, τους εξέταζαν από την
κορφή μέχρι τα νύχια ώστε να είναι ολόγεροι. Πόσοι κόπηκαν στην
επιτροπή που δεν είχαν να φτιάξουν τα δόντια τους, ή είχαν ένα
παλιό σημάδι στο θώρακα.
Τρεις δυνατότητες υπήρχαν τότε για να φύγουν εργάτες στη
Γερμανία.
Ένας τρόπος ήταν να γραφτούν στο ευρέσεως εργασίας, να
περάσουν από την επιτροπή Γερμανών γιατρών και αν ήταν υγιείς
τότε τους επέτρεπαν να υπογράψουν ένα συμβόλαιο εργασίας από τα
εργοστάσια και τις φίρμες που ζητούσαν ξένους εργάτες.
Ένας δεύτερος τρόπος να πάνε στη Γερμανία ήταν οι
ατομικές προσκλήσεις. Αν κάποιος γνωστός ή συγγενής που ήταν ήδη
στη Γερμανία έβρισκε μια φίρμα που έπαιρνε εργάτες, έδινε τα
ονόματα που ήθελε να φέρει, γινόταν η ατομική πρόσκληση, πήγαινε
στα γραφεία Ευρέσεως Εργασίας και αφού περνούσε από γιατρούς,
έφευγε μαζί με την αποστολή.
Ο τρίτος τρόπος ήταν να πάνε με
τουριστικό διαβατήριο που ίσχυε τρεις μήνες. Έπρεπε να
βρούνε μόνοι τους δουλειά, να τους κάνουν την ατομική πρόσκληση,
να φύγουν πίσω στην Ελλάδα και να ξανάρθουν νόμιμοι πλέον. Αυτό
βέβαια ήταν λίγο δύσκολο, γιατί οι γερμανικές αρχές απόφευγαν να
ανοίξουν και τέτοιους δρόμους εισροής.
Στο μυαλό τους ήταν πάντοτε φυτεμένο το όνειρο της
επιστροφής, γι’ αυτό δεν μπόρεσαν να στεριώσουν στην Γερμανία
και απέτρεπαν κάθε προσπάθεια προσαρμογής στον καινούργιο τόπο
όπου είχαν πάει. Όλοι μιλούσαν για γυρισμό και γυρισμό δεν
είχαν. Οι ανάγκες της ζωής ήταν μεγάλες. Τα χρήματα που έπαιρναν
δεν τους επέτρεπαν να κάνουν σπατάλες, έπρεπε να κάνουν
οικονομίες ώστε να μαζέψουν κάτι για το μέλλον. Το χρήμα όμως
που ήταν γλυκό, και η ιδέα ότι θα γυρίσουν μια μέρα πίσω, τους
κράτησε για όλη τους τη ζωή στα ξένα.
Χρόνο με το χρόνο η απόφαση του
γυρισμού γινόταν νεφέλωμα σύννεφο, όνειρο μιας μακρινής
πατρίδας. Γιατί η Γερμανία από την αρχή ενέπνεε απόλυτη
εμπιστοσύνη, αν και δεν ξέρανε τη γλώσσα βαδίζανε με σιγουριά το
δρόμο, που τους είχε χαράξει. Η ζωή τους ήταν μεν μετρημένη και
φτωχή, αλλά υπήρχε ασφάλεια στην ξένη χώρα.
Υπήρχε η σύνταξη που θα τους έδινε τη δυνατότητα να
γυρίσουν αποκαταστημένοι με ένα εισόδημα στα γηρατειά. Πολλοί
κατάφεραν να κάνουν το όνειρο πραγματικότητα και γύρισαν, οι
περισσότεροι όμως όχι. Άφησαν στα εργοστάσια της ξενιτιάς μια
ζωή ξοδεμένη στο μεροκάματο και τις έξτρα εργασίες του
Σαββατοκύριακου.
Μόλις πληρωνόντουσαν αμέσως έτρεχαν όλοι στο ταχυδρομείο,
να στείλουν τα χρήματα στα σπίτια τους, να καλυφθούν οι ανάγκες
της οικογένειας πρώτα, και αν περίσσευαν να μαζεύονται για το
καλύτερο μέλλον -έτσι πιστεύανε-, για το κτίσιμο του σπιτιού
τους και αυτό ήταν που τους έδινε κουράγιο να αντέξουν στη
σκληρή δουλειά και τον αναγκαστικό χωρισμό απ’ τα παιδιά τους,
που καθώς ήτανε τότε όλοι νέοι, ήταν και τα παιδιά τους πολύ
μικρά ακόμα.
