ποίημα του Νίκου Σταμάτη

Η στέγη του αιώνιου

                                    


Νίκος Σταμάτης

Μια φοβισµένη ηµέρα ήρθε,

Θολό άστρο

Και κάθισε -

 

- η Τροία στάχτες

κάτω από το χώµα.

 

Σωρός από πηχτό αίµα χρόνος

Κάτω από πολλά στρώµατα νεκρών -

Με τους θησαυρούς των ψυχών τους

Χαµένους - ένα οµοίωµα

Στα παλαιοπωλεία του Σίτι -

Στριφογυρίζουν στα χωµάτινα κρεβάτια τους

Λεηλατηµένοι - πυρποληµένοι,

Και πιο κάτω ο γκρεµός για τον µικρό Αστυάνακτα -

 

- Αλλά καµιά φορά το πρωινό,

Όταν αγγίζει ο νέος ήλιος τα παλιά υψώµατα,

Έρχεται ο απόηχος κωπηλατών που λάµνουν

Και φωνές που γεµίζουν χαρά τον δροσερό αέρα.

 

Όλα ξυπνούν από έναν ύπνο ψεύτικο

Που δε χάλασε την οµορφιά τους·

Και ακούµε τώρα κι εµείς την µελίρρυτη φωνή

Της κόρης της Λέσβου:

Ο Έκτορας και οι φίλοι του µε καράβια

Φέρνουν την τρυφερή Ανδροµάχη

Πάνω από την αλµυρή θάλασσα·

Πολλά τα χρυσά βραχιόλια

Τα γεµάτα τέχνη παιγνίδια, και τα ρούχα

τα πορφυρά, που ανεµίζουν.

 

Τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα. Κι αµέσως

Σηκώθηκε από το θρόνο του ο Πρίαµος.

Μέσα απ’ τους δρόµους και τις πλατείες

Η είδηση έφτασε στους φίλους του·

Και γρήγορα οι γιοι του Ίλου έζεψαν µουλάρια

Σε θαυµαστές άµαξες -

Κι ανέβηκαν επάνω πλήθος γυναικών

Kαι παρθένων, µε απαλούς αστράγαλους,

Και ξεχωριστά πρώτες ξεχύθηκαν µπροστά

Οι κόρες του Πριάµου.

 

Ο γλυκός ήχος του αυλού, ταίριαξε µε τη λύρα

Και τους ήχους των κροτάλων·

Οι παρθένες έψαλαν ένα ιερό µέλος

Kαι µια θεσπέσια αρµονία άγγιξε ψηλά τον αιθέρα·

Μύρο, κασία και λίβανος έγιναν ένα µείγµα.

Οι παντρεµένες γυναίκες έσυραν, μια κραυγή χαράς,

Κι οι άντρες έπιασαν ένα τραγούδι δυνατό γεµάτο πόθο,

Καλώντας τον Παιάνα, το βασιλιά της λύρας,

Tον µακρυβόλο,

Κι ύµνησαν σαν θεούς τον Έκτορα και την Ανδροµάχη.

 

 

 
      αριθμός επισκεπτών