Ο Βασίλης Γκουρογιάννης με τη Μάννα του, τη «Μαρούσιο»

"Δόντια πυκνά και μαργαριταρένια"

Η μουσική του Νίκου Χουλιαρά «Δόντια Πυκνά» προστέθηκε από τον Ναπολέοντα Ροντογιάννη
«ευχαριστούμε για την παραχώρηση»

Εάν δεν παίζει με το άνοιγμα της σελίδας, πατήστε το βελάκι για να ξεκινήσει!!!

Γράφει ο Βασίλης Γκουρογιάννης     


Βασίλης Γκουρογιάννης 

Είναι η ζωή του ανθρώπου σαν το ταξίδι   του χελιού. Ταξιδεύει  μακριά, πολύ μακριά , είναι αδύνατον να  πιστέψει κάποιος   ότι  το  χέλι ξεκινάει  κάτω από μια ποταμίσια πέτρα   της Ηπείρου (αλλά και από κάθε τόπο), φτάνει στα βάθη του Ατλαντικού ωκεανού, αναπαράγεται και πάλι επιστρέφει από τους ίδιους δρόμους και ξαναφωλιάζει στην ίδια πέτρα απ’ όπου ξεκίνησε.  Παρομοίως οι άνθρωποι( στην ώριμη ηλικία ) κάνουμε το ταξίδι της επιστροφής και ξαναβρίσκουμε την πρώτη μας φωλιά. Πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια, λέει ο Σεφέρης. Οδοδείκτης  της επιστροφής  η μνήμη.  Στη δική μου γενιά (δεκαετία του 1950) η μνήμη  είναι ασπρόμαυρη, χρησιμοποίησε  το …ασπρόμαυρο φιλμ για να φωτογραφίσει τον τόπο και το χρόνο όπως ακριβώς  γυρίζονταν οι ταινίες εκείνης της εποχής και όπως μάς φωτογράφιζαν  (σπανίως) κάποιοι πλανόδιοι φωτογράφοι που έβγαιναν στα χωριά μας από τα Γιάννενα. Αλλά και αυτό που βλέπαμε τριγύρω μας μάλλον  ήταν ασπρόμαυρο, σίγουρα  πάντως ήταν ασπρόμαυρο το έμψυχο περιβάλλον. Οι γιαγιάδες μας κατάμαυρα ντυμένες , όλες είχαν κάποιο παιδί  να πενθήσουν, οι μανάδες μας παρομοίως μαυροντυμένες  κι ας ήταν κάτω από τα φορέματά τους τριάντα , τριανταπέντε ετών  το πολύ, όλες είχαν να κλάψουν κάποιον δικό τους  νέο   άνθρωπο που χάθηκε  στις αρρώστιες, στους πολέμους και ιδίως στον εμφύλιο και οι ιστορίες που ακούγονταν  τριγύρω μας κι’ αυτές ήταν κατάμαυρες , διάστικτες όμως  με πιτσιλιές αίματος. Και οι νύφες στη στέψη δεν φορούσαν  νυφικά λευκά.