Τα περισσότερα παιδιά που γεννιόταν στη Γερμανία έφευγαν
αμέσως σαν δεματάκια στην Ελλάδα, τα παρέδιναν στην γιαγιά και
στον παππού. Οι αποστάσεις μεγάλες, τηλέφωνα δεν υπήρχαν τότε,
μόνο από τα γράμματα μαθαίνανε τα νέα από τα παιδιά τους. Η
γιαγιά ζωγράφιζε το χεράκι του μωρού πάνω στο χαρτί και από εκεί
έβλεπαν πόσο μεγάλωσε το παιδί τους, αφού έκαναν δύο και τρία
χρόνια να το δούνε. Που και που έπαιρναν και κάποια φωτογραφία
των παιδιών, την στόλιζαν στο δωμάτιό τους και την έδειχναν όλο
καμάρι. Όμως κακά τα ψέματα. Όσα παιδιά μεγάλωναν μακριά από
τους γονείς τους όσο καλά κι αν περνούσαν, τα χρόνια αυτά άφησαν
το στίγμα τους βαθιά στην καρδιά τους, όσο στα παιδιά, τόσο και
στους γονείς κι ας μην θέλουν φανερά να το συζητούν.
Μας λέει μια μάνα
Μόλις γεννήθηκε η κόρη μου την πήγα και την άφησα στην
Ελλάδα στην μητέρα μου. Την έφερα στη Γερμανία όταν ήταν
τεσσάρων χρόνων. Μπήκαμε σε αντίθετες βάρδιες με τον άντρα μου
και την κρατήσαμε κοντά μας. Όμως αυτά τα χρόνια του χωρισμού
σημάδεψαν την ζωή μας. Τώρα η κόρη μας είναι 42 χρονών και
ανάμεσα μας υπάρχει μια ψυχρότητα, υπάρχει μια απόσταση, ενώ με
τη δεύτερη κόρη μας που την είχαμε συνέχεια κοντά μας δεν
συμβαίνει αυτό. Πολλές φορές λαχταρώ να την σφίξω στην αγκαλιά
μου, ίσως κι αυτή να το θέλει, αλλά υπάρχει μέσα μας αυτό το
κενό, αυτά τα χρόνια, που μας χωρίζουν. Εγώ το έχω μεγάλο καημό
και προσφέρω περισσότερα σ’ αυτήν παρά στη μικρή, αλλά μάταια,
βλέπω πως αυτή η πληγή δεν γιατρεύεται με τίποτε. Πληγωνόμαστε
πολύ και οι δύο. Στεναχωριέμαι αφάνταστα κάθε φορά που το
σκέφτομαι, νιώθω ένοχη.
Και μια άλλη μάνα μας λέει
*
Εμείς προτιμήσαμε να μπούμε σε αντίθετες βάρδιες με τον
άντρα μου για να κρατήσουμε το παιδί κοντά μας.
Την ώρα που έπιανε δουλειά ο ένας,
σχολνούσε ο άλλος και έτσι το παιδί πήγαινε από τη μια αγκαλιά
στην άλλη, στην εξώπορτα του εργοστασίου ή το αφήναμε για λίγο
στο θυρωρείο και το έπαιρνε ο άλλος την ώρα που έβγαινε. Μερικές
φορές το αφήναμε μόνο του στο σπίτι για μερικές ώρες. Κλειδώναμε
την πόρτα ή το δέναμε από το πόδι και του ρίχναμε μερικά
παιχνίδια μπροστά του και φεύγαμε. Φοβόμασταν μην πάει πουθενά
και κτυπήσει, τρέχαμε στο δρόμο να μην αργήσουμε αφού ξέραμε ότι
ήταν μόνο του στο σπίτι.
