Η ωμοπλατοσκοπία στους Βλάχους και άλλες ιστορίες
Του Γιώργου Μ. Βραζιτούλη, Βερολίνο
(Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Ηπειρωτικός Αγών» - 15
Δεκεμβρίου 2015)
Ο Γκέοργκ Έκερτ με στολή αξιωματικού του γερμανικού πολεμικού ναυτικού (1943)
(© AdsD d. FES, Bonn)
Αρκετοί από τους αναγνώστες μας ίσως έχουν ακούσει για τη παλιά συνήθεια
μερικών να ξεδιαλέγουν και να περιεργάζονται ένα πλατύ κόκκαλο,
τριγωνικού σχήματος, από την ωμοπλάτη του ψητού αρνιού, τη
λεγόμενη «σπάλα» και να ερμηνεύουν διάφορα σχήματα και φιγούρες
της επιφάνειά της αναφορικά με το μέλλον. Το αξιοπερίεργο αυτό
έθιμο, του «διαβάσματος της σπάλας», ή «ωμοπλατοσκοπίας», - όρος
το οποίο καθιέρωσε πρώτος ο λαογράφος και ακαδημαϊκός
Γ.Α. Μέγας, ήδη από
το 1925 με τη διατριβή του
«Βιβλίον ωμοπλατοσκοπίας εκ
κώδικος της Εθνικής Βιβλιοθήκης Αθηνών» -, είναι πανάρχαιο, όπως επίσης και ευρύτατα διαδεδομένο σε
διάφορους πολιτισμούς της γης: από τη Σκωτία μέχρι την Αλγερία
και το Μαρόκο και από το Πακιστάν μέχρι τη Βουλγαρία και
Αλβανία. Αφορμή για την
σημερινή ενασχόληση με το θέμα υπήρξε ένα μικρό τεύχος 28
σελίδων, που βρήκα σε μια βερολινέζικη βιβλιοθήκη, έκδοση του
1944 στη Θεσσαλονίκη, με τίτλο
«Das
Schulterblattorakel
bei
den
Aromunen» (μετ.: Η ωμοπλατοσκοπία στους Αρομούνους/Βλάχους) και
συγγραφέα τον Γκέοργκ
Έκερτ (Georg
Eckert).
Όπως αναφέρει και ο τίτλος, το παραπάνω τεύχος πραγματεύεται την
ιδιόμορφη και αρχέγονη αυτή συνήθεια ειδικά στους πληθυσμούς των
Βλάχων του βορειοελλαδικού χώρου.
Ο συγγραφέας
Ο Γκέοργκ Έκερτ (*14.9.1912 – †7.1.1974) αποτελεί μια ξεχωριστή
προσωπικότητα επιστήμονα αλλά και πολιτικοποιημένου Γερμανού της
εποχής του, για τον οποίο θα άξιζε στο μέλλον ένα ξεχωριστό
αφιέρωμα στην εφημερίδα. Είχε σπουδάσει λαογραφία και γεωγραφία
στο Βερολίνο και στη Βόννη, όπου το 1935 ανακηρύχτηκε
διδάκτορας. Τον Φεβρουάριο του 1940 επιστρατεύτηκε λόγω του
πολέμου στον γερμανικό στρατό. Η μοίρα τον έφερε στην Ελλάδα,
όπου υπηρέτησε από τον Ιούλιο 1941 μέχρι το τέλος της Κατοχής,
με την ειδικότητα του μετεωρολόγου αξιωματικού στην διεύθυνση
του μετεωρολογικού σταθμού του γερμανικού ναυτικού στη
Θεσσαλονίκη. Η θητεία του εκεί υπήρξε τόσο άνετη, ώστε μπορούσε
παράλληλα να ταξιδεύει συχνά σε κοντινές περιοχές της Μακεδονίας
και να συλλέγει υλικό για τις διάφορες λαογραφικές του έρευνες.