στη Λίμνη για μπάνιο και ψάρεμα 1937
  

Ψαράς με τη βάρκα του
 

Γιάννενα Παγωνιά

 Στην αρχή της μνήμης μου με …θυμάμαι να φοράω φουστάνια (αποφόρια των αδερφάδων μας) όπως και τα άλλα συνομήλικα αγόρια, εκεί  περίπου στα πέντε μας   χρόνια αποφάσιζαν οι  γονείς μας να μας ντύσουν σύμφωνα με το φύλο μας και φορούσαμε πλέον  τα πρώτα μπαλωμένα κοντά  παντελόνια, αποφόρια των μεγαλύτερων αδερφών μας. Και μετά μπαίναμε ξυπόλυτοι στο άγριο παιχνίδι της ζωής, στις παγίδες , στο επικίνδυνο κολύμπι  των νεροσυρμών, στο πρωτόγονο ψάρεμα,  στις φρουτοκλοπές, στον πετροπόλεμο, αμείλικτοι για τις ζωές των πουλιών, των χελωνών, των  φιδιών και … των  παιδιών από  ξένους μαχαλάδες. Ο,τι ακούγαμε από την αγριότητα των πολέμων το αναπαράγαμε στο παιχνίδι. Και τι παιχνίδια είχαμε για να παίζουμε?  Τόπια καμωμένα από κουρέλια, κονσερβοκούτια από την επισιτιστική βοήθεια της Ούνδρας (Αμερικανική επισιτιστική βοήθεια),  χαμένες χειροβομβίδες , χαμένα φυσεκλίκια των ανταρτών που τα ρίχναμε στη  φωτιά και  δημιουργούσαν θεαματικές  … πασχαλινές εκρήξεις!  Θυμάμαι  για πάντα το αίμα από το χοντρό δάχτυλο τού  δεξιού ποδιού μου όταν τρέχοντας να σκαρφαλώσω πρώτος σε μια ξένη κερασιά, το δάχτυλό μου χτύπησε σε κάτι μεταλλικό και αυτό το μεταλλικό ήταν μια μισοβυθισμένη στο χώμα χειροβομβίδα. Έγινα επιτέλους ιδιοκτήτης μιας χειροβομβίδας! Τη θέση του πόνου την πήρε η άμυαλη χαρά. Είχα πλέον  μεγαλύτερη εξουσία στην ομάδα, μπορούσα  να την κάνω ο,τι ήθελα και αυτό που θέλησα ( και το αποδέχτηκαν με άγριο ενθουσιασμό και τα άλλα παιδιά) ήταν να την  τινάξουμε πάνω σε μια τεράστια  άσκαστη ρουκέτα του εμφυλίου  που οι  χωριανοί λέγαν ότι   ο πιλότος …  νομίζοντας ότι βομβαρδίζει   θέση  ανταρτών την έριξε καταπάνω σε σπίτι και εκείνη χτύπησε την νοικοκυρά του σπιτιού που στέκονταν στην θύρα, της τρύπησε την κοιλιά, ακολούθως τρύπησε το σανιδένιο πάτωμα , έπεσε το κατώι όπου σταυλίζονταν    βόδια, τρύπησε το σώμα ενός βοδιού και βυθίστηκε άσκαστη δυο μέτρα μέσα στο χώμα! Αυτή την καταραμένη  ρουκέτα την είχαμε άχτι. Ξέραμε  τη ρεματιά όπου την απόθεσαν οι χωριανοί για να αχρηστευτεί από τα νερά, τη βρήκαμε, την ψαχουλεύαμε και ματαίως την πετροβολούσαμε για να σκάσει. Τώρα όμως με μια χειρομβοβίδα διαθέσιμη άλλαζαν τα δεδομένα.

Τέλος πάντων μπήκα αρτιμελής στη μαθητική ζωή αλλά και στις κτηνοτροφικές  ασχολίες. Ανοίχτηκαν τότε  δυο κόσμοι μαγικοί, αλληλοσυμπληρούμενοι, η μάθηση και η βουκολική ζωή με τον ρομαντισμό που την περιγράφει ο Κρυστάλλης. Έπεσα με βουλιμία και στα δυο.  Μέσα  στο τρίχινο σακούλι του  βοσκού μαζί με την τροφή, συνήθως ψωμοτύρι, υπήρχε και ένα λεκιασμένο δωδεκάφυλλο τετράδιο  όπου αποτύπωνα  με  θεία  αφέλεια μιμήσεις διηγημάτων του Χρηστοβασίλη και του Κρυστάλλη. Είχα την τύχη να έχω δάσκαλο  τον Νικόλαο Τσινάβο που με… μανάριζε στα γράμματα και με προμήθευε σχολικά  περιοδικά  και βιβλία κουβαλώντας τα από τα Γιάννενα ενώ το λεωφορείο τον αποβίβαζε δυο ώρες ποδαρόδρομο μακριά από το χωριό.

Το πατρικό μου σπίτι πετρόχτιστο, χτισμένο πριν τη γέννησή μου από τον νεαρό πατέρα μου και άλλους γείτονες μαστόρους, με απέραντη θέα στα βουνά της Β. Ηπείρου και στο Πάπιγκο. Από τη θύρα του βγήκαν  νυφάδες οι αδερφές μου με τα σπαρακτικά  γαμήλια μοιρολόγια της Ηπείρου αλλά και από την ίδια θύρα βγήκαν τα λείψανα των γονέων μου που άφησαν πλήρεις ημερών εκεί μέσα το πνεύμα τους.