Οι μέρες περνούσαν γεμάτες αγωνία και κούραση, με την
αίσθηση ότι είναι προσωρινοί... και ξένοι, και βέβαια
στριμωγμένοι απ’ όλες τις μεριές, προσπάθησαν να συνδυάσουν τις
βάρδιες, για να μπορούνε να φροντίζουν τα παιδιά τους, όσοι
βέβαια τα είχαν φέρει κοντά τους. Ανάμεσα στις υποχρεώσεις που
τους κυνηγούσαν ασταμάτητα, υψωνόταν κι ένας φοβερός φράχτης: Η
γερμανική γλώσσα. Τα ελληνικά τους ήταν λιγοστά, αφού οι
περισσότεροι δεν είχαν βγάλει ούτε το δημοτικό σχολείο, πως
λοιπόν θα μάθαιναν τα γερμανικά; Αλλά ούτε και στρωθήκανε
συστηματικά να μάθουν κάτι σωστό
«Σε ένα-δυο χρόνια θα φύγουμε»... έμαθαν μόνο να λένε,
και ό,τι άρπαζε το αυτί τους.
Όμως οι περισσότεροι μετανάστες, δυστυχώς, έζησαν τα
καλύτερά τους χρόνια με το αίσθημα - και την ανάλογη εγκατάσταση
και οργάνωση - της προσωρινότητας. Άργησαν πάρα πολύ να
ξανοιχτούν, να κοιτάξουν γύρω τους την ασύγκριτη ομορφιά αυτής
της χώρας, να χαρούν λιγάκι σαν άνθρωποι. Ακόμη και οι Κυριακές
τους περνούσαν χωρίς καμία διασκέδαση. Μερικοί άντρες περνούσαν
τις ελεύθερες ώρες τους στο σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί
συναντιόντουσαν με συμπατριώτες και συζητώντας, μαθαίνανε μερικά
πράγματα. Σε ποια εργοστάσια παίρνουν εργάτες, κάποιο δωμάτιο
για νοικίασμα, κ.λ.π. Πολλές φορές περιμένανε το τραίνο που
ερχόταν από την Ελλάδα μπας και δούνε κάποιον γνωστό, ή να
βρούνε κάποια ελληνική εφημερίδα και να μάθουν νέα από την
πατρίδα.
Και δουλεύανε σαν χαμάληδες, «για ένα καλύτερο αύριο...»
Αλλά για ποιο «αύριο», για ποιο «μέλλον» μιλούσανε; Λες και τό
’χανε στην τσέπη τους εξασφαλισμένο και καλότυχο, και προπαντός
γεμάτο νιάτα και δύναμη...
Ύστερα από κάποιον καιρό, τα προβλήματα που
παρουσιάστηκαν στους ξένους μετανάστες οξύνθηκαν. Τότε
κινητοποιήθηκαν πολλές υπηρεσίες και οργανισμοί, όπως Πρόνοιες,
ο Ερυθρός Σταυρός, το Συνδικάτο, οι Γερμανικές Εκκλησίες, για να
βοηθήσουν τους ανθρώπους αυτούς που είχαν τόσες ανάγκες.
Διόρισαν στην γλώσσα τους κοινωνικούς λειτουργούς κι έτσι, από
ένα χρονικό σημείο και μετά, κάθε μετανάστης μπορούσε κάπου να
απευθύνεται σε περίπτωση μεγάλης ανάγκης.
Από την αρχή οι μετανάστες οργανώθηκαν, κόλλησαν ο ένας
κοντά στον άλλον για να μη χαθούνε. Στις πόλεις φρόντισαν να
έχουν ένα κοινό χώρο και τον ονόμασαν «Το Ελληνικό σπίτι».
Δημιούργησαν Συλλόγους, Κοινότητες, βγάζουν προγράμματα, τα
μοιράζουν, καλούν, και ενημερώνουν.
Οι Έλληνες δεν μπορούσαν να
προσαρμοστούν στον τρόπο ζωής και στον τρόπο διασκέδασης, γιατί
εκείνα τα χρόνια δεν είχε και πολλά να προσφέρει η Γερμανία. Δεν
μπορούσαν να συγκρίνουν την γερμανική διασκέδαση με την
ελληνική, με τα δημοτικά τραγούδια, τους χορούς. Οι ελληνικοί
χοροί έχουν κάποιες ρίζες, είναι τρόπος ζωής του Έλληνα, γι’
αυτό όπου κι αν βρίσκονται έχουν την ανάγκη να δημιουργήσουν
ελληνικούς συλλόγους και να διασκεδάσουν ελληνικά.
Σιγά-σιγά
ξανοίχτηκαν σε μικρές και μεγάλες εκδρομές. Έτσι αρκετοί
συμπατριώτες μας είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν πολλά μέρη.
