ποίημα του Νίκου Σταμάτη 
				
				
				Τα φουσκωμένα εγώ 
				
				«Τα δε πάντα οιακίζει κεραυνός».
				
				                                                      
				
				Ηράκλειτος, απ. 64
				
				
				
				Ι
	
	Νίκος Σταμάτης  
				
				Γλώσσες 
				µιλούν - χωρίς να λένε 
				
				Πράξεις λένε - χωρίς να πράττουν -
				
				 
				
				Όλα στρεβλωµένα και διαστρεβλωµένα -
				
				Κλέος από άγνοια και ιδιοτέλεια
				
				Όπως ταιριάζει µε την επικρατούσα µόδα·
				
				Μια γριά που βάφει κατάµαυρα τα µαλλιά της.
				
				 
				
				Αυτοί είναι τα φουσκωµένα εγώ-
				
				Είναι τα παραφουσκωµένα εγώ.
				
				 
				
				Πριν το φθόγγο έχει σαπίσει το µυαλό
				
				Πριν την επιθυµία έχει βροµίσει η σάρκα.
				
				 
				
				Καθώς το σκοτάδι ερηµώνει τον κόσµο
				
				Κάποιος εκεί µέσα µηχανεύεται
				
				Τα όπλα του µίσους·
				
				Κοιµάται στης έπαρσής του το γεµάτο ιδανικό- 
				
				
				Αλλά και πώς κλείνουν τα βλέφαρα της καρδιάς 
				
				Ρηµάζοντας τον τόπο;
				
				Μια φονική αστραπή διαπερνάει το νεύρο
				
				Κι η ηµέρα ξυπνάει αιµόφυρτη- 
				
				Το µαχαίρι του φθόνου ανεβοκατεβαίνει άγρια
				
				Ζώο πιασµένο στις παγίδες της Μοίρας-
				
				Κι όλα τελειώνουν µε γοερές κραυγές
				
				Μέσα στις φλόγες.
				
				«Αίλιµον, αίλιµον ειπέ, το δ’ ευ νικάτω»-
				
				Λυπητερά, λυπητερά τραγούδια 
				λέγε, αλλά το καλό ας 
				
				                                               
				          
				νικάει.
				
				 
				
				Στο δρόµο µε τα γιγάντια µηχανήµατα,
				
				Στο πλέξιµο από αλυσίδες, ψέµατα και τα σύρµατα-
				
				Κουβέντες, όλο κουβέντες σε ύπνωση·
				
				Κι από παντού εικόνες εισβάλλουν 
				
				Σκοτώνοντας τα µάτια.
				
				 
				
				Είναι τα καµαρωτά εγώ,
				
				Τα µαγεµένα από τον εαυτό τους εγώ·
				
				Φρικτά πρόσωπα – σηµαδεµένα,
				
				Κολληµένα σε αφίσες στους τοίχους των δρόµων-
				
				Στις βιτρίνες κάθονται εκστασιασµένοι στην κοινή θέα,
				
				Όπως οι πόρνες του Άµστερνταµ.
				
				Άναρθρες κραυγές ο λόγος, παραλήρηµα εντελώς·
				
				Άλεθε, άλεθε ο µύλος, κακόηχος- Όλα µαζί.
				
				 
				
				                      
				
				
				
				
				ΙΙ
				
				 
				
				Σέρνοντας το τεράστιο στοµάχι της πόλης 
				
				           
				Στη σιδερένια επιφάνεια της γης - 
				
				                
				Στη λήκυθο που φυλάει τη στάχτη του
				
				                                     
				          
				ανθρώπου
				
				 
				
				Πάνω στα ψεύτικα χαρτιά, στις πλαστές δίκες
				
				Κάτω από όλες τις σφραγίδες-
				
				Τις χειρονοµίες και τις ρητορείες στα δικαστήρια
				
				Εµπρός στο κατάφωτο άγνωστο µεγάλο Τέλος-
				
				Αυτές οι σκιές πάνε προς τα εκεί, αλλά δε βρίσκουν
				
				                
				Τον εαυτό τους ποτέ.
				
				         
				Το σύριγµα της µηχανής βουίζει,
				
				∆υναµώνει τους τροχούς και τα 
				έµβολα άγρια χτυπούν-
				
				                
				Έξω από τις προβλέψεις των ωροσκόπων
				
				         
				Τις µαντείες για το επερχόµενο-
				
				Το νευρικό χοροποδητό συνεχίζεται
				
				         
				Πάνω στις σιδερένιες τούτες πλάκες
				
				              
				        Που περπατούν οι σκιές τους σε ουρές.
				
				Νικηµένοι από τη µέρα, από ένα βράδυ. Από µια στιγµή.
				     
				
				                               
				
				      Ώσπου
				
				Ο εγωισµός οδηγεί στο ατύχηµα-
				
				Παραπατάει πάνω από την άβυσσο, τροµάζοντας-
				
				Κάτι άγνωστο και απειλητικό ερχόταν. 
				            
				
				 
				
				Μπήκαµε κιόλας στων Κιµµερίων τη χώρα -
				
				Βαθύ το σκοτάδι µάς κυκλώνει
				
				Κι άγριες θύελλες συνοδεύουν το πλεούµενό µας.
				
				                      
				Έι, εσύ ναυτάκι, σε σένα λέω, 
				
				Τι ζητάς µες στο αβέβαιο τούτο ταξίδι;
				
				            
				Το απρόσιτο πυκνώνει στο βάθος 
				
				Το πέλαγος ανοίγει βαθύς τάφος 
				
				                      
				Από πικρό νερό κι απελπισία.
				
				                      
				
				
				
				
				ΙΙΙ
				
				 
				
				Μπαλόνια τώρα ανεβαίνουν, όλο ανεβαίνουν
				
				Τα φουσκωµένα εγώ -
				
				Ψηλά, ανεβαίνουν κι όλο µεγαλώνουν -
				
				Και ξαφνικά µια έκρηξη. Και πουφ το όνειρο - 
				
				Μ’ έναν ήχο υπόκωφο αυτό το µικρό ψευτοσύµπαν
				
				               
				Τσακίζεται και τελειώνει·
				
				Όλα ορµητικά παρασέρνονται 
				
				Και καίγονται από τον κεραυνό.   
				
				
				         
				    
				Ποιος είναι ο υπεύθυνος; Ρώτησε,              
				
				
				Μ’ ένα ξεκουρδισµένο λόγο και µια ολοφάνερη υποκρισία. 
				
				
				Και γύπες φτερούγισαν ξαφνικά γύρω του και στο µυαλό
				                                                     
				     
				                                                              
				του.