Γιάννενα 1946 Ξύλα για τον Χειμώνα
 

Γιάννενα στην πλατεία με χιόνια μπροστά
στο ρολόι εποχή της δεκαετίας του 50

 

Φωτογραφία του Μπαλάφα

Όταν  άρχισα να αισθάνομαι τη δημοτική μουσική  τόσο κατακλύσθηκα από εκστατικά συναισθήματα ώστε να  πιστεύω   σήμερα ότι κατέχω κάποιο…  βαθμό μύησης. Θυμάμαι  στα πρώτα χρόνια της ζωής μου τις αθάνατες κομπανίες των Χαλκιάδων , του  Κίτσου Χαρισιάδη κ.α. να κάθονται κατάχαμα, σταυροπόδι στα μεσοχώρια και στα εξωκλήσια, χωρίς μικρόφωνα και να τελούν εκστασιασμένοι τα Ηπειρωτικά Μυστήρια.

Και μετά ήρθα στα Γιάννενα για τη  Μέση  Εκπαίδευση. Στα Γιάννενα που είναι το μισό χρόνο …’’γυάλινα και μαλαματένια’’  και τον άλλο μισό σαβανωμένα στην ολόλευκη παγερή ομίχλη της λίμνης και τα παραλίμνια δέντρα  γίνονται κάθε τόσο εφήμεροι κρουστάλλινοι πολυέλαιοι. Και όταν επιτέλους καλοκαίριαζε  κάναμε σχολικές εκδρομές  στη Δωδώνη  και στον ποταμό Βοϊδομάτη    και  βουτούσαμε από τα πλατάνια  στα κατάψυχρα, πεντακάθαρα  νερά του. Και μετά κάποιο σκαριαρχείο  για μπάνιο  στη λίμνη, στη θέση Δώδεκα , στο βαθύτερο σημείο της λίμνης εκεί όπου έπνιξε ο Αλή- πασάς την κυρά- Φροσύνη. Στην περίοδο των εξετάσεων του Λυκείου έπαιρνα πρωί-πρωί το καραβάκι, πήγαινα στο νησί   έχοντας μαζί μου τα βιβλία, ανέβαινα στο ύψωμα, (τότε δεν ήταν δασωμένο) και επέστρεφα το βράδυ… διαβασμένος  και μαγεμένος.

 Αχ…Γιάννενα -πόλη παγίδα, γυάλινη και μαλαματένια. Ακόμη έχω στ’ αυτιά μου το τραγούδι της Σειρήνας που με  προσκαλεί στο νησάκι τραγουδώντας μου…" δόντια πυκνά και μαργαριταρένια! "

Βασίλης Γκουρογιάννης

4-5-2021

  

   

 ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ


Γρανίτσα Ιωαννίνων 

Ο Βασίλης Γκουρογιαννης (1951) γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωριό Γρανίτσα Ιωαννίνων  με το οποίο  κρατά  επαφή. Τελείωσε τη Μέση Εκπαίδευση στα Γιάννενα , στο ιστορικό κτίριο της  παλιάς Ζωσιμαίας Σχολής. Σπούδασε στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης και από το 1977 υπήρξε μαχόμενος δικηγόρος στην Αθήνα όπου και συνταξιοδοτήθηκε.  Παράλληλα με τη δικηγορία ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία. Έγραψε ποιήματα , διηγήματα, μυθιστορήματα. Τιμήθηκε με έγκυρα λογοτεχνικά βραβεία. Αρθρογραφεί  σε  περιοδικά και εφημερίδες. Λογοτεχνικά  έργα του έχουν μεταφραστεί σε ξένες   γλώσσες. Είναι παντρεμένος και πατέρας δυο παιδιών.

 


 Ζωσιμαία Σχολή 1915

  



 
τον φάκελο "κίνηση ιδεών"
     τον διαβάσανε:

       
 
      αριθμός επισκεπτών