Ξεφύτρωσαν επίσης παντού χορευτικοί Σύλλογοι.
Το πιο σπουδαίο ήταν η ίδρυση
Ελληνικών Σχολείων. Και όλα αυτά βέβαια έγιναν με αγώνες των
Ελλήνων μεταναστών.
Γενικά πρέπει να πούμε ότι η εκπαίδευση των παιδιών ήταν
μία απ’ τις κύριες αιτίες, για την οποία οι περισσότεροι
μετανάστες αφήνανε τα παιδιά τους στην Ελλάδα. Και μην ξεχνάμε
ότι την παραμονή τους στη Γερμανία τη θεωρούσανε προσωρινή.
Γιατί λοιπόν να φοιτήσουν τα παιδιά τους σε γερμανικό σχολείο;
Τι να τα κάμουν τα γερμανικά γράμματα; Και να χάσουν τα
ελληνικά; Πώς θα ζήσουν; Γιατί φυσικά το μέλλον τους, όπως και
το μέλλον των παιδιών
τους, το φανταζόντουσαν Ελληνικό.
Στις αρχές πήγαιναν τα
ελληνόπουλα αναγκαστικά μόνο στο γερμανικό σχολείο, αλλά ευτυχώς
που βρέθηκαν μερικοί έλληνες εκπαιδευτικοί που δούλευαν στα
εργοστάσια και έτσι ίδρυσαν τα σχολεία μητρικής γλώσσας, για
μερικά απογεύματα.
Στη
Βαυαρία ιδρύθηκαν τα πρώτα ιδιωτικά σχολεία που παρείχαν
εκπαίδευση μόνο για τις τάξης του δημοτικού. Αλλά οι Γερμανοί
σκέφτονταν αλλιώς: Ανεξάρτητα απ’ το τι θα έφερνε το μέλλον, τα
παιδιά των μεταναστών έπρεπε να ενταχθούν στη γερμανική
κοινωνία. Υποχρεωτική φοίτηση λοιπόν των παιδιών στο γερμανικό
σχολείο από τα έξι έως τα δεκαπέντε και τρία χρόνια
επαγγελματικό.
Επειδή το πρόβλημα ήταν οξύ, κατά το έτος 1968 - με
αγώνες των μεταναστών και συμπαράσταση της ελληνικής πολιτείας -
άρχισαν να λειτουργούν, πρώτα στη Βαυαρία, ελληνικά
σχολεία με εκπαιδευτικούς που έρχονταν και πληρώνονταν από την
Ελλάδα. Παράλληλα διδάσκονταν καθημερινά και η γερμανική γλώσσα.
Η αισιοδοξία των γονέων ήταν μεγάλη όταν είδαν να καταφθάνουν οι
πρώτοι καθηγιτές και να διμιουργούντε οι πρώτες τάξεις των
ελληνικών σχολείων.
Σιγά-σιγά οι ελληνικές σχολικές
μονάδες απλώνονταν σε διάφορα μέρη, και από τότε οι μετανάστες
έφερναν πια τα παιδιά τους στη Γερμανία.
Στο Μόναχο λειτουργούν σήμερα δύο Λύκεια, δύο Γυμνάσια,
πέντε Δημοτικά και δύο μητρικής γλώσσας. Επίσης φοιτούν και
ελληνόπουλα στο Ευρωπαϊκό Σχολείο. Έχουμε και πάρα πολλά παιδιά
από μικτούς γάμους που πηγαίνουν μόνο σε γερμανικά σχολεία και
τα ελληνικά τους είναι ελάχιστα, όσα ακούνε βέβαια από τον ένα
γονιό στο σπίτι.
Στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, πριν από 20 περίπου χρόνια,
ιδρύθηκε έδρα Ορθόδοξης Θεολογίας στην Θεολογική Σχολή του
Μονάχου, που πρόσφατα επεκτάθηκε, ώστε να παρέχει πτυχίο
αυτοτελές καθώς και μεταπτυχιακές σπουδές, με Έλληνες καθηγητές.
Το 1994 ιδρύθηκε και έδρα Νεοελληνικών Σπουδών κι έτσι
Έλληνες και Γερμανοί φοιτητές έχουν την δυνατότητα να επιλέξουν
μεταξύ των άλλων μαθημάτων και τα Νέα Ελληνικά.
