Ένα χρόνο χωρίς το γεφύρι μας…

Γράφει ο Κίτσος ο Αθαμάνας        

 

Φωτο Κώστας Μαυροπάνος

   

Πέρασε ένας χρόνος από την κατάρρευση του γεφυριού της Πλάκας. Ένας ολόκληρος χρόνος με το γεφύρι καταποντισμένο στα νερά του Αράχθου και στα απόβλητα θολά νερά της αδιαφορίας, της γραφειοκρατίας και της όποιας ανικανότητας των αρμοδίων. Βέβαια, για να το πούμε καθαρά σε κανέναν δεν πρέπει να αναθέτουμε και να αναγνωρίζουμε την αρμοδιότητα της αναστήλωσης. Η Πολιτεία και οι ταγοί της, νομίζω, πως είναι υποχρεωμένοι να ασχοληθούν σοβαρά με το θέμα… Κουβέντες και παρελκυστική τακτική, «άτακτα πλάγια βήματα» αποχώρησης, «στρίβειν» και «αμούντ», διαβούλια και υποσχεσιολόγια, όλα αυτά απάδουν με τη σοβαρότητα του θέματος και την όποια υπευθυνότητα της περίστασης.

Ένας ολόκληρος χρόνος και, δυστυχώς, βλέπουμε καταρχάς το χρονοδιάγραμμα της αναστήλωσης να καταβυθίζεται και αυτό… Περιμένουμε. Κι ακαρτέρει, κι ακαρτέρει…. Υποσχέσεις, φούμαρα, γκουρμπένια και παλαμωνίδες. Θα φωνάξουν, θα φωνάξουν οι Τζουμερκιώτες, θα βραχνιάσουν, θα σταματήσουν… Το πολύ πολύ να ξανασυστήσουμε καμιά άλλη -πώς να την πούμε;- αστική, ημιαστική και ορεινή εταιρεία. Βάζουμε πέντε έξι -ανιστόρητα- αποκλείουμε τους χωριά-χορηγούς της τότε κατασκευής της γέφυρας και πάει λέγοντας. Ανιστόρητα ποιούμεν… Ποιος θα το πάρει χαμπάρ’ και ποιος να χαμπαριάσ’ τέτοιες λεπτομέρειες. Τον καιρό να γκυλίσουμε. Θάρθουν οι άλλ’, οι επόμενοι και οι μεθεπόμενοι. Ε, κάτι θα βρούνε να πούν’.

Και μ’ αυτό το κάτι θα ξεμπλέξουμε! Απεταξάμην…

 

Φωτο Κώστας Μαυροπάνος

 

Πού να μάθει και ποιος να καταλάβει ότι το γεφύρι της Πλάκας συμβολίζει μια ιστορία αγώνα και ελευθερίας για την περιοχή, για τον τόπο. Ποιος να σεβαστεί τα λόγια τόσων αγωνιστών που είχαν στα χείλη τους, εκεί στη γέφυρα, προτού δώσουν τη ζωή τους για την πατρίδα: «Λευτεριά, για σένα ζω, για σε μόνο παλεύω, κι αν εις τον κόσμο δεν σε βρω αλλού θα σε γυρεύω». Ιστορία θα διαβάσουμε; Δεν παράγει πλέον το γεφύρι επικοινωνιακή πολιτική. Αλλού πια είναι το «ίνουρου». Αλλού, πέρα, μακριά από το γεφύρι, εκεί που το ορίζουν -καλύτερα το καθορίζουν- οι επικοινωνιολόγοι, που στήνουν φωτό και συνθέτουν πλάνα με κάθε λογής, αποδοτικά «δι’ ημάς» τοπία, όχι όμως της Πλάκας. Εκεί γκρεμίστηκε όχι  το γεφύρι, αλλά η επικοινωνιακή μας μόστρα.

 

 

Φωτο Κώστας Μαυροπάνος

 

«Μια μέρα πουλήθηκε το άλλο πρωί στις οχτώ/μα δεν φρόντισε κανένας να παραχωρήσει λίγο ήλιο στο χώμα». Κι αν ερωτηθώμεν «δια της σιωπής η απάντησις» καθόσον «περιποιούμεν περιφανή σιγή μώκου».

Μώκο, καθόσον επικρατεί πανταχόθεν η λογική του ξεπουλήματος… Πουλάμε, κύριε, πουλάμε. Ό,τι έχουμε. Κολυμπηθρόξυλο δεν θα μείνει. Αέρας, βουνά, ποτάμια και παράδοση στο βωμό της «μεταρρύθμισης».