Συνεργάτη και διερμηνέα είχε μαζί του τον γερμανομαθή διευθυντή
της πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης του πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης
Π.Ε. Φορμόζη, και
κατόρθωσε με τη βοήθειά του στο διάστημα εκείνο να δημοσιεύσει
δέκα λαογραφικές εργασίες για την περιοχή της Μακεδονίας.
Ο Έκερτ ήταν από τα μαθητικά του χρόνια στέλεχος της νεολαίας του γερμανικού
σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (SPD) και με την άνοδο των Ναζί στην εξουσία ανέπτυξε παράνομη
αντιστασιακή δράση. Στη Θεσσαλονίκη είχε κατορθώσει να μαζέψει
γύρω του έναν σημαντικό αριθμό γερμανών αντιναζιστών στρατιωτών,
όλων των αποχρώσεων. Με προσωπικές, επικίνδυνες πολλές φορές,
πρωτοβουλίες προστάτεψε χωριά της περιοχής και μεμονωμένα άτομα
από αυθαιρεσίες των γερμανών και βουλγάρων κατακτητών, μοίραζε
κρυφά υλική βοήθεια σε έλληνες δεινοπαθούντες,
έβγαζε παράνομα άδειες μετακίνησης και ταυτότητες σε
όποιους χρειάζονταν, και φρόντισε επίσης προσωπικά να
απελευθερωθούν από το στρατόπεδο «Παύλου Μελά» διάφοροι έλληνες
αντιστασιακοί κρατούμενοι, μεταξύ αυτών και η γιαννιώτισσα
Ευτυχία Πρίντζου.
Με τη δραστηριότητά του αυτή είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη και εκτίμηση
πολλών αντιστασιακών στην Ελλάδα. Λίγο πριν την αποχώρηση των
Γερμανών από τη χώρα, τον Οκτώβριο 1944, ο Έκερτ με την ομάδα
του προσχώρησαν στον ΕΛΑΣ, ενώ τον Φεβρουάριο του επόμενου έτους
παραδόθηκαν στους Βρετανούς, μη θέλοντας πια να αναμιχτούν στις
εμφύλιες συγκρούσεις, που είχαν ήδη εκδηλωθεί σφοδρά.
Μετά την επιστροφή του
τον Αύγουστο 1945, στην απελευθερωμένη πλέον Γερμανία, ξεκίνησε
μια πανεπιστημιακή καριέρα ως καθηγητής ιστορίας και διδακτικής
της, ενώ στην πορεία κατέκτησε διάφορα κομματικά (με τo
SPD)
και διοικητικά αξιώματα της χώρας.
Οι πηγές της έρευνας
Η σπάλα (σκίτσο Boicescu / G.
Eckert)
Ως πηγές των πληροφοριών του σχετικά με το διάβασμα της σπάλας ο Έκερτ
αναφέρει τέσσερις κτηνοτρόφους, και συγκεκριμένα: Τον
Γιώργο Τζουτζουμίκο από το Ρετζίκι (σημερινά Πεύκα) κοντά στο
Ασβεστοχώρι της Θεσσαλονίκης, με καταγωγή από Λιβάδι Μογλενών,
τον Χρίστο Τσάτσα,
34χρονο βλάχο βοσκό από τη Φούρκα, του οποίου ο πατέρας, όπως
αναφέρει, ήταν πολύ
γνωστός «μάντης της σπάλας» εκείνη την εποχή, τον
Αθανάσιο Μπαμπάκο από
τη Λάιστα, 25 χρονών,
με καταγωγή αρβανιτοβλάχικη από την Ερσέκα της Αλβανίας,
και τον 90χρονο Γεώργιο
Μπομπότα, νομάδα κτηνοτρόφο, που μετακινούνταν μεταξύ
Φλώρινας και δυτικής Χαλκιδικής.