Κάθε βράδυ άκουγαν όλοι μαζί στο
ραδιόφωνο την καθημερινή εκπομπή απ’ το σταθμό του Μονάχου, που
μεταδιδόταν σε διάφορες γλώσσες για όλους τους ξένους
εργαζόμενους. Η Ελληνική εκπομπή που διαρκούσε είκοσι λεπτά κάθε
βράδυ, ήταν η καθημερινή συντροφιά του Έλληνα εργάτη και η
ζωντανή σύνδεση με την Πατρίδα. Το ραδιόφωνο έδινε παρηγοριά και
ζωή στους ξενιτεμένους.
Όμως αυτό δεν ήταν αρκετό για να καλλιεργήσουν την
ελληνική γλώσσα αφού όλοι μέρα στην δουλειά δεν μιλούσαν σχεδόν
καθόλου ελληνικά, και αυτά τα λίγα που έλεγαν ήταν όλα γύρω από
την δουλειά και έτσι γλωσσικά έμειναν πολύ πίσω από τους άλλους
Έλληνες.
Τα ταξίδια τους Γερμανία - Ελλάδα - Γερμανία για να δούνε
τα παιδιά τους, τους συγγενείς, να θάψουν αυτούς που πέθαιναν,
ήταν ακόμη ένα βασανιστικό κομμάτι της ζωής τους. Έπαιρναν την
άδεια τους δήθεν να ξεκουραστούνε και κουραζόντουσαν
περισσότερο. Μέσα σ’ αυτές τις τρις εβδομάδες έπρεπε να τα
κάνουν όλα. Να φροντίσουν για το κτίσιμο του σπιτιού να
επισκεφτούν τους συγγενείς και όποια άλλη δουλειά τους περίμενε.
Τα ταξίδια αυτά, που γινόταν αποκλειστικά μέσω Γιουγκοσλαβίας,
ήταν πάντοτε πολύ κουραστικά και επικίνδυνα. Λόγω των στενών και
επικίνδυνων δρόμων, γινόταν και πολλά ατυχήματα. Πολλοί
συμπατριώτες μας έχασαν την ζωή τους ταξιδεύοντας για τα σπίτια
τους. Είτε με το τραίνο ταξιδεύανε, είτε με το αυτοκίνητο,
περνώντας την ατέλειωτη Γιουγκοσλαβία ποτέ δεν νιώθανε σίγουροι.
Όχι μόνο από μια βλάβη στη μηχανή ή τροχαίο ατύχημα, αλλά και
από τους ανθρώπους.
Σε όλη τη Γερμανία, σήμερα ζούνε 364.354 χιλιάδες Έλληνες
που είναι διασκορπισμένοι σε όλες τις πόλεις και δουλεύουν σε
διάφορες δουλειές. Τα πρώτα χρόνια και συγκεκριμένα το 1960,
ήρθαν στη Γερμανία 13.000, το ’62 έφθασαν τους 100.000 χιλ, και
το ’74 τους 218.000 χιλιάδες. Μετά την κρίση της ανεργίας, ο
αριθμός αυτός μειώθηκε αρκετά, πολλοί πήραν την απόφαση και
γύρισαν για πάντα πίσω νομίζοντας πως ήρθε η ώρα της επιστροφής.
Μετά από μερικούς μήνες όμως και πριν λήξει η παραμονή τους
ξαναγύρισαν πίσω στη Γερμανία βλέποντας πως με την παλιννόστηση
δεν βρήκαν καμία συμπαράσταση και βοήθεια από την ελληνική
πλευρά.
Με την πάροδο των χρόνων ξαναυξήθηκε ο αριθμός των
μεταναστών, για να φθάσει σήμερα στους 364.354 χιλιάδες. Αν και
γυρίζουν πίσω πολλοί ηλικιωμένοι της πρώτης γενιάς αφήνοντας τα
παιδιά τους εκεί, έρχονται όμως καινούργιοι και το ποσοστό
κινείται εκεί γύρω. Άλλοι έρχονται για δουλειά κι άλλοι για να
σταδιοδρομήσουν αφού στην Ελλάδα δεν έχουν την δυνατότητα αυτή.
Αν δούμε και τον πληθυσμό όλης
της Γερμανίας, στα 75 εκατομμύρια Γερμανών, τα 7,5 εκατομμύρια
είναι ξένοι, σχεδόν ένα δέκα τοις εκατό.