Την αξιοπρέπεια…, θα δούμε. Τον προγενέστερο και τωρινό πολιτισμό τα μεταβαπτίζουμε, για να τα ξεπουλήσουμε. Σύμβολα, σαν το γεφύρι κοστίζουν. Ξίκ’ κι αμούντ. Την κληρονομιά την κάναμε γκιλντάρα στον Καιάδα της αδιαφορίας, της αδιαφάνειας και της παχυλής «κακουργίας».

Κι ανακαλύπτουμε μια τον «στρατηγό άνεμο», μια τις βροχές και τις πλημμύρες. Δεν έπεσε για τούτο ή για εκείνο το γεφύρι. Έπεσε από την ανικανότητα και την αδιαφορία των αρμοδίων, συναρμοδίων και συναυτουργών… Δεν άκουγαν τις εκκλήσεις ή μάλλον δεν ήταν σε θέση να ακούσουν το κράξιμο. «Ω ειδήμονες, κινδυνεύει το γεφύρι». Έναν κίνδυνο γνώριζαν… Μην χάσουν τη θέση…

 «Άδειασαν τα σπίτια και τα δέντρα. Τα πουλιά/δεν έχουν πού να καθίσουν. Όλη τη μέρα /περνάνε οι γυρολόγοι. Τους μάθαμε./ Ψεύτικα υφάσματα, ψεύτικα κοσμήματα. /Το βράδυ φεύγουν. Απούλητη η πραμάτεια τους.» Γιάννης Ρίτσος

 

 

Φωτο Κώστας Μαυροπάνος

 

Άλαλα και πάλαλα!  Mας αποδοκίμασ’ ο Θεός, μ’ αυτά που γλέπ’ από κει πάν’! Τόσα αφύσ’κα πράγματα και τέτοιες πατσιαβέλες που κάνουμε. Αμ, τι θα μας άφ’νε; Και χτύπ’σε εκεί που μας τσουζ’ και μας τσουρουφλίζ’.  Βάρεσε το διοφύρ’, έτσι για να μας έρθουν απόχάκ’ και οι Τούρκ’. 

Εκατό χρόνια από τότε που λευτερώθ’κε όλο το Τζουμέρκο  στα χαρτιά. Γιατί λεύτερ’ οι Τζουμερκιώτες ήταν πάντα. Λεύτερα πάντα ζούσαμε. «Κάπα, ντρουβά και ντφέκ’». Κι  τον μέσα Τούρκο, τον είχαμε διώξ’ και τον όξου τον είχαμε στείλ’ στα τσακίδια.

Και το δείξαμε. Και συμβολίσαμε τη λευτεριά μας. Το σύμβολό μας;  Το γεφύρ’.  Χρόνια , εκατόν πενήντα, στέκονταν εκεί μεγαλόπρεπο και επιβλητικό. Το βάραινε πολλά χάκια κι αυτό υπομονετικό μας εξυπηρετούσε. Και του λόγου μας, «δεν πατούσαμε την τάβλα των διαβόλων», όταν περνούσαμε το διοφύρ’. Περήφανα και καμαρωτά το περνάγαμε. Γιατί, πώς να το κάνουμε; Την αξιοπρέπεια του Έλληνα, όλοι την ξέρουν.  Γι’ αυτό σταφνισμέν’ πάντα περνούσαμε.

Δεν ήταν καθόλου κισκέτ να χαθεί.  Να πέσ’ το γεφύρ’ και να πάν’ οι πέτρες κουτλουκβάρ’ κατά κάτω στο φράγμα.

Και πήγαν… Πρωτύτερα είχε πάει κατά διαόλ’  η συνείδηση του  Έλληνα και ο σεβασμός στις αξίες , τα μνημεία και τα σύμβολα. Σιγά μη σκοτίστηκε κανείς για το Τζουμέρκο. Και το διοφύρ’ παρατημένο. Και το Τζουμέρκο ξεγραμμένο. «Έρμα μαντριά γεμάτα λύκς».

Τα μαντριά ορφάνεψαν κι έδειξαν το δρόμο. Και ποιος σας είπε μωρέ λυκοσκυλσμένα ότι η πατρίδα είναι μόνο ο τόπος . Πατρίδα είναι και ο πολιτισμός, το μεράκι και ο καημός του Έλληνα. Δεν πεθαίνουν οι αξίες, όπως και δεν πεθαίνει και το διοφύρ’. Εκεί χρόνια και χρόνια οι Τζουμερκιώτες συνέταξαν την ελευθερία τους… Αγώνες και θυσίες. Κι όταν ήταν το σύνορο και όταν απελευθερώθηκε ολόκληρη η Ήπειρος.