Ένα σημαντικό μέρος των πληροφοριών του είχε αποκομίσει
επίσης από τον βλάχο
σαμαρινιώτη Κουσιάν Αράϊα
(Cuschan
Araia,
στο τεύχος), τον οποίο ο Έκερτ αναφέρει ως δάσκαλο των
ρουμανικών σχολείων στη Σαμαρίνα και στη Κορυτσά, κάτοχο
αδημοσίευτων συλλογών από βλάχικα τραγούδια και έθιμα, καθώς και
ποιητή αρκετών βλάχικων ποιημάτων.
[O Κουσιάν Αράϊα δεν είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Ζήκο
Αράϊα, όπως πιθανολογήθηκε στην αρχική δημοσίευση στον «Η.Α.»,
βασισμένα στο αντίστοιχο ευρετήριο ονομάτων προσώπων, χωρών,
πόλεων κλπ. του ιστορικού πονήματος «Τα παιδιά της λύκαινας» του
συγγραφέα Σταύρου Παπαγιάννη
(εκδόσεις Σοκόλη, 1998). Σύμφωνα με πληροφορίες συγγενικών
του προσώπων, (o βλαχιστί
Cusianu
Araia και επίσημα στα ελληνικά
Εμμανουήλ Δ. Χατζηγιάννης
ή Αράϊας), είχε
γεννηθεί το 1895 στη Σαμαρίνα.
Σπούδασε στο Βουκουρέστι και στη συνέχεια εργάστηκε ως δάσκαλος
στα ρουμανικά σχολεία της Σαμαρίνας και Κορυτσάς (όπως ήδη
προαναφέρθηκε), καθώς και στο Βλαχογιάννι Ελασσόνας και στην
Θεσσαλονίκη. Κατέγραψε πολυάριθμα βλάχικα κι ελληνικά τραγούδια,
ήθη και έθιμα στα βλαχοχώρια της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της
Θεσσαλίας και της Β. Ηπείρου (Αλβανίας), καθώς και τραγούδια για
τους αρματολούς της Σαμαρίνας κατά την περίοδο της οθωμανικής
αυτοκρατορίας. Έγραψε και ο ίδιος πολλά ποιήματα στη βλάχικη
όπως και στην ελληνική γλώσσα, καθώς επίσης και ένα θεατρικό
έργο στα βλάχικα. Πέθανε στη Θεσσαλονίκη το 1972.]
Οι τρόποι διαβάσματος
Εξισορρόπηση της σπάλας στον δείκτη του
χεριού,
ως καλός οιωνός (σκίτσο Boicescu / G. Eckert)
Για την όλη διαδικασία χρησιμοποιούνταν κυρίως το κόκκαλο της ωμοπλάτης από
αρνί ή κατσίκι, κατά προτίμηση μαύρου χρώματος. Το διάβασμα από
το κόκκαλο του στέρνου των κοτόπουλων, που συνηθίζονταν μεταξύ
των γυναικών, θωρούνταν «κατώτερη τέχνη». Ο χρησμός αφορούσε
πάντα στα γεγονότα εντός ενός χρόνου. Ως οι καλύτεροι
σπεσιαλίστες στο διάβασμα της ωμοπλάτης θεωρούνταν οι
γεροντότεροι βοσκοί και στα ακόμη παλιότερα χρόνια οι Κλέφτες.
Τα μυστικά της τέχνης αυτής μεταφέρονταν από γενιά σε γενιά με
ιδιαίτερη επιφύλαξη, γι αυτό και ο αριθμός των ειδικών ήταν πολύ
περιορισμένος. Εάν ήθελε κάποιος να μυήσει τον νεογέννητο γιο
του στα μυστικά του «διαβάσματος», τότε άνοιγε μια τρύπα σε ένα
κόκκαλο ωμοπλάτης, το έβαζε πάνω στον μαστό της μητέρας και
άφηνε το μωρό να
πιει το πρώτο του γάλα από τη θηλή, που προεξείχε από εκεί μέσα.
