"Γράφω μόνο για τους φτωχούς"

Μενέλαος Λουντέμης

Συντάκτης: Διότιμος

Δημοσιεύθηκε: 07 Φεβ. 2017


 

      Τότε που κυνηγούσαμε τους ανέμους” και στον ουρανό “μετρούσαμε τ΄άστρα”, δίπλα στο μαξιλάρι της εφηβείας μας τα βιβλία του Λουντέμη δρόσιζαν τη διψασμένη για τα όμορφα και τα ψηλά ψυχή μας και μας μάθαιναν να κάνουμε όνειρα και να παλεύουμε γι αυτά.

      Ο περισσότερο πολυδιαβασμένος Έλληνας συγγραφέας μετά τον Καζαντζάκη, ο Έλληνας Μαξίμ Γκόρκι χάρισε στο σήμερα και στο αύριο του τόπου μας μια ζωή κι ένα έργο στη δούλεψη του ανθρώπου και του λαού, στον αγώνα τον καλό για να να πάρουν εκδίκηση “τα αδύναμα αλαφρά όνειρα” του Μέλιου και του μικρού Τουρκόπουλου της Καράτζοβας, που άλλο δε θέλουν από χαρούμενο παιχνίδι σ έναν κόσμο ειρήνης και φιλίας.

Μέσα στην προσφυγιά.

          Από τα τρυφερά του ακόμα χρόνια, ο Λουντέμης προσφυγόπουλο από την Μ.Ασία, έζησε το πιο σκληρό πρόσωπο της ζωής . Αναγκασμένος απ την ανέχεια έκανε δουλειές του ποδαριού από λαντζέρης και λούστρος μέχρι ψάλτης κι εργάτης στα έργα του Γαλλικού ποταμού. Η πολιτική του δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ και η στράτευσή του στο δίκιο αγώνα του λαού του στοίχισε απ τη σχολική του ακόμα ηλικία την αποβολή του απ΄ όλα τα γυμνάσια της χώρας και τη στέρηση της εγκύκλιας μόρφωσης που τόσο λαχταρούσε κι αργότερα συλλήψεις, δίκες για εσχάτη προδοσία, εξορίες, καταδίκες σε θάνατο, απαγόρευση κυκλοφορίας των βιβλίων του, εκπατρισμό του από την πατρίδα, στέρηση της ελληνικής του ιθαγένειας. Από το κολαστήρι της Μακρονήσου, όπου είχε εξοριστεί το 1947, γράφει στο Ναζίμ Χικμέτ, που ζει τη δική του κόλαση μέσα στο μπουντρούμι της Σταμπούλ. “ ..Ναζίμ, ομοθάνατε αδελφέ μου...η φυλακή μας είναι ξέσκεπη εδώ. Γκρεμότοπος , που τον ζώνει ολοτρόγυρα η πίσσα. Και πάνω του σαλεύουμε ολόρθοι σκελετοί..οι δήμιοι και οι βοριάδες..Αυτό που γίνηκε στον τόπο μου , αρκαντάς, δεν εματάγινε ποτές αλλού στη σφαίρα κι ουδέ μιλιέται, ουδέ γρικιέται..” Την ίδια εποχή η γυναίκα του Έμυ με την τρίχρονη κόρη τους εξορίζεται στη Χίο και μετά στο Τρίκερι. Από την εξορία ο ποιητής γράφει: “Αντίο μητερούλα, μητερούλα της Μυρτώς και των χεριών μου. Με το γήινο βρέφος στην αγκαλιά, που μπήκε στο μαρτύριο τριάντα χρόνια μικρότερο απ΄ τον Χριστό..Να προσέχεις μητερούλα. Να σκεπάζεστε τις νύχτες δυνατά. Να σκεπάζεστε πολύ με τη στοργή μου. Γιατί κάνει κρύο εφέτος, κάνει μίσος εφέτος .Εφέτος κάνει θάνατο”..
          Μετά τη δίκη και την απαγόρευση της κυκλοφορίας των βιβλίων του ο Λουντέμης αναγκάζεται να εκπατριστεί στο Βουκουρέστι, όπου η διχτατορία του Παπαδόπουλου του αφαιρεί και την ιθαγένεια. Το 1976 επιστρέφει στην Ελλάδα και λίγους μήνες μετά, στις 22 Ιανουαρίου του 1977 και πριν προλάβει να χαρεί την επιστροφή του στην πατρίδα, τον βρίσκει ο θάνατος από καρδιακή προσβολή κι ενώ οδηγούσε.