Τώρα ας
ρίξουμε και μια ματιά στη Γερμανία
Η Γερμανία μετά τον πόλεμο ήταν ένα ερείπιο απ’ άκρη σ’
άκρη. Έξι εκατομμύρια νέοι άντρες είχαν σκοτωθεί στα μέτωπα.
Αναζητούσε λοιπόν και πλήρωνε εργατικά χέρια, για ν’ ανοίξει ο
γερμανικός αετός και πάλι τα φτερά του, για να γίνει πάλι ένα
ισχυρό κράτος. Θα πήγαινε όποιος ήθελε και όποιος
ήταν βέβαια
ικανός γι’ αυτό. Και ήταν στρατιές εκείνοι που ήθελαν, που
παρακαλούσαν, από φτωχές και χωρίς βιομηχανία χώρες. Γι’ αυτό ο
γερμανικός νόμος δεν νοιαζόταν για τα χωρισμένα αντρόγυνα, για
τα παιδιά που θα μεγάλωναν χωρίς τους γονείς τους σε κάποιο
χωριό της Πατρίδας τους, για τους ηλικιωμένους που έμεναν μόνοι
και με κόπο μεγάλωναν τα εγγόνια τους. Φιλοξενούμενους εργάτες
ήθελε, νέους, γερούς, δυνατούς που θα γύριζαν πίσω μόλις
τελείωνε η δουλειά τους.
Το οικονομικό θαύμα της Γερμανίας οφειλόταν στην
προσέλευση των ξένων
εργατών, κι αυτό το ήξεραν καλά οι Γερμανοί.
Η στρατολόγηση ξένων εργατών άρχισε το 1955 με τους
Ιταλούς. Το Γερμανικό κράτος πλήρωνε 50 μάρκα για τον κάθε
εργάτη που έπαιρνε. Από τότε που άρχισε να φέρνει εργάτες κι από
άλλα κράτη, σταμάτησε πια να πληρώνει στους Ιταλούς. Το ’60
υπόγραψε συμβόλαιο με τους Έλληνες και τους Ισπανούς, το ’61 με
τους Τούρκους, το ’64 με τους Πορτογάλους. Μέχρι το 1964
δεκαπλασιάστηκε ο αριθμός των ξένων εργατών, και συνέχιζαν να
φέρνουν κι άλλους για να καλύψουν τις ανάγκες τους.
Από την δεύτερη μέρα της άφιξης τους στη Γερμανία, οι
ξένοι έπιαναν κιόλας δουλειά, μαζί και την πρώτη προκαταβολή για
τις πρώτες ανάγκες μια και έφθαναν οι περισσότεροι άφραγκοι. Οι
ξένοι έπαιρναν σχετικά λιγότερα χρήματα από έναν Γερμανό εργάτη
αλλά και πάλι ήταν ευχαριστημένοι γιατί στην πατρίδα τους ήταν
άνεργοι ή κέρδιζαν λιγότερα.
Ο μισθός διέφερε από φίρμα σε
φίρμα και προπαντός από δουλειά σε δουλειά. Αυτό εξαρτιόνταν αν
η δουλειά ήταν ανθυγιεινή, αν δούλευαν σε νυχτερινές βάρδιες,
υπερορίες, ομαδικό ή μεμονωμένο ακόρτ, όλα αυτά έπαιζαν ρόλο
στον μισθό.
Οι ξένοι δούλευαν παντού και προπαντός προτιμούσαν τις
βαριές, ανθυγιεινές, και βρόμικες δουλειές, φθάνει που θα
κέρδιζαν περισσότερα χρήματα προκειμένου να επιστρέψουν γρήγορα
στην πατρίδα τους. Σε όλες τις μεγαλύτερες βιομηχανίες δούλευαν
ένα 40% ξένοι εργάτες.
Το 1973 όταν παρουσιάστηκε μια μικρή κρίση στις θέσεις
εργασίας, σταμάτησαν την στρατολόγηση καινούργιων εργατών και
μόνο μέσω του γραφείου ευρέσεως εργασίας έβρισκαν δουλειά τα
άτομα που έμεναν είδη στη Γερμανία.