Από περιοχή σε περιοχή ο τρόπος διαβάσματος της σπάλας διέφερε, τα βασικά
στοιχεία του όμως είναι κοινά. Τα κυρίως θέματα ήταν κάθε φορά,
ο κίνδυνος του πολέμου, η υγεία και η τύχη του ιδιοκτήτη και της
οικογένειάς του, ή εκείνου που παράγγελνε τον χρησμό, καθώς
ακόμα η τύχη του κοπαδιού, όταν επρόκειτο για κτηνοτρόφο. Η λεία
επιφάνεια της σπάλας συμβολίζει συνήθως την χώρα που ζει κανείς,
στην συγκεκριμένη περίπτωση δηλαδή την Ελλάδα. Η μεγάλη άκρη του
κόκκαλου απεικονίζει τον εχθρό της χώρας, παλαιότερα συνήθως την
Τουρκία, και στην
Κατοχή τους ιταλούς ή γερμανούς εισβολείς. Διάφοροι συνδυασμοί
γραμμών και λεκέδων στην επιφάνεια μαρτυρούν πιθανές
αναμενόμενες ταραχές, πόλεμο ή ειρήνη.
Μια τρύπα ή μια μεγάλη μαύρη γραμμή στο σημείο του κόκκαλου, που συμβολίζει
το «σπίτι», ή διάφορα άλλα μαύρα σημάδια, προμηνύουν τον θάνατο
του βοσκού ή κάποιου συγγενικού προσώπου. Αντίθετα, μια μικρή
γραμμή μέσα στο «σπίτι» προαναγγέλλει γεννητούρια. Εάν η μύτη
του κόκκαλου προς τη μεριά της άρθρωσης είναι χονδρή και γερή,
τότε ο κτηνοτρόφος θα αποκτήσει μεγάλη περιουσία. Το ίδιο
ισχύει, αν στο κόκκαλο κρέμονται υπολείμματα από κρέας ή
τένοντες, που αποτελούν σημάδια, ότι θα αποκτηθούν νέα ζώα στο
κοπάδι. Εάν η σπάλα έχει ένα τέτοιο θόλο, που ισορροπεί όταν
βάλει κανείς το δάχτυλο του δείκτη του από κάτω, τότε ο
ιδιοκτήτης θα γίνει (ή θα παραμείνει) μεγάλος και τρανός. Το
ίδιο προμηνύει επίσης το πάχος της μεγάλης άκρης του κόκκαλου.
Διάφορα μαύρα σημάδια προμηνύουν δυσάρεστα μαντάτα σε προσωπικό ή αναλόγως
σε εθνικό επίπεδο, ενώ κόκκινα σημάδια πάνω στην επιφάνεια
μπορούν επίσης να σημαίνουν ένοπλες ταραχές σε περίοδο ειρήνης.
Μικρές γραμμούλες στην άκρη της ανοιχτόχρωμης επιφάνειας του
κόκκαλου μαρτυρούν επίσης, ότι ο ιδιοκτήτης του σφαγμένου ζώου
έχει ξεχάσει να πραγματοποιήσει κάποιο τάμα του.
Προφητείες
Το έθιμο του διαβάσματος της σπάλας δεν θα είχε επιβιώσει τόσους αιώνες, αν
δεν συνοδεύονταν και από τις αντίστοιχες ιστορίες. Έτσι κι εδώ,
ο γερμανός λαογράφος αναφέρει μια σειρά από μικρές ιστορίες, που
του μετέφερε ο Κουσιάν Αράϊα, και οι οποίες λειτουργούσαν ως
επιβεβαίωση της πίστης των απλοϊκών ανθρώπων στην
ωμοπλατοσκοπία. Ακολουθούν μερικά δείγματα, όπως ακριβώς
παρατίθενται στο τεύχος:
«Κάποιος Γιώργος Σιαμανίκου από το χωριό Περιβόλι της Πίνδου έτρωγε ψητό με
τους φίλους του. Όταν πήρε στα χέρια του τη σπάλα, την κοίταξε
και έντρομος είπε στους άλλους της παρέας: “Αυτή τη στιγμή
κάποιος από τους συγγενείς μου θα σκοτωθεί!” Μετά από λίγο
ακούστηκε ένας πυροβολισμός και σε λίγη ώρα έμαθαν, ότι
δολοφονήθηκε ο αδελφός του».