 

Γράφω μόνο για τους φτωχούς

          Όπως ο ίδιος υποστήριζε δεν τον ενδιέφερε η Τέχνη αλλά η καταγραφή της σκληρής πραγματικότητας της ζωής για τους πολλούς και η ανάδειξη της κοινωνικής αδικίας. “Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά! Μα, αν δεν υπάρχει μάτι να το δει, είναι ομορφιά;”

          Ο Λουντέμης με τη βιωματική του γραφή, τη συγκινητική του απλότητα και τον παραστατικό του λόγο, που ζωντανεύει με το έντονο διαλογικό στοιχείο που χρησιμοποιεί, έφτιαξε με το έργο του μια τοιχογραφία του κόσμου των αδικημένων και καταφρονεμένων αυτού του κόσμου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι στα πιο πολλά του έργα σχεδόν αυτοβιογραφείται, αφού οι σκληρές εμπειρίες της ζωής του αναβιώνουν στις σελίδες των βιβλίων του με θαυμαστή πλαστικότητα. Ο πόνος του για τους φτωχούς και τους απόκληρους του δίνει τη φλόγα και τη δύναμη να πλάσει χαρακτήρες απίστευτης έντασης και δραματικότητας. Όταν το 1956 τον μετέφεραν από την εξορία που βρισκόταν στην Αθήνα για να τον δικάσουν με τον εμφυλιοπολεμικό ν.509/1947, επειδή στο έργο του “Βουρκωμένες μέρες” υπήρχαν για το αστικό κράτος “προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας”,ο ίδιος όταν ρωτήθηκε από τον πρόεδρο για την ενοχή του απάντησε: “Ναι, είμαι ένοχος. Όχι όμως γι αυτά που έγραψα, αλλά γι αυτά που δεν έγραψα. Κατηγορούμαι ότι έγραψα για τους απλούς ανθρώπους, για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Μα για ποιους έπρεπε να γράψω; Εγώ αυτούς γνώρισα, αυτούς αγάπησα, μαζί τους μοιράστηκα και τις χαρές και τις πίκρες μου. Δίπλα τους γεύτηκα κι εγώ την πίκρα της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας και ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν. Γι αυτό και αισθάνομαι φταίχτης, που δεν έγραψα όσα έπρεπε να γράψω γι αυτούς.”

          Κι όταν γίνεται λόγος για το δράμα της γυναίκας του και της μικρής του Μυρτούλας και ο δικαστής του λέει, ότι αν νοιώθει στοργή γι αυτούς θα πρέπει να κάνει δήλωση αποκήρυξης του ΚΚΕ, ο Λουντέμης απαντά: “Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δε θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ”.

Λόγια που πληρώθηκαν με αγώνες και θυσίες μιας ολόκληρης ζωής, λόγια που “δείχνουν στο μέλλον να περάσει” από το συγγραφέα που μας έμαθε ότι “ζωντανός θα πει περήφανος”.

 

Ὁ σταχτὺς θάνατος

Θαρροῦσα ὡς τώρα -φίλοι μου καλοί-
θαρροῦσα ὡς τώρα...
πῶς ὅλα τὰ πράματα
βαδίζουν στὴ γῆ
μὲ τὸ ἀληθινό τους χρῶμα.
Ἡ Χαρὰ ἄσπρη.
Ἡ Θλίψη χλωμή.
Ὁ Ἔρωτας ρόδινος
Ο Θάνατος μαῦρος.
Ἔτσι θαρροῦσα...

Καὶ περνοῦσα τὶς μέρες μου,
μὲ τὰ χρώματά μου τακτοποιημένα.
Με τα ὄνειρά μου συγυρισμένα.
Μὲ τὰ ποιήματά μου καθαρογραμμένα...
Γιατὶ ἔτσι τά ῾βλεπα.
Ἔτσι νόμιζα.

   



 
τον φάκελο "κίνηση ιδεών"
     τον διαβάσανε:

       
 
      αριθμός επισκεπτών