Η γερμανική πολιτική δεν επεδίωξε να γίνει χώρα υποδοχής
μεταναστών, και τώρα ακόμη οι Γερμανοί αρνούνται να δεχτούν ότι
η χώρα τους είναι χώρα υποδοχής μεταναστών. Γι’ αυτό έγινε αυτό
το μπέρδεμα. Όμως αυτό ήταν μια πραγματικότητα, είτε το ήθελαν
είτε όχι, αυτή είναι η αλήθεια. Με τον καιρό έχουν αλλάξει πολλά
και θα αλλάξουν ακόμη, εφόσον υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντοτε
οι ξένοι.
Γι’ αυτό είτε το ήθελε η Γερμανία
είτε όχι έγινε χώρα εισροής ξένων.
Οι ίδιοι οι Γερμανοί, σαν πειθαρχικός λαός που είναι,
ήταν έτοιμοι για κάθε θυσία, προκειμένου να κάνουν την πατρίδα
τους πάλι δυνατή και όμορφη. Αυτό δείχνει πως δεν φθάνει μόνο να
αγαπάς την πατρίδα σου αλλά πρέπει και να την προσέχεις. Να
συνεισφέρεις για το καλό της και για την πρόοδό της. Ο Γερμανός
πολίτης δεν παραμένει αδιάφορος παρατηρητής μπροστά στην
παρανομία. Συμμετέχει έμπρακτα και δυναμικά στην επιβολή του
νόμου και της τάξης και στην αποκατάσταση της αδικίας.
Από τη μεριά τους οι Γερμανοί εργάτες, για να πούμε και
«του στραβού το δίκιο», δεν είχαν πάντα άδικο που τα βάζανε
μερικές φορές με τους ξένους. Ξαφνικά γέμισε η χώρα τους από
ξένους που δεν ήξεραν, πρώτον να συνεννοηθούν μαζί τους και
δεύτερον, οι ίδιοι μην μπορώντας να δουλεύουν τόσο σκληρά όπως
οι ξένοι εργάτες, έχαναν τις δουλειές τους, αφού οι εργοδότες
προτιμούσαν να παίρνουν εκείνους που ήταν πιο αποδοτικοί,
υπάκουοι και λιγότερο απαιτητικοί.
Το
μίσος κατά των ξένων άρχισε έτσι με το ξέσπασμα και την εμφάνιση
της ανεργίας. Οι Γερμανοί έβλεπαν τους ξένους ως υπαίτιους της
ανεργίας, γι’ αυτό, ό,τι διαβάζουμε κι ακούμε τώρα, δείχνει ότι
υπάρχει ένα καζάνι που βράζει ακόμη.
Οι Γερμανοί έχουν μεγάλη παράδοση στην τεχνολογία. Αν και
ξεκίνησαν έναν πόλεμο που τελικά έχασαν, κατόρθωσαν μέσα σε λίγο
χρονικό διάστημα να ορθοποδήσουν. Τα χρήματα που πήρανε από το
σχέδιο Μάρσαλ για την επανόρθωση των καταστροφών του πολέμου,
δεν τα ξόδεψαν άσκοπα εδώ κι εκεί, όπως έκαναν τα περισσότερα
κράτη, παρά τα διαθέσανε για την ανάπτυξη της χώρας
δημιουργώντας ευκαιρίες για εργασία. Αφού είχαν την τεχνογνωσία
και είχαν φροντίσει να προστατέψουν τα τεχνολογικά σχέδια, ώστε
να μην καταστραφούν στον πόλεμο, τα έβγαλαν όταν τα χρειάστηκαν,
έστησαν τις πρώτες παράγκες με καναδυό μηχανές και έδωσαν
δουλειά στους άνεργους.
Τα κέρδη που βγάζανε, τα ρίχνανε όλα στις δουλειές τους
και έτσι από τις παράγκες έγιναν φίρμες και εργοστάσια. Σήμερα
όλα δουλεύουν ρολόι, με τάξη.
Από το 1960 και μετά άλλαζε συχνά η νομοθεσία για την
παραμονή των ξένων στη Γερμανία. Οι αλλαγές δεν είχαν
σταθερότητα. Άλλαζαν από τη μια μέρα στην άλλη και από περιοχή
σε περιοχή. Ανάλογα με τη ζήτηση της αγοράς βγάζανε έναν νόμο.