«Όταν γεννήθηκε ο Λίτσιου Καρανίκα στο Ντένισκο (Αετομηλίτσα), ο πατέρας του
έσφαξε ένα αρνί για να γιορτάσουνε το γεγονός. Ένας γερο-βοσκός
που ήξερε να διαβάζει τη σπάλα, πήρε το κόκκαλο και προφήτεψε,
ότι το μωρό μια μέρα θα γίνονταν ένας πλούσιος και σπουδαίος
άνθρωπος και θα έφερε το όνομα “Βλαχοπασάς”. Και πραγματικά, ο
Καρανίκας αργότερα έγινε πάμπλουτος, απέκτησε πολλά τσιφλίκια
στη Θεσσαλία και χιλιάδες αιγοπρόβατα».
«Μια μέρα ο καπετάν Αρκούδας από τη Σαμαρίνα ξεκίνησε με τη συμμορία του για
την Μπρεάζα (Δίστρατο). Σε ένα βοσκοτόπι έσφαξαν ένα αρνί και
κοίταξε μετά τη σπάλα του. “Βλέπω συμφορά μπροστά μας” είπε
ανήσυχος. Μετά κοίταξε το κόκκαλο και ο τσομπάνος ο Μπέζας και
είπε: “Εδώ σε μας δεν υπάρχει ακόμα κίνδυνος, αλλά προσέξτε,
εκεί που θα πάτε τώρα, εκεί έρχεται μεγάλο κακό”. Πήγαν μετά στο
Σκαμνέλι του Ζαγοριού και κρύφτηκαν πολλές μέρες σε ένα παλιό
μύλο. Τελικά κάποιος τους πρόδωσε και οι Τούρκοι τους
περικύκλωσαν. Έγινε μάχη και σκοτώθηκαν δυο παλικάρια, ενώ ο
ψυχογιός του καπετάνιου τραυματίστηκε σοβαρά.
Όταν εκείνος τον είδε πεσμένο στο χώμα, τον σήκωσε και
προσπάθησε να τον κουβαλήσει στην πλάτη του μακριά. Οι Τούρκοι
όμως τους πυροβόλησαν και σκότωσαν και τους δυο».
«Το 1926 ζούσαν στον Όλυμπο τέσσερις
κλέφτες, μεταξύ αυτών ο ξακουστός Γιαγκούλας και τα δυο αδέρφια
Μπαμπάνη. Ένα βράδυ έσφαξαν ένα αρνί και είδαν στη σπάλα του
τρεις τάφους. Εκεί κατάλαβαν, ότι επρόκειτο να πεθάνουν. Την
επόμενη μέρα έστειλαν τον τέταρτο κάτω στην κοιλάδα, να φέρει
ψωμί. Εκείνος όμως τους πρόδωσε, κι έτσι 60 χωροφύλακες τους
έπιασαν και τους σκότωσαν».
«Το 1940 ο 105χρονος τσομπάνος Γιώργος Γιαταγάνας από τη Μπρεάζα (Δίστρατο)
“προφήτεψε”, ότι το χωριό του θα καταλαμβάνονταν από ξένους
στρατιώτες. Αυτοί όμως δε θα παρέμεναν για πολύ, επειδή θα
έπαιρναν τη θέση τους αργότερα άλλα στρατεύματα. Ο χρησμός
αναφέρονταν στους εισβολείς Ιταλούς, που αργότερα
αντικαταστάθηκαν από τους Γερμανούς».