Έτσι, μού ‘ρχεται να θρηνολογήσω.

Εκεί, δίπλα στο διοφύρ’ έγιναν μάχες και μάχες για την απελευθέρωση της πατρίδας μας. Μάχες κατά των κατακτητών είτε αυτοί ήταν Τούρκοι ή Γερμανοί… Σ’ αυτόν τον τόπο μπολιάστηκε και θριάμβευσε η «αδούλωτη» ψυχή του Τζουμερκιώτη.

Τζουμέρκα μου περήφανα, παλικαριών λημέρια.

Και στην Κατοχή εκεί στο  διοφύρ’ «ειρήνευσαν», έστω και για λίγο.

Και μετά «πατήσαμε τ’ αυγό και φτάσαμε στον ουρανό!». Τα παρατήσαμε όλα. Γεφύρια, ποτάμια, πηγές και αέρας  μπήκαν στο μάτ’ της άμεσης και στυγνής ιδιωτικοποίησης.  Τ’ αφήσαμε και ψάχναμε πότε « θα φ’σύσ’ ο αγέρας να λιχνίσουμε το στάρ’».

Κι αυτό μας βαρέθ’κε και μας παράτ’σε. Και θρουμπιάστ’κε.

 

Θρήνος, ρακουμάνισμα, κλαυθμός  και οδυρμός σ’ όλο το Τζουμέρκο.

Κι ήρθε και καλά έκανε ο Υπουργός, να δει, να επιθεωρήσ’ και να δώσει ορμήνιες. Σπολάτ. Όλα καλά. Εκείνα τα κολαούζα σαν «πολιτική εξάρτηση γιλέκου» -έτσι τους είπε κάποιος- που ακολουθούσαν -Τζουμερκιώτες κι αυτοί- ποιος ή ποια τους έφερε στο γεφύρ’;  Αυτοί ήταν μουστερήδες… Άντε μην πω τίποτε άλλο και πάρω και κανένα στούμπο και τους βαρέσω στο ρζάφτ’ και τότε να δεις πώς μετράν τα απιδιές στο Καναβοτόπ’ και τα γκόρτσα στους Μελισσουργούς.

Κι είδα κάτι σπουδαγμένους να  γράφουν  ότι «σωροβολιάστηκε». Πού να ξέρουν αυτοί τι σημαίν’ αυτό. Σωροβολιάζεται το  γεροντάκ’, χωρίς καμιά αντανακλαστική κίνηση, χωρίς φωνή και χωρίς αντίδραση. Φτιασιδωμένες φάτσες, με περίσσευμα στενοχώριας!

 

Φωτο Κώστας Μαυροπάνος

 

Το γεφύρ’ αντιδρά και φωνα’ζ’. Φωνή τρανή.

«Η ζωή των ανθρώπων και, φυσικά των Τζουμερκιωτών, δεν είναι μόνο αριθμοί που απεικονίζουν τα κέρδη και τις κονόμες. Πάνω απ’ όλα είναι η αξιοπρέπεια: ατομική, οικογενειακή, εργασιακή, κοινωνική, εθνική και φυσικά Τζουμερκιώτικη. Να σέβεστε μωρέ φασμακωμένα τον ίδρωτα, τον κόπο, τον καημό, την προσπάθεια,  την ιστορία και τον πολιτισμό  του τόπου μας.»

 

(Από την επιτόπια επίσκεψη του κ. Υπουργού. Αρμόδιοι τον ενημερώνουν)

 

(Δύο υπουργοί. Αναμνηστική φωτογραφία. Με φόντο το γκρεμισμένο γεφύρι…)

 

 


 

(Οι αρμόδιοι προσέρχονται επί τόπου. Ενημέρωση «ιδίοις όμμασι»)

 


   

ΘΡΗΝΟΛΟΗΜΑ

 

          Τρανό γεφύρι, τρίδιπλο ποτάμι σ' έχει πάρει

          στου κάτω κόσμου τ' άφαντα, στου Αχέροντα τα βάθη,

          κι εχάθ' η πόρτα η τοξωτή, τ' ατίμητο λιθάρι

          με των μαστόρων τον ιδρώ, των διαβατών τα πάθη.

 

          Κόμπος στο στήθος, τρέμουλο στο χέρι, αδυνασία

          να νοηθώ πως έτσι, άδοξα τελειώνει σου η ιστορία.

 

                                                                   Κώστας Κοτζιούλας

   



 
τον φάκελο "κίνηση ιδεών"
     τον διαβάσανε:

       
 
      αριθμός επισκεπτών