Όταν η βιομηχανία είχε ανάγκη και χρειαζόταν εργατικό προσωπικό,
τα πράγματα ήταν πιο ευνοϊκά για τους ξένους εργάτες. Όταν
υπήρχε κρίση έβρισκαν διάφορα προσχήματα ώστε να μην δίνουν
παραμονές, να τους κάνουν την ζωή δύσκολη και να τους αναγκάσουν
να φεύγουν μόνοι τους. Τους ζητούσαν πράγματα που δεν είχαν την
δυνατότητα να τα έχουν οι ξένοι.
Με αυτόν τον τρόπο κανονίζανε το
μέλλον της οικογένειας, αν τους φέρουν ή όχι, κοντά τους.
Ας δούμε ακόμη ποιο είναι τελικά το κλίμα που επικρατεί
ανάμεσα στους Έλληνες και τους Γερμανούς οι οποίοι ζούνε εδώ και
40 χρόνια δίπλα-δίπλα. Μπορεί να μην έχουνε πολύ στενή επαφή
μεταξύ τους, να μην ανταλλάσσουν επισκέψεις, αλλά οι
περισσότεροι Γερμανοί είναι ευγενικοί, ντόμπροι, εξυπηρετικοί,
τίμιοι, αν εξαιρέσουμε φυσικά ένα μικρό ποσοστό ρατσιστών που
δεν θέλουν κανέναν ξένο. Αυτοί αντιμετωπίζουν τους αλλοδαπούς ως
αναγκαίο κακό.
Οι Έλληνες έχουν αποκτήσει αρκετούς φίλους Γερμανούς και
αυτό είναι γνωστό. Αυτό οφείλεται στο ότι αρκετοί Γερμανοί είναι
φιλέλληνες, ενώ έχουμε ελκύσει πολλούς με την
κουλτούρα μας.
Με τις ελληνικές κοινότητες, τα ελληνικά σπίτια, τις
εκκλησίες, τους τοπικούς συλλόγους, τις χορωδίες, τα χορευτικά
συγκροτήματα, τα θέατρα, τις λογοτεχνικές εκδηλώσεις, τα
εστιατόρια, και τόσα άλλα που τράβηξαν το ενδιαφέρον των
Γερμανών. Είχαμε και έχουμε πάντοτε μια μεγάλη μερίδα Γερμανών
που δίνει το παρόν σε όλες τις ελληνικές δραστηριότητες, κι αυτό
δείχνει πως οι Έλληνες προσπαθούν πάντοτε για κάτι καλύτερο και
το καταφέρνουν.
Δεν είμαστε πια στη δεκαετία του ’60 ή του ’70 που μας
έβλεπαν οι Γερμανοί σαν προσωρινούς, αλλά άρχισαν να μας βλέπουν
τώρα σαν ξένους πολίτες που έχουν τα ίδια με αυτούς δικαιώματα.
Φρόντισε γι’ αυτό και το γερμανικό κράτος ώστε σιγά-σιγά να
σμίξουν οι ξένοι με τους γερμανούς πολίτες. Έφεραν στο ίδιο
τραπέζι ηλικιωμένους γερμανούς με ηλικιωμένους ξένους. Το ίδιο
κάνανε και με τους νέους, άρχισαν να διορίζουν σε διάφορες
υπηρεσίες, γραφεία, υπεύθυνους σε εργοστάσια παιδιά μεταναστών,
χωρίς καμία εξαίρεση.
Επίσης έχουμε την Ένωση Ελλήνων
Συγγραφέων με αρκετά μέλη, όπου παρουσιάζουμε τα έργα μας στην
ελληνική και στη γερμανική γλώσσα.
Είναι τόσα
πολλά να πει κανείς για τη ζωή των μεταναστών που δυστυχώς δεν
μας παίρνει η ώρα. Θα περιοριστώ σ’ αυτά και ένα μόνο θα πω.
Εμείς, η πρώτη γενιά που γεράσαμε εκεί και δεν ξέρουμε
ακόμη που θα περάσουμε τα τελευταία χρόνια της ζωής μας,
αφήνουμε τα ηνία στις επόμενες γενιές, στα παιδιά μας στα
εγγόνια μας και σε όλα τα ελληνόπουλα που θα εξακολουθούν να
μένουν στη Γερμανία, να συνεχίσουν τον αγώνα ώστε να διατηρήσουν
τα ήθη και τα έθιμά μας και να τιμήσουν το όνομα της Ελλάδος.