«Ο βοσκός Λάμπρος Τσάτσας από τη Φούρκα, πατέρας του (ομώνυμου) πληροφορητή
της έρευνας, κοίταξε πριν από ένα χρόνο τη σπάλα και κατάλαβε
από έναν μαύρο λεκέ στην ανοιχτόχρωμη
επιφάνεια, ότι θα έχανε όλα του τα πρόβατα. Σαν να μην
έφτανε αυτό είδε ακόμη πολλούς τάφους. Συλλογιζόταν για πολλή
ώρα και δε μπορούσε να εξηγήσει, πώς θα μπορούσε να χάσει με
μιας όλα τα τρεις χιλιάδες του πρόβατα. Πράγματι, ο 80χρονος
λίγο αργότερα σκοτώθηκε κατά τις επιχειρήσεις εναντίον των
ανταρτών και το κοπάδι του χάθηκε».
«Ο βοσκός Χρίστος Τσάτσας (γιος του προηγούμενου) προφήτεψε το 1940 στον
συνταγματάρχη Δαβάκη, τον οποίο συνάντησε στο Επταχώρι, ότι οι
Ιταλοί θα εισέβαλαν μεν στην Ελλάδα, αλλά σύντομα μετά θα
οπισθοχωρούσαν, και ότι ο συνταγματάρχης θα τραυματίζονταν,
πράγμα που επίσης συνέβη αργότερα».
Άλλες δεισιδαιμονίες
Ο Έκερτ αναφέρεται ακόμη και στον τρόπο με τον οποίο ερμήνευαν κάθε φορά οι
βλάχοι κτηνοτρόφοι την ιδιότροπη συμπεριφορά των ζώων.
Όταν για παράδειγμα ένα πρόβατο βελάζει μέσα στο κοπάδι και κοιτάζει προς τη
δύση, τότε προμηνύονταν, ότι θα πεθάνει το αφεντικό του. Το ίδιο
ισχύει και όταν μια προβατίνα απομακρυνθεί από το κοπάδι,
στρέψει το κεφάλι της προς την ανατολή και αρχίσει να βελάζει.
Επίσης θανατηφόρο σημάδι για έναν νοικοκύρη θωρούνταν, όταν μια
κότα το απόγευμα λαλεί σαν κόκορας και ταυτόχρονα κοιτάζει προς
το ηλιοβασίλεμα. Όταν αντίθετα, μια προβατίνα γυρίζει από τη
βοσκή με ένα φύλλο τριφυλλιού στο στόμα της, τότε
προαναγγέλλεται
βροχερός καιρός και πλούσιο χορτάρι. Ο βοσκός πρέπει σ' αυτή την
περίπτωση να πάρει το φύλλο από το στόμα του ζώου με το δικό του
στόμα, για να έχει στη συνέχεια μια καλή και πλούσια χρονιά.
Σε πολλές περιπτώσεις προσδίδονταν στα ζώα ανθρώπινες ιδιότητες, όπως
συμπόνιας και πένθους. Χαρακτηριστική είναι εδώ η παρακάτω
συγκινητική ιστορία, που βρίσκουμε επίσης στην άκρως
ενδιαφέρουσα εργασία του Έκερτ:
«Ένας κυρατζής (αγωγιάτης) πέρασε κάποτε στα Σέρβια Κοζάνης με τα μουλάρια
του τον Αλιάκμονα, που κατέβαζε εκείνες τις μέρες πολύ νερό. Τα
πολύ ορμητικά νερά παρέσυραν και πήραν μαζί τους το παιδί του
κυρατζή, που κάθονταν πίσω του, πάνω στο μουλάρι. Βαθιά
λυπημένος επέστρεψε ο δυστυχής αργότερα στο σπίτι του για να
ανακοινώσει το τραγικό νέο στη μάνα του παιδιού. Μόλις το άκουσε
η γυναίκα έτρεξε προς το μουλάρι και το ρώτησε σπαρακτικά:
“Τσιούπα, που το άφησες το παιδί μου;” Το μουλάρι το πήρε τόσο
βαριά, που αμέσως ξέσπασε σε δάκρυα, και από τότε αρνήθηκε να
ξαναφάει. Μετά από τρεις-τέσσερις μέρες πέθανε».